ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
ΣΤΑΥΡΟΥ ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ ΕΤΟΣ 1958
Ή
Βέροια οπωσδήποτε ήταν στο Δρομολόγιο μας και χωρίς τη βίαιη και βιαστική φυγή
μας από τη Θεσσαλονίκη, γιατί είχε μια καλή Εβραϊκή Παροικία και Συναγωγή. Μα
ευχαρίστησα τον Θεό, διότι τα δυσάρεστα γεγονότα της Θεσσαλονίκης μας έφεραν
εδώ ενωρίτερα. Όχι μονάχα για την ομορφιά της μικρής και ορεινής κάπως
πολιτείας, αλλά και διότι οι Ιουδαίοι της ήσαν «ευγενέστεροι» από τους
Θεσσαλονικείς: χωρίς φανατισμό, και με πνεύμα ελευθέριο, όπως φάνηκε από την
απέναντι μας συμπεριφορά το επόμενο Σάββατο:
Κατά
τη συνηθισμένη τάξη, μετά την ανάγνωση της Γραφής, μας έδωσαν τον λόγο: το
ενδιαφέρον τους ν' ακούσουν ένα ραβί από την Ανατολή, που σπούδασε μάλιστα στην
Ιερουσαλήμ, και πού έφερε νέο θρησκευτικό μήνυμα, ήταν ζωηρό και αγνό.
Σεμνή και
προσεκτική σιωπή σ' όλο το ακροατήριο. Και το ακροατήριο δεν ήταν μονάχα από
απλοϊκούς βιοπαλαιστές και προλεταρίους, αλλά και από πλουσίους και
αριστοκράτες, άνδρες και γυναίκες.
Με
βάση πάντοτε τις Γραφές, τους εκθέτω το Ευαγγέλιο μου και τούς αποδεικνύω, ότι
ό Χριστός δεν έπρεπε ν' αναμένεται, σαν ένας κοσμικός Βασιλεύς, πού θα
απελευθέρωνε τον Ισραήλ και θα ταπείνωνε τους άλλους λαούς, ούτε σαν απόκτημα
μονάχα του Ισραήλ, αλλά σαν Υπερκόσμιος Βασιλεύς, πού με την Αγάπη του θα προστάτευε
βέβαια τον περιούσιο λαό και θα του απέδιδε την ελευθερία του την πνευματική, την
ψυχική, αλλά ταυτόχρονα, επεκτείνοντας την ελευθερία αυτή σ' όλα τα έθνη και
τούς λαούς, θα έδιδε ουσιαστικά και πολιτική ελευθερία στον Ισραήλ, αρκεί να
είχε ένστερνισθη τη βασική ελευθερία την πνευματική.
Όταν
σταμάτησα, διαπίστωσα μια ικανοποίηση στα πρόσωπα όλων, αλλά και απορίες
πολλές, πού πρόβαλλαν από διάφορα σημεία.
Ό
Άρχισυνάγωγος, καλόπιστος και πρόθυμος, παρεμβαίνει και λέγει:
—Επειδή
πολλές είναι οι απορίες και αμφιβολίες, και δεν μπορούμε να κρατήσουμε για πολύ
καιρό τούς καλούς ραβί στην πόλη μας, προτείνω να διακόψουμε σήμερα και να συνεχίσουμε
και αύριο και μεθαύριο, ακόμα και όλη την εβδομάδα, αφού μάλιστα χειμώνας είναι
και δεν έχομε πολλές ασχολίες, για να δώσωμε έτσι την ευκαιρία και στους ραβί,
πού τιμούν τη Συναγωγή μας, και σ' όλα τα ευσεβή τέκνα της Βέροιας να λύσουν
τις απορίες των, με πλήρη μελέτη και ερμηνεία των Γραφών για το νέο κήρυγμα,
πού μας φέρνει ό διδάσκαλος Παύλος και ό συνεργάτης του Σίλας.
Όλοι
έμειναν σύμφωνοι, και μείς φυσικά πολύ περισσότερο.
Και
αρχίζει από την επομένη κάτι, πού δεν έγινε πουθενά πρωτύτερα: ήρεμοι και
διψαλέοι οι Βεροιαίοι (Πρ. κ',4) να ερευνούν μαζί μας τις Γραφές:
Αρχίζουμε
από τον Μωυσή, προχωρούμε στον Ψαλμωδό και καταλήγομε στους Προφήτες.
Από
τούς Αριθμούς του Μωυσή, ανάμεσα σε άλλα, επιμένω στη ζωή των προπατόρων μας στην
έρημο του Σινά, όπου έτρωγαν το μάννα, και έπιναν νερό βγαλμένο από πέτρα και τα
δυο θαυματουργικά πρότυπα του Μεσσία, πού τούς παρακολουθούσε μέσα στην έρημο και
δεν τούς άφηνε να αφανισθούν. Πού είναι ό κοσμικός βασιλιάς; Δεν είναι ό
πνευματικός Πατέρας, πού στοργικά προστατεύει και σώζει τα τέκνα του; Και
πνευματικός Πατέρας και Σωτήρ είναι 'Ιησούς ό Ναζωραίος.
Από τούς
Ψαλμούς τού Δαβίδ, σταματώ στον προσφιλή κλασσικό μεσσιανικό Ψαλμό, όπου ό εμπνευσμένος
πρόγονος του Ιησού αντικρίζει το μεγαλόπρεπο και δραματικό όραμα των Παθών:
«Θεέ
μου, Θεέ μου, ίνα τί με εγκατέλειπες;
Εγώ δε
ειμί σκώληξ και ουκ άνθρωπος,
όνειδος
άνθρωπου και έξουδένημα λαού.
Διεμερίσαντο
τα ιμάτια μου έαυτοίς
και επί
τον ίματισμόν μου εβαλον κλήρον». (Ψαλ. κα'.) Πηγαίνετε—συνεχίζω—στήν Αγία
Πόλη, και θα μάθετε, πώς όλο αυτό το όραμα του Δαβίδ έξεπληρώθη: Και τα ιμάτια του
Ιησού μοίρασαν οι στρατιώτες μεταξύ τους, και σαν
σκουλήκι
τον κατάντησαν οι Ρωμαιόφιλοι Σαδδουκαίοι, και οποίος τον έβλεπε πάνω στο
σταυρό, τον περίπαιζε τόσο πρόστυχα, πού μονάχα σε τιποτένιους ανθρώπους θα μπορούσε
να συμπεριφερθεί έτσι ό θεατής. Άλλα και ό ίδιος ό Ιησούς φώναξε από το ύψος του
σταυρού, μέσα σ' ε να στιγμιαίο σπασμό απελπισίας, «Θεέ μου, ίνα τί με εγκατέλειπες;»
Και
άμα βεβαιωθείτε, ότι όλα αυτά πραγματοποιήθηκαν στο πρόσωπο του Ναζωραίου Ιησού,
τί θα πείτε σαν τίμιοι και αντικειμενικοί κριτές; Θα επιμένετε, σαν τούς
στενοκέφαλους Ίεροσολυμίτες Φαρισαίους και Σαδδουκαίους, ότι ό Μεσσίας θα είναι
Άρχων Κοσμικός του Ισραήλ; Και βέβαια όχι. Άλλωστε δεν σας το επιτρέπει και ό
ίδιος ό Δαβίδ, πού στον ίδιο ψαλμό νοσταλγεί και βεβαιώνει την επιστροφή και την
ένωση όλων των λαών σε μια Παγκόσμια Βασιλεία του Θεού, όταν ψάλλει και σκιρτά
μπροστά στο ολόφωτο αυτό όραμα:
«Μνησθήσονται
και έπιστραφήσονται προς Κύριον
πάντα
τα πέρατα της γης, και προσκυνήσουσιν ενώπιον αυτού
πάσαι
αι πατριαί των εθνών». (Ψαλ. κα'.) Και από τούς Προφήτες αναφέρω το όραμα του
Ησαΐα, πού ανέπτυξα και στη Συναγωγή της Θεσσαλονίκης και πού εμφανίζει τον
Μεσσία, όπως ακριβώς και ό Δαβίδ, σαν ένα άνθρωπο κτυπημένο, πληγωμένο και παραμορφωμένο,
αλλά και προσθέτει ότι οι μωλωπισμοί του θ' αποτελέσουν γιατρικά ψυχικά, για να
θεραπευθούμε εμείς οι άνθρωποι.
Και
κατέληξα:
Κάποτε
κ' εγώ, πάνω στη παραζάλη του σοβινιστικού μου φανατισμού και της στενοκεφαλιάς
μου, παρεξήγησα τις μεσσιανικές αυτές επαγγελίες της Γραφής και κατεδίωξα τούς
οπαδούς του Ιησού. Αλλά το φώς της Δαμασκού μου άνοιξε τα μάτια της ψυχής και
είδα και ένοιωσα βαθειά τις Γραφές, και πίστεψα. Από τότε αφοσιώθηκα στον
Χριστό, και, σύμφωνα με την εντολή του, επισκέπτομαι και σάς, αδελφοί μου, για να
σάς εξορκίσω με το ελευθέριο πνεύμα, πού σάς δίδει ή απόσταση από τούς
φανατισμούς τού Κέντρου, και με το ελληνικό πνεύμα του περιβάλλοντος σας, να
άποδεχθήτε, ότι ό Ναζωραίος Ιησούς είναι ό Μεσσίας—Σωτήρ του Ισραήλ και των
Εθνών, Εκείνος, πού ήλθε να μάς συμφιλίωση όλους, και να μάς δώσει τη Χάρι του,
για να ζούμε ευτυχείς και αιώνιοι. Διότι τα τέκνα του Χριστού ζουν μαζί του
αιώνια και ό θάνατος είναι μια γέφυρα στεναγμών, πού μάς μεταφέρει στην
αιωνιότητα.
Άστραψαν
τα μάτια όλων. Ακόμα και πολλοί από τούς πλουτοκράτες και τούς αριστοκράτες,
άνδρες και γυναίκες, ομολόγησαν «Ίησούν Χριστόν και τούτον Εσταυρωμένον».
Κατάπληξη στους άλλους βιοπαλαιστές! Πώς οι άνθρωποι τού πλούτου και της
αριστοκρατίας πίστευσαν στον πτωχό και απλό Ναζωραίο; Σπεύδει και αρκετός λαός της
Βεροίας στις τάξεις μας.
Και
είδα τότε το λευκό Βέρμιον λευκότερο, και άκουσα τον θορυβώδη Αλιάκμονα πιο πολυτάραχο,
κι' αγάπησα πιο βαθειά την Βέροια, την χάρηκα πιο έντονα.
Όμως
ή χαρά μας σε λίγο μεταστροφή σε λύπη. Όταν έφθασε ή φήμη τού θριάμβου μας στη
Θεσσαλονίκη, ανάστατοι οι φανατικοί της Συναγωγής επιστρατεύουν πάλι τούς ταραχοποιούς
και καταφθάνουν στη Βέροια. Θέλουν να ξεσηκώσουν τούς Βεροιαίους, όχι με
θρησκευτικά επιχειρήματα, αλλά με πολιτικές συκοφαντίες, για να επιτύχουν από
τούς Πολιτάρχες της Βεροίας την εκδίωξη μας. Ήξερα την πολιτική μας αδυναμία
απέναντι της Ρώμης: Όταν ζητούσαν την πολιτική μας δίωξη οι ομοεθνείς μας, κατά
κανόνα ήμαστε τα θύματα της πολιτικής εξουσίας. Τί να παρατείνω περισσότερο την
παραμονή μου στην αγαπημένη Βέροια; Αλλά και πώς να γυρίσω στη Θεσσαλονίκη,
όπως ήθελα; Έτσι απεφάσισα να εγκαταλείψω προσωρινά τουλάχιστον την Μακεδονία και
να κατευθυνθώ προς νότο, προς το «δαιμόνιον πτολίεθρον» της Ελλάδος—τάς Αθήνας.
Δάκρυσαν
οι αδελφοί της Βεροίας, όταν τούς ανακοίνωσα την απόφαση μου. Μα και οι ίδιοι
καταλάβαιναν, ότι δεν θα τούς ωφελούσε ή προσωπική μου παραμονή. Για να τούς
παρηγορήσω, απεφάσισα να τούς αφήσω προσωρινά τον Σίλα και τον Τιμόθεο, ό
όποιος στο μεταξύ ήλθε από τη Θεσσαλονίκη, μολονότι θα μ' κόστιζε πολύ: θ'
άφηνα εκεί δυο κομμάτια της καρδιάς μου!
Με
παίρνουν λοιπόν ό Σώπατρος και μερικοί άλλοι αδελφοί και με φυγαδεύουν έως το
πλησιέστερο λιμάνι, πού θα είχε πλοίο για τας Αθήνας. Γιατί είχα μια μεγάλη
εξάντληση και ήθελα ν' αποφύγω την πεζοπορία έως την Αθήνα. Περάσαμε από το Αιγίνιο
της Πιερίας κοιλάδος και φθάσαμε στο Έλευθεροχώρι της Μεθώνης. 'Αλλά στο δρόμο
μου ήλθε μια κρίση νευρική και από την κόπωση, αλλά προ πάντων από τις έντονες
συγκινήσεις, συγκινήσεις από την αγάπη των αδελφών, και συγκινήσεις από το
μίσος των αντιπάλων. Οι συνοδοί μου, πού θα γύριζαν πίσω, απεφάσισαν, παρά τις
διαμαρτυρίες μου, να με συνοδεύσουν έως τας Αθήνας. Κατά βάθος είχαν δίκαιο,
όχι μονάχα για την αρρώστια μου, αλλά και διότι δεν έπρεπε, στο μεγάλο
πνευματικό κέντρο, όπως αι ' Αθήναι, να παρουσιασθώ μόνος, χωρίς καμιά συνοδεία,
και χωρίς κανένα συναθλητή. Και είχαν οι φίλοι Βεροιαίοι τη δικαία φιλοδοξία να
σταθούν ολόψυχα δίπλα μου.
Έτσι
ένα απόγευμα πήραμε το πλοίο, αφήκαμε πίσω την Μακεδονία, πού έγινε Προπύλαια του
Κηρύγματος μας για την Ευρώπη, και πλέομε προς την Ελλάδα της Ελλάδος—τάς
Αθήνας. Θα γίνει άραγε ή φημισμένη αυτή γη των «σοφών και των συνετών» Παρθενών
του Χριστιανισμού;..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σας ευχαριστούμε.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.