Συνοπτική παρουσίαση της εμπειρίας
του ακτίστου Φωτός έκανε ο Γέροντας σε λόγο-ομιλία του στην εορτή της
Μεταμορφώσεως του Χριστού «Περί του Θαβωρίου Φωτός». Ο λόγος αυτός εκφωνήθηκε
κατά πάσα πιθανότητα στο Παρίσι, μετά την επιστροφή του από το Άγιον Όρος. Με
τον λόγο αυτό αναλύεται η φράση των Ευαγγελιστών σχετικά με την αποκάλυψη της
δόξης του Χριστού: «Ιδού νεφέλη φωτεινή επεσκίασεν αυτούς, και ιδού φωνή εκ της
νεφέλης λέγουσα· Ούτός εστιν ο Υιός Μου ο αγαπητός, εν Ώ ευδόκησα· Αυτού
ακούετε» (Ματθ. ιζ’, 5).
Ο λόγος αυτός είναι καταπληκτικός.
Όσες φορές τον διαβάζω μου προξενεί ιδιαίτερη εντύπωση, γιατί αφ’ ενός μεν
είναι εφάμιλλος των λόγων-ομιλιών των αγίων Πατέρων, διότι καταγράφει το
γεγονός της Μεταμορφώσεως του Χριστού μέσα από την προσωπική πείρα, αφ’ ετέρου
δε στην πραγματικότητα είναι μια «αυτοβιογραφία» του Γέροντος Σωφρονίου .
Διαβάζοντας το κείμενο αυτό
διακρίνουμε ότι χωρίζεται σε δύο μέρη. Στο πρώτο μέρος θέτει τις θεολογικές
βάσεις του γεγονότος αυτού και στο δεύτερο αναλύει πώς κάποιος ασκητής του ανέλυσε τα σχετικά με την Μεταμόρφωση του
Χριστού. Προφανώς ο ασκητής αυτός είναι ο ίδιος ο Γέροντας, ο οποίος θέτει
μερικά ερωτήματα και απαντά ο ίδιος σχετικά
με το μεγάλο αυτό γεγονός. Και αυτό το έκανε για να κρύψη την μεγάλη
εμπειρία που είχε δεχθή από τον Θεό των Φώτων.
Στο πρώτο μέρος ο Γέροντας προτρέπει
τους ακροατές του να παραβλέψουν εκείνη την ώρα την μηδαμινότητά του και να
κλείστουν τους οφθαμλούς τους στην αμάθεια και το άκομψη του λόγου του και να
τον θεωρήσουν ως έναν απλό κήρυκα.
Έπειτα, αναφέρεται στην μεγάλη δωρεά
που έχουν λάβει οι Χριστιανοί με το Βάπτισμα, το Χρίσμα, την θεία Ευχαριστία,
τον θείο λόγο και την ζωή της Εκκλησίας. Στην συνέχεια κάνει λόγο για την
«ακόρεστον πείναν και άσβεστον δίψαν θεογνωσίας» που διακρίνει τους ανθρώπους.
Η ορμή του ανθρώπου προς τον Θεό αυξάνεται μετά την θεωρία του Θεού, έως ότου ο
άνθρωπος «εμπλησθή της Ακορέστου Τροφής», ώστε το Φως και η ψυχή να γίνουν ένα,
που προκαταγγέλλει την θέωση του ανθρώπου στην θεία δόξα.
Η Μεταμόρφωση του Χριστού «αποτελεί
στερεόν θεμέλιον της ελπίδος δια την μεταμόρφωσιν της ζωής ημών όλης» –που τώρα
είναι γεμάτη κόπο, ασθένεια και φόβο– στην άφθαρτη και θεοειδή ζωή.
Χρειάζεται αγώνας εκ μέρους του
ανθρώπου. Οι Πατέρες διήνυσαν αυτήν την οδό. Στην ζωή μας πρέπει να επαναληφθή
ό,τι έγινε στην ζωή του Χριστού και αυτή η ζωή είναι κοινή για όλους. Πρέπει να
διέλθουμε από τους πειρασμούς του Χριστού, την καταδίωξη, την μεταμόρφωση, το
πάθος, την σταύρωση σε αοράτους σταυρούς, τον θάνατο, την ανάσταση και την ανάληψη.
Δεν χρειάζεται δειλία, διότι αυτό γίνεται με την δύναμη του Χριστού.
Αυτά είναι τα ρήματα της αιωνίου
ζωής, «των Αποστόλων το κήρυγμα» και «των Πατέρων τα δόγματα», η ασάλευτη
ελπίδα, το θεμέλιο της πίστεώς μας, «το μόνιμον πολίτευμα της ζωής του πνεύματος
ημών».
Πάντοτε υπάρχουν μάρτυρες αυτής της ζωής, οι οποίοι ακολουθούν τον
Χριστό στο Θαβώρ, τον Γολγοθά, το Όρος των Ελαιών, όχι με την σοφία του κόσμου
τούτου και με υπερήφανη παρρησία, «αλλά μετά φόβου και τρόμου, ως ανάξιοι της αναβάσεως και οράσεως ταύτης», με την
ελπίδα όμως ότι και σ’ εμάς τους αμαρτωλούς μπορεί να λάμψη το αΐδιο Φως της
Θεότητος, «κατά την άμετρον αγαθότητα του Ουρανίου Πατρός».
Στο δεύτερο μέρος του λόγου του ο
Γέροντας, παρουσιάζοντας την σημασία του μεγάλου γεγονότος της Μεταμορφώσεως
του Χριστού για την ιστορία του κόσμου, αναλύει το πώς προετοιμάσθηκαν οι
Μαθητές γι’ αυτήν την θεοπτία, τί έγινε κατά την διάρκεια της «Θαβωρίου
Θεοφανείας» και τί ακολούθησε στην πράξη του Χριστού και στην συνείδηση των
Αποστόλων που υπήρξαν μάρτυρες της Μεταμορφώσεως. Πέραν των άλλων, το κείμενο
αυτό είναι και ένα δείγμα ορθοδόξου ερμηνευτικής της Αγίας Γραφής, αφού
ερμηνεύονται τα όσα συνέβησαν στο όρος Θαβώρ με βάση την παρόμοια πείρα του
ερμηνευτού.
Το σημαντικό όμως, είναι ότι ο Γέροντας,
όπως αναφέραμε πιο πάνω, θέτει την όλη ανάπτυξη του θέματος αυτού στα λόγια
ενός εμπείρου ασκητού, ο οποίος, όπως πιστεύει, «πολλάκις ηξιώθη της οράσεως
του Φωτός τούτου». Ασφαλώς πρόκειται για περιγραφή που κάνει ο ίδιος ο Γέροντας
και την βάζει στο στόμα του «ανωνύμου» ασκητού, σύμφωνα με τους λόγους του
Αποστόλου Παύλου: «οίδα άνθρωπον εν Χριστώ προ ετών δεκατεσσάρων …» (Β’ Κορ.
ιβ’, 2). Αυτό φαίνεται από όσα γράφονται σε άλλα κεφάλαια του παρόντος βιβλίου.
Οι εμπειρίες ταυτοποιούνται στο πρόσωπο του Γέροντα.
Ο Γέροντας Σωφρόνιος στον λόγο του
λέγει ότι συζήτησε με κάποιον ανώνυμο θεωρό της δόξης του Θεού, κατά την ημέρα
της εορτής της Μεταμορφώσεως του Χριστού, και ο οποίος του έλυσε τρεις
ερωτήσεις-απορίες.
Η πρώτη ερώτηση είναι: «Εις τί έγκειται
η φωτεινή αύτη νεφέλη, ήτις περιέλαμψε κατ’ εκείνην την νύκτα το Άγιον Θαβώρ;».
Η απάντηση στο ερώτημα αυτό
αναφέρεται στο μυστήριο του Θαβωρίου Φωτός, δηλαδή «πώς τούτο οράται και πώς
είναι δυνατόν να αποκτήση τις την δωρεάν ταύτην».
Ο ασκητής εκείνος του ανέφερε ότι,
όταν ήταν νέος, το Φως αυτό εμφανιζόταν σε αυτόν «ασαφώς, εις βραχείας
στιγμάς», άλλοτε ως «ακατάληπτος πυρίνη φλοξ» που έκαιγε την καρδιά του με την
αγάπη και άλλοτε «ως απαύγασμά τι» που διείσδυε με την λάμψη του στον νου του κατά την διάρκεια
της προσευχής, ιδίως στον Ναό. «Αλλ’ ημέραν τινα, κατόπιν εκτενούς, κατά την
διάρκεια πολλών μηνών, διαπύρου προσευχής συνοδευομένης υπό βαθείας λύπης δια
την αθλιότητα αυτού, το φως τούτο κατέβη ιλαρώς επ’ αυτόν και παρέμεινε μετ’
αυτού τρεις ημέρας». Με την θέα του ακτίστου Φωτός έγινε υπέρβαση του θανάτου
και γέμισε με την χαρά της εκ νεκρών αναστάσεως, γι’ αυτό και ονόμασε το φως
αυτό «πρωΐαν αναστάσεως». Τότε ζούσε στον κόσμο μεταξύ των ανθρώπων. Αργότερα,
όμως, όταν έγινε μοναχός και λειτουργός «πολλάκις συνέβαινε η προσευχή αυτού να
μεταβάλληται εις θεωρία φωτός, ούτως ώστε να μη αισθάνηται τότε ούτε το σώμα
αυτού, ούτε τον περιβάλλοντα αυτόν υλικόν κόσμον».
Ο θεόπτης ασκητής ανέλυε ότι το Φως
είναι «άνωθεν ευδοκία», έρχεται «απροσδοκήτως», φέρει «εις την ψυχήν γλυκείαν
απορίαν» και εξάγεται ο άνθρωπος από το ζοφερό σκότος στις απέραντες εκτάσεις
που φωτίζονται από τον ήλιο.
Καίτοι το Φως αυτό είναι αναλλοίωτο
κατά την φύση του, εν τούτοις οι ενέργειές του ποικίλλουν, ήτοι βιώνονται ως
αίσθηση αγάπης Χριστού, συμπαράσταση θείας δυνάμεως, ανεκλάλητη κίνηση αιωνίου
ζωής, «φως συνέσεως ή υπερνοητή νοερά όρασις του Θεού».
Άλλοτε το Φως εκχέεται
αφθονώτερο και γεμίζει όλο τον άνθρωπο.
Στην συνέχεια ο ασκητής παρέτεινε τον
λόγο του και ερμηνεύοντας την Θαβώρια εμπειρία, που είχαν οι Απόστολοι, ανέλυσε
τί και πώς έγινε αυτό.
Πράγματι υπάρχει μια σταδιακή πορεία
αναβάσεως των Αποστόλων και των ανθρώπων προς την μέθεξη της δόξης του Θεού.
Οι Μαθητές στηρίχθηκαν στην
πίστη-ομολογία ότι ο Χριστός είναι ο Υιός του Ζώντος Θεού, όπως το ομολόγησε ο
Πέτρος.
Μετά την ομολογία ακολούθησε η σιωπή,
αφού οι Ευαγγελιστές δεν παρεμβάλλουν κανένα γεγονός μεταξύ της ομολογίας του
Αποστόλου Πέτρου, που έγινε στην Καισάρεια της Φιλίππου, και της αναβάσεως στο
Θαβώρ, δηλαδή μια ολόκληρη εβδομάδα.
Ο Χριστός είναι Φως, διέμεινε στο
Φως, χωρίς να φαίνεται από τους Μαθητές. Η φανέρωσή Του, όμως, έγινε κατά την
διάρκεια της προσευχής, η οποία ήταν
ομοία με την προσευχή Του στην Γεθσημανή.
Οι Μαθητές εξαντλήθηκαν σε μια τέτοια
προσευχή, παρά ταύτα με την εσωτερική προσευχή τους είδαν την δόξα του Χριστού
και τους δύο άνδρες της Παλαιάς Διαθήκης, τον Μωϋσή και τον Ηλία. Αυτή η θεωρία
βύθισε τους Αποστόλους «εις ανέκφραστον έκπληξιν και μακαρίαν απορίαν». Μέχρι
τότε η όραση του πνευματικού κόσμου και του θείου Φωτός από τους Αποστόλους
συνδυαζόταν με τις παραστάσεις του περιβάλλοντος αισθητού κόσμου.
Όμως, στην συνέχεια αυξήθηκε το Φως
και ανύψωσε τους Μαθητές πέραν παντός ορατού και προσκαίρου εις τα αόρατα και
αιώνια. Τους επεσκίασε νεφέλη που ήταν το φως και η πνοή του πνεύματος, το
οποίο εισήγαγε τους Αποστόλους «εις τον κόσμον του φωτός του ακτίστου, του
ατρέπτου, του ανεσπέρου, του αναλλοιώτου, του απεράντου, του υπερουρανίου» και
εξαφάνισε τις παραστάσεις τους που προέρχονται από τις μορφές του κόσμου
τούτου. Δηλαδή, στην αρχή έβλεπαν το Φως που προχεόταν από το Σώμα του Χριστού,
που ήταν πηγή του ακτίστου Φωτός, αλλά και τον περιβάλλοντα κόσμο. Μετά όμως
ανέβηκαν σε υψηλότερη θεωρία και χάθηκε ο περιβάλλων κόσμος.
Οι Απόστολοι εισήχθησαν δια του Αγίου
Πνεύματος στην «θεωρία της απεριγράπτου Θεότητος του Ιησού Χριστού» και άκουσαν
την άϋλη και απρόσιτη φωνή του Πατρός: «Ούτός εστιν ο Υιός μου ο αγαπητός».
Αυτό «υπήρξε η υπερτάτη στιγμή ολοκλήρου του θαβωρίου γεγονότος».
Ερμηνεύοντας αυτό το γεγονός ο
ασκητής εκείνος ανέφερε ότι, καίτοι ήταν μεγάλη και υψίστη η όραση των
Αποστόλων, όμως ακόμη δεν ήταν τελεία, διότι δεν ήταν ικανοί να δεχθούν το
πλήρωμα και την τελειότητα του Φωτός. Επίσης, αφομοιώθηκε το Φως αυτό ατελώς
από τους Αποστόλους, γι’ αυτό και αμφιταλαντεύθηκαν κατά τα γεγονότα του
Γολγοθά. Παρά ταύτα η όραση αυτή στο Θαβώρ ήταν μεγαλύτερη από την όραση του
Μωϋσέως και του Ηλία στην Παλαιά Διαθήκη.
Από την ανάλυχη αυτή φαίνονται οι διαβαθμίσεις
προς την θεωρία, ήτοι πίστη στην θεότητα του Χριστού, σιωπή, με όλη την σημασία
της λέξεως, προσευχή ομοία με την προσευχή του Χριστού στην Γεθσημανή υπέρ όλου του κόσμου,
εμφάνιση του Φωτός με έκπληξη και ανύψωση σε μεγαλύτερη θεωρία ήτοι είσοδος
στην νεφέλη.
Στην συνέχεια ο Γέροντας καταγράφει
και την δεύτερη απορία του, την οποία δεν πρόλαβε να διατυπώση, αφού την
αντιλήφθηκε ο σπουδαίος εκείνος ανήρ.
Επειδή αισθάνθηκε θλίψη την ώρα της
αναλύσεως αυτής, σκεπτόμενος: «Δεν έχω αυτήν την τύχην», ο ασκητής για να τον
παρηγορήση του είπε ότι ο άνθρωπος πρέπει να ελέγχη-κατηγορή τον εαυτό του, ότι
λόγω της αδικίας του στερείται αυτό το δώρο, όμως δεν πρέπει να οδηγηθή στην
απόγνωση, γιατί η θεωρία του Φωτός δεν είναι κλήρος μόνον των εκλεκτών. Μια
τέτοια σκέψη «δύναται να φονεύση εντός ημών την αγίαν ελπίδα». Όλοι κληθήκαμε
στην ίδια τελειότητα που κλήθηκαν οι τρεις Απόστολοι στο Θαβώρ. Όλοι λάβαμε τις
ίδιες εντολές. Αυτό φαίνεται από την ιερή ακολουθία της εορτής της
Μεταμορφώσεως με την οποία η Εκκλησία «μετά δυνάμεως προσκαλεί και πείθει
πάντας προς ανάβασιν εις το αφηλάφητον όρος της νοεράς θεοπτίας». Έτσι, σε όλες
τις εποχές, ακόμη και σήμερα, εκχέεται αυτή η δωρεά σε όσους ακολουθούν τον
Χριστό με όλη την καρδιά τους. Η άποψη ότι αυτή η θεωρία «δεν είναι δι’ εμέ»
είναι «νόθος ταπείνωσις», αλλά και «αδικαιολόγητος απόγνωσις» που γεννάται από
την αδικία και την ηδυπάθεια.
Επίσης, φραγμός στην θεωρία του
ακτίστου Φωτός είναι η προσπάθεια των ανθρώπων να γνωρίσουν τον Θεό και τα
Μυστήριά Του με την λογική. Σε μια τέτοια περίπτωση δεν συναντά κανείς «την
φωτεινήν νεφέλην», αλλά «γνόφον και σκότος, αποκρύπτοντα τον Θεόν». Ο Θεός
είναι Φως και όσοι αξιώνονται της θεωρίας του Θεού Τον βλέπουν ως Φως. Όταν,
όμως, εμφανίσθηκαν φιλόσοφοι που υποστήριζαν την άποψη της πλήρους γνώσεως του
Θεού δια της λογικής, τότε οι άγιοι Πατέρες «δια να εκριζώσουν την ασύνετον
ταύτην ιδέαν» χρησιμοποίησαν την γλώσσα της Παλαιάς Διαθήκης, ήτοι τον γνόφο.
Πάντως «η αληθής οδός προς θεωρίαν
του θείου Φωτός διέρχεται δια μέσου του έσω ανθρώπου». Όταν αγωνιζόμαστε να
τηρήσουμε τις εντολές του Χριστού με όλη την δύναμη της επιθυμίας, τότε το θείο
Φως «πολυμερώς και πολυτρόπως» μας επισκέπτεται. [//142] Και δεν υπάρχουν όρια
της ευδοκίας του Θεού, διότι αυτή «κείται εν αληθεία πέραν παντός ορίου».
Στο τέλος δε αυτής της συνομιλίας ο
θεόπτης εκείνος ασκητής, όπως γράφει ο Γέροντας, διέλυσε και μια ακόμη (τρίτη)
απορία «εις την δειλήν μου ψυχήν». Επειδή, όπως λέγει, δεν έβλεπε την οδό, δεν
γνώριζε πώς να εισέλθη σε αυτήν την ζωή, από πού να αρχίση και αισθανόταν τον
εαυτό του μέσα σε γνόφο, ερώτησε: «Τί ποιήσω ίνα ζωήν αιώνιον κληρονομήσω;».
Τότε ο ανώνυμος ασκητής απάντησε ότι πρέπει να προσεύχεται με πίστη στον Θεό,
σύμφωνα με τους λόγους του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά: «Κύριε, φώτισόν μου το
σκότος», τους λόγους της εκκλησιαστικής ωδής: «Λαμψάτω, ώ φωτοδότα, και εμοί τω
αμαρτωλώ το φως σου το απρόσιτον» και την προσευχή του αγίου Συμεών του Νέου
Θεολόγου: «Ελθέ, το φως το αληθινόν. Ελθέ η Ζωή η αιώνιος …».
Όταν διαβάση κανείς αυτόν τον λόγο,
συγκρίνοντάς τον με όσα έχει γράψει ο Γέροντας Σωφρόνιος αργότερα, θα
διαπιστώση ότι το περιεχόμενό του είναι αυτοβιογραφία του Γέροντος Σωφρονίου,
του επωνύμου αυτού ασκητού, και σε αυτόν τον λόγο φαίνεται όλη η διδασκαλία του
για το άκτιστο Φως, τις ενέργειές του, το τί προηγείται της θεωρίας και πώς
προσφέρεται η γνώση του Θεού. Ακόμη, ο Γέροντας μας διδάσκει εμμέσως δια του
«ασκητού» ότι η θεωρία του ακτίστου Φωτός είναι ο σκοπός της ζωής μας, ο κλήρος
μας και η πορεία μας. Πράγματι, ο Γέροντας ήταν πάντα, όπως και εδώ τον
συναντούμε, θεολόγος του ακτίστου Φωτός, μάρτυς του Θαβώρ, μερικές φορές
απόλυτος στην διδασκαλία του, επειδή η διδασκαλία αυτή ήταν εμπειρική και
αποκαλυπτική, αλλά πάντοτε ήταν ευαίσθητος και ευγενής άνθρωπος, πράγματι
άνθρωπος του Θεού.
Σε ένα σημείο του λόγου του,
διακατεχόμενος από αυτομεμψία και προσπαθώντας να κρύψη τον εαυτό του, γράφει
ότι θα μεταδώση στους ακροατές του «τον επίλογο της αλήστου δι’ εμέ συνομιλίας
μετά του σπουδαίου εκείνου ανδρός». Εκφράζει δε φόβο και συστολή, διότι ο
Παροιμιαστής προτρέπει: «πίνε ύδατα από σων αγγείων και από σων φρεάτων πηγής»
(Παροιμ. ε’, 15). Δεδομένου, όμως, ότι, όπως φαίνεται και από τα προηγούμενα, η
ανάλυση που κάνει ο ασκητής εκείνος συνδέεται απόλυτα με την διδασκαλία του
Γέροντος Σωφρονίου, τελικά τα όσα περιγράφει σε αυτόν τον λόγο είναι ύδατα από
τα αγγεία και τα φρέατα της πηγής του ιδίου του Γέροντος Σωφρονίου. Μέσα στην
καρδιά του η Χάρη του Θεού ενστάλαξε θείες αποκαλύψεις και εκείνος έδωσε στην
εποχή μας την μαρτυρία αυτής της ζωής.
Φαίνεται, λοιπόν, ότι ο Γέροντας
Σωφρόνιος πέρασε όλες τις βαθμίδες της πνευματικής ζωής, πορεύθηκε από το κατ’
εικόνα στο καθ’ ομοίωση, από την κάθαρση στον φωτισμό και την θέωση. Έλαβε από
τον Θεό το σπάνιο δώρο της εμπειρίας του ακτίστου Φωτός. Προηγουμένως, είδαμε
ότι κατά την εμπειρία της καθαράς προσευχής, σε στιγμές που δεν το περίμενε,
έφθανε στην θεωρία του ακτίστου Φωτός. Αυτό, βεβαίως, αποτελούσε και έναν
πνευματικό κίνδυνο, γιατί, όταν βρισκόταν στην εμπειρία της βαθείας και καθαράς
προσευχής, ήταν φυσικό να έλθη ο λογισμός ότι σε λίγο θα δη το Φως. Όμως, η
πείρα που είχε αποκτήσει προηγουμένως με το χάρισμα της μνήμης του θανάτου, το
βαθύ πένθος και η βίωση των φλογών του Άδου, που δεν τον εγκατέλειπε ποτέ,
καθώς επίσης και η πνευματική του ανδρεία να σταματά την προσευχή, όταν
εισερχόταν λογισμός κενοδοξίας, λέγοντας «ήλθαν οι φονείς μου», τον έκαναν να
μη χάνη την μεγάλη δωρεά του Θεού, και, όταν συνέβαινε κάποια μείωση και κατ’
οικονομίαν άρση, να επανέρχεται σύντομα.
Όλη, λοιπόν, η προηγούμενη ιστορία της
ζωής του, μέσα στην οικονομία του Θεού, ήταν μια προετοιμασία για μια σταθερή
πορεία προς την θέωση και την όραση του Φωτός, χωρίς τους σοβαρούς κινδύνους
που έχει μια τέτοια πνευματική κατάσταση.
Από αυτά αντιλαμβανόμαστε ότι η
θεολογία, που είναι έκφραση της εμπειρίας του ακτίστου Φωτός, δεν συνδέεται με
τις φαντασίες του πλανωμένου νοός και με τα ποικίλα πάθη. Πράγματι, ο νους που
φαντάζεται είναι ανίκανος για την θεολογία. Η πραγματική ορθόδοξη θεολογία συνδέεται
με την πορεία του ανθρώπου από την κάθαρση στον φωτισμό και την θέωση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σας ευχαριστούμε.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.