Την καταγγελία για τον π. Ιωάννη
Κρεστιάνκιν την είχαν κάνει το 1950 τρεις άνθρωποι: ο υπεύθυνος για τη διοίκηση
του μοσχοβίτικου ναού όπου υπηρετούσε ο π. Ιωάννης, ο χοράρχης του ίδιου ναού
και ο πρωτοδιάκονος. Κατηγόρησαν τον ιερέα ότι μαζεύει γύρω του νέους, δεν τους
δίνει
ευλογία να ενταχθούν στην Ένωση
Κομμουνιστικής Νεολαίας και κάνει αντισοβιετική προπαγάνδα.
Ο π. Ιωάννης συνελήφθη. Στην
εσωτερική φυλακή της Λουμπιάνκα πέρασε σχεδόν ένα χρόνο σε κελί προφυλάκισης.
Στη διάρκεια των ανακρίσεων τον βασάνιζαν σκληρά.
Την περίοδο διεξαγωγής της ανάκρισης,
ο υπό έρευνα Κρεστιάνκιν ομολόγησε ότι γύρω του πραγματικά μαζεύονταν αρκετοί
νέοι. Αλλά ως ποιμένας της Εκκλησίας, δεν μπορούσε να τους διώξει και να
σταματήσει να τους δίνει την αμέριστη προσοχή του. Στην ερώτηση για την Ένωση
Κομμουνιστικής Νεολαίας, ο Κρεστιάνκιν επίσης παραδέχτηκε ότι δεν έδινε την
ευλογία του για ένταξη στους κύκλους της. δεδομένου ότι ήταν αθεϊστική. Τέτοιες
οργανώσεις δε γίνεται να αποτελούνται από χριστιανούς. Και όσον αφορά στην
αντισοβιετική προπαγάνδα, ο κρατούμενος αρνήθηκε την ενοχή του λέγοντας ότι η
δραστηριότητα αυτού τού είδους δεν τον ενδιέφερε ως ιερέα. Επί έναν ολόκληρο
χρόνο ο Κρεστιάνκιν δεν πρόφερε στις ανακρίσεις ούτε ένα όνομα, εκτός απ' αυτά
που ο ανακριτής ήδη ήξερε και ανέφερε. Γνώριζε ότι κάθε άνθρωπος που θα κατονόμαζε,
θα συλλαμβανόταν.
Για τον ανακριτή του μας είχε
διηγηθεί ο ίδιος ο γέροντας. Ήταν συνομήλικοι. Το 1950 είχαν και οι δύο κλείσει
τα σαράντα τους χρόνια. Τον έλεγαν κι εκείνον Ιωάννη. Ακόμα και το πατρώνυμο
τους ήταν ίδιο: Μιχαήλοβιτς. Ο π. Ιωάννης έλεγε ότι κάθε μέρα τον μνημονεύει
στις προσευχές του. Μα και δεν μπορεί να τον ξεχάσει.
«Μου έσπασε όλα μου τα δάχτυλα!»,
έλεγε με κάποια έκπληξη ο γέροντας, φέρνοντας τα σακατεμένα του χέρια στα μάτια
του που είχαν αρχίσει να χάνουν το φως τους.
«Ναι», σκεφτήκαμε τότε, «η προσευχή
του π. Ιωάννη για μια ολόκληρη ζωή, δεν είναι αστείο! Θα ήταν ενδιαφέρον να
μάθουμε την μοίρα του ανακριτή Ιβάν Μιχαήλοβιτς, για τον οποίο τόσο προσευχόταν
ο πρώην κρατούμενος του Ιβάν Μιχαήλοβιτς Κρεστιάνκιν».
Με σκοπό την πλήρη αποκάλυψη των
εγκλημάτων τού κατηγορουμένου, ο ανακριτής όρισε κατ` αντιπαράσταση εξέταση με
τον ίδιο τον υπεύθυνο του ναού. Ο π. Ιωάννης ήξερε ήδη ότι εκείνος ο άνθρωπος
ήταν η αιτία της σύλληψης και των βασανιστηρίων του. Αλλά όταν ο υπεύθυνος
μπήκε στο γραφείο, ο π. Ιωάννης τον σφιχταγκάλιασε! Τόσο πολύ χάρηκε που είδε
τον αδελφό-ιερέα. με τον οποίο είχε συλλειτουργήσει στον ναό τόσες φορές!
Στην αγκαλιά του π. Ιωάννη, ο
υπεύθυνος του ναού κατέρρευσε και έχασε τις αισθήσεις του. Η κατ' αντιπαράσταση
εξέταση δεν έγινε, αλλά και χωρίς αυτή καταδίκασαν τον γέροντα σε οκτώ χρόνια
εγκλεισμού σε στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Για έναν από τους παλαιούς πατέρες
έχει γραφτεί ότι από την υπερβολική αγάπη του είχε ξεχάσει τι θα πει κακό.
Εμείς -δόκιμοι εκείνα τα χρόνια- συλλογιζόμασταν συχνά: για ποιο λόγο, για ποια
κατορθώματα, για ποιες ιδιότητες της ψυχής κάνει ο Κύριος συνεργούς Του στα
Μυστήρια Του τους ασκητές, δίνοντας τους το χάρισμα της διορατικότητας, το χάρισμα
να κάνουν θαύματα; Πράγματι, είναι αδύνατο ακόμα και να φανταστείς ότι ένας τέτοιος
άνθρωπος, που του αποκαλύπτονται οι πιο μύχιες σκέψεις και τα λάθη των
ανθρώπων, θα μπορούσε να είναι κάτι άλλο εκτός από απέραντα ελεήμων προς τον
καθένα ανεξαιρέτως! Αδύνατο να φανταστείς ότι η καρδιά του δε θα ήταν γεμάτη
από κείνη την αγάπη που έφερε στον κόσμο μας ο Εσταυρωμένος - αγάπη δυνατή,
μυστηριακή, αγάπη που να συγχωρεί τα πάντα.
Και όσον αφορά στην ιστορία της
φυλάκισης τού π. Ιωάννη, αυτό που με μάγευε πάντα ήταν το πώς μνημόνευε εκεί-να
τα χρόνια του εγκλεισμού του στα στρατόπεδα συγκέντρωσης: έλεγε πως ήταν τα πιο
ευτυχισμένα χρόνια της ζωής του!
«Ο Θεός ήταν δίπλα μου!», εξηγούσε με
ενθουσιασμό, αν και σίγουρα αντιλαμβανόταν ολότελα ότι εμείς δεν μπορούσαμε να
τον καταλάβουμε.
«Για κάποιο λόγο δε θυμάμαι κάτι
άσχημο», έλεγε για το στρατόπεδο. «Μόνο αυτό θυμάμαι: ο ουρανός ανοιχτός και οι
Άγγελοι να ψέλνουν στους ουρανούς! Τώρα τέτοια προσευχή δεν έχω...».
Στο κελί που ο γέροντας δεχόταν τους
πολυάριθμους επισκέπτες του, εμφανιζόταν πάντα πολύ θορυβωδώς. Έμπαινε μέσα
κυριολεκτικά πετώντας - ακόμα κι όταν ήταν 70, 80 ή και 90 χρονών. Τρίκλιζε
λιγάκι από την αδυναμία της ηλικίας, έτρεχε στην εικόνα και για ένα λεπτό έμενε
κοκαλωμένος μπροστά της πλήρως απορροφημένος από την προσευχή για τους
ανθρώπους που είχαν έρθει να τον δουν.
Αφού τελείωνε αυτή τη σημαντική
δουλειά, στρεφόταν προς τους επισκέπτες και τους αγκάλιαζε όλους με ένα
χαρούμενο βλέμμα. Κι αμέσως έσπευδε να ευλογήσει τον καθένα χωριστά. Σε κάποιον
κάτι ψιθύριζε. Αναστατωνόταν, εξηγούσε. Παρηγορούσε, παραπονιόταν, αναθαρρούσε.
Αναστέναζε και βογκούσε. Έπιανε το κεφάλι του με απόγνωση. Εκείνες τις στιγμές
θύμιζε κλώσα που πηγαινοέρχεται στα κλωσσόπουλα της. Και μόλις τελείωνε με όλα
αυτά, σωριαζόταν σχεδόν στο παλιό καναπεδάκι κι έφερνε δίπλα του τον πρώτο
επισκέπτη. Ο καθένας είχε τα προ-βλήματα του. Δε θα πω για άλλους, αλλά θυμάμαι
πολύ καλά με τι πρόβλημα είχα πάει εγώ στον γέροντα.
Ο π. Ιωάννης για εννέα χρόνια δεν μου
έδινε ευλογία να καρώ μοναχός. Μου είχε θέσει τον όρο να περιμένω την ευλογία της
μητέρας μου. Αλλά η δική μου μητέρα -ο Θεός να την αναπαύσει- αν και μου είχε
δώσει ευλογία να υπηρετήσω την Εκκλησία με ιερατικό αξίωμα, δεν ήθελε να
ακολουθήσω τον δρόμο τού μοναχισμού. Ο γέροντας επέμενε σταθερά στον όρο της
μητρικής συγκατάθεσης. Έλεγε: αν σοβαρά θες να γίνεις μοναχός, ζήτα το από τον
Θεό και Αυτός θα τα τακτοποιήσει όλα την κατάλληλη στιγμή.
Τον εμπιστεύτηκα βαθιά και περίμενα
με ηρεμία. Τoσο στην αρχή που ήμουν δόκιμος στη Μονή των Σπηλαίων, όσο και μετά, στο
Τμήμα Εκδόσεων του μητροπολίτη Πιτιρίμ. Και κάποια στιγμή, σε μια επίσκεψη μου
στον γέροντα, του διηγήθηκα μεταξύ άλλων ότι σύντομα θα ανοίξουν το μοναστήρι
τού Ντονσκόι. που οι Μοσχοβίτες αγαπούσαν ιδιαίτερα. Και τότε ο π. Ιωάννης
είπε:
«Να που ήρθε η ώρα σου. Πήγαινε ζήτα
από τη μητέρα σου την ευλογία της. Πιστεύω ότι τώρα δε θα σου την αρνηθεί. Κι
επειδή έκανες υπομονή για δέκα χρόνια και δεν αυθαιρέτησες, θα δεις ότι ο
Κύριος δε θα σε αφήσει χωρίς τη χάρη Του. Θα ναι για σένα δώρο».
Κατόπιν, ο γέροντας άρχισε να
διηγείται για το μοναστήρι τού Ντονσκόι την εποχή της δικής του νεότητας' για
τον άγιο πατριάρχη Τύχωνα, που ο γέροντας αγαπούσε και εκτιμούσε απεριόριστα,
και ο οποίος ζούσε εκεί κατά τη σύλληψη του. Μου είπε επίσης ότι το 1990, του
είχε εμφανιστεί σ' αυτό το κελί όπου εκείνη την ώρα συζητούσαμε, ο άγιος
πατριάρχης Τύχων, και τον προειδοποίησε για το σχίσμα που ερχόταν στη Ρωσική
Εκκλησία (έτσι έγινε στην Ουκρανία).
Τελειώνοντας, ο π. Ιωάννης
προσευχήθηκε μπροστά στην εικόνα της Υπεραγίας Θεοτόκου «Η των απολωλότων ζήτησης»
και μου υπέδειξε να βιαστώ να γυρίσω σπίτι. Κι αφού πάρω τη μητρική ευλογία, να
πάω να ζητήσω την κουρά μου από τον μακαριότατο πατριάρχη.
Με τις προσευχές τού π. Ιωάννη, αυτή
τη φορά η μητέρα μου συμφώνησε απρόσμενα με την επιθυμία μου και μου έδωσε
ευλογία μια εικόνα της Θεοτόκου. Ο μακαριότατος πατριάρχης Αλέξιος Β' με
τοποθέτησε στην ολιγομελή τότε αδελφότητα της μονής Ντονσκόι.
Βγήκαν αληθινά τα λόγια τού π. Ιωάννη
για το «δώρο». Ο προεστός της μονής Ντονσκόι αρχιμανδρίτης Αγαθόδωρος. ανέβαλε
δύο φορές την μοναχική μου κουρά εξαιτίας επειγουσών υποχρεώσεων του για θέματα
της μονής. Τελικά, τέλεσε τη μοναχική κουρά ανήμερα των γενεθλίων μου, όταν
έκλεινα τα 33 μου χρόνια, δίνοντας μου το όνομα Τύχων.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΣΧΕΔΟΝ ΑΓΙΟΙ. π
Τύχων Σεβκούνωφ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σας ευχαριστούμε.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.