Όταν το βράδυ, μετά από το σβήσιμο
των φώτων, γυρίζω από την τουαλέτα, πού είναι στην άκρη του κελιού τούνελ,
διασχίζοντας όλο το δωμάτιο προς το κρεβάτι μου (έτσι θέλει ό επιλοχίας
Ούνγκουρεάνου, πού στέκεται κοντά στην πόρτα), όλοι οι άλλοι βρίσκονται ξαπλωμένοι
στις θέσεις τους. Είμαι τελευταίος, διότι με υποχρεώνουν τα αναθεματισμένα τα
έντερα μου. Περνώ λοιπόν σαν σε λιτανεία ανάμεσα από τις δυο σειρές των
κρεβατιών όλων εκείνων πού ετοιμάζονται να κοιμηθούν και προσέχω να πω
καληνύχτα στον καθένα ξεχωριστά. Μου απαντούν με ζεστασιά και ευγένεια, και
νιώθω ευτυχισμένος, διότι χαίρομαι με τη συμπάθεια πού συναντώ και διότι
συμπεριφέρομαι όπως αρμόζει.
Ξέρω σίγουρα ότι συμπεριφέρομαι καλά
και μ' αυτόν ακριβώς τον τρόπο συναντώ το καλό. Οι υπαρξιστές στο σημείο αυτό
έχουν δίκιο. Τη στιγμή πού έχουμε συνείδηση του καλού πού κάνουμε, ή συνείδηση το
εκθέτει για πάντα. Η συνείδηση είναι εκμηδενιστική, αποκλείει την αθωότητα, την
ήρεμη και αθώα διάπραξη του καλού. Μαγαρίζει κάθε λεπτή ενέργεια.
Και έχουν και δεν έχουν δίκιο οι υπαρξιστές.
Σκέφτονται κάπως γρήγορα, σαν ταχυδακτυλουργοί πού είναι. Ή συνείδηση μαγαρίζει,
άλλα όχι για πάντα. Δεν είμαστε καθαροί σαν τα παιδιά, δεν είμαστε άγιοι. Δεν
είμαστε όμως και βαρύγδουπα σαράβαλα, δεν είμαστε παλιάνθρωποι ούτε αλήτες. Άγιοι
δεν είμαστε, σίγουρα. Ίσως όμως είμαστε απατεώνες του καλού.
Άγιοι είναι λίγοι. Μετά έρχονται οι
ήρωες, κατόπιν οι κύριοι και στο τέλος ακολουθούν κουτσαίνοντας οι απατεώνες του
καλού, λίγο γελοίοι, λίγο λαχανιασμένοι, αλλά δεν είναι και για πέταμα.
Ξέρουμε πώς κάνουμε το καλό (και
άρα το αμαυρώνουμε), άλλα τουλάχιστον κάνουμε το καλό, όχι το κακό. Δεν έχουμε
μερίδιο στην καθαρότητα των αγίων, άλλα πάντως κάτι κάνουμε, κάτι πού μας
βγάζει από τις τάξεις των παλιανθρώπων. Υπάρχει λοιπόν μια διαφορά —πιστεύω— ανάμεσα
στους αλήτες απ' τη μια και στους κρατουμένους του κελιού 34 (τούς απατεώνες του
καλού) απ' την άλλη. Και δώ στο 34 είναι αλλιώς. Δεν υπάρχει ή στενοχώρια πού
βασανίζει τούς φοβητσιάρηδες, τους καταδότες και τούς νικημένους (οι όποιοι
πάντα ψευτοκλαίνε και στο τέλος μένουν μόνοι με τον εαυτό τους, έχοντας για
παρέα την κλαψούρα, την ήττα και την προδοσία).
Τη διαφορετική κατάσταση εδώ
στο κελί 34 την καταλαβαίνει κανείς εύκολα, όπως ένα τονωτικό χάπι, όπως ένα
χρώμα έντονο. Ή ευγένεια και ό ιπποτισμός δεν είναι απλές νοσταλγίες για μας εδώ
κη φυλακή. Είναι τελείως διαφορετικά πράγματα (όπως άλλωστε διαφορετικός είναι
και ό χριστιανισμός πού αντανακλούν αυτές οι έννοιες), είναι πράγματα που ανήκουν
στη σφαίρα των μυστικών ή των συνταγών της ευτυχίας.
Ίσως είναι βλασφημία, άλλα έχω κι εγώ
μια δική μου θεωρία, σύμφωνα με την οποία ό Χριστός στα Ευαγγέλια δεν είναι μόνο
πράος, καλός, δίκαιος, αναμάρτητος οικτίρμων, δυνατός, κτλ.
Από τις αφηγήσεις των Ευαγγελίων —μηδενός
εξαιρουμένου—, ό Χριστός φαίνεται προικισμένος με όλες εκείνες τις εξαίρετες
ιδιότητες που χαρακτηρίζω έναν τζέντλεμαν, έναν ιππότη.
Κατ' αρχάς διότι στέκεται στην πόρτα
μας και χτυπά διακριτικά. Άλλα και έχει εμπιστοσύνη στους ανθρώπους. Δεν είναι
καχύποπτος. Ή εμπιστοσύνη είναι πρώτη ιδιότητα πού χαρακτηρίζει έναν πραγματικό
τζέντλεμαν, έναν αληθινό ιππότη, ενώ
αντίθετα ή καχυποψία είναι βασικό χαρακτηριστικό του πανούργου άνθρωπου.
Εκείνος πού είναι αληθινός τζέντλεμαν, εμπιστεύεται (μέχρι αποδείξεως του
αντιθέτου) τα πάντα και δεν βιάζεται, διψασμένος για σκάνδαλα, να πιστέψει τις
κακές φήμες πού κυκλοφορούν για κάποιον. Στους εξυπνάκηδες και στα κοπρόσκυλα, ή ύπ' αριθμόν ένα αντίδραση
είναι πάντοτε ή καχυποψία, και πρέπει να
ξέρουμε ότι κάθε όμοιος τους είναι το ίδιο βρομιάρης, όπως και οι ίδιοι
Παρακάτω τώρα.
Ό Χριστός συγχωρεί
εύκολα και ολοκληρωτικά. Ό κακός ο άνθρωπος δεν συγχωρεί ποτέ, ενώ αν τύχει και
υποχωρήσει (χωρίς να συγχωρέσει), το κάνει δύσκολα, καταναγκαστικά, με το
σταγονόμετρο. Ό Χριστός όμως στο Ιω. 8, 11, λέει στη γυναίκα πού είχε συλληφθεί
επί μοιχεία: «ουδέ εγώ σε κατακρίνω- πορεύου και από του νύν μηκέτι άμάρτανε»,
δηλαδή, ούτε εγώ σε καταδικάζω- πήγαινε και
μην αμαρτάνεις πια.
Ό Κύριος είναι πάντοτε έτοιμος να
τρέξει σε βοήθεια και περιμένει. Μας συμπονά. Τη χήρα της Ναΐν, τούς τυφλούς,
τούς άρρωστους, όλους τους ελεεί χωρίς καν οι ίδιοι να προλάβουν να του ζητήσουν
κάτι. Ξέρει να διαβαθμίζει την εκτίμηση Του, δίνει στον καθένα ότι είναι δικό
Του. Στη Χαναναία, ή οποία έδειξε επιμονή και θάρρος, μιλά πιο πολύ απ' ότι σε
άλλους πού λυτρώνει από ασθένειες και πόνο και χρησιμοποιεί μια συμπληρωματική
φράση: (Ματθ. 15, 28) Ω γύναι, μεγάλη
σου ή πίστις», δηλαδή, Ω γυναίκα, μεγάλη ή πίστη σου. Μόνο σε εκείνη μιλά έτσι ό Κύριος. Μόνο σ' εκείνη το
θαυμαστικό Ώ, μόνο σ' εκείνη και ο χαρακτηρισμός μεγάλη, της πίστης της.
Ό Χριστός είναι πάντοτε (ιδιαίτερα σ'
αυτό το σημείο) προσεκτικός και ευγενικός. Ποτέ δεν ακούστηκε από το στόμα Του
ύβρις, λόγος περιφρονητικός για τούς αμαρτωλούς. Πουθενά δεν υπάρχει οξύς
ηθικός λόγος, άλλα πουθενά δεν υπάρχει και
διστακτικότητα. Βγαίνει να προϋπαντήσει τον άσωτο υιό και τον βλέπει «έτι δε αυτού
μακράν απέχοντος», δηλαδή, ενώ ήταν ακόμη μακριά. Κάθε που δίνει, δίνει πλουσιοπάροχα, δίνει πιο πολύ απ'
ότι του ζητούν, δίνει σαν βασιλιάς . (Τί θα μπορούσε να είναι πιο αντίθετο από
τους μικροπρεπείς φαρισαϊκούς υπολογισμούς και πιο καλή απόδειξη γενναιοδωρίας,
από το χωρίο 3,34 «ου γαρ εκ μέτρου
δίδωσιν ό Θεός το Πνεύμα», δηλαδή, ό Θεός δεν δίνει με μέτρο το Πνεύμα;) Το περιστατικό με τον Χριστό να
μυρώνεται στη Βηθανία
Δείχνει από τη μια τον Ιούδα να
νοιάζεται τόσο πολύ για τα χρήματα πού «σπαταλούνται» και να μην έχει ούτε στο
ελάχιστο την αίσθηση της γενναιοδωρίας από
την άλλη τον Κύριο να δίνει τα πάντα απλόχερα, για να γευθεί τη χαρά του μοιράσματος
(πού είναι ίδια με τη χαρά της θυσίας), έτοιμο ανά πάσα στιγμή να θυσιάσει τη
ζωή του ή να σκορπίσει τα πλούτη του
(Οι ευγενείς παλιά μπορούσαν να
δώσουν τη ζωή τους σε κάποια μονομαχία ή να δώσουν την περιουσία τους παίζοντας
την στα χαρτιά. Αυτές όμως οι ενέργειες όπως
και καθετί γήινο— δεν είναι παρά μια αδέξια μίμηση κάποιων γενναιόδωρων αρετών.
Μήπως όμως και ή σωματική αγάπη δεν είναι κι αυτή φτωχή ποίηση της θεϊκής
αγάπης;)
Εμπιστοσύνη στους ανθρώπους, θάρρος,
καλή θέληση για τούς κατατρεγμένους (άρρωστους, ξένους, φυλακισμένους), γενναιοδωρία,
προδιάθεση για συγχώρεση , επιβράβευση για τούς συνετούς και για όσους
κερδίζουν με το μόχθο τους {το ψωμί τους: στοιχεία πού χαρακτηρίζουν τον
αληθινό κύριο.
Όλοι οι άνθρωποι πρέπει να καταλάβουν
κάποια στιγμή ότι στην πραγματικότητα είναι παιδιά ενός Πατέρα, ενός Κυρίου. Απ'
αυτή την άποψη, το βιβλίο προσεγγίζει πιο πολύ τα Ευαγγέλια είναι ό Δον Κιχώτης
και ιδιαίτερα ή στιγμή που ο ιππότης από
τη Μάντσα λέει στους θαμώνες της ταβέρνας πώς είναι και οι κάτοικοι ενός κάστρου (χωρίς να το ξέρουν) και
τούς ζητά να συμπεριφέρονται σαν ευγενείς πού είναι.
Πως αντιδρά ό πρίγκιπας Μίσκιν του Ντοστογιέφσκι,
όταν βλέπει πώς ή πράξη του Γκάνσα, είναι πράξη ενός άξεστου χωριάτη και
τοκογλύφου; Ντρέπεται και συνάμα λυπάται για εκείνον πού ξέχασε (στη μανία του και
στη δίψα για το χρήμα) ότι είναι παιδί του Θεού.
Η κατάσταση για έναν χριστιανό είναι
ακριβώς ίδια μ' εκείνη του αριστοκράτη. Γιατί; Διότι βασίζονται και οι δύο στα
πιο «αριστοκρατικά» προτερήματα: την ελευθερία και την εμπιστοσύνη (πίστη).
Τί είναι ό αριστοκράτης, ό ευγενής;
Πάνω απ' όλα είναι άνθρωπος ελεύθερος.
Τί σημαίνει όμως πίστη; Πίστη
σημαίνει εμπιστοσύνη στον Κύριο, παρόλο πού ό κόσμος είναι κακός, παρά την
αδικία πού υπάρχει, παρά την άχρειότητα, παρόλο πού από παντού τα μηνύματα πού φτάνουν
είναι αρνητικά.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ.ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΤΗΣ ΕΥΤΥΧΙΑΣ. ΝΙΚΟΛΑΕ ΣΤΑΙΝΧΑΡΤ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σας ευχαριστούμε.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.