Η ΧΡΗΣΗ ΤΩΝ ΥΛΙΚΩΝ ΑΓΑΘΩΝ
Α'. Υπερφυσική κατάσταση
1ο σκαλοπάτι: Ή ακτημοσύνη
Ν.Θ. ΜΠΟΥΓΑΤΣΟΥ
Ή ακτημοσύνη είναι μια μικρή και
ατομική χρήση των υλικών αγαθών του Θεού, και μια υπερφυσική κατάσταση του άνθρωπου,
δηλαδή μια θεία Χάρη. Είναι βασικό στοιχείο της μοναχικής και ασκητικής ζωής και
μια από τις τρεις υποσχέσεις του μοναχού. Ή ακτημοσύνη είναι το ατομικό ιδεώδες
της Ορθόδοξης Εκκλησίας για την οικονομική ζωή.
Με την ακτημοσύνη καταργείται ό
θεσμός της ατομικής ή ομαδικής ιδιοκτησίας.
Ακτήμονα λέμε τον άνθρωπο πού δεν
έχει απολύτως τίποτα υλικό δικό του και ζει μόνος, γιατί όταν ζει με άλλους
μιλάμε για κοινοκτημοσύνη. Ό Μ. Βασίλειος είπε: «Το φόρεμα είναι το μέτρο της ακτημοσύνης,
όπως είπε ό Κύριος, να φθάσει δηλαδή ό καθείς να έχει ιδιοκτησία του μόνο μια
φορεσιά» Όταν όμως ό μοναχός έχει έστω και ένα ρούχο είναι ακτήμονας; Ή ακτημοσύνη
είναι ψυχολογική και ηθική κατάσταση (για το χριστιανό) κι όχι οικονομική ή
νομική. Ακτήμονας είναι αυτός πού νοιώθει πώς τίποτα δεν είναι δικό του. Και το
ρούχο πού φοράει είναι ξένο (αλλουνού -άνθρωπου, ομάδας ανθρώπων, Θεού). Ό
διαχειριστής λ.χ. ενός μοναστηριού, αν αισθάνεται ότι τα πάντα (και το ρούχο
του) είναι ξένα (τού μοναστηριού — τού Θεού), τότε είναι ακτήμονας.
Το ιδεώδες της Ορθόδοξης Εκκλησίας ως
προς τα υλικά αγαθά είναι ή ατομική ακτημοσύνη. Κι αυτό γιατί το ορθόδοξο
ιδεώδες είναι ή άσκηση. «Ή ορθόδοξη άσκηση, είναι εκκλησιολογική αρετή, είναι
θέση και κανών της Εκκλησίας, ή πρακτική ευσέβεια της Εκκλησίας, εντός της οποίας
διασώζεται ό προσωπικός - οντολογικός χαρακτήρ της ορθοδόξου πνευματικότητος».
«Ή παρθενία και ή ακτημοσύνη... δεν
είναι εντολές υποχρεωτικές τού θεού προς τούς ανθρώπους, αλλά είναι δώρα» τού
άνθρωπου προς το θεό, λέει ό αρχιμανδρίτης Δωρόθεος πού έζησε στα μέσα τού 6ου
αιώνα μ.Χ.3. Για το Χριστιανισμό δηλαδή, όπως είναι ή παρθενία δώρο τού Θεού στον
άνθρωπο, έτσι και ή ακτημοσύνη είναι δώρο τού Θεού στον άνθρωπο, αφού δεν είναι
μια φυσική κατάσταση αλλά μια υπερφυσική. Τα δώρα τού Θεού ό άνθρωπος τα
προσφέρει στο Θεό. («Τά σα εκ των σων σοι προσφέρομεν...» λέμε στη Θ.
Λειτουργία.) Ώστε ή ακτημοσύνη είναι δώρο τού Θεού στον άνθρωπο πού κι ό
(ακτήμονας) άνθρωπος το προσφέρει στο Θεό σαν δώρο.
Άπ' την ιστορία δε θ' αναφέρω τις
θεωρίες της εθνολογίας για την ακτημοσύνη- θα αναφέρω την ηθική άποψη στην ακτημοσύνη
των αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων. Γι' αυτή ό Κλήμης ό Αλεξανδρινός λέει, καθώς και
πριν ανέφερα: «...Ούτε είναι καινούριο φαινόμενο ή άρνηση τού πλούτου και το
χάρισμα του στους φτωχούς ή στους γονείς, αυτό δηλαδή πού κάνανε πολλοί πριν
κατέβει στη γη ό Σωτήρας. Αυτό το έκαναν άλλοι με το σκοπό να έχουν την ησυχία
τους (ξενοιασιά) και (ν' ασχοληθούν με μια) άψυχη σοφία. Άλλοι όμως με το σκοπό
της ματαίας φήμης και της κενοδοξίας, όπως ό Αναξαγόρας κι ό Δημόκριτος κι ό
Κράτης... Αυτοί ακριβώς πού είπαμε πριν, αφού περιφρόνησαν τούς άλλους ανθρώπους,
τα μεν κτήματα τους τα άφησαν κι ακόμη τα κατέστρεψαν, αλλά τα πάθη στις ψυχές
τους, αλλοίμονο, τα αύξησαν. Γιατί απέκτησαν υπεροψία και αλαζονεία και
κενοδοξία και περιφρόνησαν τούς άλλους ανθρώπους, ότι αυτοί κατόρθωσαν κάτι το
υπεράνθρωπο». Οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι είχαν μια αίσθηση τού τέλειου, αλλά τη
στράβωσαν ηθικά. Γιατί όπως λέει ό άγιος Ιωάννης ό Σιναΐτης, «όποιος είναι
ακτήμονας χωρίς κάποια πνευματική αιτία, δύο φορές αδικείται: δεν έχει τις
υλικές απολαύσεις τώρα στη γη, αλλά και στη μέλλουσα ζωή θα στερηθεί τις χαρές».
Κι ό Ιωάννης ό Χρυσόστομος προσέχει τον
πόνο της φτώχειας: «Δεν μπορεί με καμιά έκφραση να περιγραφεί ό τόσος πόνος, ή
θλίψη, όσα υποφέρουν οι φτωχοί, πού δεν ζουν και δεν σκέπτονται χριστιανικά».
Οι Εβραίοι όμως με την πίστη και την
υπακοή τους στο θεό εύρισκαν το τέλειο. Οι πιστοί στο Θεό πλησίασαν να το εφαρμόσουν,
οι ολιγόπιστοι αγανακτούσαν για την άσκηση στην ακτημοσύνη, πού τούς έκανε ό
Θεός. Στη 2η παράγραφο τού 1ου κεφαλαίου ανέφερα με λεπτομέρειες την εκπαίδευση
πού έκανε ό Θεός στους ανθρώπους για ν' αποκτήσουν το πνεύμα της ακτημοσύνης και
το πνεύμα της εξαρτήσεως τους απ' Αυτόν.
Υπενθυμίζω μερικά: Μετά την πτώση ό
άνθρωπος είναι στη γη σαν «ξένος και περαστικός». Ό Αβραάμ με εντολή του Θεού
εγκατέλειψε την πατρίδα του και την πατρική κληρονομιά του κι έφτασε να μην
έχει ούτε ένα τόπο γης, για να θάψει τη γυναίκα του Σάρρα όταν πέθανε. Οι Εβραίοι
με εντολή του θεού εγκαταλείπουν την ακίνητη τους περιουσία στην Αίγυπτο και
περιπλανώνται χρόνια στην έρημο και για να
εκπαιδευθούν στην ακτημοσύνη και να καλλιεργήσουν την ελπίδα και εμπιστοσύνη
τους στο θεό, με το μάννα και τα ορτύκια πού τούς έριχνε. Κι ακόμα, όταν εγκατασταθήκαν
στην Παλαιστίνη κι αποκτήσανε κτήματα, ό θεός με διάφορες διατάξεις (πού τις
χαρακτηρίζουμε σαν κοινωνική πρόνοια) τούς επέβαλλε σε ορισμένα χρονικά διαστήματα
και περιστάσεις, να μη μαζεύουν αυτοί τούς καρπούς, αλλά να τούς αφήνουν για
τούς φτωχούς και τούς ξένους.
Για τις ψυχολογικές και ηθικές συνέπειες
της ακτημοσύνης, βοηθάει νομίζω πολύ, αν προσέξουμε τις λεπτομέρειες στο μάννα και
τα ορτύκια: «Είπε λοιπόν ό Κύριος στο Μωυσή: Να εγώ θα σάς ρίξω σα βροχή ψωμιά απ'
τον ουρανό. Και να βγει ό λαός και να μαζεύει κάθε μέρα ότι είναι απαραίτητα
γι' αυτόν. (Κι αυτό θα το κάνω) για να τούς δοκιμάσω αν εκτελούν τον νόμο μου ή
όχι: Την έκτη (Παρασκευή) ήμερα να ετοιμάζονται για να μαζέψουν το διπλάσιο, απ'
ότι μαζεύουν κάθε μέρα». Αυτό γινόταν το πρωί με το μάννα, πού ήταν ψωμί, και
καλύτερο απ' το ψωμί.
Μερικοί όμως μάζεψαν περισσότερο απ' ότι
χρειάζονταν και το φύλαξαν για την άλλη μέρα, αλλά το πρωί είχε σκουληκιάσει και
έτσι την άλλη μέρα μάζεψαν άλλο φρέσκο, της ημέρας. Την Παρασκευή όμως, πού
μάζευαν διπλάσιο και για το Σάββατο (την ήμερα πού 'χαν οι Εβραίοι απόλυτη
αργία) το μάννα δεν σκουλήκιαζε, αλλά διατηρείτο σαν να 'ταν φρέσκο. Το Σάββατο
δεν έβρεχε μάννα. Μερικοί λ.χ. παρέβαιναν την αργία τού Σαββάτου και το πρωί
έψαχναν να βρουν μάννα, αλλά δεν έβρισκαν. Και ό θεός είπε στο Μωυσή: «Έως πότε
δε θα φυλάτε τις εντολές μου και το νόμο μου;». Για κρέας, έβρεχε ό ουρανός
κάθε απόγευμα ορτύκια.
Βλέπουμε λοιπόν καθαρά την εκπαίδευση
πού κάνει ό θεός στους Εβραίους, όταν ήταν στην έρημο τού Σινά: Απ' το 'να
μέρος έμπρακτα καλλιεργεί την πίστη και την ελπίδα στο θεό: αφού δεν μπορούσαν στην
έρημο πού ήταν ν' αποκτήσουν τρόφιμα, χωρίς δικιά τους προσπάθεια θα έχουν μια
τέλεια διατροφή. Απ' το άλλο μέρος υποταγή στο θέλημα τού θεού και εφαρμογή του
νόμου Του με ακρίβεια: Τούς δοκίμασε με τη διατήρηση ή το σκουλήκιασμα του
μάννα τις άλλες μέρες ή το Σάββατο. Αυτό πού είπε δηλαδή ό Χριστός στην «επί του
όρους ομιλία» Του:
«Μην πολύ φροντίζετε για τη ζωή σας, τί θα φάτε ή τί θα
πιείτε... "Ολ' αυτά τα επιδιώκουν οι ειδωλολάτρες. Ξέρει ό Πατέρας σας πού
είναι στον ουρανό πώς απ' όλα αυτά έχετε ανάγκη. Να ζητάτε πρώτα τη βασιλεία του
θεού και την εφαρμογή τού νόμου Του και τότε όλ' αυτά θα σάς χορηγηθούν. Μην
πολυφροντίζετε λοιπόν για την αύριο, γιατί ή αυριανή ήμερα θα φροντίσει για τα
δικά της πράγματα. Φθάνει ή στενοχώρια της ημέρας». Ότι ακριβώς ό Χριστός
δίδαξε, προσπάθησε πριν από αιώνες να το διδάξει στους Εβραίους. Ακτημοσύνη κι
εμπιστοσύνη (πίστη, ελπίδα) στο θεό.
Ή Ρούθ, πού είναι προγονή του Ιησού
Χριστού, είναι υπόδειγμα ακτημοσύνης, κι ό Ίώβ, το πρότυπο αυτό της υπομονής, στη
δεύτερη περίοδο της ζωής του, είναι υπόδειγμα ακτημοσύνης.
Δεν θ' αναφέρω όμως την ακτημοσύνη των
'Εσσαίων, πού με τα χειρόγραφα τού qumran (πού βρέθηκαν στην Νεκρή Θάλασσα)
μάθαμε, γιατί έχω πιο χαρακτηριστικά στοιχεία απ το χριστιανικό μοναχισμό.
Στην Καινή Διαθήκη λοιπόν βλέπουμε τις
ίδιες ιδέες πού βρίσκουμε στην Π. Διαθήκη, αλλά πιο σταράτα (ρητά και καθαρά)
διατυπωμένες.
Ό Ιησούς Χριστός είπε για τον εαυτό
Του: «Οι αλεπούδες έχουν φωλιές και τα πουλιά τ' ουρανού έχουν κατοικίες, ενώ ό
Υιός του άνθρωπου δεν έχει που να γύρει το κεφάλι του».
Δηλαδή ό Ιησούς (το πρότυπο
για την ζωή του χριστιανού) ήταν ακτήμονας και γι' αυτό άστεγος.
Ό Χριστός γνωρίζοντας τη σωματική,
ψυχολογική και ηθική μας αδυναμία φροντίζει ό ίδιος να ικανοποιήσει τις υλικές
μας ανάγκες. Στην ερημιά πού τον βρήκαν οι όχλοι και τούς δίδασκε, δεν τούς
άφησε να φροντίσουν μόνοι τους να βρουν τροφή και να ταλαιπωρηθούν, άλλ' είπε
στους μαθητές Του: «Δώστε τους εσείς να φάνε». Ευλόγησε ό ίδιος (με θαύμα) τα
πέντε καρβέλια ψωμί και τα δύο ψάρια των Αποστόλων κι έφαγαν χιλιάδες ακροατές
του. Δηλαδή πρακτική εφαρμογή της διδασκαλίας Του. Κι ό άγιος Ιωάννης ό
Χρυσόστομος λέει: «Ό Χριστός τότε στην ερημιά τάισε τα άπειρα πλήθη... και αφού
ικανοποίησε τις υλικές τους ανάγκες, τα οδήγησε στην πνευματική τροφή». Δηλαδή δεν
ξεχωρίζει ό Χριστός τις υλικές απ' τις πνευματικές ανάγκες τού άνθρωπου, μόνο την
αξιολογική (όχι τη χρονική) προτεραιότητα ορίζει: Αξιολογικά πρώτα τα
πνευματικά κι έπειτα τα υλικά. Αυτή είναι μια βασική αρχή τού Χριστιανισμού.
Ό άγιος Ιωάννης ό Πρόδρομος ήταν τόσο
ακτήμονας, πού το «ρούχο του ήταν από τρίχες γκαμήλας και είχε μια δερμάτινη
ζώνη γύρω απ' τη μέση του, ή δε τροφή του ήταν ακρίδες και μέλι από αγριομέλισσες».
Ό ίδιος ό Χριστός στην παραβολή τού
Λάζαρου και τού πλούσιου, μάς προβάλλει το φτωχό και άρρωστο Λάζαρο σαν πρότυπο
αρετής, πού για την αρετή του πήγε στον Παράδεισο.
Ό Απόστολος Παύλος μιμήθηκε τον Κύριο
κι έγινε ακτήμονας. Ό Ίδιος το βεβαιώνει: «Δεν πεθύμησα τα χρήματα κανενός, ή το
χρυσάφι ή το ρουχισμό. Σεις οι Ίδιοι ξέρετε πώς τις δικές μου υλικές ανάγκες και
των συντρόφων μου εξυπηρέτησαν αυτά τα χέρια μου», έλεγε στους κληρικούς της Εφέσου.
Και στους Κορινθίους λέει πώς δε δίνει αυτός και οι συνεργάτες του αφορμή σε
κανένα για να παρεξηγήσει την εργασία του, «σαν φτωχοί πού είμαστε, κι όμως
κάνουμε πολλούς πλούσιους σαν να μην έχουμε τίποτα, κι όμως κατέχουμε τα πάντα».
Τον Ιησού Χριστό και τον Απόστολο
Παύλο πολλοί μιμήθηκαν και στην ακτημοσύνη. Ό Μ. Αντώνιος λ.χ. μοίρασε την περιουσία
του στους φτωχούς και έγινε ακτήμονας. Το ίδιο κι ό Μ. Βασίλειος και πολλοί απ'
τούς αγίους, καθώς και άλλοι που δεν έχουν ανακηρυχθεί άγιοι. «Οι πρώτοι άγιοι
(χριστιανοί), όπως γράφει ό άγιος Νείλος, ζούσαν μόνον για την ψυχή τους και για
το θεό πού τη δημιούργησε, και δεν ασχολούνταν με το σώμα, γι' αυτό και χωρίς
ατομική φροντίδα είχαν την κατάλληλη στιγμή με αξιοπρέπεια, ότι τούς χρειάζονταν
αν και δεν τα φύλαγαν στις αποθήκες, παρουσιάζονταν απ' τη θεία θέληση σαν από
καμιά αποθήκη, την κατάλληλη ώρα».
Για έμπρακτη εφαρμογή αυτής της
αντίληψης αναφέρω ένα περιστατικό: Ό άββάς Δουλάς όταν ήταν νέος μαθήτεψε στον
(άγιο) άββά Βησσαρίωνα. Μια μέρα πού οδοιπορούσαν σε μια ακρογιαλιά λέει ό Δουλάς
στον γέρο Βησσαρίωνα: «'Αββά, διψάω πολύ». Ό γέρος προσευχήθηκε κι είπε στον
Δουλά: «Πιες απ' τη θάλασσα». Ό Δούλας ήπιε, κι ήταν το νερό γλυκό. Έπειτα
έβγαλε το παγούρι του να το γεμίσει γλυκό νερό για το δρόμο. Ό Βησσαρίων όμως δεν
τον άφησε και του 'πε: «Ό Θεός είναι εδώ, αλλά και παντού είναι ό θεός», για να
μάς δώσει όταν διψάσουμε γλυκό νερό.
Χαρακτηριστικό όμως είναι κι εν' άλλο
περιστατικό του ίδιου άββά Βησσαρίωνα: Ό γέροντας άββάς Βησσαρίων ήταν
ακτήμονας και ελεήμονας. Ένα μικρό Ευαγγέλιο, πού είχε πάντοτε κάτω απ' τη
μασχάλη του, ήταν ή μόνη του περιουσία, εκτός απ' τα ρούχα, πού φορούσε - μια
κελεμπία κι ένα σάλι. Μια μέρα πού πήγε στην κωμόπολη είδε ένα φτωχό κουρελή να
κρυώνει. Αμέσως του 'δωσε το σάλι του. Σε λίγο όμως είδε έναν άλλο ρακένδυτο (σε
χειρότερη κατάσταση). Τί να κάνει; Σκέφθηκε: «Πώς εγώ, πού έχω δήθεν εγκαταλείψει
τον κόσμο, έχω ένα ρούχο και φοράω, ενώ ό αδελφός μου έχει ξυλιάσει απ' το
κρύο; Αν λοιπόν τον αφήσω θα πεθάνει, κι εγώ θα 'μαι ή αιτία του θανάτου. Τί
λοιπόν να κάνω; Να γδυθώ, να το κόψω στη μέση και να του δώσω το μισό; Αλλά τί θα
χρησιμεύσει το μισό σ' έμενα και το μισό σ' αυτόν;...
Μήπως θα με βλάψει σε
τίποτα, αν κάνω κάτι περισσότερο απ' την εντολή τού Θεού,». Κάλεσε το φτωχό στα
προπύλαια ενός κτιρίου, τον έντυσε με την κελεμπία του κι αυτός έμεινε
ολόγυμνος. Έκατσε κάτω σταυροπόδι, με τα χέρια του κρύβει τα πιο ευαίσθητα μέρη
τού σώματος του και κάτω απ' τη μασχάλη του είχε το μικρό Ευαγγέλιο. Σε λίγο
περνά ένας έφιππος αξιωματικός της φρουράς. Πρόσεξε τον Βησσαρίωνα και πήγε
κοντά του. «Ποιος σ' έγδυσε;», τον ρώτησε. Κι αυτός τού έδειξε το Ευαγγέλιο και
τού 'πε: «Τούτο μ' έγδυσε». Αμέσως έβγαλε ό αξιωματικός το εξωτερικό του στρατιωτικό
ρούχο και τού το 'δωσε. Κι έτσι ό άββάς Βησσαρίων έφυγε ντυμένος στρατιωτικά.
Ό Χριστός δεν έζησε μόνο απλά και
φυσικά την ακτημοσύνη, τη δίδαξε και με λόγια:
Στο «Πάτερ ημών» μάς λέει να
παρακαλούμε το Θεό: «Τον άρτον ημών τον έπιούσιον δός ήμϊν σήμερον». Επειδή
προϋποθέτουμε ότι είμαστε ακτήμονες, γι' αυτό παρακαλούμε το Θεό να μάς δώσει
σήμερα το καθημερινό μας ψωμί. Ό άγιος Κύριλλος της Αλεξάνδρειας εξηγώντας το
χωρίο λέει: «Ζητάμε την καθημερινή τροφή, επειδή είμαστε ακτήμονες».
Στους Αποστόλους λέει ό Κύριος
καθαρά: «Να μην πάρετε μαζί σας ούτε χρυσάφι, ούτε ασήμι, ούτε χάλκινα
νομίσματα στη ζώνη σας, ούτε ραβδί, γιατί ό εργάτης έχει δικαίωμα να τρέφεται».
Κι ό ίδιος ό Κύριλλος σχολιάζει: «Ό λόγος τού Θεού ξεπερνάει το συνηθισμένο και
φθάνει στην υπερβολή να απαγορεύει οποιαδήποτε απόκτηση - ιδιοκτησία πράγματος».
Άπειροι χριστιανοί έγιναν ακτήμονες
εφαρμόζοντας τη σύσταση τού Χριστού. Για παράδειγμα αναφέρω τη γνωστή ζωή του
Μ. Βασιλείου, πού όλη την πατρική του κληρονομιά τη μοίρασε στους φτωχούς κι έμεινε
τέλεια ακτήμονας. Όταν λοιπόν ό αντιπρόσωπος του αυτοκράτορα τον απείλησε να
δημεύσει την περιουσία του (ό αδέσμευτος απ' τα υλικά αγαθά - ό ακτήμονας τί να
φοβηθεί;), τού απάντησε: «Αναμφισβήτητα αυτόν πού δεν έχει τίποτα δεν τον
κατακτάς με τη δήμευση της περιουσίας του. (Όπως εμένα, πού δεν έχω τίποτα), έκτος
απ' το τρίχινο ράσο πού φοράω και τα λίγα μου βιβλία, πού είναι όλη μου ή περιουσία».
Ή γενναιότητα και ή αφοβία για την υποστήριξη της πίστης είναι κι αυτά
ψυχολογικά και ηθικά αποτελέσματα του ακτήμονα.
Δηλαδή «δεν μπορείς να
φοβερίσεις το φτωχό», όπως λέει ό Σολομών.
Οι καλοί χριστιανοί συνήθιζαν με
σύνεση να μοιράζουν στους φτωχούς την περιουσία πού κληρονόμησαν απ' τούς
γονείς τους. Λ.χ. ό άγιος Πορφύριος (επίσκοπος στη Γάζα της Παλαιστίνης,
"("420 μ.Χ.) και ό άγιος Ζήνων, όταν πέθαναν οι γονείς τους και τούς
κληρονόμησαν. Επειδή όμως είχαν και ανήλικα αδέλφια, περίμεναν να ενηλικιωθούν
τ' αδέλφια τους, να μοιράσουν την κληρονομιά κι έπειτα το μερτικό τους να το
δωρίσουν στους φτωχούς.
Όχι μόνο στους Αποστόλους, αλλά σ'
όσους θέλουν να γίνουν τέλειοι χριστιανοί, ό Κύριος συνιστά την ακτημοσύνη. «Αν
θές να είσαι τέλειος, πήγαινε και πούλησε όσα έχεις και μοίρασε τα στους
φτωχούς, και θα 'χεις θησαυρό στους ουρανούς και έλα, ακολούθησε με», είπε ό
Κύριος στον πλούσιο νέο.
Ό Ώριγένης λέει πώς ό επίσκοπος έχει
καθήκον να προτρέπει τούς πιστούς σε ακτημοσύνη και να φροντίζει για τη
συντήρηση τους.
Ποιά είναι ή ψυχολογία τού χριστιανού
ακτήμονα, μάς την περιγράφουν οι άγιοι Μακάριος ό Αιγύπτιος και ό Νείλος.
Ό Μακάριος λέει ότι το χαρακτηριστικό
του χριστιανού ακτήμονα είναι ή απάθεια: «Αν γίνει μέσα στην ψυχή σου ό εξευτελισμός
να 'χει την ίδια επίδραση σαν τον έπαινο, κι ή φτώχεια σαν τον πλούτο, κι ή
έλλειψη σαν την αφθονία, δεν πεθαίνεις...» πνευματικά. Ή ψυχολογική απάθεια και
στα υλικά αγαθά είναι δείγμα της πνευματικής ζωής.
Ό Νείλος συγκρίνει την ψυχική στάση του
πιστού (χριστιανού) και τού άπιστου (ειδωλολάτρη) μπροστά στον πλούτο και στη
φτώχεια, δηλαδή στην ακτημοσύνη: «Ό ειδωλολάτρης (άπιστος) βλέπει τον πλούτο και
μένει κατάπληκτος απ' το θαυμασμό του- βλέπω κι εγώ (ό πιστός χριστιανός) τον
πλούτο, και τον περιφρόνησα και γέλασα. Βλέπει εκείνος τη φτώχεια, έφριξε και κλαίει•
βλέπω κι εγώ τη φτώχεια και πηδάω
(απ' τον ενθουσιασμό μου) και
χαίρομαι. Λοιπόν αλλιώτικα βλέπουν οι χριστιανοί τα πράγματα, κι αλλιώτικα οι
άπιστοι».
Μια αντικειμενική σκέψη, πού είναι και
ή συνηθισμένη όλων των ανθρώπων, είναι ένα δίστιχο τού άγιου Γρηγόριου τού
Ναζιανζηνού (ή Θεολόγου) πού λέει: «Ό πλούτος και ή φτώχεια (ή ανάγκη) είναι
κακό με δύο μορφές, γιατί εξευτελίζει και κουράζει τον άνθρωπο. Είναι σαν την
μπάλα στα χέρια των νέων πού την πετάει ό ένας στον άλλον».
'Εδώ πρέπει να δούμε ακόμη μια
περίπτωση πού αναφέρει ό Μακάριος ό Μάγνης (αρχές 5ου αιώνα μ.Χ.): Μερικοί
χριστιανοί πλούσιοι εφάρμοσαν τη συμβουλή τού Χριστού στον πλούσιο νέο.
Πούλησαν τα πάντα και τα μοίρασαν στους φτωχούς. Κατέληξαν όμως να
διακινδυνεύουν και να ζηλεύουν αυτούς πού είχαν τα σπίτια τους. «Ξέπεσαν
(δηλαδή ηθικά) με πρόφαση την ευσέβεια». Προσπάθησαν δηλαδή να εφαρμόσουν τα
δυσκολότερα διδάγματα τού Χριστού, ενώ ήσαν ακατάρτιστοι πνευματικά, και
ξέπεσαν. (Να ένα μεγάλο πρόβλημα πού θα μάς απασχολήσει σε άλλο κεφάλαιο). Αλλά,
καθώς λέει ό Ψευδο-Κλήμης, ό πνευματικά αναπτυγμένος χριστιανός, πού αγαπάει
πραγματικά τον πλησίον του σαν τον εαυτό του, «δε φοβάται τη φτώχεια, αλλά
γίνεται φτωχός, μοιράζοντας τα υπάρχοντα του στους φτωχούς, πού δεν έχουν
τίποτα».
Την ακτημοσύνη την εκτιμούν πολύ οι
ανεπτυγμένοι πνευματικά Πατέρες της Εκκλησίας, γιατί βοηθάει τον άνθρωπο (σαν
θεσμός) για να τελειοποιηθεί πνευματικά. Άς δούμε μερικούς χαρακτηρισμούς για την
ακτημοσύνη:
Ό Ευσέβειας ό Καισαρείας λέει πώς ή ακτημοσύνη
είναι «το πρώτο σκαλοπάτι στη σκάλα, πού φέρνει στη μακάρια σωτηρία» της ψυχής του
άνθρωπου. Ό άγιος Γρηγόριος ό Παλαμάς γράφει πώς «ή ακτημοσύνη είναι μητέρα της
ξενοιασιάς, κι ή ξενοιασιά είναι μητέρα της προσοχής και της προσευχής». Κι ό
όσιος Νείλος συμπληρώνει: «Ή ξενοιασιά είναι το χαρακτηριστικό της τέλειας
ψυχής».
Ή οσία Συγκλητική, πού έζησε τον 4ο
αιώνα, σκέπτεται: «Ή ακτημοσύνη... είναι μεγάλο αγαθό γι' αυτούς πού μπορούν να
την έχουν».
Τα αποτελέσματα της ακτημοσύνης είναι
πολλά και ωφέλιμα για τούς πνευματικά καλλιεργημένους χριστιανούς, όπως μάς
λένε οι Πατέρες της Εκκλησίας.
Ό Ιωάννης ό Χρυσόστομος ξεκινάει απ' τα
υλικά και λέει: «Ή ανάγκη φροντίδας για το σώμα τού άνθρωπου όπως είναι ή
μητέρα της υγείας, έτσι είναι και ή μητέρα της ηδονής. 'Ο κόρος (ή αφθονία)
όμως, όπως είναι ή πηγή και ή ρίζα για τις αρρώστιες, έτσι είναι και ή αιτία της
αηδίας».
'Ο επίσκοπος Άμασείας Άστέριος λέει:
«Ας είναι λοιπόν ή δεξιά (ή πρόνοια) τού Θεού ή ελπίδα και ή αποθήκη τους». Ό
Γρηγόριος ό Ναζιανζηνός λέει για το φτωχό πώς ή «μεγαλύτερη ασφάλεια» του είναι
στο Θεό «να σκύψει και μόνο σ' Αυτόν να βλέπει»51. Κι ό Νείλος συμπληρώνει: «Ή
ελπίδα μας να κρέμεται απ' το Θεό για να έχει πάντοτε τα απαραίτητα - την αυτάρκεια-,
πού χορηγούνται απ' Αυτόν...». Και προσθέτει ό ίδιος: «Ξέρουμε καλά πώς τα
απαραίτητα για κάθε ανάγκη τού σώματος έρχονται απ' το Θεό, τότε όταν
ευχαριστούμε τον Θεό, πού μάς τα παρέχει, κι ακόμη όταν πριν απ' την υλική
ανάγκη υπάρχει ή φροντίδα για την απόκτηση της βασιλείας των ουρανών». Ό
αρχιμανδρίτης πάλι Δωρόθεος μάς θυμίζει το διάλογο δύο πιστών: «Αν ήθελε ό Θεός
να φάω μέλι, θα μού είχε παρουσιάσει μέλι».
Ό Ιωάννης ό Χρυσόστομος λέει πόσο ή ακτημοσύνη
μάς προετοιμάζει για την αυτοθυσία, πού είναι το ιδεώδες τού χριστιανού και
μίμηση της θυσίας τού Χριστού: «Όσα λέει ό Χριστός να κάνουμε μάς προετοιμάζουν
κάθε μέρα για σφαγές και για θάνατο. "Αν θέλει κανείς να με
ακολουθήσει...". Όπως βέβαια είναι δύσκολο να πετάξεις τα χρήματα, έτσι
είναι πολύ πιο δύσκολο τούτο το κατόρθωμα: το να χύσεις και αυτό το αίμα σου-
σ' αυτό όμως βοηθάει ή απαλλαγή απ' τα χρήματα».
Ό άγιος Ιωάννης ό Σιναΐτης γράφει στην
«Κλίμακα»: «Ό άνθρωπος ό ακτήμονας έχει καθαρή προσευχή, ενώ ό φιλοκτήμονας
προσεύχεται έχοντας το νου του σε υλικά πράγματα».
'Ο Νείλος απευθύνεται στο χριστιανό
πού αγωνίζεται τον καλό αγώνα, και λέει: «Σάς παρακαλώ λοιπόν, να γδυθούμε απ'
όλα, γιατί κι ό αντίπαλος μας (ό σατανάς) στέκεται γυμνός. Μήπως οι αθλητές
αγωνίζονται ντυμένοι; Οι κανόνες τού αθλητισμού μπάζουν γυμνούς τούς αθλητές στο
στάδιο». Γιατί χρειάζεται αγώνα κι ή ακτημοσύνη, αφού ό «δαίμονας της φιλαργυρίας
πολύ σκληρά παλεύει τούς ακτήμονες», όπως λέει ό Ιωάννης ό Σιναΐτης.
Ή Εκκλησία, καθώς λέει ό άγιος
Επιφάνιος ό Κύπρου ( 430 μ.Χ.), «έχει ανθρώπους με ακτημοσύνη,... έχει
ανθρώπους πού πέταξαν τις κοσμικές φροντίδες, αλλά δεν το πήραν απάνω τους μπροστά
σ' αυτούς πού ακόμα ζουν στον κόσμο, αλλά χαίρονται γι' αυτούς. Κι ό ίδιος ό Σωτήρας,
ενώ είναι Κύριος τού σύμπαντος, όταν έγινε άνθρωπος, δεν απέκτησε τίποτα απ' τη
γη, αλλά δεν απομάκρυνε κι όλες τις γυναίκες πού εξυπηρετούσαν Αυτόν και τούς
μαθητές Του...
"απ' τα υπάρχοντα τους",
όπως λέει το Ευαγγέλιο».
Ό άββάς Ηλίας (4ος αιώνας μ.Χ.)
συγκρίνει την εποχή του με το παρελθόν: «Στα περασμένα χρόνια οι Πατέρες μας
αγαπούσαν και καλλιεργούσαν τις τρεις αρετές: ακτημοσύνη, πραότητα και
εγκράτεια. Αλλά τώρα στους μοναχούς επικρατούν ή πλεονεξία, ή κοιλιοδουλεία και
ή θρασύτητα».
Ό ακτήμονας δίνει αφορμές και σ'
άλλους ανθρώπους να καλλιεργηθούν πνευματικά, όπως λέει ό Ιωάννης ό
Χρυσόστομος: «Ό Θεός, πού μπορεί να θρέψει όλους τούς αγίους, πού βρίσκονται στον
κόσμο, βαστάει τη δόση, για να διακρίνει απ' τα έργα της φιλαλληλίας τους προς
τούς αγίους, τις ανθρώπινες καρδιές, πού έχουν καλή διάθεση τώρα, πού
φιλοξενούμαστε στη γη».
«Ό ακτήμονας μοναχός, γράφει ό
Ιωάννης ό Σιναΐτης, είναι κύριος όλου τού κόσμου. Έχει αναθέσει στο Θεό τη
φροντίδα του, και με την πίστη του αυτή τούς έχει όλους δούλους του. Δε θα
μιλήσει σε άνθρωπο για τις υλικές του ανάγκες. Όλα δε όσα τού προσφέρονται, τα
δέχεται σαν απ' το χέρι τού Θεού».
Ό ίδιος, ό Ιωάννης ό Σιναΐτης, γράφει
ακόμη αυτά για την ακτημοσύνη: «Ή ακτημοσύνη είναι απαλλαγή απ' τις φροντίδες,
ξενοιασιά τού βίου, οδοιπορία χωρίς εμπόδια, είναι ακόμη αποξενωμένη από λύπες και
πιστή στις εντολές τού Θεού»
Μπορούμε τώρα να βεβαιωθούμε πώς το
πρώτο σκαλοπάτι για τη χρήση των υλικών αγαθών είναι ή ακτημοσύνη. Μια
υπερφυσική κατάσταση, πού ενώ είναι δώρο Θεού, την προσφέρουν οι χριστιανοί
ακτήμονες σαν δώρο στο Θεό. Ή ακτημοσύνη για το χριστιανό είναι πρώτα ψυχική
κατάσταση κι έπειτα οικονομική και νομική. Ή ακτημοσύνη είναι μια απ' τις υποσχέσεις
όλων των μοναχών γιατί είναι το ιδεώδες της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Ν.Θ. ΜΠΟΥΓΑΤΣΟΥ
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΟΥ ΘΕΣΜΟΥ ΤΗΣ
ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΣ.
ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΑΠΟΨΗ.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΟΡΑΛΙ 1982
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σας ευχαριστούμε.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.