4ο
σκαλοπάτι: Ή αυτάρκεια (ή πολύ μικρή ατομική ιδιοκτησία)
Ή
αυτάρκεια είναι ένα μεσαίο σκαλοπάτι στη σκάλα της φυσικής κατάστασης για τη
χρήση των υλικών αγαθών. Ή αυτάρκεια δέχεται το θεσμό της ιδιοκτησίας, αλλά
προϋποθέτει τουλάχιστον λίγη πίστη και ελπίδα στο Θεό. Μπορεί όμως παράλληλα να
έχει περιορίσει την αγάπη στον πλησίον, αλλά προϋποθέτει συνειδητά ή ασυνείδητα
την ισότητα των ανθρώπων.
Αφού
ή αυτάρκεια είναι το σκαλοπάτι πού συνδέει τον κοινωνισμό (κοινοκτημοσύνη κλπ.)
με τον πλούτο, κατανάγκην εδώ θα παρουσιασθούν αρκετά προβλήματα στο θέμα της
ιδιοκτησίας.
Ή
δικαιολογία για την ανάγκη τού θεσμού της ατομικής ιδιοκτησίας είναι: Αφού ό
άνθρωπος αποτελείται από ύλη και πνεύμα, απαραίτητα χρειάζονται τα υλικά αγαθά
(ατομική ιδιοκτησία) για τη συντήρηση τού σώματος. Δέχεται πιθανόν ασυναίσθητα την
αρχή τού «primum
vivere, deinde philosophari», πού δεν είναι χριστιανική, δηλαδή
δέχεται την αξιολογική προτεραιότητα τού υλικού στοιχείου. Στηρίζει δηλαδή
συνειδητά ή ασυνείδητα τη συντήρηση του στην ιδιοκτησία του. Δηλαδή για την
υλική συντήρηση ταλαντεύεται μεταξύ της υλιστικής αντιλήψεως της ζωής και της
τέλειας χριστιανικής πίστης.
Απ'
αυτή την αμφιταλάντευση είναι συνέπεια να δημιουργούνται πολλά και διάφορα
προβλήματα σε δύο ομάδες: Ή έννοια της αυτάρκειας και ό χριστιανικός τρόπος για
τη χρήση των υλικών αγαθών (και την απόκτηση τους, αν θέλετε).
Ποιά
διάσταση οριζόντια και κάθετη έχει ή έννοια της αυτάρκειας;
Αυτάρκεια
είναι ή τέλεια ικανοποίηση των αναγκών (υλικών κυρίως, αλλά και πνευματικών) του
άνθρωπου. Μας βοηθάει, νομίζω, μια έκφραση, πού αποδίδουν στο φιλόσοφο Σωκράτη:
«Το χαρακτηριστικό του Θεού είναι το να μην έχει ανάγκη από τίποτα-ενώ το
χαρακτηριστικό του θεϊκού άνθρωπου είναι το να έχει ανάγκη μόνον από ελάχιστα»
(«τό μηδέν δείσθαι θείον, το δε ως έλαχίστω τού θείου»). Κι ό Χρυσόστομος λέει:
«Όταν λέμε αυτάρκεια εννοούμε τη χρήση μόνο τόσων, πού χωρίς αυτά δεν μπορεί να
διατηρηθεί ή ζωή».
Ποιά
είναι όμως ή έκταση των αναγκών τού άτομου ή και όσων θέλει να προστατεύσει;
(οριζόντια διάσταση). Οι (υλικές έστω μόνον) ανάγκες είναι οι ίδιες για όλα τα
πρόσωπα σ' οποιαδήποτε ηλικία, σ' οποιαδήποτε κατάσταση υγείας και αν
βρίσκονται, σ' οποιαδήποτε εποχή τού έτους και σ' οποιοδήποτε πολιτιστικό
περιβάλλον; Αν είναι διάφορες, τότε ή έννοια της ανάγκης και της αυτάρκειας
είναι ελαστική.
Ένας
συνειδητός χριστιανός στη σημερινή καταναλωτική κοινωνία (στην Ελλάδα λ.χ.)
έχει τις ίδιες ανάγκες, πού είχε ό χριστιανός της πρώτης Εκκλησίας των Ιεροσολύμων;
Αν ερμηνεύσουμε κατά γράμμα τη σύσταση τού Αποστόλου Παύλου: «έχοντες τροφάς και
σκεπάσματα, τούτοις άρκεσθησόμεθα», μπορούμε να την εφαρμόσουμε, ή πρέπει να την
ερμηνεύσουμε κατ' έννοιαν; Όταν προσευχόμαστε με το «Πάτερ ημών»: στο «τον
άρτον ημών των έπιούσιον δός ημίν σήμερον», πρέπει να εννοούμε μόνο το ψωμί (ή
έστω και το φαγητό) και τίποτ' άλλο;
Ανάγκες
(και αυτάρκεια) εννοούνται μόνο οι ανάγκες τού άτομου ή και όλης της
οικογενείας του; Μήπως σαν χριστιανοί πρέπει να θεωρήσουμε τις ανάγκες τού
«πλησίον» σαν δικές μας ανάγκες; Αλλά τότε «και ποιος είναι ό πλησίον μου;». Ό
Μ. Αρσένιος λ.χ., ερμηνεύοντας την παραβολή τού καλού Σαμαρείτη, λέει πώς ό
Κύριος «διδάσκει ότι πρέπει να ονομάζεται πλησίον καθένας πού έχει ανθρώπινη
φύση». Με τη χριστιανική διδασκαλία επομένως ή αυτάρκεια (ή ικανοποίηση των
υλικών αναγκών και των άλλων) έχει τεράστια και ανυπολόγιστη οριζόντια
διάσταση.
Ή
κάθετη διάσταση στην έννοια της αυτάρκειας έχει κι αυτή πολλά προβλήματα, πού
συνοψίζονται στο δίλημμα: «διδόναι ή λαμβάνειν» από ποιόν;
Προτεραιότητα
στις ανάγκες. Πηγή για την ικανοποίηση των αναγκών. Όροι για τη χριστιανική
χρήση (ή απόκτηση) της ιδιοκτησίας. Η κληρονομιά. Είναι τα προβλήματα στην
κάθετη διάσταση.
Ανάγκες
νοιώθει ό άνθρωπος μόνον υλικές ή και πνευματικές; Ό χριστιανός όχι μόνον
αναγνωρίζει την ύπαρξη των πνευματικών αναγκών, αλλά θεωρεί απαραίτητη την
ικανοποίηση τους (τα ζώα έχουν μόνον υλικές ανάγκες). Για να ικανοποιήσουμε
όμως τις πνευματικές ανάγκες χρειάζονται συνήθως και υλικά αγαθά. Ή ικανοποίηση
των πνευματικών αναγκών δημιουργεί πρόσθετες υλικές ανάγκες. Ό χριστιανός αναγνωρίζει
τη χρονική προτεραιότητα στις υλικές ανάγκες. Το νεογέννητο λ.χ. μωρό έχει
κυρίως υλικές ανάγκες, μεγαλώνοντας όμως εμφανίζονται και πνευματικές ανάγκες.
Αλλά οι πνευματικές ανάγκες έχουν αξιολογική προτεραιότητα, γιατί είναι ή
«ειδοποιός διαφορά» του άνθρωπου απ' το ζώο.
Πώς θα
ικανοποιηθούν οι ανάγκες και θα φθάσει ό άνθρωπος στην αυτάρκεια; Με τις
ανθρώπινες δυνάμεις (δικές του ή των άλλων ανθρώπων) ή με θειες δυνάμεις (θεία
Χάρη); Με ποιά απ' τις δύο, ή με ποιά αναλογία από κάθε μια και με ποιά
χρονολογική ή αξιολογική προτεραιότητα; Ό Απόστολος Παύλος λ.χ. λέει: «Ό Θεός
είναι δυνατός να σάς χορηγήσει κάθε δώρο με αφθονία, ώστε πάντοτε έχοντες
αυτάρκεια σε κάθε τι...».
Και «ή ευσέβεια είναι πραγματική πηγή κέρδους, όταν
αρκείται κανείς σ' εκείνα πού έχει». Δηλαδή «ή αυτάρκεια είναι αποτέλεσμα της
ενέργειας της θείας Χάριτος». Γιατί καθώς λέει ό Δαβίδ: «Πλούσιοι έπτώχευσαν και
έπείνασαν οι δε έκζητούντες τον Κύριον ούκ έλαττωθήσονται παντός αγαθού».
Αναφέρει πάλι ό Σολομών και επαναλαμβάνει ή Θεοτόκος: Ό Θεός «πεινώντας
ένέπλησεν αγαθών και πλουτούντας έξαπέστειλε κενούς». Γι' αυτό ό ευσεβής
άνθρωπος παρακαλεί το Θεό: «Πλούτον και πενίαν μή μοι δώς σύναξόν δε μοι τα
δέοντα και τα αυτάρκη».
Οι
σύγχρονες όμως κατακτήσεις της επιστήμης εύκολα παρασύρουν τον άνθρωπο να
πιστεύει μόνο στην ανθρώπινη ικανότητα και να ξεχάσει το θείο παράγοντα, να
νομίσει δηλαδή τον εαυτό του αυτάρκη. Να ζητάει δηλαδή αυτάρκεια και
υποσυνείδητα έστω να θέλει να την αποκτήσει με τις ανθρώπινες δυνάμεις και
ενέργειες, κι όχι με τη Χάρη τού θεού.
Όταν
δέχεται την αυτάρκεια, αισθάνεται την πλεονεξία (τον πλούτο) σαν μια αδικία προς
τον «πλησίον»; Όταν ό αυτάρκης εφαρμόζει τούς νόμους λ.χ. τού κράτους, τούς
εφαρμόζει μόνον κατά γράμμα ή τούς ξεπερνάει εφαρμόζοντας την αυτάρκεια;
Εφαρμόζει
δηλαδή τη χριστιανική αρχή: «μακάριόν εστί μάλλον διδόναι ή λαμβάνειν», έστω
θέλοντας και προσπαθώντας να την πλησιάσει; Ή εφαρμόζει τυπικά και κατά γράμμα τον
πολιτικό νόμο κι αυτό το λέει χριστιανική ζωή;
Για
χαρακτηριστικό παράδειγμα θα αναφέρω έναν πραγματικό διάλογο μεταξύ δύο
προϊσταμένων, πού και οι δύο έκαναν το χριστιανό. Ό ένας ήταν συνειδητός (και
αυτάρκης) κι ό άλλος μόνο τυπικός χριστιανός. Στον καιρό της γερμανικής κατοχής
συζητούσαν για τη μισθοδοσία των υπαλλήλων τους. Την εποχή πού ό πληθωρισμός
ανέβαζε τις τιμές των τροφίμων από μέρα σε μέρα. «Εγώ τούς δίνω το νόμιμο»,
έλεγε ό τυπικός χριστιανός. «Κι εγώ τούς δίνω το δίκαιο, είπε ό άλλος. Δηλαδή απ'
τα ψώνια τού σπιτιού μου, αν δώ πώς ανέβηκαν οι τιμές κατά 10% αυτή τη βδομάδα,
τότε το Σάββατο τούς δίνω παραπάνω 10% για να μπορέσουν κι αυτοί να ζήσουν». Δεν
περίμενε δηλαδή να βγάλει το κράτος απόφαση για την αύξηση τού μισθού.
Περιόριζε τα κέρδη του (πλησίαζε στην αυτάρκεια) για να ζήσουν με αξιοπρέπεια και
οι άλλοι.
Ή παραβολή
τού καλού Σαμαρείτου, το «δίψασα και με ποτίσατε» και άλλα, πού είπε ό Κύριος, θέλουν
να μάς κάνουν να ξεπεράσουμε την τυπική και κατά γράμμα συμπεριφορά και να
φθάσουμε σε μια μεγαλύτερη προσφορά στο πλησίον μας. Μήπως το «αν ή αρετή σας δεν
ξεπεράσει την αρετή των Γραμματέων και των Φαρισαίων, δεν θα μπείτε στη
βασιλεία των ουρανών», πού είπε ό Κύριος, αυτό ακριβώς δεν εννοεί;
Όταν
λέμε αυτάρκεια την εννοούμε μόνο σε έκταση ικανοποιήσεως των σημερινών αναγκών
ή και των αναγκών του μέλλοντος; Εφαρμόζουμε το «δός ήμϊν σήμερον» του «Πάτερ
ημών», ή από σήμερα θέλουμε (ακριβώς με υλικά μέσα) να εξασφαλίσουμε τα
απαραίτητα και για τους απογόνους μας και γι' αύριο και για μεθαύριο και για όλο
το απεριόριστο μέλλον; Ξεχνάμε δηλαδή τη διδασκαλία τού Χριστού πού είπε: «Μη
πολυφροντίζετε για την αύριο, γιατί ή αυριανή ήμερα θα φροντίσει για τα δικά
της πράγματα. Φθάνει ή στενοχώρια της ημέρας». Έχουμε δηλαδή εμπιστοσύνη στην
πρόνοια τού θεού, ή «για καλό και για κακό» φροντίζουμε απόλυτα εμείς οι ίδιοι για
το μέλλον μας; Φροντίζουμε για το μέλλον των παιδιών μας; Φροντίζουμε να τούς
αφήσουμε μεγάλη κληρονομιά, σαν να μην πρόκειται ό θεός να φροντίσει γι' αυτούς
και θέλουμε εμείς οι ίδιοι «να τούς εξασφαλίσουμε»;
Αυτή
δηλαδή ή κληρονομιά («δωρεά αιτία θανάτου», όπως τη λένε οι νομικοί) είναι ένα
μεγάλο πρόβλημα. Για έναν χριστιανό το ν' αφήνει κληρονομιά (σ' οποιονδήποτε)
μήπως είναι κατάχρηση εξουσίας —της εξουσίας τού «οικονόμου» (διαχειριστή) της
περιουσίας τού Θεού;. Πάντως, ή «δωρεά αιτία θανάτου» προϋποθέτει όχι μόνο
απόλυτη κυριότητα, άλλα και κυριότητα μετά θάνατο. Αυτό είναι λογικά «άτοπο» (ό
πεθαμένος πού δεν έχει υλικές ανάγκες πώς μπορεί να έχει υλική περιουσία). Νομικά
ή συνέχεια της ρωμαϊκής αντίληψης για την ιδιοκτησία .Ηθικά, εφαρμοσμένος
υλισμός και θρησκευτικά, απιστία και ειδωλολατρία. Ή ασφάλεια για τα υλικά
αγαθά τού άτομου ή των απογόνων του θα προέλθει κυρίως με τη χάρη τού Θεού, με την
ευλογία Του, ή κυρίως με την ανθρώπινη προσπάθεια; "Άλλωστε, όπως είπε ό
Κύριος «τα πλούτη δεν σού δίνουν ζωή».
Ή
χριστιανική διδασκαλία για την αυτάρκεια θα μας βοηθήσει να δώσουμε λύσεις στα
προβλήματα πού ανέφερα.
Ό
Απόστολος Παύλος μιλάει για την αυτάρκεια κι ό Χρυσόστομος σχολιάζοντας την
έκφραση τού Παύλου λέει: «Πρόσεξε, και στην προσευχή τού Παύλου υπάρχει πολύ
φιλοσοφία. Δεν εύχεται πλούτο, ούτε περίσσευμα, αλλά «κάθε αυτάρκεια». Και δεν
είναι μόνο αυτό το αξιοθαύμαστο στα λόγια του, αλλά δεν ευχήθηκε τον παραπάνω
πλούτο, αλλά και δεν τούς στενοχωρεί, ούτε τούς αναγκάζει να δώσουν (σ' όσους
έχουν ανάγκη) απ' το υστέρημα τους, κι αυτό γιατί καταλαβαίνει την ηθική τους
αδυναμία. Ζητάει αυτάρκεια και τούς δείχνει συγχρόνως πώς δεν πρέπει να κάνουν
κατάχρηση στα δώρα τού Θεού. «Για να σάς περισσεύει, είπε, για κάθε έργο». Γι'
αυτό, λέει, ζητάω αυτά απ' το Θεό, για να 'χετε να προσφέρετε. Και δεν είπε «να
προσφέρετε», άλλ' είπε «να σάς περισσεύει». Κι ό Κλήμης ό Αλεξανδρινός
προσθέτει: «ή κτήση δημιουργήθηκε απ' το Θεό για να 'χουμε εμείς αυτάρκεια».
Βέβαια,
«ή ανθρωπινή μας φύση, πού έχει πολλές υλικές ανάγκες, πιο μεγάλη απ' όλες έχει
την ανάγκη της διατροφής», γράφει ό Ισίδωρος. Και προσθέτει: «την υλική ανάγκη θα
την ικανοποιήσουμε με τα απαραίτητα υλικά αγαθά... και την υπερβολή θα την
κλαδέψουμε με την αυτάρκεια». Και συμπληρώνεται ή σκέψη του μ' αυτά: «Την
αυτάρκεια να την παραδέχεσαι σαν απαραίτητο στοιχείο της ζωής, αλλά τη φροντίδα
για την αυτάρκεια σου να την παραχωρείς στο Θεό».
Ό
Ισίδωρος γράφει ακόμη πώς «απ' τη φύση να μαθαίνεις την πραγματικότητα», ότι
δηλαδή ή αυτάρκεια έχει όρια ικανοποιήσεως, ενώ για το φιλόπλουτο δεν υπάρχει
κόρος.
Τα
όρια της αυτάρκειας μάς τα δείχνει και ό Μ. Βασίλειος: «Ή απαραίτητη ανάγκη για
την άμεση χρησιμοποίηση είναι το μέτρο για τη χρήση. Ενώ το παραπάνω απ' την
άμεση χρήση προκαλεί τη στενοχώρια, ή πλεονεξία λέγεται, ή φιληδονία, ή ματαιοδοξία».
Και «όπως είναι αταίριαστο το μικρό πουκάμισο στο μεγαλύτερο σώμα, ή το
μεγαλύτερο πουκάμισο στο μικρό σώμα, αλλά για κάθε σώμα το ανάλογο πουκάμισο
είναι και ωφέλιμο και ευάρμοστο, έτσι κι όλα τ' άλλα: το κρεβάτι, το στρώμα, το
ζεστό δωμάτιο, το παπούτσι, ωφελεί όχι αυτόν πού τα 'χει, άλλ' αυτόν πού τα
χρειάζεται. Γιατί, όπως το φάρμακο το χρησιμοποιεί, όχι ό υγιής, αλλά ό
τραυματίας, έτσι και ότι επινοήθηκε για την άνεση τού σώματος το απολαμβάνει,
όχι ό μαλθακός, άλλ' αυτός πού χρειάζεται την ξεκούραση». Κι ό Χρυσόστομος
προσθέτει: «Ό Θεός... έβαλε σαν μέτρο και όριο τη φυσική ανάγκη, για να μην
είναι καθόλου απαραίτητο να επιδιώκουμε με μανία τον πλούτο», ό δε Ψευδό-Νείλος
λέει: «Ή ανάγκη τού σώματος είναι το μέτρο για την απόκτηση υλικών αγαθών, ενώ το
παραπάνω απ' την ανάγκη, όχι μόνο δεν είναι απαραίτητο, αλλά το υπόλοιπο είναι και
ασουλούπωτο».
«Ή
απόκτηση (όμως) και ή χρήση των αναγκαίων υλικών αγαθών δεν είναι βλαβερή για την
ποιότητα τους, αλλά για την ποσότητα τους, την υπέρβαση δηλαδή τού μέτρου»,
λέει ό Κλήμης. Και ό Χρυσόστομος λέει πώς «ή μεν στέρηση, όπως είναι ή μητέρα της
υγείας, έτσι είναι και ή μητέρα της ευχαρίστησης ενώ ό κορεσμός όπως είναι πηγή
και αρχή στις αρρώστιες, έτσι είναι και στην ανοστιά». Κι ό Κλήμης πάλι συνιστά
«με πάθος να επιδιώκετε να έχετε ανάγκη από λίγα, απομακρύνοντας την πολυτέλεια
σαν αρρώστια της ψυχής και τού σώματος».
Το
«μέτρο» όμως στην ικανοποίηση των υλικών αναγκών ό Κλήμης το θεωρεί βαρύ και
δυσβάσταχτο γι' αυτούς πού έχουν ασθενικό χαρακτήρα. Κι ό Χρυσόστομος μιλάει για
«σύμμετρη» απόλαυση. Ενώ οι χριστιανοί, κατά το Χρυσόστομο, «για τις σαρκικές υποθέσεις
τους ζητούν αυτάρκεια, για δε τις πνευματικές ζητούν και περίσσευμα, όχι μόνο για
το θέμα της ελεημοσύνης, αλλά και για όλα τ' άλλα. Αλλά βέβαια «αυτός πού δεν
έχει ανάγκη την βοήθεια των άλλων, αλλά νομίζει πώς ζει με αυτάρκεια, είναι πιο
εύπορος απ' όλους», λέει ό Χρυσόστομος.
Ό
Κύριος Ιησούς έχει εκφρασθεί υπέρ της αυτάρκειας και εναντίον της πλεονεξίας. Στην
Κυριακή Προσευχή λέει: «Το καθημερινό μας ψωμί δός μας σήμερα». Κι ό
Χρυσόστομος ερμηνεύοντας το χωρίο αυτό προσθέτει: «...Γιά να μη τούς τσακίσει με
τη φροντίδα της επόμενης ημέρας. Γιατί υπομένεις τη μεγάλη φροντίδα, αφού δεν
ξέρεις αν θα ζήσεις να δεις την αυριανή ήμερα; Τούτο, πιο κάτω με περισσότερα
λόγια, διέταξε λέγοντας: "Μην πολυφροντίζετε λοιπόν για την αυριανή ημέρα».
Και ό θεός «θέλει να μην έχουμε βάρη από καμιά πλευρά (να είμαστε «εύζωνοι») και
να 'μαστε σαν να 'χουμε φτερά, τόσο μόνο παραχωρώντας στις φυσικές ανάγκες, όσο
απαιτεί από μάς ή απαραίτητη έλλειψη». Γιατί όπως ό Απόστολος Παύλος λέει
(καθώς είδαμε πιο πάνω): «Ό θεός είναι δυνατός να σάς χορηγήσει κάθε δώρο με
αφθονία, ώστε έχοντες πάντοτε αυτάρκεια σε κάθε τι, να δίνετε με αφθονία για
κάθε καλό έργο». Το επαναλαμβάνει αυτό ή Εκκλησία σε μια αρχαία προσευχή στο
Μυστήριο τού Γάμου: «...Γιά να 'χουν σε κάθε τι αυτάρκεια και να περισσέψουν για
κάθε καλό έργο».
Με
αφορμή την τροφή πού προσφέρουμε σε φιλοξενούμενο μας ό Κλήμης γράφει για την
αυτάρκεια: «Ή αυτάρκεια ανατρέφει καλούς άντρες για μια κοινωνία, όταν μάλιστα
έχει ένα πλούσιο εφόδιο, την αγάπη». Κι ό Μ. Βασίλειος προσθέτει: «Ή λέξη αυτάρκεια
εκφράζει' το ότι από τίποτα δεν έχει ανάγκη και ταυτόχρονα τίποτα δεν
περισσεύει. Ή αυτάρκεια όμως είναι άλλη στον έναν άνθρωπο κι άλλη στον άλλον.
Είναι ανάλογη με τις συνθήκες τού σώματος και με την υπάρχουσα (συγκεκριμένη)
ανάγκη. Γιατί ό ένας χρειάζεται περισσότερη και δυνατότερη τροφή για την κόπωση
του, ό άλλος λεπτότερη κι ελαφρότερη τροφή και κατάλληλη για την αδυναμία του. Αλλά
για όλους από κοινού τροφή, πού να κοστίζει πιο λίγο και πιο εύκολα να
προμηθεύεται. Για όλους βέβαια είναι αναγκαία ή φροντίδα και το περιποιημένο
τραπέζι, πού σε καμιά περίπτωση δεν ξεπερνιούνται τα όρια της ανάγκης. Τούτο
λοιπόν να είναι το αποτέλεσμα της υποδοχής τού ξένου: αυτό πού έχει ανάγκη ό
κάθε ξένος».
Ό
άνθρωπος κατορθώνει την αυτάρκεια με τη θεία Χάρη. Αλλά κι ό ίδιος με μια αυτοαγωγή
μπορεί να την βοηθήσει, να την καλλιεργήσει ψυχολογικά. Ό Ισίδωρος λ.χ. γράφει:
«Επειδή ή υλική μας φύση έχει πολλές ανάγκες, και πιο μεγάλη απ' όλες έχει το
στομάχι (γιατί πολλά μάς διατάσσει, και πολύ λίγο πείθεται με τις συμβουλές
μας), εμείς με τη σκέψη μας να περιορίσουμε την τυραννική του επιβολή και να
βρούμε τρόπο πού να υποτάξουμε το ανυπότακτο στομάχι. Τούτο μπορεί να γίνει, αν
ικανοποιήσουμε την ανάγκη με τ' απαραίτητα και να περιορίσουμε την υπερβολή με την
αυτάρκεια». Κι ό Παλλάδιος συνιστά στον πλούσιο Λαύσο: «Τα πλούτη σου περιόρισε
τα μέχρι την αυτάρκεια μοιράζοντας τα σ' αυτούς πού έχουν ανάγκη».
Ό
Μάρκος μάς δείχνει πώς ό Θεός μάς εκπαιδεύει στην αυτάρκεια: «Να 'σαστε λοιπόν
εγκρατείς και να αγρυπνείτε στις προσευχές- όλη τη μέριμνα σας ν' αναθέσετε στο
Θεό» (Απ. Πέτρος)135. Πρώτα-πρώτα γνωρίζοντας ό ίδιος ό Κύριος πώς τα πάντα με την
προσευχή κατοχυρώνονται, είπε: «Να μη πολυφροντίζετε τί θα φάτε, ή τί θα
πιείτε, ή τί θα φορέσετε», αλλά μόνο «να ζητάτε τη βασιλεία τού Θεού και τη δικαιοσύνη
Του και τότε όλ' αυτά θα σάς χορηγηθούν. Ίσως μάλιστα μ' αυτό μάς προσκαλεί ό
Κύριος και σε μεγαλύτερη πίστη. Γιατί ποιος, αφού απολαύσει τη φροντίδα τού
Θεού για τα πρόσκαιρα υλικά αγαθά και προσέξει πώς δεν έχει ανάγκη από τίποτα, δεν
θα πιστέψει στο Θεό και για τα αιώνια (μετά το θάνατο) αγαθά; Γι' αυτό κι ό
Θεός, θέλοντας αυτό να φανερώσει, μάς έλεγε: «Εκείνος πού 'ναι άπιστος στο
λίγο, και στο πολύ άπιστος είναι» (ό Κύριος).
Ακόμη και σ' αυτό μάς φέρθηκε με
αγάπη, γιατί ξέροντας ότι είναι απαραίτητη ή καθημερινή φροντίδα για το σώμα,
περιόρισε την καθημερινή φροντίδα, και μάς προέτρεψε να μη φροντίζουμε για το
αύριο, με πολλή αγάπη, πού τέτοια ταιριάζει στο Θεό. Γιατί δεν είναι δυνατόν, ενώ
είμαστε άνθρωποι με σάρκα, να μην υπολογίσεις καθόλου τις ανάγκες της σωματικής
ζωής. Γιατί με την προσευχή και την εγκράτεια μπορεί να περιοριστούν οι πολλές
ανάγκες σε λίγες, αλλά τελείως να τις αψηφήσουμε είναι αδύνατον». Δηλαδή με την
προσοχή και την εγκράτεια περιορίζουμε τις πολλές υλικές ανάγκες σε λίγες, ή το
μεγάλο πλούτο σε πολύ μικρό, κι επομένως καταλήγουμε στην αυτάρκεια.
Αν
όμως στον καθημερινό αγώνα για τον περιορισμό των υλικών αναγκών βλέπεις ότι
νικιέσαι, τότε συνιστά ό Κλήμης: «Βλέπεις τον εαυτό σου να νικιέται στις
προσπάθειες του και να πηγαίνει αντίθετα; Άστα όλα, πέτα τα, μίσησε τα,
απομάκρυνε τα από κοντά σου και φύγε...».
Ό
Χριστός, λέει ό Ισίδωρος, «μισεί όσους με απληστία επιδιώκουν τα χρήματα. Και δεν
ανέχεται να συχνάζει σ' αυτούς. Προπάντων αγαπά αυτούς πού ό βίος τους είναι
στολισμένος με την ολιγάρκεια και την αυτάρκεια. Σ' αυτούς ευχαρίστως συχνάζει».
Με τη
διδασκαλία για ολιγάρκεια και αυτάρκεια: 1) Ενισχύεται ό αδύνατος χαρακτήρας
τού άνθρωπου και δυναμώνει με την προσευχή για να γίνει μια συνήθεια. 2) Με την
αυτάρκεια ακόμη τονίζεται ή χριστιανική αντίληψη, πώς ό άνθρωπος δεν είναι
ιδιοκτήτης, αλλά διαχειριστής της περιουσίας τού Θεού, και χρησιμοποιεί μόνο ότι
έχει ανάγκη. 3) Ό περιορισμός μόνο στη χρήση των αναγκών διευκολύνει και
καλλιεργεί την κοινοχρησία και μέσω αυτής την κοινοκτημοσύνη. Έτσι ό χριστιανός
διευκολύνεται σε μια πνευματική πρόοδο στη χρήση των υλικών αγαθών. Τώρα
μπορούμε να συνοψίσουμε:
1) Ή αυτάρκεια είναι το προτελευταίο
σκαλοπάτι στη φυσική κατάσταση για τη χρήση απ' το άτομο των υλικών αγαθών και
προετοιμάζει ψυχολογικά τον άνθρωπο για να δεχθεί την ισότητα των ανθρώπων, την
κοινή χρήση και ακόμη την κοινοκτημοσύνη, σαν ιδεώδη φυσική κατάσταση.
2) Λέγοντας αυτάρκεια εννοούμε πώς
υπάρχουν μόνον τα απαραίτητα υλικά αγαθά στο άτομο, πού «χωρίς αυτά δεν μπορεί να
ζήσει» (Χρυσόστομος). Το μέτρο επομένως στην αυτάρκεια είναι «ή απαραίτητη και
αναγκαία χρήση» (Μ. Βασίλειος)• άλλωστε ή ανάγκη είναι απαραίτητη προϋπόθεση για
την «απόλαυση» των υλικών αγαθών (Μ. Βασίλειος).
3) Αντικειμενικός σκοπός της αυτάρκειας
είναι ή ικανοποίηση των αναγκών του άτομου, έστω με περιορισμό της αγάπης προς τον
πλησίον.
4) Ή αυτάρκεια προϋποθέτει τουλάχιστον μια
μικρή πίστη και ελπίδα στο Θεό, πώς στο παρόν και στο μέλλον (και στα γηρατειά)
τέλεια θα φροντίσει για μάς.
5) Ή αυτάρκεια αποδέχεται (ή ανέχεται) το
θεσμό της ατομικής ιδιοκτησίας (έστω μικρής) σε μια ολοκληρωμένη μορφή, με
ορισμένους όμως όρους.
6) Για τη χριστιανική αυτάρκεια όροι
απαραίτητοι είναι: τα μέσα της αποκτήσεως και ό τρόπος της χρήσεως των υλικών
αγαθών πρέπει να είναι σύμφωνα με το θέλημα τού θεού, δηλαδή χριστιανικά.
7) Κριτήριο για τη χριστιανική αυτάρκεια δεν
είναι οι νόμοι του κράτους, αλλά ή σύσταση τού Χριστού: «Μακάριόν εστί μάλλον
διδόναι ή λαμβάνειν».
8) Με τη χριστιανική αυτάρκεια αμφισβητούνται
οι θεσμοί (α') της κληρονομιάς («δωρεά αιτία θανάτου»), αφού μόνον αυτάρκεια
υπάρχει και όχι ιδιοκτησία, και (β') τού ατομικού πλούτου (έστω μικρού), γιατί
ή λέξη «πλούτος» υπονοεί «πλησμονή» (μεγάλη ποσότητα, επομένως και συνεχές
περίσσευμα), πού έξ ορισμού αποκλείεται στην αυτάρκεια.
9) Πρόβλημα στην αυτάρκεια είναι ή
ελαστικότητα στην έννοια της, σε οριζόντια και κάθετη διάσταση. Γιατί εξαρτάται
απ' τις διάφορες συνθήκες της ζωής (υγεία, ηλικία, επάγγελμα, μόρφωση,
κοινωνική θέση, περιστάσεις), απ' το περιβάλλον πού ζει (εποχή, τόπος,
συνθήκες) κι απ' το αν στη λέξη αυτάρκεια περιλαμβάνεται και ή υποχρέωση να
βοηθήσεις τον πλησίον σου (πού είναι «καθένας πού έχει ανθρώπινη φύση» - Μ.
Αρσένιος), αφού είναι αδελφός μας (οριζόντια διάσταση). Ακόμη εξαρτάται απ' το
μέγεθος των πνευματικών αναγκών, πού αυξάνουν και επιτείνουν τις υλικές ανάγκες
(κάθετη διάσταση).
10) Απαραίτητος όρος της χριστιανικής
αυτάρκειας είναι: ή πηγή των πόρων για αυτάρκεια είναι ή Χάρη τού Θεού, κι όχι
κυρίως ή ατομική προσπάθεια τού άνθρωπου. Κι ή πίστη του αυτή βασίζεται στη
συνεχή πρόνοια τού θεού για τον κόσμο (κι ιδιαίτερα για κάθε άνθρωπο) και στην
επιθυμία του για «ολιγάρκεια και αυτάρκεια» (Ισίδωρος).
11) Χαρακτηριστικό της χριστιανικής αυτάρκειας
είναι το «διδόναι». Δηλαδή «στα μεν υλικά αυτάρκεια, στα δε πνευματικά
περίσσευμα» (Χρυσόστομος)• γι' αυτό έχει σαν συνέπεια να προΐσταται ό
χριστιανός «σε κάθε καλό έργο» (Παύλος, Χρυσόστομος, ευχή στην Ακολουθία τού
Γάμου).
12) Συνιστάται στο χριστιανό ή «ολιγάρκεια»
(Κλήμης) και «με τη διανομή» τού πλούτου «σ' αυτούς πού έχουν ανάγκη, να
μικραίνει» την περιουσία του τόσο, «μέχρι να φθάσει στην αυτάρκεια»
(Παλλάδιος). Τούτο κατορθώνεται με την προσευχή, την εγκράτεια (Μάρκος
ερημίτης) και την προσωπική προσπάθεια.
Ν.Θ. ΜΠΟΥΓΑΤΣΟΥ
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΟΥ ΘΕΣΜΟΥ ΤΗΣ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΣ.
ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΑΠΟΨΗ.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΟΡΑΛΙ 1982
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σας ευχαριστούμε.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.