Παναγιώτη
Τελεβάντου
ΕΝΑΣ
ΑΓΙΟΣ ΛΕΥΙΤΗΣ
Πρεσβύτερος
Αντώνιος Παπαλοΐζου (1863-1955)
Το Πνεύμα
το Άγιο, κατά την υπόσχεση του Κυρίου, δεν σταμάτησε το έργο Του και στις μέρες
μας. Γι' αυτό και στη σύγχρονη εποχή συναντά κανείς, όχι σπάνια, αρκεί να έχει
ευαίσθητα αισθητήρια, πολλές θεώμενες μορφές πού φέρουν έκδηλα τα χαρίσματα του
Αγίου Πνεύματος στη ζωή τους. Αυτή είναι και ή περίπτωση με το μακαριστό π.
Αντώνιο Παπαλοϊζου, ευλαβέστατο ιερέα πού κόσμησε με την αγία του βιωτή τη σύγχρονη
Εκκλησία της Κύπρου. Απ' όσους ζήτησα πληροφορίες για να μαζέψω στοιχεία για να
γράψω τις φτωχές αυτές γραμμές για τον άγιο Γέροντα συνάντησα το ίδιο φαινόμενο:
Οι άνθρωποι άκουαν με φανερή συγκίνηση το όνομα τού καλού ιερέα και μου έλεγαν
κατανυγμένοι διάφορα γεγονότα της αγιασμένης ζωής του. Σύντομα, με όσα άκουα και
καταγράφω έδώ, ανακάλυπτα ότι ή εξαίρετη ανάμνηση πού είχε αφήσει, σε όλους ανεξαίρετα
πού τον είχαν γνωρίσει, ήταν απόλυτα δικαιολογημένη. Ό μακαριστός κληρικός ήταν
ζωντανό θυσιαστήριο καθήκοντος, ψυχή αγιασμένη, αδιάλειπτα προσευχόμενος λευίτης,
αρετής άνθρωπος, μεγάλος αγωνιστής, πραγματικός δηλαδή Ιερέας του Χριστού.
Αλλά
ας πιάσουμε τα πράγματα από την αρχή. Ό π. Αντώνιος Παπαλοΐζου γεννήθηκε στο
Πέρα - Πεδί στις 9 Μαρτίου του 1863, μέρα πού ή Αγία μας Εκκλησία γιορτάζει την
Ιερή μνήμη των Αγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων. Ό πατέρας του ήταν ένας ευλαβής
κληρικός πού υπηρέτησε την Εκκλησία πρώτα στο Πέρα Πεδί κι ύστερα στα Πολεμίδια
της επαρχίας Λεμεσού.
Τα
πρώτα γράμματα τα έμαθε στο χωριό του κι υστέρα συνέχισε στη Λεμεσό μέχρι και την
Α' Γυμνασίου. Το σχολείο το εγκατέλειψε για να εργαστεί σαν κτίστης για να
μπορέσει έτσι να βοηθήσει τις αδελφές του.
Στα
33 του χρόνια, στις 19 Ιανουαρίου του 1896, νυμφεύθηκε την Ανθούσα
Χατζηδημητρίου, απλή και ευσεβή κοπέλα, από τα Μαντριά. Επειδή, όμως, ή μέρα του
γάμου τους συνέπεσε να είναι ή προηγουμένη μέρα της γιορτής του Μεγάλου Ευθυμίου
σεβάστηκαν, με την προτροπή του πατέρα του π. Λοΐζου, τη γιορτή και δεν
συνευρέθηκαν την πρώτη νύκτα του γάμου τους. Σ' όλη τους τη ζωή αποδείχτηκαν ε ιδεώδες
και αρμονικό αντρόγυνο: «Ότι πει ό παπάς», ήταν ή απάντηση
της
ταπεινής συμβίας του για οποίο ζήτημα υπήρχε διχογνωμία ή απορία στη ζωή τους.
Έκαναν δέκα γέννες - έντεκα παιδιά, άλλα τελικά τούς έζησαν μόνον επτά παιδιά.
Ό π.
Αντώνιος ήταν ιδιαίτερα ευσεβής και φιλακόλουθος, από τα πρώτα στάδια της ζωής
του, γι' αυτό από εσωτερική παρόρμηση και κατ' απαίτηση του ποιμνίου του
χειροτονήθηκε διάκονος στις Κάτω Πλάτρες και λίγο ύστερα ιερέας στο χωριό του τα
Μαντριά. Εκεί διακόνησε την Εκκλησία για μια εικοσαετία περίπου και γι' άλλα τριάντα
τρία χρόνια στον ιερό ναό Αγίας Νάπας Λεμεσού.
Μια
χρονιά ήρθε φοβερή κακοσοδειά και όταν πήγε στην περιοχή της Πάφου όπου είχε
ένα κτήμα ανακάλυψε ότι ή καταστροφή ήταν ολοκληρωτική. Αλλά δεν απελπίστηκε
όπως θα 'κανε ό κάθε ένας στη θέση του. Γονάτισε πάνω στον κορμό μιας τριμιθιάς
του χωραφιού του και με δάκρυα στα μάτια παρακάλεσε τον Πλάστη του: «Θεέ μου,
βοήθα με να ζήσω τα παιδιά μου».
Εννιά
στόματα περίμεναν από τον ιδρώτα του να φάνε. Και να 'ταν μόνο αυτοί! Δεν
περνούσε ξένος από τα Μαντριά χωρίς να φιλοξενηθεί στην αβραμιαία τράπεζα του
π. Αντωνίου.
Και
ό Χριστός δεν άργησε να εισακούσει τις προσευχές τού πιστού Του δούλου. Αμέσως
τού προφέρθηκε ή δυνατότητα να εργαστεί σαν οικοδόμος και σε λίγο ένας
επίτροπος της εκκλησίας της ' Αγίας Νάπας της Λεμεσού, πού έτυχε να διαπιστώσει
πόσο καλλίφωνος ήταν, φρόντισε να μετατεθεί στην ενορία του στις 22 Αυγούστου
τού 1922. Από εκείνη την ημέρα μέχρι πού αφυπηρέτησε (τριάντα τρία χρόνια
αργότερα) δεν έφυγε καθόλου από την ενορία του και δεν ζήτησε έστω και μια μέρα
άδεια! Μόνο μια φορά μέσα στα 33 αυτά χρόνια ένα βράδυ πήγε στα Μαντριά, το
χωριό του. Μπήκε μέσα διακριτικά και είδε την κόρη του πού προσευχόταν δεν την
ενόχλησε καθόλου μέχρι πού τέλειωσε κι έκανε το σημείο τού σταυρού στο μαξιλάρι
της και τότε την χαιρέτησε, κάθισε για λίγο κι επέστρεψε το ίδιο βράδυ στην
ενορία του. Αληθινός ποιμένας και φρουρός της πνευματικής μάνδρας πού τού εμπιστεύθηκε
ό Μέγας Αρχιερεύς.
Ήταν
πράγματι μια δεόμενη ψυχή ό π. Αντώνιος. Ένας αδιάλειπτα προσευχόμενος λευίτης.
Κάθε μέρα έκανε την Θ' Ώρα και Εσπερινό και κάθε πρωί Όρθρο με την ανάγνωση τού
Αποστόλου και τού Ευαγγελίου. Το εκκλησίασμα του τις καθημερινές ήταν συνήθως
ελάχιστο γι' αυτό και μερικοί τον κορόιδευαν: «Μόνος σου τα λες και μόνος σου
τ' ακούς» τού έλεγαν. «Δεν πειράζει», τούς απαντούσε, «αυτό είναι το καθήκον
μου». Υπήρχαν όμως και μερικές ευλογημένες ψυχές πού δεν πήγαιναν στη δουλειά
τους πριν έρθουν στον Όρθρο να ανάψουν το κερί τους.
Πνευματικός
έγινε από νωρίς στα Μαντριά. Και στην ενορία της Αγίας Νάπας συνέρρεαν πλήθη
κόσμου, για ν' αποθέσουν στο πετραχήλι του τις αμαρτίες τους και να
καθοδηγηθούν με τα σοφά του λόγια. Στο εξομολογητήριο του σ' ένα τραπεζάκι είχε
την εικόνα της Βρεφοκρατούσας κι ένα αναμμένο καντήλι να καίει μπροστά στο
εικόνισμα.
Οι εξομολογούμενοι πριν έξαγορευθούν τις αμαρτίες τους, απάγγελλαν τη
γνωστή ευχή: «Πάτερ, Κύριε τού Ουρανού και της γης εξομολογούμαι Σοι...».
Ήταν
παραδοσιακός ιερέας ό π. Αντώνιος. Ήταν άνθρωπος φωτισμένος κι έτσι δεν ζητούσε
να βελτιώσει και ν' αλλοιώσει την Παράδοση της Εκκλησίας, ούτε στην εμφάνιση
του, ούτε στο ήθος, ούτε στα τυπικά και στις προσευχές της Εκκλησίας, ούτε στη λατρεία
και τις παραδόσεις Της. Όταν δεν ήταν ώρα ακολουθίας, τα βημόθυρα τού αγίου
βήματος ήταν πάντα κλειστά. Τις ευχές τις διάβαζε «μυστικά» κι όχι έκφώνως.
Δηλαδή σύμφωνα με την παράδοση και το πνεύμα της Εκκλησίας μας. Τα γένια και τα
μαλλιά του δεν τα ψαλίδιζε ποτέ. Τις ακολουθίες δεν τις συντόμευε αυθαίρετα, όπως
αντικανονικά και άντιπαραδοσιακά κάνουν διάφοροι σήμερα «Αυτοί συνεποδίσθησαν και
έπεσον ημείς δέ άνέστημεν και άνορθώθημεν», έλεγε και δεν ήθελε να βλέπει
κανένα να γονατίζει από τη μέρα της Ανάστασης μέχρι την παραμονή της Πέμπτης της
Αναλήψεως. Κατ' αυτήν την περίοδο ούτε κι ό ίδιος προσευχόταν όπως συνήθιζε
γονατιστός, αλλά απάγγελλε τις προσευχές του όρθιος και ξανάρχιζε τις γονυκλινείς
δεήσεις του από την παραμονή της Πέμπτης της Αναλήψεως οπόταν σταματούσε το
«Χριστός Ανέστη!» Τα Σάββατα έκανε το ίδιο έκτος από το πρωί, τις αυγινές ώρες,
όταν διάβαζε γονατιστός την ευχή της Θείας Μεταλήψεως. Το πεντάρτι πού έκανε
γινόταν με πολλή προσοχή. Έπρεπε να το ζυμώσει καθαρή γυναίκα και σχηματίζονταν
κύκλοι άντρων, γυναικών και παιδιών και περίμεναν τον ιερέα να το ευλογήσει κι ύστερα
μοιραζόταν. Παραδοσιακός κληρικός δηλαδή. Λιβανισμένος σε όλα του.
Ήταν
μεγάλος νηστευτής. Κρατούσε αυστηρά τις καθιερωμένες νηστείες και επί πλέον
νήστευε τη Δευτέρα Μόνο αν ήταν μεγάλη γιορτή κατέλυε λάδι, τις μέρες της
νηστείας. Πρόσεχε μάλιστα να μη σκανδαλίζει κανένα κατά το παύλειον: «ου μη
φάγω κρέα εις τον αιώνα Ίνα μη τον άδελφόν μου σκανδαλίσω».
Κάποτε
στο σπίτι είχε εγχειρισμένη κόρη, παραμονές Χριστουγέννων. Έφερε στο σπίτι του
κοτόπουλο να της σφάξουν για να κάνουν σούπα για την άρρωστη. Μόνο έδωσε εντολή
στην κόρη του: «κάνε το μέσα για να μη κολάσουμε (σκανδαλίσουμε) κανένα». Ή κόρη
του όμως δεν έκανε υπακοή για να μη λερώσει το σπίτι, πού μόλις είχε καθαρίσει.
Σε λίγο πέρασε από δίπλα της μια φτωχή γυναίκα πού επαιτούσε: «Δεν είναι έδώ το
σπίτι τού παπά;» ρώτησε σκανδαλισμένη. «Ναι» της απάντησε ή κόρη του. «Καλά και
τρώνε κρέας τέτοιες μέρες;!» Μια Τουρκάλα συνήθιζε να φέρνε γάλα στο σπίτι
τους. Όσο διαρκούσε το «ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ»
Το δεχόταν. Σας τέλειωνε Τετάρτη και Παρασκευή
δεν της
επέτρεπε.
Ήταν μέρες νηστείας! Ό ίδιος πάντως κρατούσες τις νηστείες της Τετάρτης και της
Παρασκευής και σ' αύτη την περίοδο «οικονομούσε», όμως, τα παιδιά του.
Οι
ιερείς της Αγίας Νάπας Λειτουργούσαν εναλλάξ στην εκκλησία των Αγίων Ανδρόνικου
και Αθανασίας, πού έκτισε ό διαβόητος Μητροπολίτης Κιτίου Μελέτιος Μεταξάκης
δίπλα στο μητροπολιτικό μέγαρο. Στην έξοδο του έδινε μια χούφτα γρόσια (νομίσματα)
στη μικρή του κόρη Αθανασία για να δίνει στη σειρά των αναμενόντων επαιτών πού
ήταν παραταγμένοι εκατέρωθεν της εξόδου. Ή παπαδιά του τον μάλωνε: «Αφού τούς
δίνεις εσύ γιατί δίνεις και στο παιδί να δώσει;» Ήταν φτωχή και πολυμελής
οικογένεια. Αλλά ό π. "Αντώνιος είχε μια πνευματική θεώρηση των πραγμάτων:
«Για να μάθει το χέρι της να έλεί», της απαντούσε. Έκανε πολλές ελεημοσύνες αλλά
τις έκανε κρυφά όπως τις θέλει κι όπως τις περιγράφει το άγιο ευαγγέλιο.
Δεν
ήθελε τα παιδιά του να τού αναφέρουν οποιαδήποτε παρεξήγηση ή πρόβλημα
συνέβαινε στα παιχνίδια τους στην αυλή με τα παιδιά τού νεωκόρου και τούς έλεγε
μόλις τού ανάφεραν το παραμικρό: «Να βλέπετε και να μη βλέπετε και να ακούεται και
να μη λέτε τίποτα για να μην αναγκαστούμε να μαζέψουμε τα πράγματα μας και να
πάμε απ' εκεί πού ήλθαμε. Εγώ για να μπορώ σαν Ιερέας να κάνω το καθήκον μου
πρέπει να μην έχω παρεξήγηση με κανένα και να μη με ενοχλεί τίποτε».
Με
τούς συνεφημερίους του είχε πάντοτε άριστες σχέσεις. Με τον π. Γεώργιο Αδάμου, τον
έξαρχο π. Νικόδημο, τον ιερέα της Φανερωμένης π. Νέαρχο Παπαβασιλείου, τούς
συνταξιούχους ιερείς της Αγίας Μάπας και μ' όλους τούς άλλους πού εργάστηκε
μαζί τους. «Ποτέ δεν μάς θύμωσε, ποτέ δεν μας πίκρανε, ποτέ δεν μας
στενοχώρησε.
Πάντα μάς αγκάλιαζε σαν πατέρας και σαν αδελφός. Ότι έπαιρνε το
μοίραζε στα ίσα. Δύο πρόσφορα αν έπαιρνε, μου έδινε το ένα. Αν έπαιρνε ένα το
μοίραζε στη μέση και μου 'δινε το μισό. Εμένα με αγαπούσε "ιδιαίτερα. Και
τούτο γιατί ήταν φιλακόλουθος και μ' εύρισκε πάντα πρόθυμο στις συνεχείς
ακολουθίες πού τελούσε. "Αν καμιά φορά δεν πήγαινα στην ακολουθία,
καταλάβαινε πώς ήμουν άρρωστος κι ερχόταν μετά την ακολουθία να με σταυρώσει.
Ήταν ένας άγιος λευίτης. Ένας προσευχόμενος άνθρωπος», μου επαναλάμβανε
βαθύτατα συγκινημένος ό τότε διάκος του και μετέπειτα ιερέας της Φανερωμένης π.
Νέαρχος.
Έκανε
απλές κι εύστοχες παρατηρήσεις για κάθε ζήτημα πού του ζητούσαν τη γνώμη του:
— Όπως κάθε νοικοκυρά χρησιμοποίει το
προζύμι για να ζυμώσει, εσύ κι ό Χριστιανός πρέπει να πηγαίνει στον Εσπερινό για
να νοιώθει ή Θ. Λειτουργία
—
«Σώφρων γυνή ανωτέρα εστί λίθων πολυτελών», έλεγε όταν έβλεπε γυναίκες με
στολίδια
— Το Πάσχα δεν έρχεται για τα τζάμια τα
οικιακά σκεύη και τ' άλλα υλικά πράγματα. Για μας έρχεται, για να καθαρίσουμε την
ψυχή μας από την αμαρτία
— "ν τα παιδιά τού παπά λείπουν από
την εκκλησία, ποιου θα μπορεί μετά ό παπάς να πει να εκκλησιαστείς; έλεγε στα
παιδιά του, όταν τα έβλεπε ράθυμα για να πάνε στις ακολουθίες.
— Ή υπερβολική καθαριότητα στο σπίτι
συνοδεύεται συνήθως από ιδιοτροπία και γκρίνια προς το σύζυγο και τα παιδιά, για
να μην αγγίζουν έδώ και να μη λερώσουν εκεί. Ποιό το όφελος όμως να τακτοποιούμε
τα πράγματα τού σπιτιού και να δηλητηριάζουμε την ψυχική γαλήνη της οικογένειας
μας;
— Αν κάποιος δεν πάει από την αρχή τού
Όρθρου στην εκκλησία πώς θα μπορεί να μπει στο νόημα της κάθε γιορτής και
λειτουργίας και να ζήσει έτσι το εκκλησιαστικό έτος; ρωτούσε αυτούς πού ήθελαν να
μάθουν τον ορθόδοξο λαό μας να πηγαίνει στην εκκλησία μετά τη Δοξολογία
— Εγώ, κόρη μου, ό ιερέας, ό λειτουργός του
Υψίστου να πάω να δώ από την οθόνη τα πάθη του Κυρίου; Εγώ τα ζω καθημερινά στη
θεία λειτουργία είπε στην κόρη του όταν αυτή τον προέτρεψε στην δεκαετία του
1930 να πάει να δει στον κινηματογράφο την ταινία «Ό Βασιλεύς των Βασιλέων» πού
παρουσίαζε παραστατικά τη ζωή και τα πάθη τού Κυρίου (όπως έκαναν άλλωστε τότε
πολλοί κληρικοί).
Εκεί,
όμως, πού ήταν, τηρουμένων βεβαίως των αναλογιών, ανυπέρβλητος, ήταν στον τομέα
της προσευχής. Ήταν έγγαμος ό π. Αντώνιος και πατέρας επτά παιδιών αλλά ζούσε σαν
αναχωρητής της έρημου. Τί να πει κανείς για το πρόγραμμα της πραγματικά
αδιάλειπτης προσευχής πού είχε καθημερινά; Έμενε όλη ή οικογένεια σ' ένα
υπνοδωμάτιο (έξι άτομα). Είχε ένα εικόνισμα της Παναγίας και μπροστά ακοίμητη
καντήλα. Κάτω από το εικόνισμα υπήρχε ένα χοντρό χαρτόνι πάνω στο όποιο
γονατιστός (έκτος από τα Σαββατόβραδα και την περίοδο τού Πεντηκοσταρίου) και με
τα χέρια υψωμένα στον ουρανό, απάγγελλε τις αδιάλειπτες προσευχές του. Το βράδυ
άρχιζε με το Απόδειπνο πού έλεγε μαζί με τούς χαιρετισμούς της Παναγίας.
Κοιμόταν για λίγο και στις 12 τα μεσάνυκτα ακριβώς σηκωνόταν για το
Μεσονυκτικό.
Ξανακοιμόταν για λίγο για να σηκωθεί σε μια - δύο ώρες για να
αρχίσει άλλες προσευχές. Πιθανόν να διάβαζε την εωθινή προσευχή, την ακολουθία των
Ωρών ή το Ψαλτήρι ή κι όλα μαζί. Ποιος ξέρει; Μονάχα ό Θεός κι ό ίδιος, γιατί
όλα αυτά δεν τα έκανε προς το θεαθήναι αλλά όσο μπορούσε πιο μυστικά. Το
βέβαιον είναι ότι τη μισή νύχτα την έβγαζε στην προσευχή. Προσευχόταν (με
διακοπές) ώρες ολόκληρες, ατέλειωτα Τα άλλα μέλη της οικογένειας του τον
έβλεπαν να άγρυπνα έτσι καθημερινά αλλά τούς απαγόρευε αυστηρά να πουν
οτιδήποτε σχετικά. Σε τέτοιο βαθμό μάλιστα τούς καλλιέργησε αυτή την τάση να
αποκρύπτουν αυτή την καθημερινή επικοινωνία του με τον Κύριο, ώστε και τώρα,
τριάντα σχεδόν χρόνια από την κοίμηση, του να νοιώθουν
ένοχοι και κάτι σαν Ιεροσυλία να αποκαλύψουν οτιδήποτε σχετικά με τη φιλόθεη αδολεσχία
του μακαριστού ιερέα με το Χριστό. Ευτυχώς πού έκτος από τα παιδιά του, πού μας
επιβεβαίωσαν αυτές τις πληροφορίες, με πολλή όπως ανάφερα δυσκολία, και οι
συνεφημέριοί του αντιλήφθηκαν τη μυστική ζωή της προσευχής του, συμπτωματικά, όταν
ό μακαριστός κληρικός ήταν πια προχωρημένης ηλικίας.
Άλλωστε το γεγονός ότι
ήταν αδιάλειπτα προσευχόμενος άνθρωπος δεν μπορούσε να αποκρύβει. Ή άοργησία, ή
πραότητα, ή ανεξικακία, ή καθαρότητα, ή ταπείνωση, ή αγάπη, ή υπομονή, ή
διάκριση, ή πνευματική σοφία και τόσες άλλες αρετές πού κοσμούσαν την υπέροχη
προσωπικότητα του δεν ήταν δυνατό να γίνουν κτήμα του χωρίς αδιάλειπτη και
καθαρή προσευχή.
Την
ακολουθία της Θείας Μεταλήψεως την διάβαζε πάντοτε γονατιστός οποτεδήποτε (κι
αυτό γινόταν πολύ συχνά) θα λειτουργούσε. Τον Όρθρο, την Θ' Ώρα και τον
Εσπερινό τα τελούσε, όπως αναφέραμε, στην εκκλησία καθημερινά. Όταν γέρασε,
υπέφερε από ρευματισμούς κι ανεπάρκεια της καρδίας και σε μια περίπτωση
αναγκάστηκε από τούς γιατρούς να παραμείνει κλινήρης για έξι μήνες. Ήταν
άλλωστε πάντα τόσο αδύνατος από την πολλή άσκηση και νηστεία. Παρ' όλα αυτά όταν
'κινδύνευσε να μείνει ή Αγία Νάπα σε γιορτή της Παναγίας αλειτούργητη σηκώθηκε,
σωστό λείψανο από την αρρώστια, κι έκανε κι Εσπερινό κι Όρθρο.
Την
μέρα του την περνούσε, έκτος από τις ιδιωτικές προσευχές και τις ακολουθίες,
δίπλα στο ναό εξυπηρετώντας τις πνευματικές ανάγκες του ποιμνίου του. Μετά τον
Όρθρο διάβαζε συνήθως καθίσματα από το Ψαλτήρι εναλλάξ με κανένα ψευτοδούλι πού
είχε να κάνει. Επίσης μελετούσε πολύ την Αγία Γραφή κι άλλα θρησκευτικά έντυπα.
Στη
μικρότερη κόρη του άφησε σαν μοναδική κληρονομιά το «Ώρολόγιον» της Εκκλησίας. Καμιά
περιουσία δεν απόκτησε ποτέ του. Φτωχός έζησε και φτωχός πέθανε.
Σε
ηλικία 92 χρονών είχε ένα μικρό ατύχημα, οπόταν έσπασε το πόδι του, γεγονός πού
τον οδήγησε στο θάνατο. Στις 5/9/1955 αναπαύθηκε εν Κυρίω, αφού έκανε κάθε
αναγκαία πνευματική προετοιμασία. Τα έξοδα της κηδείας του τα έκανε ό Ιερός
ναός Αγίας Νάπας σαν ελάχιστη ένδειξη τού σεβασμού και της εκτίμησης πού
απολάμβανε από όλο τον κόσμο, πού συνήθιζε να προσηκώνεται στο πέρασμα του είτε
καθόταν στο καφενείο, είτε στο σπίτι, είτε στη δουλειά του.
Ελάχιστο
αλλά χαρακτηριστικό δείγμα της αγαθής μνήμης πού άφησε είναι και ή ακόλουθη
στιχομυθία πού έγινε μεταξύ της κόρης του Αθανασίας (Αγαπίου) και του νεωκόρου του
Ιερού ναού Αγίας Νάπας Λεμεσού κ. Γεώργιου Γαβριηλίδη: «Βγάλε τον πατέρα σου από
τα δεφτέρια σου. Ό πρώτος πού μνημονεύεται είναι ό παπά - Αντώνης. Ότι είμαι,
σ' αυτόν το οφείλω».
Μπορούμε
έδώ να τελειώσουμε ένθυμούμενοι τον παρήγορο λόγο του Προφήτη: «Μακάριος ος
έχει εν Σιών σπέρμα και οικείους εν Ιερουσαλήμ» ("Ησαΐας λα' 9). Κι εμείς
όλοι μπορούμε να πούμε ότι είμαστε μακάριοι γιατί έχουμε στην Ορθοδοξία το σπέρμα
των αγίων. Και στην άνω Ιερουσαλήμ έχομε σαν τον π. Αντώνιο Παπαλοΐζου τόσους
οικείους. Αυτοί ζουν για μας και αποτελούν το φώς και την ελπίδα μας για την
παρούσα και τη μέλλουσα ζωή μας.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ
ΤΕΛΕΒΑΝΤΟΣ
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ. ΤΕΥΧΟΣ 100
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σας ευχαριστούμε.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.