Δευτέρα 1 Ιουλίου 2013

ΑΠΟΛΟΓΙΑ ΨΥΧΗΣ ΠΡΟΣ ΚΥΡΙΟΝ (ΠΟΙΗΜΑ ΜΟΝΑΧΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ)



ΑΠΟΛΟΓΙΑ ΨΥΧΗΣ ΠΡΟΣ ΚΥΡΙΟΝ


Άγγελε Άρχων φέρε ρου το όνομα το γραμμένο που έχω
 σε 'κείνο το χαρτί, καλά σημαδεμένο.
Κατέβα κάτω γρήγορα και φέρε την ψυχή του
 και μην κοιτάς αν κλάψουνε στο σπίτι οι δικοί του.
 Πάρε την συνοδεία σου και σαν αητός να φτάσεις
 και μην καθίσεις πουθενά, ούτε να ξαποστάσεις.
Κράτα εκείνο το χαρτί σιμά στα δάχτυλα σου
 και μη φοβάσαι, εμπόδια δεν έρχονται κοντά σου.
Σαν άστρο φεύγει ο άγγελος, στην Κλίνη κατεβαίνει
 και την γραμμένη την ψυχή, στα γρήγορα την παίρνει.
Κύριε είναι έτοιμη αυτή η παραγγελία βρίσκεται στον 
προθάλαμο και έχει αγωνία.
Για φέρε την εδώ κοντά να δώσει απολογία να
 δούμε αν τα έργα της είχαν για με αξία.
Ήρθε η ψυχή σαν το πουλί, το μισοπληγωμένο
 οπού το πιάνει ο κυνηγός, και τρέμει το καημένο.
Κύριε ήμαρτον ζητώ, βλέπω τα κρίματά μου 
τώρα τα μετανόησα τα αμαρτήματα μου.
 Δεν ήξερα αν ήτανε αληθινοί οι λόγοι που έκαναν 
οι ιερείς και όλοι οι θεολόγοι. Δεν ήξερα άλλη ζωή, Κύριε,
 πως υπάρχει, γι' αυτό και με ξεγέλασαν τα τρομερά μου λάθη.
Δεν το 'ξερα στον ουρανό πως τόσο πλούτο έχει και πως δεν έχει εποχές,
 κι ότι ποτέ δεν βρέχει.
Δεν το συλλογιζόμουνα, δεν ήλθε στο μυαλό μου το πως εγώ
 θα έβλεπα τον Πλάστη το Θεό μου κι εκείνοι που με δίδασκαν, 
νόμιζα είναι δικά τους νόμιζα πως τα λέγανε για το επάγγελμα τους.
 Έβλεπα που παγαίνανε πολλοί στην εκκλησία μα νόμιζα πηγαίνανε
 γιατί είχανε αιτία. Πήγαιναν πάλι στον παπά να ξομολογηθούνε 
μα 'λεγα, κάτι θα έχουνε μεγάλο να του πούνε.
 Άλλοι πάλι έκαναν στο σπίτι αγρυπνία δεν
 το 'ξερα πως φέρνουνε αυτά τα μεγαλεία.

Άλλοι έδιναν ας τους πτωχούς δεν είχα εγώ να δώσω;
Δεν ήξερα ήταν καλό μα τώρα θα πληρώσω.
Και προσευχή δεν έκανα' είχα καιρό να κάνω
Δεν το ήξερα οι άμοιρη πως δεν θα προλαμβάνω,
νόμιζα είχα τον καιρό ακόμα για να ζήσω
κι εγώ να ξομολογηθώ, μα και να κοινωνήσω.
Και αν στον κόσμο γύριζα και άλλους οδηγούσα,
εάν στον κόσμο γύριζα, θα φώναζα με πόνο-
να έλθουν όλοι οι άνθρωποι στον ιδικόν σου δρόμο.
Κύριε ως Φιλάνθρωπος, οπού πονάς τον κόσμο
δος ρου μιαν άκρη, μια γωνιά, αυτό ζητάω μόνο
μία μικρούλα σαν φωλιά Κύριε στη σκιά Σου
και πλέον έξω από εδώ να μην ξανακοιτάξω.
Μαύροι άνθρωποι ήρθανε, κοντά μου συνοδεία
σαν μ' έφερνε ο Άγγελος εδώ στη Βασιλεία.
Φιλεύσπλαχνε και Λυτρωτή, λυπήσου με κι εμένα
γιατί-δεν έχω έργο καλό να 'ρθει κοντά σε μένα.
Δεν θέλω στον προθάλαμο να πάω να καθίσω
είναι θηρία άγρια και πώς θα τ' αντικρύσω;
Έρχονται μπαίνουνε μπροστά κι ολόκληρη μαυρίζω
Κύριε σε παρακαλώ, λυπήσου με, τρομάζω
και πως θα μυώ στα σκοτεινά για πάντα, αναστενάζω
Ήμαρτον τώρα σου ζητώ, Σωτήρα Λυτρωτή μου
γιατί άρχισε και πνίγεται από τώρα η φωνή μου.'
Τώρα δεν είναι πια καιρός, το ήμαρτον σου σβήνει
 και η παρέα που 'κανες, εκείνη θα σου μείνει.
Δεν με είδες, δεν με ήξερες, δεν είδες τα χαρτιά μου που
 γράψανε οι Απόστολοι που ζήσανε κοντά μου;
Δεν άκουγες κι πνεύμα μου που ανθρώπους οδηγούσε;
 Γιατί κι εσύ το δρόμο αυτόν δεν τον ακολουθούσες;
 Γιατί κι εσύ δεν έμπαινες μέσα σ' αυτούς τους χώρους
 ν' ακούσεις πώς το πνεύμα μου, χαρίζει τόσους λόγους;
 Γιατί δεν ρε δόξασες, που 'δωσα τα καλά σου κι
 εχαίρου και καμάρωνες την οικογένεια σου;
 Γιατί δεν είπες ήμαρτον στον κόσμο όταν ζούσες
μα τους πιστούς χλεύαζες και περιγελούσες;
Γιατί δεν προσευχόσουνα τώρα γα βρεις κλωνάρι;
Ο τόπος που εζήτησες, άλλοι τον έχουν πάρει.
Πού είναι οι πέτρες που έστειλες δια να ξεχωρίσω
το μέρας για να κάθεσαι τώρα, να στο δωρίσω;
Τώρα είναι αδύνατον τόπο να αποκτήσεις
γιατί δεν έχεις υλικό το μέρος να χωρίσεις     
Λόγους καλούς δεν έλεγε το ιδικό σου στόμα
εκείνοι οι λόγοι θα έφτιαχναν το αιώνιο σου στρώμα.
Πού οι ελεημοσύνες σου, πού οι ευχαριστίες
πού οι δοξολογίες σου και πού οι λειτουργίες;
Πού τώρα τα έργα τα καλά; δεν είν' κανένα εμπρός
και πώς ζητάς να ελεηθείς από τον Κύριο σου;
Τα ψεύτικα παράσημα και τα πολλά βραβεία
κι αυτή η πρόσκαιρη ζωή σου έστησε παγίδα.
Νόμιζες τα πλούτη σου κοντά σου πως θα 'ρθούνε
δεν έχουν το δικαίωμα όμως να ακολουθούνε.
Δεν είναι δικαστήριο να πληρωθεί να δώσει
να βγάλει δίκη ψεύτικη και να σε αθωώσει.
Λεφτά δεν παίρνει ο δικαστής, μα δίκαια δικάζει
σύμφωνα με τα έργα σου απόφαση θα βγάζει.
Μέσον εδώ δεν εισχωρεί ψέματα δεν χωράνε,
μα έρχονται τα έργα σου τα ίδια και μιλάνε.
Πού οι νηστείες σου να 'ρθούν και πού οι αγρυπνίες
ήρθες σαν ορφανό πουλί με δίχως συνοδείες.
Πού τα φτερά που φόρεσες ψυχή κατατρεγμένη
ήρθες με δίχως βοηθούς τώρα Και πάς χαμένη.
Δεν το 'ξερες δεν σβήνουνε εδώ οι αμαρτίες
σαν ήσουνα στη γη, εκεί να είχες ετοιμασίες.
Όσα είπες κάτω έμειναν, ότι δεν είπες φέρνεις
κι αυτά θα σε τυφλώσουνε στα σκοτεινά να μένεις.
Δεν το 'θελα καμιά ψυχή να μείνει στο σκοτάδι
ήθελα να είναι έτοιμες και μοναχός ο Άδης
μα εσύ μονάχη διάλεξες τον μαύρο αυτό το δρόμο
πορεύου τώρα να περνάς πάντοτε με τον πόνο.
Πήγαινε τώρα για να δεις αυτούς που αγαπούσες
 θα πας εις τα παλάτια τους, θα σε ακολουθούνε 
και τόπο για ν' αναπαυθείς, «κείνοι: θα σου βρούνε.
Σε μένα δεν πρόσφερες τίποτα να σου φτιάξω και πώς 
ζητάς μου σήμερα εγώ να σε αναπαύσω;
Αυτά είπεν ο Κύριος την Άγια Ώρα εκείνη
 και έφυγε η ψυχή μακριά παντοτινά να
 μείνει περίλυπη, πικρά μετανοιωμένη...

ΤΕΛΟΣ

Και τω Τριαδικω Θεώ αίνεσις, δόξα και μεγαλοσύνη μοναχού Βασιλείου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σας ευχαριστούμε.

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.