Ο
ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΣ ΚΑΛΛΙΣΤΡΑΤΟΣ
Στη
νεότερη ιστορία του νησιού αναφέρονται δύο κληρικοί, ό παπά Χριστόδουλος από τη
Μαλούντα και ό παπά Καλλίστρατος του Τράχωνα, οι όποιοι, για λόγους άσκησης,
ήταν ζωσμένοι με αλυσίδες, κατά το πρότυπο των αρχαίων ασκητών, του Αγίου
Νεοφύτου του Εγκλείστου και του Μητροπολίτη Πάφου Αγίου Παναρέτου. Για τη ζωή και
την πνευματική δράση του πρώτου δεν έχουμε υπόψη μας πολλά στοιχεία, έκτος από το
γεγονός ότι υπήρξε αντιγραφέας εκκλησιαστικών ακολουθιών και πώς, στα μέσα του
19ου αιώνα, προς το τέλος του επίγειου βίου του, είχε αποσυρθεί στην τοποθεσία
«Περβόλια» της γενέτειρας του, όπου έζησε ασκητικότατα
Για τον
δεύτερο κληρικό, όμως, τον παπά Καλλίστρατο και τούς ασκητικούς του αγώνες
διασώθηκαν πολύ περισσότερες πληροφορίες. Οι πιο πολλές από αυτές προέρχονται από
βιογραφικό σημείωμα πού συνετάχθη το 1940 από τον αρχιμανδρίτη Ιππόλυτο
Μιχαηλίδη με προτροπή του Τοποτηρητή του αρχιεπισκοπικού θρόνου, Μητροπολίτη Πάφου
και μετέπειτα Αρχιεπισκόπου Κύπρου Λεοντίου, ό όποιος τον τιμούσε ιδιαιτέρως. Ό
Λεόντιος αφηγείτο ότι ό Καλλίστρατος είχε το προορατικό χάρισμα, αφού, όταν ήταν
μαθητής και εξομολογήθηκε κοντά του, του είχε πει πώς θα ανερχόταν στον
αρχιεπισκοπικό θρόνο του νησιού. Είχε δέ σκοπό να ζητήσει την αγιοποίηση του,
μόλις έπανασυστανόταν ή Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Κύπρου, ή οποία, κατά τα
πρώτα χρόνια της δεκαετίας τού 1940, είχε μόνο δύο μέλη, τον ίδιο και τον
εξόριστο Μητροπολίτη Κυρήνειας Μακάριο.
Τούτο όμως δεν κατέστη δυνατό, αφού ό ίδιος
απεβίωσε τριάντα έξι ήμερες μετά την άνοδο του στον αρχιεπισκοπικό θρόνο, τον
Ιούλιο τού 1947, και πριν την εκλογή άλλων αρχιερέων στους μητροπολιτικούς
θρόνους και τη συμπλήρωση της Ιεραρχίας.
Ό Λουκάς,
όπως ήταν το λαϊκό όνομα του πατρός Καλλιστράτου, γεννήθηκε το 1862 στην ενορία
τού Αγίου Λουκά στη Λευκωσία, όπου και έμαθε τα πρώτα του γράμματα από τον
πατέρα του. Το φιλόθεο οικογενειακό του περιβάλλον συνέτεινε ώστε να αγαπήσει την
ησυχία και τη μοναχική ζωή, με αποτέλεσμα το 1880, σε ηλικία μόλις δεκαοκτώ χρόνων,
να καταφύγει στο μικρό εκκλησάκι τού Αγίου Ιακώβου του Πέρση στην εντός των
τειχών Λευκωσία, όπου υπηρετούσε, τουλάχιστον από το 1858, ένας γέροντας
ιερομόναχος από την Κωνσταντινούπολη, ό Καλλίστρατος, ό όποιος είχε άσκητεύσει για
πολλά χρόνια στο Άγιο Όρος.
Γύρω από το εκκλησάκι υπήρχαν μερικά κελιά, όπου
διέμενε ό γέροντας ασκητής και μικρός κήπος, στον όποιο καλλιεργούσε τα απαραίτητα
για τη λιτοδίαιτη ζωή του. Ό νεαρός Λουκάς υπηρέτησε ως υποτακτικός του
Καλλίστρατου, μέχρι το 1893, πού ό γέροντας του απεβίωσε. Στο μεταξύ, το 1882,
περιεβλήθη το μοναχικό ένδυμα και μετονομάστηκε σε Καλλίστρατο προς τιμή του
γέροντα του και μερικά χρόνια αργότερα, το 1889, έλαβε το μεγάλο μοναχικό
σχήμα.
Ό
νεαρός μοναχός εξακολούθησε να διαμένει στα κελιά του Αγίου Ιακώβου του Πέρση
μέχρι το 1896, οπότε για διάφορους λόγους υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει το εκκλησάκι
και να καταφύγει στα κελιά πού βρίσκονταν γύρω από τη μικρή εκκλησία της Αγίας
Παρασκευής, λίγο έξω από τη Λευκωσία. Ούτε, όμως, σε αυτήν έμελλε να συνεχίσει την
ασκητική του ζωή, αφού επιδημία ευλογιάς, πού είχε πλήξει την πρωτεύουσα,
υποχρέωσε την Αρχιεπισκοπή να μετατρέψει την Αγία Παρασκευή σε νοσηλευτήριο. Ό
Καλλίστρατος κατέφυγε τότε στα κελιά πού βρίσκονταν γύρω από μια άλλη μικρή
εκκλησία της περιοχής της Λευκωσίας, τον Άγιο Γεώργιο της Άθαλάσσας. Σε αυτή παρέμεινε
για δύο περίπου χρόνια οπότε, στις αρχές του 20ού αιώνα, προσκλήθηκε στη
Λάρνακα από τον Μητροπολίτη Κιτίου και μετέπειτα Αρχιεπίσκοπο Κύπρου Κύριλλο Β'
και χειροτονήθηκε Ιεροδιάκονος στον Άγιο Γεώργιο τον Κοντό.
Τελικά,
το 1905, ό Καλλίστρατος αποδέχθηκε πρόσκληση των κατοίκων του προαστίου της
Λευκωσίας Τράχωνα και, αφού χειροτονήθηκε ιερομόναχος από τον Κιτίου Κύριλλο,
ανέλαβε τα καθήκοντα τού εφημέριου της κοινότητας. Σε σύντομο χρόνο, μετά την
εγκατάσταση του στον Τράχωνα, ό παπά Καλλίστρατος απέκτησε φήμη καλού πνευματικού
και διακριτικού ιερέα, με αποτέλεσμα να καταφεύγουν κοντά του πολλοί κάτοικοι της
πρωτεύουσας, για να εξομολογηθούν και να συζητήσουν μαζί του διάφορα προβλήματα
πού αντιμετώπιζαν. Όπως αναφέρουν οι γηραιότεροι κάτοικοι του Τράχωνα, ό παπά
Καλλίστρατος, με την ασκητικότατα του βίου του, την απλότητα και την ακτημοσύνη
του, είχε κερδίσει την εκτίμηση και εμπιστοσύνη των Χριστιανών της Λευκωσίας και
των περιχώρων, με αποτέλεσμα ό χώρος γύρω από την εκκλησία της Παναγίας να
είναι συνήθως γεμάτος από κάποιους πού ανέμεναν να τον δουν. Είχε επίσης φήμη αφιλοχρήματου
ιερέα πού πρόθυμα και χωρίς να δέχεται αμοιβή ανταποκρινόταν στις εκκλήσεις των
ενοριτών του, για να τελέσει κάποιο αγιασμό ή παράκληση. Υπήρξαν δέ και
περιπτώσεις ασθενών πού αφηγούνταν πώς θεραπεύτηκαν μετά από τις θερμές
προσευχές και παρακλήσεις του, γεγονός πού συνέτεινε, ώστε ό λαός να είναι
πεπεισμένος ότι είχε παρρησία στον Θεό και να απευθύνεται σε αυτόν, όποτε
αντιμετώπιζε κάποιο πρόβλημα. Καθόλο το διάστημα των τριάντα χρόνων, περίπου,
πού υπηρέτησε στον Τράχωνα, ό Καλλίστρατος διέμενε σε μικρό δωμάτιο στην αυλή
της εκκλησίας της Παναγίας και ακολουθούσε το αυστηρό μοναχικό πρόγραμμα, πού
είχε διδαχθεί από τον γέροντα του στον Άγιο Ιάκωβο τον Πέρση. Ασκούσε επίσης
συστηματικά την αρετή της ελεημοσύνης και φρόντιζε συνεχώς και με μεγάλη
διάκριση για την οικονομική στήριξη των πτωχών κατοίκων τού Τράχωνα, Χριστιανών
και Μουσουλμάνων. Οι τελευταίοι τον εύλαβούνταν και έτρεφαν μεγάλο σεβασμό για τον
«Άγιο Χριστιανό», όπως τον αποκαλούσαν. Όσα δέ τρόφιμα και χρήματα τού άφηναν τα
πνευματικά του τέκνα, μεριμνούσε ώστε σχεδόν αμέσως να καταλήγουν σε άτομα πού τα
είχαν ανάγκη, ώστε να μπορέσουν να επιβιώσουν. Είναι επίσης αξιοσημείωτο ότι
ασκούσε την αρετή αυτή εν κρυπτώ και μόνο μετά από κάποια τυχαία γεγονότα έγινε
γνωστό ότι αυτός ήταν ό «μεγάλος ελεήμονας» τού Τράχωνα.
Όπως
αφηγούντο οι παλαιότεροι κάτοικοι τού προαστίου, αλλά και πολλοί Λευκωσιάτες οι
όποιοι τον επισκέπτονταν, ήταν ασκητικότατος και εντελώς ακτήμονας. Λέγεται δέ
ότι ουδέποτε μαγείρεψε, αλλά έτρωγε πάντοτε πρόχειρα και πολύ λίγο, και πώς
ουδέποτε τον είδε κάποιος οργισμένο ή τον άκουσε να πει κακό λόγο για
οποιονδήποτε. Πολλές φορές ακολουθούσε ένα ιδιαίτερα σκληρό πρόγραμμα, με
αποτέλεσμα
ή
Μεγάλη Εβδομάδα τού 1928 να ασθενήσει, αφού δεν είχε φάει τίποτα μέχρι τη
Μεγάλη Πέμπτη.
Ό
ταπεινός ιερομόναχος τού Τράχωνα απεβίωσε στις 9 Ιουλίου 934, σε ηλικία 72
χρόνων. Όπως σημείωνε χαρακτηριστικά εκκλησιαστικό περιοδικό της εποχής, «ό
μεταστάς διακρίνετε διά τον άσκητικόν αυτού βίον, την εύσέβειαν, την αγαθότητα και
το μειλίχιον τού χαρακτήρος του». Στο σκήνος του έφερε τα σημάδια από το
σχοινί, με το ποίο ήταν ζωσμένος σε νεαρή ηλικία και των άλύσεων, πού το αντικατέστησαν
στη συνέχεια, χάριν ασκήσεως. Δεν γνωρίζουμε, όμως, αν εξακολούθησε να τις
φέρει μέχρι τον θάνατο του και τί απέγιναν, ή εάν ίδιος τις είχε κρύψει
προαισθανόμενος το επικείμενο τέλος. Τάφηκε το προαύλιο τού ναού της Παναγίας
τού Τράχωνα, πού την εποχή εκείνη χρησιμοποιείτο και ως κοιμητήριο.
Ή ανακομιδή
των οστών του πραγματοποιήθηκε στις 18 Αυγούστου 40, παρόντων τού Τοποτηρητή τού
αρχιεπισκοπικού θρόνου Λεοντίου και πλήθους κόσμου. Στη συνέχεια, αυτά πλύθηκαν
με νερό και ακολούθως με κρασί, όπως ορίζει αρχαία εκκλησιαστική παράδοση, και τοποθετήθηκαν
σε ειδική λάρνακα κάτω από την Αγία Τράπεζα της εκκλησίας τού Τράχωνα. Σήμερα,
μετά την τουρκική εισβολή τού 1974 και τη λεηλασία των ιερών προσκυνημάτων της
κοινότητας από τα τούρκικα-στρατεύματα, είναι άγνωστο τί απέγιναν.
Κωστή Κοκκινόφτα
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ. ΤΕΥΧΟΣ 100
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σας ευχαριστούμε.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.