Τρίτη 3 Δεκεμβρίου 2013

ΑΠΟ ΤΗΝ ΘΑΥΜΑΣΤΗ ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΔΥΝΑΜΗ ΤΗΣ ΠΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΜΑΡΤΥΡΑΣ ΝΙΝΑΣ ΚΟΥΖΝΕΤΣΟΒΑ 1η Μαΐου




O τρόπος πού ένας άνθρωπος διαλέγει το δρόμο της πνευματικής ζωής πού θ' ακολουθήσει, ή πού ή ψυχή βρίσκει το δρόμο προς τον ποταμό του ζώντος ύδατος, του «άλομένου εις ζωήν αίώνιον», είναι μεγάλο μυστήριο. Κι όταν δοκιμάσει τις καθαρές πηγές, δέ θέλει να επιστρέψει στις απατηλές υλικές αξίες αυτού του κόσμου. 

Μόνο μπροστά στο Σταυρού τού Χριστού, κάτω από τη σκέπη της Ορθόδοξης Εκκλησίας, ή ψυχή βρίσκει τον πραγματικό κόσμο, το αληθινό μέτρο όλων των άξιων και των ποιοτήτων, και μπορεί να κρίνει ολόκληρο τον κόσμο. 0 κόσμος όμως δεν μπορεί να κρίνει την ψυχή, επειδή δεν είναι πνευματικός αλλά υλικός. «Ψυχικός δέ άνθρωπος ου δέχεται τα του Πνεύματος του Θεού- μωρία γάρ αύτω εστί και ου δύναται γνώναι ότι πνευματικώς ανακρίνεται, ό δέ πνευματικός ανακρίνει μεν πάντα, αυτός δέ ύπ' ούδενός ανακρίνεται». (Α' Κορινθ. β' 14-15).


Ή Βόρεια Ρωσία στερεώθηκε όχι μόνο χάρη στη στρατιωτική ανδρεία, αλλά πιο πολύ με την πνευματική δύναμη των ασκητών. Και όπου δεν υπήρχαν μοναχοί ασκητές, υπήρχαν ευσεβείς ιερείς, όπως ό άγιος Λεωνίδας του Ούστνεδούμσκ (1551-1564. ή μνήμη του εορτάζεται στις 17 Ιου¬λίου)9, το λείψανο του οποίου είναι θησαυρισμένο στο Ουστ-Νεδούμα (Όζερσκάια), ή ευλαβείς λαϊκοί- ασκητές, όπως ό άγιος Προκόπιος ό εν Χριστώ Σαλός στο Μεγάλο Οϋστουγκ, πού κοιμήθηκε το 1303 και ή μνήμη του τιμάται την 8η Ιουλίου. Ή αληθινή, ή πραγματική ιστορία της Ρωσίας είναι ή ιστορία των ασκητών της. Όπου υπήρχαν ασκητές και ησυχαστές, άνθρωποι παραδομένοι στην προσευχή, εκεί ήταν αναμμένο το άγιο φώς της Ορθόδοξης πίστης, εκεί ό ίδιος ό Χριστός εμφανιζόταν ορατά στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία οι πιστοί συγκεντρώνονται, καταξιώνεται ή ανθρώπινη ζωή και ανοίγονται οι πύλες του παραδείσου.


Ή αγία μάρτυς Νίνα γεννήθηκε στις 28 Δεκεμβρίου του 1887 στο χωριό Λάλσκ  της επαρχίας Αρχαγγέλσκ. Γονείς της ήταν ό ευλαβής υπαξιωματικός Άλεξέι και ή επίσης ευλαβής 'Άννα Κουζνετσώφ. Ήταν μοναχοπαίδι και οι γονείς της την αγαπούσαν πάρα πολύ. Ονειρεύονταν να παντρευτεί ή κόρη τους μ' ένα καλό αγόρι, αλλά ή Νίνα από μικρή αγαπούσε μόνο την προσευχή, τα μοναστήρια και τα θρησκευτικά βιβλία.
Τότε στη Ρωσία είχαν πολλές εκκλησίες. Στο Λάλσκ πού ήταν μικρό χωριό, υπήρχαν έξι. Όταν ό πατέρας της Νίνας κατάλαβε ότι ή κόρη του ήθελε ν' ακολουθήσει τη μοναχική ζωή, σκέφτηκε ότι ή οικογενειακή ζωή δέ θα έκανε καλό στη σωτηρία της ψυχής της κι ότι δέ θα ήταν συνετό να την αποτρέψει από τις πνευματικές επιδιώξεις της. Έτσι της δώρισε τη σιταποθήκη, όπου ό ίδιος είχε φτιάξει ράφια, κι άρχισε να της αγοράζει θρησκευτικά βιβλία. Έτσι ή Νίνα απόκτησε μια πλούσια βιβλιοθήκη και δεν είχε καμιά άλλη πιο αγαπημένη απασχόληση, από την ανάγνωση βιβλίων.
Ή κοπέλα προσευχόταν πολύ, έμαθε πολλές προσευχές απ' έξω και απάγγελλε από μνήμης το Ψαλτήρι. Με την πνευματική άσκηση και την αδιάλειπτη προσευχή, ή ψυχή της δυνάμωνε, αποκτούσε καθαρότητα και προχωρούσε στην αρετή και την τελειότητα.


Μετά από κάποιο διάστημα ή Νίνα άρχισε να φιλοξενεί ξένους και άστεγους. Οι γονείς της αποδέχτηκαν τον τρόπο ζωής πού διάλεξε, επειδή έβλεπαν ότι εγγίζει ό καιρός των διωγμών και θα ήταν δύσκολο να συνεχιστεί ή ευτυχισμένη οικογενειακή ζωή τους. όπως κι ή ζωή όλων των Ρώσων την εποχή εκείνη, όταν θ' άρχιζαν να φυλακίζουν τούς χριστιανούς, να τούς βασανίζουν και να τούς σκοτώνουν.


Το 1932 οι αρχές συλλάβανε τον Αλέξιο και την 'Άννα. Ήταν κι οι δύο τους πια αρκετά ηλικιωμένοι, δεν άντεξαν στις κακουχίες της φυλακής και σύντομα πέθαναν. Οι αρχές είχαν σκοπό να συλλάβουν και τη Νίνα μαζί με τούς γονείς της, αλλά κατά τη σύλληψη των γονιών της έπαθε παράλυση από την πολλή στενοχώρια και θλίψη. Ακόμα και μετά από πολλά χρόνια περπατούσε με δυσκολία και το δεξί της χέρι δέ λειτουργούσε καλά. Όταν έκανε το σταυρό της. με το αριστερό της χέρι βοηθούσε πάντα το δεξί. 'Αν δεν είχε προσβληθεί απ' αυτήν την ασθένεια, θα την είχαν φυλακίσει κι εκείνην. Την έβαλαν κι αυτήν όμως στη φυλακή τού Κότλας, αλλά λόγω της αρρώστιας της την ελευθέρωσαν. Για τον ίδιο λόγο οι αρχές άφησαν στη Νίνα το σπίτι κι όλη την περιουσία της, πού τη διαχειρίστηκε με τον καλλίτερο τρόπο.


Το σπίτι της ήταν μεγάλο. Ή κουζίνα ήταν τεράστια. Μόνο στα πατάρια χωρούσανε είκοσι άτομα για ύπνο, κι άλλα πέντε άτομα μπορούσανε να κοιμηθούν πάνω στη μεγάλη χτιστή σόμπα. Στο σπίτι υπήρχε ακόμα ένα μεγάλο δωμάτιο, οπού έμεναν ταυτόχρονα πολλές γυναίκες που οι σύζυγοι είχαν συλληφθεί και ακίνητα τους
 είχαν κατασχεθεί. Έτσι, όταν έμειναν άστεγες, πήγαιναν όλες στη Νίνα, όπου έβρισκαν καταφύγιο και διατροφή.


Όταν, με το ξεκίνημα της επανάστασης έπαψε να λειτουργεί ή Ιερά Μονή τού Αγίου Νικολάου στο χωριό Κοριάσμα , οι δώδεκα μοναχοί μετακόμισαν στο Λάλσκ. Κάτω από το ναό, σε μια πρώην αποθήκη, οι μοναχοί έφτιαξαν δύο δωμάτια με δύο παραθυράκια κι έβαλαν μια σόμπα. Ζούσαν εκεί και λειτουργούσαν στον καθεδρικό ναό, τηρώντας απόλυτα το μοναχικό τυπικό. Τότε όλα σχεδόν τα μοναστήρια στη Βόρεια Ρωσία είχαν ήδη κλείσει. Έδώ όμως όχι μόνο συνέχισε να ζει το μοναστήρι, αλλά και λειτουργούσε κανονικά, οι μοναχοί ζούσαν με μοναχική ευλάβεια και ευπρέπεια. Ηγούμενος της Μονής ήταν ό ιερομόναχος Παύλος (ΗΟΤΕΜΟV).


Ό ηγούμενος Παύλος ήταν μεγάλος ασκητής. Κρατούσε στη μνήμη του πάνω από εξακόσια ονόματα, πού τα μνημόνευε πάντα στη θεία λειτουργία. Για να μπορέσει να τούς μνημονεύσει όλους, ερχόταν στο ναό μερικές ώρες νωρίτερα για να κάνει την προσκομιδή και να μνημονεύσει κάθε όνομα ξεχωριστά. Όταν τον ρωτούσαν τί είναι το μοναστήρι, απαντούσε: ή Μονή αποτελεί το καθημερινό Άμωμοι εν όδω...(Ψαλτήριο, Κάθισμα 17°) και το ξυνολάχανο. Περιέγραφε έτσι με καρδιακή απλότητα τη μοναχική ζωή. τονίζοντας τις κύριες μέριμνες τού μοναχού - την προσευχή και τη νηστεία.
Ό ίδιος ήταν πάντα πολύ αυστηρός νηστευτής. Μερικές φορές οι πιστοί τού έφερναν σπιτικά φραντζολάκια ή νόστιμες τυρόπιτες. Ό ηγούμενος Παύλος τα κοίταζε, τα άγγιζε κι έλεγε χαμογελώντας: "Ωχ αμάν, πολύ ωραία, δεν είναι κρίμα να τα φάω;" Και μ' αυτό έφευγε. Έτσι τα φραντζολάκια έμεναν ανέπαφα ωσότου ξεραθούν. Μετά ή Νίνα έπαιρνε τα φραντζολάκια από τον π. Παύλο, τα μούσκευε σ' έναν κάδο γεμάτο νερό και τα έτρωγε. Για πολλά χρόνια αυτή ήταν ή βασική διατροφή της. Το 1928 πού οι αρχές έκλεισαν το μοναστήρι στο Λάλσκ, μερικοί μοναχοί μαζί με τον ηγούμενο Παύλο και τον ιερομόναχο Νήφωνα, πού ήταν ό οικονόμος της μονής, βρήκαν καταφύγιο στο σπίτι της Νίνας.

Ή μακαρία Νίνα τηρούσε αυστηρά το μοναχικό της κανόνα. Κοιμόταν τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο. Για προσευχή σηκωνόταν πάντα στις δύο το πρωί, μαζί με τούς μοναχούς. Τσάι ή γάλα δεν έπινε ποτέ, ούτε και έτρωγε ζάχαρη ή άλλες νοστιμιές. Το φαγητό της για ολόκληρη την ήμερα ήταν παξιμάδια μουσκεμένα σε νερό. Κι αυτό παρά το γεγονός ότι στο σπίτι της υπήρχε πάντα ένα σαμοβάρι με ζεστό νερό και στην τραπεζαρία είχε πάντα κόσμο, όλοι έπιναν τσάι, έτρωγαν κι ή αυλή ήταν γεμάτη άλογα, γιατί στο σπίτι της Νίνας δεν έμεναν μόνο οι άστεγοι, αλλά σταματούσαν κι οι ταξιδιώτες, επειδή εκεί δέ χρειαζόταν να πληρώνουν, ούτε κι είχαν να ψάχνουν να βρουν τη διεύθυνση, αφού το σπίτι της Νίνας, της κόρης του υπαξιωματικού, το ήξεραν όλοι.
Στο σπίτι της είχαν ρυθμιστεί όλα σύμφωνα με την ορθόδοξη παράδοση. Κάθε άνθρωπος πού έβρισκε εκεί καταφύγιο και ψωμί, όταν είχε περίσσευμα σιταριού κι έφευγε, το άφηνε στους άλλους. Κι ή Νίνα, σαν σπιτονοικοκυρά, δεν καθόταν ποτέ στο τραπέζι αλλά στη γωνία, πάνω στο κούτσουρο πού ήταν πίσω από το φράγμα.
Ή Νίνα δεν κοιμόταν ποτέ στο κρεβάτι της. Ξάπλωνε κάτω από το νιπτήρα κουλουριαζόταν με μια κουβέρτα και κοιμόταν. Πήγαινε στην εκκλησία σε κάθε λειτουργία, στεκόταν στο χορό κι έκανε πώς κοιμάται. Μόλις κάποιος όμως τα 'χανε στην ακολουθία και σταματούσε το διάβασμα, ή Νίνα άρχιζε αμέσως ν' απαγγέλλει αυτό πού έπρεπε να διαβαστεί, γιατί τις ακολουθίες τις ήξερε απ' έξω. Ό π. Παύλος δεν έβλεπε καλά. ήξερε όμως ότι ή Νίνα θυμόταν απ' έξω τις ακολουθίες και το εκκλησιαστικό τυπικό κι έτσι μερικές φορές άνοιγε την πόρτα του ιερού βήματος και ρωτούσε:

- Νίνα, ποιά περικοπή από το Ευαγγέλιο και τον Απόστολο διαβάζουμε σήμερα;
Εκείνη απαντούσε αμέσως χωρίς να κάνει ποτέ λάθος. Ψάλτης τότε στην εκκλησία ήταν ένας δόκιμος, ό Ανδρέας Μελέντιεβ. Πολλοί από εκείνους πού έψαλλαν παλιότερα στην εκκλησία, τώρα ήταν στην εξορία ή είχαν φύγει μόνοι τους και κρύβονταν. Έμειναν μόνο οι ηλικιωμένες γιαγιάδες, μοναχές και κυρίες, πού τις μάζευε ό ψάλτης για να ψάλλουν μαζί του. Κι όταν έψαλλε ό ψάλτης, συχνά ξεχνούσε να βρει από πριν τον Απόστολο, πλησίαζε όμως ή ώρα να το διαβάσει. Ή μακαρία Νίνα πού στεκόταν με τα μάτια της κλειστά, σα να κοιμόταν, του έλεγε αμέσως:
-           Άνοιξε το κεφάλαιο τάδε ...
-           Μη μ' ενοχλείς. Νίνα, απαντούσε ό ψάλτης κι άρχιζε να ψάχνει βιαστικά.

Στην αρχή δεν πίστευε ότι ή Νίνα τα 'λεγε όλα σωστά κάθε φορά, στη συνέχεια όμως και μετά από επανειλημμένες διορθώσεις το διαπίστωσε.
Στη δεκαετία του τριάντα, απ' όλους τούς ιερείς της Μονής ελεύθερος έμεινε μόνο ό ηγούμενος Παύλος Χοτέμοβ. Στην ενορία άρχισαν ν' ανησυχούν αν ό γέροντας θα μπορούσε να εξακολουθήσει να λειτουργεί καθημερινά, επειδή είχε γίνει πολύ αδύναμος, λόγω της προχωρημένης ηλικίας του. Ό π. Παύλος ήθελε να καλέσει έναν ιερομόναχο για να συλλειτουργεί μαζί του, πού μόλις είχε επιστρέψει στην πόλη από τη φυλακή, αλλά ό φύλακας του ναού φοβήθηκε και απόρριψε το αίτημα του. Στη συνέχεια κάλεσαν τον ιερέα Λεωνίδα Ίστόμιν, πού λειτουργούσε στο χωριό Όπάρινο.



Ό π. Λεωνίδας προερχόταν από την πόλη Μεγάλο Οΰστουγκ και πριν από την επανάσταση ήταν δασολόγος. Στα επαναστατικά χρόνια των διωγμών εναντίον της Εκκλησίας όμως εξέφρασε την επιθυμία να γίνει ιερέας και σύντομα χειροτονήθηκε. Ό π. Παύλος μαζί με τη μακαρία Νίνα ανησυχούσαν πάρα πολύ μήπως ό καινούργιος ιερέας, σαν έγγαμος κληρικός, αλλάξει τούς μοναχικούς κανόνες του ναού και λειτουργεί όπως στις ενοριακές εκκλησίες, με συντμήσεις. Ό Ανδρέας Μελέντιεβ είπε στη Νίνα: - Νινούλα, ας συνεχίσουμε τις ακολουθίες όπως έχουμε συνηθίσει ως τώρα και βλέπουμε. Εάν μας πει κάτι, εμείς θα του απαντήσουμε: «Πατέρα, πρώτον, εδώ είναι ό καθεδρικός ναός, οι ενορίτες είναι φωτισμένοι άνθρωποι και ξέρουν καλά το τυπικό των ακολουθιών και δεύτερον, προηγουμένως έδώ υπήρχε ένα μοναστήρι και όλοι τους έχουν συνηθίσει στις μοναχικές ακολουθίες. Τηρούμε λοιπόν τούς μοναστηριακούς κανόνες, για να μη μάς κατακρίνουν οι πιστοί. 'Αν εσείς ευλογείτε αλλιώς, τότε θα αλλάξουμε μόνο με την ευλογία σας. Αποφάσισαν όμως να συνεχίσουν χωρίς να τον ρωτήσουν. Ό π. Λεωνίδας, μετά από μερικές λειτουργίες, δεν τούς είπε τίποτα. Έτσι στον καθεδρικό ναό συνεχίστηκε ή τέλεση ολόκληρης της ακολουθίας, σύμφωνα με τούς μοναστηριακούς κανόνες……………


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ  ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΤΟΥ ΒΟΡΡΑ Γ
ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΟΜΟΛΟΓΗΤΡΙΕΣ.

ΠΕΤΡΟΣ ΜΠΟΤΣΗΣ. ΑΘΗΝΑ 2012


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σας ευχαριστούμε.

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.