Βασίλειον
της Ελλάδος Ιερά Μητρόπολις Μυτιλήνης Άριθ. πρωτ. 345
Έν
Μυτιλήνη τη 9/2/1971
Προς
τον Αίδεσ. Βασίλειον Μπάμιαν έφημέριον Ιερού Ναού Άγ. Βασιλείου εις Μόριαν
Κατόπιν
της υποβληθείσης ημίν παραιτήσεως υμών από των έφημεριακών καθηκόντων, ήτις και
έγένετο δεκτή διά τούς εν αύτη αναφερομένους λόγους υγείας, άναλογιζόμεθα τας
υπηρεσίας ας επί σειράν ετών προσεφέρατε εις την Εκκλησία του Χριστού.
Διηκονήσατε
ως ιερεύς μετά ζήλου και φόβου Θεού την Εκκλησία. Συμπεριφέρθητε μεταξύ των πιστών
μετά σωφροσύνης και ίεροπρεπείας, ήπιος και διδακτικός προς πάντας.
Διεξήλθατε
την ζωήν σας «εν προσευχή και νηστεία». Διηκονήσατε άξίως και το Μυστήριον της
Ιεράς εξομολογήσεως. Έπεδόθητε επιτυχώς εις την θρησκευτική ποίησιν, εκφράζοντες δι' αυτής τα διακατέχοντα
υμάς αισθήματα, αλλά και διδάσκοντες δι' αυτής τούς Χριστιανούς.
Σάς
ήξίωσεν ο Θεός να γράψατε το βιβλίο «Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΩΝ ΟΥΡΑΝΩΝ». Έπεδόθητε και εις
την καλλιτεχνία σμιλεύοντας και απεικονίζοντες ιεράς εικόνας.
Διά
πάντα ταύτα έκφράζομεν υμίν την Αρχιερατικήν ημών εύαρέσκειαν, εύχόμεθα δέ όπως
Κύριος ό Θεός χαρίζηται υμίν έτη πολλά, ίνα εν αναπαύσει πλέον διέλθετε τον υπόλοιπο
χρόνο της ζωής υμών, εν υγεία και χαρά πνευματική, άξιωθήτε δέ και της επουρανίου
του Θεού Βασιλείας.
Μετ'
ευχών και αγάπης ό Μητροπολίτης
Ό Μυτιλήνης Ιάκωβος
* *
*
ΕΠΙΚΗΔΕΙΟΣ
ΕΙΣ
ΤΟΝ ΑΕΙΜΝΗΣΤΟΝ ΙΕΡΕΑ ΒΑΣΙΛΕΙΟΝ ΜΠΑΜΙΑΝ
Του
σεβ. Μητροπολίτου Μυτιλήνης κ. ΙΑΚΩΒΟΥ
«Ζω
δέ ουκέτι εγώ, ζή δέ εν έμοί Χριστός»
(Γαλάτ.
β'20)
Τους
λόγους τούτους του μεγάλου Αποστόλου θεωρώ επίκαιρο να αναφέρω κατά την παρούσα
ιερά και πένθιμο στιγμήν, κατά την οποίαν ή ποιμένουσα Εκκλησία της Μυτιλήνης
μετά των χριστιανών της ενορίας της Μόριας κηδεύει με βαθύν πόνο ψυχής τον σεμνό
και καλοκάγαθο και αγαπητό τοις πάσι πατέρα Βασίλειον, ό όποιος σήμερον, όρθρου
βαθέως, ύπείκων εις το κέλευσμα του ουρανίου Πατρός έκλεισε ήρεμα τούς
οφθαλμούς και αφού ηύλόγησε τούς περί αυτόν και το προσφιλές ποίμνιόν του
παρέδωκε την άγίαν ψυχήν του εις τας χείρας του Θεού.
Ούτω ό σεβαστός πατήρ
μετέστη εκ των πρόσκαιρων εις τα αιώνια, εκ των φθαρτών εις τα άφθαρτα, εκ των
επιγείων εις τα επουράνια διά να παρουσιασθή ενώπιον του θρόνου του καλέσαντος
αυτόν Θεού, διά να άκούση, ως έπεθύμει και ως έγραφεν εις τα ποιήματα του, τούς
ύμνους των αγγέλων και να δη θεάματα, άτινα θα κρατούν την τιμίαν ψυχήν του εις
θάμβος και εις έκστασιν, ως ήρέσκετο να λέγη και να γράφη.
Ή
θλίψις και ή οδύνη πού συνέχει τας ψυχάς όλων μας, επί τω άπορφανισμώ του
προσφιλούς ποιμνίου του, είναι δικαία διότι ό μεταστάς δεν ήτο από τούς
τυχαίους ιερείς. Ητο μία κατ' εξοχήν συμπαθής και ιερά φυσιογνωμία, ή οποία είχε
έπιβληθή εις τούς πάντας διά της αρετής και της άγιότητος του βίου του και με την
όλην παράστασίν του και με αυτό ακόμη το βάδισμα και ήτο έτοιμος «αεί προς
άπολογίαν παντί τω αίτοΰντι» (Α' Πέτρου 3, 15). Ό λόγος του υπήρξε «πάντοτε εν
χάριτι, αλάτι ήρτυμένος» (Κολ. 4, 6), και εις το στόμα αυτού «ουκ ην δόλος» (Ίω.
148). Ητο, διά να ειπωμένο κατά τον Γρηγόριο τον Θεολόγων τον Ναζιανζηνός, «ή
ζώσα και σιώπησα παραίνεσης». Αδύνατο άρα, ανά πάσαν στιγμήν να έπαναλαμβάνη το
του Αποστόλου «Ζω δέ ουκέτι εγώ, ζή δέ εν έμοί Χριστός» (Γαλ. 2, 20).
Δεν
ήτο επαγγελματίας ιερεύς. Είχε φόβον Θεού. Εις την ζωήν διαρκώς έμελέτα την
άγίαν Γραφήν και τούς πατέρας της Εκκλησίας. Ήρέσκετο ιδιαιτέρως να ασχολείται με
την θρησκευτικήν ποίησιν και με την άγιογραφίαν και διά του τρόπου τούτου
έπίστευεν ότι εκδηλώνει όλον τον άγνόν έσωτερικόν του κόσμον και τα πλημμυροΰντα
την ψυχήν του άγια συναισθήματα πίστεως και ευλάβειας προς τον Πατέρα, τον Υιόν
και το άγιον Πνεύμα, την Ύπεραγία Θεοτόκο και τούς αγίους της Εκκλησίας. Ήτο
κατ' εξοχήν πνευματικός άνθρωπος και δι' αυτό ήσκει επιτυχώς το ύψηλόν
ύπούργημα του πνευματικού πατρός εις όλην την έπαρχίαν.
Δεν θα ήτο υπερβολή εάν
εϊπωμεν ότι συνεκέντρου όλα τα προσόντα τα όποια απαριθμεί ό
Άπ.
Παύλος εις την Α' προς Τιμόθεον επιστολή του διά τον Πρεσβύτερο. Ήτο πράγματι
«άνεπίληπτος κόσμιος, σώφρων, φιλόξενος, διδακτικός, επιεικής, άμαχος,
άφιλάργυρος» (Α' Τιμ. 3, 3-4). «Τύπος των πιστών εν λόγω, εν αναστροφή, εν
αγάπη, εν πνεύματι εν πίστει, εν άγνεία» (Α' Τιμ. 4, 12). «Τον ιδίου οίκου
καλώς προϊστάμενος, τέκνα έχων εν υποταγή μετά πάσης σεμνότητος» (Α' Τιμ. 3,
4).
Έγεννήθη
εις την κοινότητα της Μόριας κατά το έτος 1898 και άνετράφη από τούς ευσεβείς
γονείς του εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου, τα έτη της νεότητας του διήλθεν εις
έκκλησιαστικόν περιβάλλον. Κατά το 1930 έχειροτονήθη διάκονος και μετά
έπταετίαν εκλήθη εις το ίερατικόν αξίωμα υπό του αειμνήστου προκατόχου μου. Έκτατε
ύπηρέτησεν με άφοσίωσιν ως ιερεύς την ένορίαν της Μόριας. Ήτο έγγαμος. Έκ του
γάμου του άπέκτησεν τέσσαρα τέκνα, άτινα έξέθρεψεν εντός του πλαισίου των
ωραίων χριστιανικών άρχων και των εθνικών παραδόσεων. Ήξιώθη μάλιστα να δη τον
μονογενή υίόν του να κυκλώνη με εύλάβειαν το ιερόν θυσιαστήριο ως λειτουργός του
Υψίστου και έκαυχάτο πάντοτε διά τούτο εν Κυρίω.
Ό
αείμνηστος παπά-Βασίλειος απερχόμενος έκ του κόσμου τούτου αφού έζησεν ως
έζησεν' δύναται να έπαναλάβη το του Άπ. Παύλου: «Τον αγώνα τον καλόν"
ήγώνισμαι, τον δρόμον τετέλεκα, την πίστιν τετήρηκα, λοιπόν απόκειται μοι ό της
δικαιοσύνης στέφανο , ον αποδώσει μοι ό Κύριος εν εκείνη τη ήμερα ό δίκαιος
κριτής» (Β' Τιμ. 4, 7).
Περιοδικόν
«Ό Ποιμήν» 1. Μ. Μυτιλήνης μηνός Απριλίου 1972
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ.
Ο ΘΕΟΣ ΕΙΝΑΙ ΜΑΖΙ ΜΑΣ, ΕΜΕΙΣ ΕΙΜΑΣΤΕ ΜΑΖΙ ΤΟΥ;
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σας ευχαριστούμε.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.