Ενώ
επιμένει ή μικρή Ζωούλα να παρακαλεί την Παναγία μας να την προσκαλέσει στο μοναχικό
τάγμα, να και το μήνυμα έρχεται μέσω ουρανίου απεσταλμένου. Βλέπει λοιπόν ή
κόρη, σαν προσευχόταν σέ όραμα έναν καβαλάρη με άσπρο άλογο. Πάει μπροστά της και
της λέει «ανέβα επάνω» αμέσως ή μικρή κάθεται στο άλογο. Ξεκινάει ό καβαλάρης,
ή Ζωή όπως είπαμε πίσω του. Προχωράει-προχωράει, για μία στιγμή ή μικρή ρωτά
«έ, που πάμε;» και ό καβαλάρης «θα πάμε κάπου και θα σέ αφήσω εκεί». Τέλος
φθάσανε και σταμάτησαν κάπου. Της λέει ό καβαλάρης «κατέβα κάτω». Κατεβαίνει ή
μικρή, τόπος τελείως άγνωστος. Όμως από ότι είδε γύρω-γύρω κατάλαβε ότι είναι
μοναστήρι. Της λέει εν συνεχεία ό άγνωστος «έδώ πού σέ έφερα, θα μείνεις 30
χρόνια και μετά θα ξανάρθω να σέ πάω άλλου». Αυτά ήταν τα τελευταία λόγια του
άγνωστου καβαλάρη και χάθηκε. Αμέσως μετά συνήλθε ή Ζωή και είδε ότι βρισκόταν και
πάλι στον τόπον όπου την ανέβασε στο άλογο. Αμέσως τότε άρχισε να κλαίει και
συγκινημένη να ψελλίζει στην Παναγία «Παναγία μου, Παναγία μου, ποιος να ήταν
αυτός ό καβαλάρης;» και πάλιν συλλογιζόταν και έλεγε- «πάντως Παναγία μου,
Άγιος ήταν, μα ποιος όμως Άγιος! Ό άη Γιώργης! Όχι, αυτόν τον ξέρω από την
εικόνα του, είναι νέος, είναι γλυκύς, το άλογο του δεν είναι άσπρο. Ό άη
Δημήτρης! Όχι δεν μοιάζει». Ποιός-ποιός, τίποτε. Και πάλι μονολογούσε: «άντρας
μεγάλος, το άλογο άσπρο. Και ό τόπος πάλι, που με πήγε; Ποιος να είσαι, Άγιε
μου, και που με πήγες;» Αυτά και άλλα έλεγε ή Ζωή, όμως προς ώραν ή απορία
έμεινε απορία.
ΙΕΡΑ
ΜΟΝΗ ΑΓΙΑΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ ΛΥΝΕΤΑΙ ΗΜΙΣΗ ΑΠΟΡΙΑ.
Συνεχίζοντας
την διήγηση ή γερόντισσα Ευφημία λέγει: όταν έγινε ή Ζωή 21 χρονών, ήρθε στο
χωριό μου Ροδολίβος. Εκεί κοντά στο χωριό, είναι ένα μοναστηράκι αφιερωμένο στην
Αγία Παρασκευή. Σκεφθήκαμε με τα αδέλφια μου να κάνουμε μία μικρή εκδρομή στο
μοναστήρι, να ευχαριστήσουμε και την ξαδερφούλα. Όμως αυτό δεν ήταν καθόλου
τυχαίο, ήταν έργο της Θείας Πρόνοιας. Φθάσαμε στο μοναστήρι. Μόλις όμως
πλησιάσαμε, προσέξαμε ότι ή Ζωούλα
ξαφνιάστηκε. Κοιτούσε δεξιά-αριστερά και έλεγε μέσα της «βρε, σαν κάτι πολύ
γνωστό μου εδώ το μέρος». Μόλις μπήκαμε μέσα στο μοναστήρι, ε, τότε χοροπήδηξε από
χαρά. Και όμως συγκρατήθηκε να το φανερώσει, λέγοντας μέσα της χαρούμενα
«επιτέλους, αυτός είναι ό τόπος, έδώ με έφερε εκείνος ό άγνωστος, να έδώ
ακριβώς, έτσι τα είδα. Δόξα τω Θεώ, έδώ μου είπε να μείνω, έδώ θα έλθω». Έτσι
λοιπόν λύθηκε ή πρώτη μεγάλη απορία.
Έτσι
λοιπόν, δεν αργεί να αναχωρήσει κρυφά για το μοναστήρι της Αγίας Παρασκευής.
Τρέχει κατευθείαν μετά σπουδής στην ηγουμένη και την παρακαλεί να την δεχθεί να
γίνει μοναχή. Ή δέ διακριτική εκείνη γερόντισσα της είπε «κάθισε να σέ
δοκιμάσουμε, να σέ γνωρίσουμε και να μάς γνωρίσεις, και εάν ό Θεός θέλει, τότε θα
μείνεις». "Έτσι λοιπόν, με χαρά και συγκίνηση, κάθισε να δοκιμασθεί. Όσον άφορα
όμως το μυστικό της με το όραμα... τσιμουδιά. Αυτό δηλώνει μεγάλη ταπείνωση. Δέ
θέλησε να το διηγηθεί μην τυχόν την πάρουν από καλό και εισπράξει επαίνους.
Η ΖΩΗ ΑΝΑΧΩΡΕΙ ΚΡΥΦΑ ΣΤΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ
Αφού
επιτέλους ανακάλυψε τον τόπο πού της έδειξε εκείνος ό άγνωστος Άγιος, μέσα της πια
άναψε πύρινη φλόγα να γίνει μοναχή. Τίποτα πια δεν την συγκρατούσε. Παρόλον όμως
τον πόθο αλλά και τον νεανικό ενθουσιασμό, σκέφθηκε ώριμα. Προς ώρα, δεν έμεινε
στο μοναστήρι, μην τυχόν προκύψει παρεξήγηση μεταξύ της θείας της και των
γονιών της. Επιστρέφει μεν στο χωριό, αλλά ό νους και ή καρδιά ήταν αιχμάλωτοι για
τον ευλογημένο εκείνο τόπο πού έψαχνε.
ΟΙ
ΓΟΝΕΙΣ ΑΝΑΖΗΤΟΥΝΤΗ ΖΩΗ
Εν
τω μεταξύ στο σπίτι, αλλά και σέ όλο το χωριό έγιναν όλοι ανάστατοι. Πού να
πήγε ή Ζωή. Σέ κακό δρόμο; Αποκλείεται. Για μοναχισμό; Ναι μεν ποτέ δεν είπε
τίποτε, αλλά οπωσδήποτε ψυλλιάστηκαν. Αφού από μόνο του έδειχνε το κορίτσι.
Ειδοποιούν, λέγει ή γερόντισσα Ευφημία πρώτα στο σπίτι μας, τούς απαντάει ή
μητέρα μου ότι δεν είναι εκεί, αλλά ούτε ιδέαν έχει που είναι. Τελικά σκέφθηκαν,
πού άλλου να πήγε, σίγουρα στο μοναστήρι. Δέ χάνουν καιρό, τρέχει ό πατέρας της
μαζί με την αδελφή του Ευαγγελία αμέσως στην Αγία Παρασκευή. Έξω από το
μοναστήρι είχαν ένα μεγάλο κτήμα, όπου φύτευαν διάφορα κηπευτικά προς συντήρηση
της μονής. Εκεί βρισκόταν και ή Ζωή μαζί με τις αδελφές και φύτευαν.
Για μία
στιγμή έρχεται μία αδελφή και της λέει στο αυτί «ήρθε ό πατέρας σου με τη θεία
σου και σέ ψάχνουν». Εκεί στην άκρη του χωραφιού υπήρχε μία μεγάλη βατομουριά,
ψιλή και απλωμένη με πυκνά βάτα, ίσα με ένα σπίτι. Μόλις άκουσε ή Ζωή, δεν
χάνει καιρό, τρέχει και πηδάει μέσα στην μουριά. Όσοι δεν γνωρίζουν, ή
βατομουριά είναι ένας θάμνος γεμάτος αγκάθια, πού μόλις την αγγίξεις, αμέσως
αγκυλώνεις. Και όμως, καθώς έφύλαξεν ό Κύριος τούς τρεις παίδας εν τη καμίνω,
ούτως φύλαξε και την δούλη του Ζωή παντελώς άβλαβη, ώστε ούτε ένα αγκάθι δεν την
άγγιξε. Πλησιάζουν οι δικοί της και ρωτούν τις αδελφές εάν είναι εκεί καμιά
κοπέλα πού λέγεται Ζωή. Οι μοναχές για να την καλύψουν αρνήθηκαν. Και όμως ό
πατέρας ήταν βέβαιος ότι ή Ζωή εξάπαντος εκεί είναι. Γι' αυτό και άρχισαν να ερευνούν
παντού, μέσα-έξω το μοναστήρι. Μόνο τον βάτο δεν υποψιάστηκαν, διότι λογικά
ήταν αδύνατο να κρύβει άνθρωπος σέ εκείνα τα αγκάθια. Γύρισαν τον στάβλο,
τον
κήπο, μέχρι και τα κελιά των μοναχών και τέλος πήγαν στην εκκλησία.
ΤΟ ΠΑΡΑΞΕΝΟ
ΚΛΑΜΑ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ.
Μόλις
μπαίνει ό πατέρας μέσα στην εκκλησία ακούει ένα έντονο, παράξενο κλάμα. Κοιτά
δεξιά-αριστερά, τεντώνει το αυτί. Τελικά ή φωνή έβγαινε μέσα από το Ιερό. «'Ά,
λέει, την ανακάλυψα, αυτή είναι». Όμως εκείνο το κλάμα τον μαλάκωσε και με
τρυφερή φωνή φωνάζει απέξω «έλα Ζωή μου, βγες έξω, μην κλαις. Δεν σου κάνω
τίποτα. 'Αν ήθελες να γίνεις μοναχή γιατί δεν μου το είπες;». Αυτός μιλά, αλλά το
κλάμα γίνεται πιο έντονο. Αποφασίζει να μπει στο Ιερό. Το κλάμα συνεχίζει, αλλά
άνθρωπος πουθενά. Ό μόνος κρυψώνας ήταν κάτω από την Αγία Τράπεζα. Αδίστακτος
σπεύδει, σηκώνει το κάλυμμα. Κανένας. Την ίδια στιγμή, έπαψε το κλάμα. Τότε ό
ευλογημένος εκείνος πατέρας σοφίστηκε και σκέφθηκε «το κλάμα αυτό δεν ήταν της
κόρης μου, σίγουρα ήταν της Αγίας Παρασκευής». Τρέχει συγκλονισμένος και
φοβισμένος στην αδελφή του και της λέγει- «Ευαγγελία πάμε να φύγουμε, ή Αγία Παρασκευή
δεν θέλει να της την πάρουμε». Και εν συνεχεία της διηγήθηκε τί ακριβώς του
συνέβη. Εν τω μεταξύ ή Ζωή δεν εννοούσε να βγει από τον βάτο, μέχρις ότου έμαθε
ότι τελικά ό πατέρας με την θεία φύγανε. Από έδώ συμπεραίνουμε πόσο μεγάλος
ήταν ό ζήλος της μικρής δόκιμης.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΙΩΣΗΦ Μ.Δ. ΜΟΝΑΧΗ ΧΡΙΣΤΟΝΥΜΦΗ. ΜΙΑ ΣΥΓΧΡΟΝΗ
ΜΟΡΦΗ. 1923-2005
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σας ευχαριστούμε.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.