Πέρασα
το απόγευμα στο δωμάτιό μου, διαβάζοντας τις ιστορίες του Ιωάννη Μόσχου για
τους μοναχούς της ερήμου της Ιουδαίας. Όλες μαζί οι ιστορίες του Λειμωνάριου
δίνουν μια λεπτομερή εικόνα μιας από τις πιο περίεργες περιόδους στην ιστορία
της περιοχής. Για διακόσια χρόνια περίπου στις ερήμους των Αγίων Τόπων συνωστίζονταν
όχι μόνο εκατόν πενήντα μοναστήρια που λειτουργούσαν κανονικά αλλά και
αναρίθμητοι ερημίτες που κατοικούσαν σε σπηλιές καθώς και τεράστια κοπάδια από
«βοσκούς» — νομάδες μοναχούς, που, σύμφωνα με τον Ιωάννη Μόσχο, «τριγυρνούν
στην έρημο σαν άγρια ζώα• πετούν γύρω απ’ τους λόφους σαν πουλιά- ψάχνουν για
την τροφή τους σαν κατσίκια. Το καθημερινό τους πρόγραμμα είναι άκαμπτο, πάντα
προβλέψιμο, γιατί τρέφονται με ρίζες, τα φυσικά προϊόντα της γης».
Σήμερα
μοιάζει ανεξήγητο πώς τόσοι πολλοί άνθρωποι -πολλοί από αυτούς εξαιρετικά
μορφωμένοι- απ’ όλα τα μέρη του πολιτισμένου βυζαντινού κόσμου ήταν
διατεθειμένοι να εγκαταλείψουν τα πάντα και να ταξιδέψουν χιλιάδες μίλια για να
ζήσουν μια ζωή υπερβολικά σκληρή, στις δύσκολες συνθήκες της ερήμου• κι όμως,
στο βυζαντινό νου τίποτε δεν φαινόταν πιο λογικό.
Σε κάποια από τις ιστορίες
του Μόσχου ένας ξένος επισκέπτεται το διάσημο άγιο άντρα άμπα Ολύμπιο στο
μοναστήρι του, μες στη ζέστη και την υγρασία της κοιλάδας του Ιορδάνη. «Πώς
μπορείτε να ζείτε σ’ αυτόν τον τόπο που φλέγεται απ’ τη ζέστη κι έχει τόσα πολλά
ζωύφια;» ρωτάει. Ο άγιος άντρας δίνει μια απλή απάντηση: «Ανέχομαι τα ζωύφια
για να γλιτώσω από εκείνο που οι γραφές αποκαλούν “το σκουλήκι που δεν κοιμάται”.
Έτσι ανέχομαι και τη ζέστη, φοβούμενος την αιώνια φωτιά. Το ένα είναι
προσωρινό, το άλλο όμως δεν έχει τέλος».
Υπήρχε
όμως και κάτι άλλο. Μπορεί ο Μόσχος να μην υποτιμά τις δυσκολίες που
αντιμετώπιζαν οι πατέρες της ερήμου, ξέρει όμως ότι στη ζωή τους υπήρχαν και
χαρές.
Μάλιστα, στα γραπτά του διατυπώνει την πεποίθηση ότι ζώντας με απόλυτη
απλότητα και αγιότητα, οι μοναχοί επέστρεφαν στις συνθήκες που επικρατούσαν
στον Κήπο της Εδέμ, σε αρμονία τόσο με το φυσικό κόσμο, όσο και με το Δημιουργό
του. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τους «βοσκούς», που έτρωγαν σαν τον Αδάμ χωρίς
να φυτεύουν και υποτίθεται ότι είχαν τα άγρια ζώα κάτω απ’ τις διαταγές τους.
«Με τον Χριστό», έγραφε ο πρώιμος χριστιανός περιηγητής Σουλπίκιος Σεβήρος,
«κάθε άγριο κτήνος γίνεται σοφό και κάθε βάρβαρο πλάσμα ευγενικό». Η στενή
σχέση ανάμεσα στα κτήνη και τους αγίους δεν ήταν καινούργιο θέμα στη μοναστική
φιλολογία. 0 πρώιμος κοπτικός Βίος του Αγίου Παχωμίου, για παράδειγμα,
περιγράφει πώς ο άγιος καλούσε κροκόδειλους για να τον περάσουν στην απέναντι
όχθη του Νείλου, με τον ίδιο περίπου τρόπο που σήμερα κάποιος θα έπαιρνε ταξί
από την πιάτσα. Εξάλλου, ο Παράδεισος πατέρων, ένα από τα λογοτεχνικά πρότυπα
του Μόσχου, περιέχει διάφορες ανάλογες ιστορίες.
«Υπήρχε
ένας γέρος που ζούσε πλάι στον Ιορδάνη σαν ασκητής. Μια μέρα μπήκε σε μια
σπηλιά για να γλιτώσει απ’ τη ζέστη, κι εκεί βρήκε ένα λιοντάρι που άρχισε να
του τρίζει τα δόντια και να βγάζει βρυχηθμούς. Τότε ο γέρος τού είπε: “Γιατί
ταράζεσαι;
Εδώ υπάρχει χώρος και για μένα και για σένα. Αν δεν μπορείς να με
ανεχθείς, σήκω και φύγε!”• και το λιοντάρι αντί να του επιτεθεί, βγήκε έξω».
Ο
Μόσχος θίγει για πρώτη φορά αυτό το θέμα στην ιστορία που διηγείται ο άμπα
Αγαθόνικος, ηγούμενος του Καστελιού, αδερφός κάποτε στο μοναστήρι του Μαρ
Σάμπα, ερείπιο τώρα, πέντε μίλια πιο κάτω, στην Κοιλάδα των Κέδρων.
«Μια
μέρα», λέει ο άμπα Αγαθόνικος στο Μόσχο, «κατέβηκα στη Ρουβά να επισκεφτώ τον
άμπα Ποιμένα το βοσκό. Όταν τον βρήκα, του είπα τους λογισμούς που με βασάνιζαν.
Όταν έπεσε η νύχτα, με άφησε σε μια σπηλιά. Ήταν χειμώνας κι εκείνη τη νύχτα
έκανε πραγματικά πολύ κρύο έτρεμα απ’ το κρύο. Την αυγή ο γέροντας επέστρεψε
και μου είπε: “Τι συμβαίνει παιδί μου; Δεν αισθάνθηκα το κρύο”. Έμεινα άφωνος,
γιατί ήταν γυμνός. Ζήτησα απ’ την αγιότητα του να μου πει πώς και δεν ένιωσε το
κρύο. Είπε: Ένα λιοντάρι ήρθε και ξάπλωσε δίπλα μου- αυτό με ζέσταινε
Όμως,
ο πιο αξιομνημόνευτη ιστορία με θέμα τους στενούς δεσμούς που συνέδεαν τους
μοναχούς με τα άγρια θηρία στην έρημο -μια κατάσταση που φέρνει στο νου εικόνες
απ’ την Εδέμ- είναι ίσως η φημισμένη ιστορία του Μόσχου για τον Άγιο Γεράσιμο και
το λιοντάρι. Αιώνες αργότερα στη Δύση με την ιστορία αυτήν μπολιάστηκε κατά λάθος
ο βίος του Αγίου Ιερώνυμου, προφανώς εξαιτίας της άγνοιας των λατινόφωνων
προσκυνητών. Στην ανατολική Εκκλησία, αντιθέτως, η ιστορία σωστά εξακολουθεί να
αποδίδεται στον Άγιο Γεράσιμο, και παραμένει μια απ’ τις δημοφιλέστερες
ιστορίες για τους ορθόδοξους αγίους. Εκτός αυτού, είναι μια απ’ τις ελάχιστες
ιστορίες του Μόσχου που εντάχθηκαν στο ρεπερτόριο της βυζαντινής τέχνης και κάποιες
φορές είναι η τοιχογραφία που κοσμεί τους τοίχους ορθόδοξων μοναστηριών. Στον
Άθω, για παράδειγμα, είδα αρκετές σκηνές της ιστορίας ζωγραφισμένες στο πρόπυλο
της Μονής Ξενοφώντος. Η ιστορία εκτυλίσσεται στο μοναστήρι του Αγίου Γεράσιμου,
«περίπου ένα μίλι από τον άγιο Ιορδάνη».
«Όταν
[ο Σωφρόνιος κι εγώ] επισκεφθήκαμε το μοναστήρι», γράφει ο Μόσχος, «οι εκεί
αδερφοί μάς είπαν ότι μια μέρα ο Άγιος Γεράσιμος περπατούσε στις όχθες του αγίου
Ιορδάνη, όταν συνάντησε ένα λιοντάρι που έβγαζε δυνατούς βρυχηθμούς, γιατί
πονούσε το πόδι του. Μια καλαμένια ακίδα είχε μπηχτεί βαθιά μέσα του,
προκαλώντας φλεγμονή.
Όταν το λιοντάρι είδε το γέροντα, τον πλησίασε και του
έδειξε το πόδι του, κλαυθμυρίζοντας και παρακαλώντας τον να το θεραπεύσει. Όταν
ο γέροντας είδε πόσο υπέφερε το λιοντάρι, κάθισε κάτω, έπιασε το πόδι του, το
έσκισε και αφαίρεσε την ακίδα και αρκετό απ’ το πύο. Καθάρισε καλά την πληγή,
την έδεσε και άφησε το λιοντάρι να φύγει. Όμως το θεραπευμένο λιοντάρι δεν
άφηνε το γέροντα. Τον ακολουθούσε παντού σαν μαθητής. Ο γέροντας θαύμασε την ευγενική
καρδιά του λιονταριού και από τότε άρχισε να το ταΐζει με ψωμί και βραστά
λαχανικά.
Η
λαύρα, πάλι, είχε ένα γάιδαρο που κουβαλούσε νερό για τις ανάγκες των γερόντων,
που πίνουν το νερό του αγίου Ιορδάνη, ο οποίος απέχει ένα μίλι από το μοναστήρι.
Οι πατέρες είχαν τη συνήθεια να δίνουν το γάιδαρο στο λιοντάρι, για να τον
βόσκει στις όχθες του αγίου Ιορδάνη. Μια μέρα, καθώς τον έβοσκε το λιοντάρι, ο
γάιδαρος απομακρύνθηκε αρκετά από το φύλακά του. Κάποιοι καμηλιέρηδες που
έρχονταν απ’ την Αραβία βρήκαν το γάιδαρο και τον πήραν στην πατρίδα τους.
Έχοντας χάσει το γαϊδούρι, το λιοντάρι γύρισε πίσω στη λαύρα και πλησίασε τον
άμπα Γεράσιμο, σκυθρωπό και κατσουφιασμένο. Ο αβάς νόμισε ότι το λιοντάρι είχε
κατασπαράξει το γάιδαρο. Του είπε: “Πού είναι ο γάιδαρος;” Το θηρίο έστεκε
σιωπηλό, σχεδόν σαν άνθρωπος. Ο γέροντας του είπε: “Το έφαγες; Από δω και μπρος
[για τιμωρία] θα εκτελείς τα ίδια καθήκοντα που εκτελούσε ο γάιδαρος”. Από τότε,
με εντολή του γέροντα, το λιοντάρι κουβαλούσε σαμάρι φορτωμένο με τέσσερις
στάμνες και έφερνε νερό.
»[Μετά
από πολλούς μήνες] ο καμηλιέρης που είχε πάρει το γάιδαρο επέστρεψε στην Αγία
Πόλη, έχοντας μαζί του το ζώο, που το είχε φορτώσει στάρι με σκοπό να το πουλήσει.
Μόλις διέσχισε τον άγιο Ιορδάνη, ήρθε πρόσωπο με πρόσωπο με το λιοντάρι. Βλέποντας
το θηρίο, άφησε τις καμήλες και το έβαλε στα πόδια. Αναγνωρίζοντας το γάιδαρο,
το λιοντάρι έτρεξε προς το μέρος του, δάγκωσε το καπίστρι του με το στόμα, όπως
το είχαν εκπαιδεύσει να κάνει, κι έσυρε όχι μόνο το γάιδαρο, αλλά και τις τρεις
καμήλες. Έφερε όλα τα ζώα στο γέροντα, βγάζοντας χαρούμενους βρυχηθμούς. Τότε ο
γέροντας κατάλαβε ότι άδικα είχε κατηγορήσει το λιοντάρι. Το λιοντάρι πήρε το
όνομα Ιορδάνης και έζησε στη λαύρα πέντε χρόνια, χωρίς να αποχωριστεί ποτέ το
γέροντα.
»Όταν
ο αβάς Γεράσιμος αποδήμησε εις Κύριον και θάφτηκε από τους πατέρες, χάρη στη
Θεία Πρόνοια το λιοντάρι δεν βρισκόταν στη λαύρα. Λίγο αργότερα επέστρεψε και
αναζητούσε το γέροντα, βγάζοντας δυνατούς βρυχηθμούς. Όταν το είδαν ο αβάς Σαββάτιος
και οι άλλοι πατέρες, χάιδεψαν τη χαίτη του και του είπαν: “Ο γέροντας μας
άφησε και πήγε στον Κύριο”, αλλά ούτε τότε κατάφεραν να το κάνουν να πάψει το
κλάμα και το θρήνο του. Τότε ο αβάς Σαββάτιος του είπε: “Αφού δεν μας
πιστεύεις, έλα μαζί μου και θα σου δείξω πού αναπαύεται ο Γεράσιμος”. Πήρε το
λιοντάρι και το οδήγησε εκεί που είχαν θάψει το γέροντα, μισό μίλι από την
εκκλησία. Ο αβάς Σαββάτιος είπε στο λιοντάρι: “Να, εδώ βρίσκεται ο φίλος μας”
και γονάτισε. Μόλις το λιοντάρι είδε τη μετάνοια, άρχισε να χτυπάει το κεφάλι
του στη γη και να βρυχάται. Αμέσως [κύλησε στο έδαφος] και πέθανε εκεί, πάνω
στον τάφο του γέροντα».
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΟΥΙΛΙΑΜ ΝΤΑΛΡΙΜΠΛ. ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σας ευχαριστούμε.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.