Χριστιανοί
μου! Σκεφτείτε κι αποφασίστε. Πώς θα γιατρέψετε τις πληγές σας, πώς θ’ αποκτήσετε
την τελειότητα της ταπεινοφροσύνης και της υποταγής στο θέλημα του Θεού, όταν
αυτά τα δύο υπέροχα αδέλφια δεν κατόρθωσαν να το επιτύχουν μετά από τρία χρόνια
πού έζησαν κοντά στον Κύριο, σε αδιάσπαστη προσωπική επαφή μαζί Του; Αυτό το
κατόρθωσαν αργότερα, τότε πού το Πνεύμα του Θεού κατέβηκε εν ειδει πυρίνων
γλωσσών στις καρδιές τους και τούς «κατέκαυσε» με το πυρ της αγάπης για το
Χριστό. Τότε δεν εκλιπάρησαν για δόξα χωρίς πάθη, αλλά με συστολή για την
προηγούμενη ματαιοδοξία τους συμμετείχαν θεληματικά στα πάθη του Κυρίου τους και
σταύρωσαν τις καρδιές τους στο Σταυρό του Φίλου τους.
Άς
ακούσουμε όμως την απάντηση πού έδωσε ό Κύριος στο αίτημα των δύο μαθητών: «Ό
δέ Ιησούς είπεν αυτοίς ουκ οιδατε τί αιτείσθε. δύνασθε πιείν το ποτηριού ό εγώ
πίνω, και το βάπτισμα ό εγώ βαπτίζομαι βαπτισθήναι; οι δέ είπον αύτώ' δυνάμεθα.
ό δέ Ιησούς είπεν αύτοίς' το μεν ποτήριον ό εγώ πίνω πίεσθε, και το βάπτισμα ο
εγώ βαπτίζομαι βαπτισθήσεσθε το δέ
καθίσαι εκ δεξιών μου και εξ εύωνόμων ουκ εστίν εμόν δούναι, άλλ οίς
ήτοίμασται» (Μάρκ. ι'38-40).
Πόσο
ευγενικός και πόσο ταπεινός είναι ό Κύριος! Οποιοσδήποτε θνητός δάσκαλος θα
είχε εξοργιστεί με τέτοιους μαθητές, θα τούς διαπόμπευε: «Φύγετε μακριά από
μένα. Δεν είστε άξιοι να διδάσκεστε πνευματικά θέματα! Σάς διδάσκω και σάς εξηγώ
για τρία συνεχή χρόνια και σεις μιλάτε ακόμα σα να μην καταλάβατε τίποτα!» Ό
Κύριος όμως τούς μίλησε καθαρά, μα ευγενικά και ταπεινά. «Δεν ξέρετε τί
ζητάτε», τούς είπε.
Οι
σκέψεις σας για Μένα είναι κοσμικές, όχι πνευματικές. Δέ ζητάτε τη δόξα του Θεού,
μα τη δική σας. Δεν έχετε συνειδητοποιήσει ακόμα ποιός είμαι και ποιά είναι ή
βασιλεία Μου. Με βλέπετε ακόμα σαν Μεσσία του ισραηλίτικου λαού, τη βασιλεία
Μου ως βασιλεία του Ισραήλ. Μα Εγώ είμαι Μεσσίας όλων των εθνών, Σωτήρας ζώντων
και νεκρών, βασιλιάς της αόρατης Βασιλείας, όπου όλα τα έθνη κι όλοι οι λαοί θα
είναι σαν ένας.
Οι αναρίθμητοι άγγελοι χαίρονται κι αγάλλονται και ονομάζονται
υπηρέτες της βασιλείας αυτής. Όποιος είναι έσχατος εδώ, στη Βασιλεία Μου θα
είναι πρώτος και ενδοξότερος από τον πιο ένδοξο των βασιλιάδων αυτού του
κόσμου. Γι’ αυτό δεν ξέρετε τί ζητάτε. Αν γνωρίζατε τη βασιλεία Μου, δέ θα
σκεφτόσασταν καθόλου τί θέση θα παίρνατε σ’ αυτήν. Το μόνο πού θ’ αναζητούσατε,
θα ήταν ό δρόμος πού οδηγεί σ’ αυτήν. Κι αυτός είναι ό δρόμος των παθών και του
πόνου, για τα οποία σάς μιλάω κάθε φορά πού σάς κάνω λόγο για τη βασιλεία Μου. Αυτό
πού σάς ζητάω επομένως είναι πιο σπουδαίο και πιο χρήσιμο από τις δικές σας
μάταιες επιδιώξεις κι επιθυμίες:
Δύνασθε πιείν το ποτήριον ό εγώ πίνω, και το βάπτισμα
ό εγώ βαπτίζομαι βαπτισθηναι;
Ό
Κύριος εδώ μιλάει για το ποτήριο του θανάτου Του και το βάπτισμα του Αίματός
Του, για το μαρτυρικό Του θάνατο δηλαδή. Αυτό είναι το τρίτο βάπτισμα. Το πρώτο
βάπτισμα ήταν του Ιωάννη, με νερό- το δεύτερο είναι του Χριστού, εν ύδατι και
Πνεύματι- κι είναι μερικοί πού δέχτηκαν και το τρίτο βάπτισμα, πού είναι του
αίματος, το μαρτυρικό στεφάνι.
Αναμφισβήτητα
το βάπτισμα του αίματος συνδέεται με τη μέγιστη θυσία, αλλά και με τη μέγιστη
δόξα. Οι απόστολοι του Χριστού θα βαπτίζονταν μ’ αυτό το βάπτισμα. Γι’ αυτό κι
ό Κύριος αφιέρωσε τόσο χρόνο σ’ αυτό το στάδιο, ώστε να τούς προετοιμάσει για το
μελλοντικό μαρτύριό τους. Δεν υπάρχει πιο ολέθριο και ψυχοφθόρο πράγμα από το να
υποχωρήσει κανείς στα βάσανα και ν’ αρνηθεί το Χριστό. Ό Ιούδας, με το πού είδε
πώς πλησίαζε ή ταπείνωση και το πάθος του Διδασκάλου Του, τον αρνήθηκε και
χάθηκε για πάντα. Ήταν ένας απ’ αυτούς πού περίμεναν μάταια να δουν το Χριστό
βασιλιά στην 'Ιερουσαλήμ, να συμμετάσχουν στη δόξα Του. Όταν όμως διαπίστωσε
πώς αντί για βασιλικό στέμμα ό Χριστός θα φορούσε ακάνθινο στεφάνι, υποχώρησε.
Συμμάχησε μ’ εκείνους πού εμφανίστηκαν πιο πλούσιοι και πιο δοξασμένοι από τον
Σωτήρα σ’ αυτόν τον κόσμο.
Ό
Ιάκωβος κι ό Ιωάννης απάντησαν στην ερώτηση του Χριστού χωρίς δισταγμό: Δυνάμεθα.
Ή απάντηση αυτή δείχνει οπωσδήποτε τη μεγάλη τους Αγάπη για τον Κύριο. Είναι
ξεκάθαρο πώς ή φοβερή ερώτηση του Χριστού για το ποτήριο και το βάπτισμα έκανε
μεγάλη εντύπωση στα δύο αδέλφια.
Ήταν όπως το πικρό φάρμακο σ’ έναν
άρρωστο. Σύντομα συνήλθαν, κατάλαβαν το σφάλμα τους, ντράπηκαν πού σκέφτηκαν τη
δόξα, τη στιγμή πού έπρεπε να τούς απασχολεί το πάθος. Ό Κύριος όμως είναι απαράμιλλος
στην ικανότητα να οδηγεί την ψυχή του ανθρώπου. Σέ μια στιγμή άλλαξε τον
προσανατολισμό τους στο ακριβώς αντίθετο από την επιθυμία της δόξας, σε
ετοιμότητα για το μαρτύριο και το θάνατο.
Πόσο
Όμορφη, πόσο υπέροχη είναι ή διδαχή αυτή για όλους εμάς τούς χριστιανούς! Όταν
φανταζόμαστε τον εαυτό μας στην αθάνατη βασιλεία του Χριστού και περιπλανιόμαστε
μέσα σ’ αυτήν, αναζητώντας τη θέση μας, ό Κύριος μάς θέτει το ίδιο ερώτημα πού έθεσε
στους γιούς του Ζεβεδαίου: Μπορείτε να πιείτε το ποτήριό Μου και να λάβετε το
δικό Μου βάπτισμα; Μάς οδηγεί πάντα σέ μια σοβαρή θεώρηση και σκέψη, Όχι της ουράνιας
πόλης, όπου δεν φτάσαμε ακόμα, αλλά του δρόμου πού οδηγεί σ’ αυτήν και πού δεν
κατορθώσαμε ακόμα να βαδίσουμε.
Πρώτα πρέπει να υπομείνουμε το πάθος κι έπειτα θα
φτάσουμε στη δόξα. Τα όνειρά μας για δόξα είναι μάταια αν το πάθος μάς βρει
απροετοίμαστους κι αρνηθούμε το Χριστό. Και τότε αντί για δόξα θα μάς περιμένει
ντροπή, αντί για ζωή αιώνιος όλεθρος. Ευλογημένοι είναι εκείνοι ανάμεσα μας
πού, στην ερώτηση του Κυρίου κατά πόσο μπορούν να πιουν το ποτήριο του πάθους
Του, είναι έτοιμοι ν’ απαντήσουν κάθε στιγμή: Δυνάμεθα. Ναι, Κύριε, μπορούμε. Το
ποιος όμως θα καθίσει δεξιά Του και ποιός αριστερά Του, δεν έχει αξία να το
γνωρίζουμε.
Ό Κύριος απάντησε ταπεινά: Ουκ εστιν έμόν δούναι. Μόνο μετά την Ανάσταση
και την Ανάληψή Του θα γίνει, ως Θεός, Κριτής ζώντων και νεκρών. Τώρα φοράει
ακόμα σάρκα, είναι θνητός, δεν ήρθε ή ώρα Του να δοξαστεί, κατέχει ακόμα την
έσχατη θέση του δούλου ολόκληρου του κόσμου.
Και τη στιγμή πού φτάνει στη
μεγαλύτερη δοκιμασία της ταπείνωσης και της τελείωσης της υποταγής Του στο
θέλημα του Πατέρα Του, πριν από τα φριχτά πάθη και τις ταπεινώσεις Του, δέ θ’
αποφασίσει για τις θέσεις και τις τιμές στη μέλλουσα βασιλεία Του. Σαν άνθρωπος
δέ θα σφετεριστεί εκείνα πού θα έχει ως Θεός. Μόνο αφού πιει το πικρό ποτήριο και
βαπτιστεί με το αίμα Του, κατά τη σταύρωση, θα τολμήσει να υποσχεθεί παράδεισο στον
μετανιωμένο ληστή.
Ήθελε με τη συμπεριφορά Του αυτή να διδάξει στους ανθρώπους την
ταπείνωση, μόνο την ταπείνωση, χωρίς την οποία ολόκληρο το οικοδόμημα της σωτηρίας
θα χτιζόταν χωρίς θεμέλιο. Το σχόλιο του Χριστού ουκ εστίν εμόν δούναι, δεν
πρέπει σέ καμιά περίπτωση να ερμηνευτεί πώς ό Υιός του Θεού είναι λιγότερο Θεός
από τον Πατέρα στην ουράνια βασιλεία, όπως το ερμήνευσαν κάποιοι αιρετικοί.
Εκείνος πού είπε, «εγώ και ό πατήρ εν έσμεν» (Ίωάν. ι'30), δέ θα μπορούσε ν’ αρνηθεί
τον Εαυτό Του. Τα λόγια ουκ εστίν έμόν δούναι μπορούν να κατανοηθούν σωστά μόνο
όταν τα ερμηνεύσουμε με πρόσκαιρους, όχι με αιώνιους όρους. Με όρους πού αφορούν
τη ζωή του Χριστού εν χρόνω, στην ταπεινή κατάσταση πού ζούσε σωματικά ως
άνθρωπος.
Λίγο
προτού υποστεί τις μεγάλες Του ταπεινώσεις ό Κύριος Ιησούς, με την ελεύθερη
βούλησή Του και για την ωφέλεια και τη σωτηρία μας, δέ θα διεκδικούσε όλα τα
δικαιώματα και τη δύναμη πού θα ’ταν δικά Του μετά την ένδοξη Ανάστασή Του.
Μόνο αφού αναστήθηκε και δοξάστηκε σωματικά, όταν νίκησε το σατανά, τον κόσμο και
το θάνατο, δήλωσε στους μαθητές Του ό Κύριος: «Έδόθη μοι πάσα εξουσία εν ούρανώ
και επί γης» (Ματθ. κη'18).
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙΡΟΣ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΒΕΛΙΜΙΡΟΒΙΤΣ ΠΕΤΡΟΣ ΜΠΟΤΣΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σας ευχαριστούμε.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.