Κάποια
στιγμή, μετά από μια διαδρομή τεσσάρων μιλίων, βρέθηκα μπροστά σε μια προχειροφτιαγμένη
πινακίδα πάνω στην οποία κάποιος είχε σχεδιάσει άγαρμπα ένα βέλος και είχε
γράψει στα γαλλικά: ΗΣΥΧΙΑ! ΠΡΟΣΕΥΧΗ! Άφησα το χωματόδρομο για να βαδίσω προς
την κατεύθυνση που υποδείκνυε το βέλος και ακολούθησα ένα μονοπατάκι που
έστριβε προς τα δεξιά, μέσα από μια λόχμη πνιγμένη στα έλατα και τις λεύκες.
Εκεί, μόλις εκατό μέτρα πέρα απ’ το χωματόδρομο, στη σκιά μιας μεγάλης συκιάς,
ορθωνόταν το παλιό μαρωνίτικο πατριαρχείο. Ένα τμήμα του ήταν χτισμένο μες στο
βράχο και ήταν περικυκλωμένο από διάσπαρτα ταπεινά χτίσματα, μια σειρά από
κελιά, μια εκκλησία, μερικά εργαστήρια, κουζίνα κι ένα καμπαναριό. Όπως και όλα
στην κοιλάδα, ήταν αμπαρωμένο, σιωπηλό και παράξενα μακάβριο. Το μοναδικό
σημάδι ζωής ήταν η μοναχική, υπερμεγέθης σαύρα που, καθώς ανέβαινα τα σκαλιά
που οδηγούσαν στα κελιά, τρύπωσε γρήγορα σε μια ρωγμή του τοίχου.
Ώστε
αυτή ήταν η κρύα καρδιά του μαρωνίτικου κόσμου ένα μοναστήρι που λέγεται ότι το
θεμελίωσε ο βυζαντινός αυτοκράτορας του τετάρτου αιώνα Θεοδόσιος ο Μέγας, και
που για μια χιλιετία στέγαζε το κρυμμένο πατριαρχείο μιας κυνηγημένης (και στα
μάτια των Βυζαντινών αιρετικής) εκκλησίας. Απρόσιτη, όπως άρμοζε σε μια
εκκλησία χτισμένη αμυντικά, η απομόνωση του Κανουμπίν κατέληξε να αποτελεί
τροχοπέδη, καθώς η δύναμη των Μαρωνιτών ενισχύθηκε στη διάρκεια του δεκάτου ογδόου
αιώνα, για να αναγκαστεί τελικά το 1820 να παραχωρήσει τα πρωτεία στο μοναστήρι
του Μπκέρκε, στους λόφους πάνω από τη Βηρυτό. Αν και για τους Μαρωνίτες
εξακολουθεί ν’ αποτελεί τόπο ιερό, κανείς δεν έρχεται πια εδώ πάνω και οι
πόρτες είναι όλες κλειστές και αμπαρωμένες, ίσως για να εμποδίσουν κάποιον απ’
τους πολλούς εχθρούς των Μαρωνιτών να βεβηλώσει τα αγιότερα των κειμηλίων τους.
Απογοητευμένος
που μετά από τόσο δρόμο τα έβρισκα όλα κλειστά, βάλθηκα να χτυπάω εκνευρισμένος
τις διάφορες πόρτες του κτιριακού συγκροτήματος. Τη στιγμή που ήμουν έτοιμος να
τα παρατήσω, πρόσεξα ότι έξω από ένα εκκλησάκι υπήρχε μια στενή σκάλα και
διαπίστωσα ότι από το ψηλότερο σκαλοπάτι μπορούσα να φτάσω ένα παράθυρο, τα
παντζούρια του οποίου είχαν απομείνει ανοιχτά. Τεντώθηκα προς τα πάνω και πιασμένος
απ’ το περβάζι του παραθύρου κοίταξα μέσα, στο αφώτιστο εσωτερικό.
Στο
εσωτερικό επικρατούσε πηχτό σκοτάδι- το λιγοστό, θαμπό φως γλιστρούσε μέσα απ’
το μοναδικό παράθυρο. Καθώς τα μάτια μου προσαρμόζονταν στο σκοτάδι, μπόρεσα να
διακρίνω ένα θολωτό ημιυπόγειο δωμάτιο, στους τοίχους του οποίου ήταν διασκορπισμένα
διάφορα παλιά, μεγάλα εκκλησιαστικά αντικείμενα. Μετά από το μακρύ οδοιπορικό
μου στις απόκρημνες πλαγιές και στην κοιλάδα, αισθανόμουν ότι είχα την υποχρέωση
να γίνω αδιάκριτος. Έτσι, κάνοντας μια προσευχή, πήδηξα κάτω στη μαύρη
σκοτεινιά της κρύπτης.
Τη
βουτιά πέντε μέτρων στο έρεβος διαδέχτηκε μια ανώμαλη προσγείωση στο λασπερό
δάπεδο. Μου πήρε λίγη ώρα μέχρι ν’ αναπνεύσω πάλι κανονικά κι έπειτα άρχισα να
ψάχνω ψηλαφητά στους τοίχους, αλλά διακόπτες δεν υπήρχαν και οι πόρτες δεν
είχαν σύρτες ήταν κλειδωμένες. Δεν μπορούσα να τις ανοίξω κι έτσι έμεινα
παγιδευμένος στο σκοτάδι- ένα σκοτάδι που έγινε ακόμη πιο δραματικό όταν, μ’
ένα τρίξιμο, το ένα από τα δύο παραθυρόφυλλα έκλεισε σπρωγμένο από μια ριπή
ανέμου.
Κι
όμως, σιγά σιγά τα μάτια μου συνήθισαν ακόμη κι εκείνο το αδιαπέραστο σκοτάδι,
και με την αφή κατάφερα να φτάσω ένα αντικείμενο που, όπως αποδείχτηκε, ήταν
ένας μεγάλος μεταλλικός κηροστάτης. Μέσα του, εκεί που άλλοτε τρεμόσβηνε μια
σειρά από αναθηματικά κεριά, ένα στρώμα άμμου ήταν καλυμμένο με λιωμένο κερί.
Δίπλα από τον κηροστάτη υπήρχε ένας σπασμένος λευκός σταυρός και πιο πέρα, στο
κέντρο του δωματίου, ένα χαμηλό ορθογώνιο μπαούλο στηριζόταν πάνω σε τέσσερα
κοντόχοντρα πόδια. Το πλαισίωναν δυο μπρούντζινα κηροπήγια, το καθένα απ’ αυτά
στερεωμένο στην κορφή μιας ξύλινης βέργας. Το μπαούλο είχε ένα γυάλινο σκέπασμα
που το έκανε να μοιάζει με παλιομοδίτικη προθήκη μουσείου, μόνο που ήταν αρκετά
χαμηλότερο. Πλησίασα και διαλύοντας τους αραιούς ιστούς που ’χαν υφάνει οι
αράχνες, κοίταξα μέσα απ’ το τζάμι προσπαθώντας να διακρίνω τι υπήρχε στο
εσωτερικό.
Στη
άκρη της κασέλας ήταν απλωμένα μερικά εκκλησιαστικά ενδύματα κεντημένα με φίνα
δαντέλα, πάνω απ’ τα οποία ήταν τοποθετημένο ένα αστραφτερό χρυσοκέντητο
πετραχήλι. Η δαντέλα ήταν ελαφρώς τσαλακωμένη και πλησιάζοντας το πρόσωπό μου
πιο κοντά στο γυαλί, παρατήρησα ότι στον πάτο προεξείχε κάτι που έμοιαζε με μπαστούνι.
Έπειτα αντιλήφθηκα ότι επρόκειτο για κνημιαίο οστό κι άξαφνα συνειδητοποίησα τι
ήταν αυτό που έβλεπα.
Στην
άλλη άκρη της γυάλινης κάσας, κάτω από ένα αραχνοΰφαντο πέπλο, με κοίταζε το
μουμιοποιημένο πρόσωπο ενός μαρωνίτη πατριάρχη, νεκρού εδώ και πάρα πολλά χρόνια.
Ήταν στεφανωμένος με τη χρυσή του μίτρα
και το αποστεωμένο του πρόσωπο έγερνε ελαφρώς στο πλάι, έτσι ώστε τα
χαρακτηριστικά του ξεχώριζαν χάρη στο λιγοστό φως που έμπαινε απ’ το παράθυρο.
Η επιδερμίδα του είχε την υφή παλιού, σκληρού δέρματος• ήταν στεγνή και ραγισμένη,
σημαδεμένη από μικρά σκισίματα και τρυπούλες• κι όμως όλα του τα χαρακτηριστικά
διατηρούνταν ακόμη σε άριστη κατάσταση, τα ψηλά μήλα, το αριστερό αυτί πατικωμένο
και ζαρωμένο σαν σκεβρωμένη αγκράφα, τα χείλη λεπτά και μισάνοιχτα σ’ έναν
ανατριχιαστικό μορφασμό, που αποκάλυπτε μια γραμμή από λευκά δόντια.
Έπειτα,
από πολύ μακριά, κάπου από το Μπσάρε, έφτασε στ’ αυτιά μου ο ήχος απ’ τις
καμπάνες που καλούσαν στον Εσπερινό. Ο θόρυβος με επανέφερε στην
πραγματικότητα, θυμίζοντάς μου ότι σύντομα θα έπεφτε η νύχτα. Προχώρησα
τρεκλίζοντας μέχρι τον τοίχο και με ανακούφιση ανακάλυψα ότι οι πέτρες είχαν
ραγίσματα και προεξοχές, απ’ όπου μπορούσα να πιαστώ για να σκαρφαλώσω και να
βγω από την κρύπτη.
Δυο λεπτά αργότερα αναδυόμουν με μισόκλειστα μάτια στον έξω
κόσμο. Είχε ήδη αρχίσει να βραδιάζει και υπολόγισα ότι είχα στη διάθεσή μου
λιγότερο από μισή ώρα για να σκαρφαλώσω στα βράχια και να βγω στην κοιλάδα,
πριν σκοτεινιάσει για τα καλά. Σκουπίζοντας στα μπατζάκια του παντελονιού μου
τα χέρια μου, που ήταν γεμάτα ιστούς από αράχνες, πίεσα τον εαυτό μου να μην αρχίσει
να τρέχει, αλλά πολύ γρήγορα βρέθηκα να προχωρώ με βιαστικά, άτσαλα βήματα στο
χιόνι, προς την κατεύθυνση του χωματόδρομου.
Αρχικά
διέσχισα το μονοπάτι κάνοντας τζόγκινγκ, αγωνιώντας να προλάβω ν’ ανέβω την
πλαγιά και να βρεθώ στην κοιλάδα πριν χαθεί το λιγοστό φως της μέρας. Όμως μετά
από ένα τέταρτο είχα ήδη εξαντληθεί κι αποφάσισα να ξαποστάσω στον κορμό ενός
δέντρου, δίπλα απ’ το δρόμο.
Ενώ
καθόμουν εκεί με το σημειωματάριό μου στο χέρι, καταγράφοντας με
ορνιθοσκαλίσματα όσα είχα μόλις δει, πίσω μου ακούστηκε ένα κλαδί να σπάει.
Ξαφνιασμένος, γύρισα και αντίκρισα έναν ηλικιωμένο άντρα με γενειάδα και τραχύ,
σκουρόχρωμο ράσο, που στεκόταν λίγο πιο πέρα και με παρατηρούσε πίσω από μια
συστάδα δέντρων. Για ένα δευτερόλεπτο κοιτούσαμε σιωπηλοί ο ένας τον άλλο κι
έπειτα, με χαμηλή φωνή, είπε: «Ποιος είναι;»
Συστήθηκα
και τον ρώτησα ποιος ήταν.
«Είμαι
ο πατέρας ερημίτης», είπε, για να προσθέσει μετά από μια σύντομη παύση, «Ο
τελευταίος ερημίτης στο Λίβανο. Ίσως ο τελευταίος ερημίτης στην Εγγύς Ανατολή».
Λέγοντάς το, ένα περήφανο χαμόγελο άστραψε στιγμιαία στο πρόσωπό του. «.Κι
εσείς; Είστε χριστιανός; Καθολικός;»
Έγνεψα
καταφατικά και μου έκανε νόημα να πλησιάσω. Κράτησε το χέρι μου και με κοίταξε
ερευνητικά μες στα μάτια. Ήταν γερασμένος κι εύθραυστος, με μακριά δάχτυλα και
κατάλευκο δέρμα, αλλά το πρόσωπό του ήταν απίστευτα ευγενικό.
«Ελάτε»,
είπε και με οδήγησε σ’ ένα στενό ανηφορικό μονοπάτι, μια μικρή στοά ανάμεσα σε
ψηλά δέντρα, σκεπασμένη με βελανίδια και πευκοβελόνες. Έσπρωξε ένα προχειροφτιαγμένο
πορτάκι και με οδήγησε στο ερημητήριό του, μια μικροσκοπική πέτρινη καλύβα,
χτισμένη σαν προέκταση του βράχου, η οποία κατέληγε σε μια μικρή σπηλιά - ένα
παλιό εκκλησάκι. Στη μια πλευρά υπήρχε ένας μικρός, αλλά περιποιημένος
ελαιώνας.
«Αυτά
τα δέντρα τα φύτεψε ο προκάτοχός μου την εποχή των Οθωμανών», είπε ο ερημίτης.
Άνοιξε
την πόρτα της μικρής εκκλησίας και μου υπέδειξε να περάσω στο εσωτερικό. Μέσα
έκανε πολύ κρύο, αλλά οι φλόγες των κεριών τρεμόπαιζαν μπρος στα εικονίσματα
του Ιερού, σκορπώντας αδύναμες αντανακλάσεις.
«Επί
τριάντα πέντε σαράντα χρόνια δεν υπήρχε ούτε ένας ερημίτης», είπε ο γέρος.
«Τώρα είμαι ο μοναδικός».
«Πότε
αρχίσατε;»
«Στο
τέλος Μαΐου του 1982, τη μέρα της Πεντηκοστής. Προηγουμένως ήμουν ηγούμενος της
Μονής του Αγίου Αντωνίου στην Κοσάγια, λίγο πιο κάτω απ’ την κοιλάδα. Ζήτησα
όμως ν’ απαλλαγώ από τα καθήκοντα του ηγουμένου, ώστε να μπορέσω να γίνω
ερημίτης».
«Γιατί;»
«Είναι
κλίση. Το να είσαι ερημίτης είναι το αποκορύφωμα του χριστιανικού βίου. Δεν
μπορεί να το κάνει οποιοσδήποτε. Για μένα ήταν πολύ δύσκολο να αποχωριστώ τους
αδερφούς μου, να κόψω το κρέας, να ζήσω μόνος μου. Το πιο δύσκολο απ’ όλα είναι
η τέλεση της μαρωνίτικης λειτουργίας για τους ερημίτες -της αρχαίας ερημιτικής
λειτουργίας της Αντιόχειας- η οποία ορίζει την ανάγνωση μακροσκελών προσευχών
κάθε μέρα».
«Πόσο
πολλές;»
«Πάνω
από οκτώ ώρες τη μέρα. Ο ερημίτης πρέπει όλη μέρα να απασχολείται με την
προσευχή και την πνευματική ανάγνωση. Σύμφωνα με τον Κανόνα του Αγίου Αντωνίου,
επιτρέπεται να κάνει σύντομα μόνο διαλείμματα, προκειμένου να περιποιηθεί τ’
αμπέλια του, τις ελιές και τα λαχανικά του. Αυτή η ζωή δεν είναι για όλους».
«Με
τον καιρό γίνεται ευκολότερο;»
«Κάθε
μέρα είναι δύσκολη. Το ίδιο ισχύει για όλους τους ερημίτες. Όσο πιο κοντά έρχεσαι
στο Θεό, τόσο πιο άγρια σου επιτίθεται ο εχθρός. Εκείνοι που είναι
ευχαριστημένοι ζώντας μες στην αμαρτία δεν υποφέρουν απ’ τους πειρασμούς του
Σατανά τόσο πολύ, όσο εκείνοι που προσπαθούν να ζουν κοντά στο Θεό. Όταν είσαι
ερημίτης, ο πειρασμός σε ακολουθεί σε όλη σου τη ζωή. Όμως μετά από λίγο καιρό
αισθάνεσαι ότι κάνεις πρόοδο. Νιώθεις ότι βρίσκεσαι πιο κοντά στο Θεό».
Ρώτησα
γιατί ήταν απαραίτητο να εγκαταλείψει το μοναστήρι για να το πετύχει αυτό, ποιο
ήταν το όφελος της απομόνωσης. Αντί για άλλη απάντηση, ο ερημίτης μου έδειξε
μια μικρή εικόνα του Αγίου Αντωνίου που κρεμόταν στον
τοίχο
της εκκλησίας. «Οι πατέρες της ερήμου είχαν ένα ρητό που έλεγε ότι όπως δεν
μπορείς να δεις το πρόσωπό σου σε ταραγμένα νερά, έτσι γίνεται και με την ψυχή•
αν δεν είναι καθαρή από ξένες σκέψεις και περισπασμούς, δεν μπορείς να
αυτοσυγκεντρωθείς για να προσευχηθείς στο Θεό. Φανταστείτε δυο ερωτευμένους. Αν
θέλουν να μιλήσουν για την αγάπη τους, θέλουν να είναι μόνοι τους. Δεν θέλουν
να βρίσκονται μες στο πλήθος».
«Είναι
μια ευτυχισμένη ζωή;»
Ο
γέρος σκέφτηκε λίγο πριν απαντήσει. «Ναι. Είναι ευτυχισμένη, αλλά μόνο επειδή
είναι τόσο δύσκολη. Γι’ αυτό η ικανοποίηση είναι τόσο μεγάλη όταν πετύχεις. Οι
πατέρες της ερήμου είχαν ένα άλλο ρητό. Έλεγαν ότι να είσαι ερημίτης είναι σαν
ν’ ανάβεις μια φωτιά. Στην αρχή καπνίζει και τα μάτια σου τρέχουν, αλλά λίγο
μετά πετυχαίνεις το επιθυμητό αποτέλεσμα μόλις διαλυθεί ο καπνός, έρχεται η
ζέστη και το φως. Έτσι και με τους ερημίτες. Αρχικά εκείνους που επιθυμούν να
πλησιάσουν το Θεό και να ανάψουν μέσα τους τη θεία φλόγα τους περιμένει αγώνας
και πολλή δουλειά. Στην αρχή αισθάνονται μοναξιά και κατάθλιψη. Όμως μετά απ’
αυτό υπάρχει η απερίγραπτη χαρά που σε πλημμυρίζει όταν αισθάνεσαι την παρουσία
του Θεού».
Σταμάτησε
να μιλάει και με κοίταξε. Έπειτα είπε: «Φυσικά, σε κάθε ζωή υπάρχει καπνός,
παρεξηγήσεις, δυσκολίες. Όλοι πρέπει να κουβαλήσουν το σταυρό, όχι ένα σταυρό
φτιαγμένο από ξύλο, αλλά τα καθημερινά προβλήματα. Μερικοί άνθρωποι
υποκρίνονται ότι δεν αντιμετωπίζουν δυσκολίες, αλλά δεν είναι αλήθεια. Όλοι
έχουν τα προβλήματά τους».
Συλλογίστηκα
τα προβλήματα που είχαν αντιλαλήσει σε ολόκληρη αυτήν την κοιλάδα, όπου
κατοικούσε ο ερημίτης, και τον ρώτησα αν ο πόλεμος είχε διαταράξει με οποιονδήποτε
τρόπο τη ζωή του.
«Όχι»,
είπε ο ερημίτης. «Δεν έφτασε εδώ. Αυτή είναι η Κοιλάδα των Αγίων. Έχει την
προστασία του Θεού. Ποτέ δεν ανησύχησα. Παρ’ όλο που οι Χριστιανοί έκαναν πολλά
σφάλματα, δεν φοβήθηκα. Ήξερα ότι ακόμη κι έτσι, είμαστε προστατευμένοι».
«Δεν
ανησυχείτε που τόσοι πολλοί Μαρωνίτες έχουν πια μεταναστεύσει; Που τώρα δεν
αποτελούν παρά μια μειονότητα στο Λίβανο;»
«Θα
γυρίσουν και οι άλλοι, ελπίζω. Όμως αυτά έχουν σχέση με την πολιτική. Δεν είναι
ο δικός μου κόσμος. Ότι κι αν συμβεί, εγώ θα μείνω εδώ. Είμαι δεσμώτης του
Θεού. Δεν μπορώ ν’ αφήσω αυτόν τον τόπο».
Ανησυχώντας
για το φως της μέρας που όσο πήγαινε λιγόστευε, αποχαιρέτησα τον ερημίτη και
κατηφόρισα με προσεκτικά βήματα το μονοπάτι που κατέληγε στο χωματόδρομο.
Περπατούσα με το σκοτάδι να πυκνώνει γύρω μου, μέχρι που διέκρινα ένα ζευγάρι
προβολείς να κατευθύνονται αργά προς το μέρος μου. Ήταν ο Νούρι, που φοβόταν
ότι είχα χαθεί. Μόνο αφού είχα μπει στο αυτοκίνητο κι αφού είχαμε πάρει το
δρόμο της επιστροφής για το Μπσάρε, συνειδητοποίησα ότι δεν είχα μάθει το όνομα
του ερημίτη.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗΝ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ. ΟΥΙΛΙΑΜ ΝΤΑΛΡΙΜΠΛ.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΩΚΕΑΝΙΔΑ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σας ευχαριστούμε.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.