24 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1994.
…..Ο
οδηγός πάρκαρε το αυτοκίνητο μπροστά από το θυρωρείο κι εγώ τράβηξα το σκοινί
της καμπάνας. Ακούστηκε ένα αδύναμο καμπάνισμα, αλλά κανείς δεν εμφανίστηκε.
Χτύπησα την καμπάνα για δεύτερη φορά και πριν περάσει πολλή ώρα, πάνω απ’ τον
τοίχο ξεχώρισε η καλύπτρα μιας καλογριάς, που μας κοίταζε καχύποπτα και ρώτησε
στα ελληνικά τι θέλαμε. Εξήγησα για ποιο λόγο είχα έρθει. Λίγα λεπτά αργότερα
ακούστηκε το κροτάλισμα από τους σύρτες που τραβιούνταν και η τεράστια μαύρη
πύλη άνοιξε διάπλατα.
Στο
βάθος του περιβόλου ορθωνόταν μια καινούργια αστραφτερή βασιλική με οκταγωνικό
τρούλο, καμπαναριό και κόκκινα κεραμίδια στη σκεπή στη μια της άκρη ανοιγόταν η
στοά ενός περιστυλίου. Η καλόγρια με οδήγησε σ’ ένα μικρό εκκλησάκι με θολωτή
σκεπή, στη μέση της αυλής, και βγάζοντας απ’ την τσέπη της μια τεράστια αρμαθιά
κλειδιά, ξεκλείδωσε μια πόρτα. Έπειτα σήκωσε μια λάμπα θυέλλης που ήταν
ακουμπισμένη σε μια κόγχη, την άναψε και κατεβήκαμε μια σειρά αρχαία
σκαλοπάτια. Απ’ το βαθύ σκοτάδι αναδυόταν μυρωδιά υγρασίας και κλεισούρας,
ανακατεμένη με το γλυκό άρωμα από τα καντήλια που ’καιγαν το λάδι τους.
Καθώς
βυθιζόμασταν όλο και πιο βαθιά κάτω απ’ τη γη η λιθοδομή έδωσε τη θέση της σ’
έναν τοίχο από συμπαγή πέτρα και μπήκαμε σ’ ένα μεγάλο υπόγειο σπήλαιο που
αντηχούσε κάτω απ’ τα πόδια μας. Στο βάθος της σπηλιάς δυο εσοχές φωτίζονταν
απ’ τις αδύναμες, τρεμάμενες λάμψεις που σκόρπιζαν μερικά καντήλια τοποθετημένα
μπροστά σε δυο επίχρυσα εικονίσματα, το καθένα από τα οποία απεικόνιζε ένα
βυζαντινό άγιο με πυκνή γενειάδα. Μερικά ακόμη καντήλια ήταν ακουμπισμένα πλάι
στο χαμηλότερο σκαλοπάτι, με το φως τους να τρεμολάμπει κάτω από μια πολύ παλιά
εικόνα των Τριών Μάγων. Δίπλα της υψωνόταν ένας τεράστιος σωρός από
νεκροκεφαλές.
«Σ’
ετούτη τη σπηλιά είχαν κρυφτεί από τον Ηρώδη οι Τρεις Μάγοι», ψιθύρισε η
καλόγρια, κρατώντας ψηλά τη λάμπα θυέλλης. «Ο Άγιος Θεοδόσιος είδε τη σπηλιά σε
όραμα και έφτιαξε εδώ τα θεμέλια της μονής του για να τιμήσει τους Μάγους».
«Και
οι νεκροκεφαλές;»
«Ανήκουν
στους μοναχούς που σφαγιάστηκαν από τους Πέρσες που έκαψαν το μοναστήρι».
«Πότε
συνέβη αυτό;»
«Όχι
και πολύ παλιά», είπε. «Γύρω στα 614 μ.Χ.».
Η
καλόγρια σήκωσε τη λάμπα πάνω από εκείνο το οστεοφυλάκιο και οι νεκροκεφαλές
που ήταν στην κορφή λούστηκαν στο φως, για ν’ αποκαλυφθούν οι βαθιές ουλές από
τα σπαθιά που ’χαν βυθιστεί μέσα στα κρανία.
«Αυτό
που ήρθατε να δείτε βρίσκεται εκεί πέρα», είπε δείχνονταν τις εσοχές που
φωτίζονταν απ’ τα καντήλια, στο βάθος της σπηλιάς.
Προχώρησα
προς τα καντήλια. Πλησιάζοντας διαπίστωσα ότι ακουμπούσαν πάνω σε δυο
βυζαντινές ταφόπετρες, που κάποια στιγμή, στη διάρκεια του περασμένου αιώνα, είχαν
υποστυλωθεί με δυο ζευγάρια μικρούς νεοκλασικούς κίονες. Σε καθεμιά απ’ τις
ταφόπλακες ήταν χαραγμένη μια περίπλοκη, ρηχή ανάγλυφη σύνθεση από ισοσκελείς
βυζαντινούς σταυρούς, σκαλισμένους άλλοτε μέσα σε διαμάντια, άλλοτε σε κύκλους.
Ανάμεσα στους σταυρούς υπήρχαν εγχάρακτες επιγραφές σε καθαρά βυζαντινά
ελληνικά. Αριστερά έγραφε «Σωφρόνιος»• δεξιά διάβαζες το όνομα του Ιωάννη
Μόσχου.
«Ο
Άγιος Ιωάννης Μόσχος πέθανε στην Κωνσταντινούπολη», είπε η καλόγρια, «αλλά η
τελευταία του επιθυμία ήταν να τον φέρουν πίσω στη Λαύρα του Αγίου Θεοδοσίου.
Θεωρούσε ότι εδώ ήταν το σπίτι του- εδώ ήταν που περιβλήθηκε το σχήμα κι εδώ πέρασε
το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του. Όμως οι Άγιοι Τόποι ήταν ακόμη κάτω από το ζυγό
των Περσών και μόνο μετά από πολύ καιρό κατάφερε τελικά ο Άγιος Σωφρόνιος να
εκπληρώσει την υπόσχεση που είχε δώσει, να φέρει πίσω το σώμα του Ιωάννη Μόσχου
και να ξαναχτίσει το μοναστήρι».
«Και
οι μοναχοί;»
«Πριν
από τη σφαγή υπήρχαν εδώ επτακόσιοι γέροντες. Ήταν το πιο φημισμένο μοναστήρι
στους Αγίους Τόπους. Υπήρχε ένα νοσοκομείο για τους λεπρούς κι ένας ξενώνας για
τους προσκυνητές• επίσης ένα εσωτερικό μοναστήρι για όσους είχαν χάσει τα
λογικά τους από τις κακουχίες του ασκητισμού. Υπήρχαν τέσσερις ξεχωριστές
εκκλησίες. Έρχονταν καλόγεροι από τόπους μακρινούς, ακόμη κι απ’ την Καππαδοκία
και την Αρμενία... Όμως μετά τους Πέρσες το μοναστήρι ποτέ δεν συνήρθε. Τόσους
πολλούς μοναχούς δεν είχε ποτέ ξανά».
«Και
τώρα; Πόσοι υπάρχουν σήμερα;»
«Τι
εννοείτε; Μόνη μου είμαι. Είμαι η τελευταία. Υποτίθεται ότι κάθε βδομάδα
έρχεται απ’ την Ιερουσαλήμ ένας
ιερέας
για να τελέσει τη λειτουργία είναι όμως πολύ ' και μερικές φορές το ξεχνάει».
Η
καλόγρια έσκυψε και ασπάστηκε την εικόνα του Μόσχου. «Θα σας αφήσω», είπε.
«Αν
κάνατε τόσο δρόμο για να δείτε τον τάφο του Ιωάννη Μόσχου, θα θέλετε να μείνετε
μόνος μαζί του. Όταν τελειώσετε, φέρτε μαζί σας τη λάμπα».
Κρατώντας
ψηλά τη λάμπα, περιεργάστηκα για λίγο την κρύπτη, κάνοντας μια σύντομη στάση
μπρος στο μακάβριο σωρό από νεκροκεφαλές.
Στις σελίδες του Λειμωνάριου είχα
διαβάσει τόσα πολλά για τους μοναχούς του Αγίου Θεοδοσίου, που ένιωθα ότι
πρέπει να γνωρίζω κάποιους απ’ τους άντρες που είχαν σφάξει οι Πέρσες, άντρες
των οποίων τα ανώνυμα, ξασπρισμένα κρανία κείτονταν τώρα σωριασμένα μπροστά
μου. Ήταν τύποι σαν τον άμπα Γεώργιο τον Καππαδόκη, «ο οποίος έβοσκε χοίρους
στη Φασιλαΐδα, όταν δύο λιοντάρια ήρθαν ν’ αρπάξουν ένα γουρούνι»• αντί να το
βάλει στα πόδια, «άρπαξε ένα ραβδί και τα κυνήγησε μέχρι τον άγιο Ιορδάνη».
Έπειτα υπήρχε ο φίλος του Μόσχου, ο Πατρίκιος, «που κατοικούσε στη Σεβαστούπολη
της Αρμενίας και ήταν υπέργηρος• έλεγε μάλιστα ότι ήταν εκατό δεκατριών
χρόνων».
Ήταν κάποτε ηγούμενος, «αλλά επειδή ήταν πολύ ταπεινός και αφοσιωμένος
στη σιωπή», είχε εγκαταλείψει τη θέση του και «είχε έρθει εδώ στην υπακοή, υποστηρίζοντας
ότι μόνο μεγάλοι άντρες μπορούν να ποιμεναρχούν τα έλλογα πρόβατα». Τι είχε
απογίνει, αναρωτήθηκα, ένας άλλος απ’ τους συντρόφους του Μόσχου, ο άμπα Χριστόφορος
ο Ρωμαίος;
Κάθε νύχτα στερούσε από τον εαυτό του τον ύπνο, κάνοντας εκατό
μετάνοιες σε καθένα από τα σκαλοπάτια που οδηγούσαν κάτω στη σπηλιά-κρύπτη και
δεν σταματούσε μέχρι η καμπάνα να σημάνει τον όρθρο. Μπορούσα με σιγουριά να
μαντέψω ποια ήταν η τύχη του άμπα Ιουλιανού του Άραβα. Είχε κάνει προσκύνημα
στο στυλό του Αγίου Συμεών του Στυλίτη στο Θαυμαστό Όρος, έξω απ’ την Αντιόχεια
- από την Ιουδαία ήταν ταξίδι πολλών εβδομάδων.
Καθώς όμως ήταν εντελώς τυφλός, ακόμη κι όλοι οι υπόλοιποι αδερφοί
του να γλίτωναν τη σφαγή, εκείνος πολύ δύσκολα θα σωζόταν.......
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗΝ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ. ΟΥΙΛΙΑΜ ΝΤΑΛΡΙΜΠΛ.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΩΚΕΑΝΙΔΑ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σας ευχαριστούμε.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.