Πάνω
σ’ αυτή τη συζήτηση ήρθαν τρία αδέλφια να ζητήσουν το δίκιο τους από το
βασιλιά. Δεν κατάφεραν να συμφωνήσουν κι ήρθαν να τούς βρει τη λύση.
Ό
πατέρας τους είχε πεθάνει κι είχαν μοιράσει δίκαια την κληρονομιά, αλλά
διαφωνούσαν για τις τριάντα κατσίκες πού είχαν απομείνει. Είπαν λοιπόν για τη
διαμάχη τους:
— Οι δέκα απ’ αυτές τις κατσίκες έχουν από ένα
κατσικάκι ή κάθε μια. Οι άλλες δέκα έχουν από δύο κι οι δέκα τελευταίες από
τρία. Θέλουμε να τις μοιράσουμε με τέτοιο τρόπο πού να μην πάρει κανένας
παραπάνω και να μή χωριστούν τά κατσικάκια από τις μητέρες τους.
Άρχισαν
να συζητούν, ν’ αντιλέγουν, να διαφωνούν και κανένας δεν κατάφερνε να κάνει
σωστά τη μοιρασιά. Στο τέλος ζήτησαν από τον Τζουμπέρ να την αναλάβει ό ίδιος.
— Υπάρχουν τριάντα κατσίκες και εξήντα
κατσικάκια. Δώστε στον πρωτότοκο τις δέκα κατσίκες πού έχουν από δύο
κατσικάκια... δηλαδή συνολικά δέκα κατσίκες και είκοσι κατσικάκια. Απ’ αυτές
πού έχουν τρία κατσικάκια ή καθεμιά θα δώσετε πέντε στο δεύτερο και πέντε στον
τρίτο. Θα έχουν λοιπόν από πέντε κατσίκες και δεκαπέντε κατσικάκια ό καθένας.
Μοιράστε τους ακόμα στη μέση τις δέκα κατσίκες πού έχουν από ένα κατσικάκι.
Έτσι θα έχουν κι οι τρεις από δέκα κατσίκες και είκοσι κατσικάκια ό καθένας και
τά κατσικάκια δέ θ’ αποχωριστούν από τις μητέρες.
Ό
βασιλιάς ενθουσιάστηκε μ’ αυτή τη μοιρασιά, ευχαρίστησε τον Λεόν, τον έντυσε με
ρούχα βασιλικά, τον έβαλε καβάλα σέ καθαρόαιμο άτι και τού πρόσφερε πλούσια
δώρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σας ευχαριστούμε.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.