Τετάρτη 17 Σεπτεμβρίου 2014

Ο ΣΟΦΟΣ ΚΙ Ο ΠΛΟΥΣΙΟΣ




Ο ΣΟΦΟΣ ΚΙ Ο ΠΛΟΥΣΙΟΣ


Κάποτε ζούσε ένας σοφός πού καταστράφηκε από τά εμπόρια. ’Έφυγε, λοιπόν, από τον τόπο του, έκανε το γύρο του κόσμου κι έφτασε στις Ινδίες. Ρώτησε να του πουν ποιός ήταν ό πιο πλούσιος κι ό πιο ευλαβής της χώρας εκείνης. Σαν το ’μαθε πήγε στο σπίτι του και του είπε:


—     Καλέ μου άνθρωπε, κάποτε σου δάνεισα σαράντα λίμπρες ασήμι. Και μιας και βρίσκομαι τώρα σε μεγάλη ανάγκη, δώσε μου τα πίσω στ’ όνομα του Θεού.


Ό πλούσιος αρνήθηκε το χρέος του, μια και δεν το είχε κάνει.
—     Πότε δανείστηκα χρήματα από σένα; Έχεις μάρτυρα; Δείξε μου την απόδειξη πού σου έδωσα.


Ό επισκέπτης αποκρίθηκε:


—     Όταν σου τά έδωσα μου είπες: «Δεν έχω καιρό σήμερα, έλα αύριο και θα σου δώσω μια απόδειξη πώς πήρα τόσα χρήματα από σένα», κι εγώ σέ πίστεψα γιατί σου είχα εμπιστοσύνη. Ύστερα καταπιάστηκα μ’ άλλες δουλειές και λησμόνησα να ξαναπεράσω. Τώρα όμως, σου ζητάω πίσω τά λεφτά μου. ’Αν λέω ψέματα, πάρε όρκο στο Θεό πώς δέ μου χρωστάς κι εγώ θα φύγω αμέσως.


Ό πλούσιος ευλαβής σκέφτηκε: «Γιατί να ορκιστώ στο Θεό για τόσα λίγα; Μου έδωσε τόσα πλούτη πού φτάνουν για πολλούς. ’Αν του δώσω σαράντα λίμπρες ασήμι και χρησιμοποιήσω σωστά τά υπόλοιπα χρήματά μου, ό Θεός θα μου τ’ ανταποδώσει». Δεν ορκίστηκε, λοιπόν, κι έδωσε στον επισκέπτη όσα του ζητούσε.


Αυτός πήρε τά λεφτά λέγοντας μέσα του: «Κύριε δίκαιε και μεγαλόψυχε! Το ξέρεις πώς φέρθηκα έτσι γιατί βρίσκομαι σέ μεγάλη ανάγκη. ’Αν πετύχω στο εμπόριό μου, όλα μου τά κέρδη θα τά δώσω σ’ αυτόν τον άνθρωπο και θα του τά ομολογήσω όλα».


’Έφυγε και πήγε στην Κίνα κι έκανε εκεί εμπόριο και πλούτισε τόσο πού δεν υπήρχε έμπορος πιο τρανός από κείνον.
Πέρασαν μερικά χρόνια. Ό έμπορος γύρισε στην πόλη εκείνη της Ινδίας, βρήκε τον πλούσιο πιστωτή του και τον κάλεσε σπίτι του. Αυτός, όμως, δεν τον αναγνώρισε. 'Ο έμπορος πέρασε τον καλεσμένο του στο δωμάτιο με τούς θησαυρούς του και του έδειξε όλα τ’ ά-αγαθά Ό πλούσιος θαύμασε τά στολίδι* και τά πετράδια και τά παίνεψε ολα. Τότε ό έμπορος έβγαλε το κλειδί του θησαυροφυλακίου, το έδωσε στον καλεσμένο του και του φίλησε το χέρι λέγοντας:


—     Όλα αυτά σου ανήκουν. Ό Θεός να σέ βοηθήσει να τά χρησιμοποιήσεις σωστά.
Ό πλούσιος είχε ξεχάσει εκείνη την παλιά ιστορία. Ζήτησε, λοιπόν, να μάθει ποιός ήταν ό έμπορος και από που ερχόταν. Κι αυτός του τά διηγήθηκε όλα και πρόσθεσε:


—     Ήταν ή δυστυχία πού μ’ έκανε να σκαρφιστώ αυτό το τέχνασμα. Και δεν μπορούσα να δανειστώ, αφού δεν είχα τίποτα να σου δώσω εγγύηση. Τώρα πάρε αυτόν το θησαυρό πού σου ανήκει.
Ό πλούσιος ξαφνιάστηκε με -την ειλικρίνεια και την καλοσύνη του οικοδεσπότη του. Πήρε μια ζώνη κι ένα κομμάτι ύφασμα για πουκάμισα και του είπε:

—     Αυτά τά παίρνω για να μή σέ προσβάλλω. Ό Θεός να σέ βοηθήσει να κάνεις καλή χρήση του πλούτου σου. ’Αφού φάνηκες τίμιος σου ανήκει.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΣΟΥΛΚΧΑΝ ΣΑΜΠΑ ΟΡΜΠΕΛΙΑΝΙ. Η ΣΟΦΙΑ ΤΟΥ ΜΥΘΟΥ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σας ευχαριστούμε.

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.