Νίκων
ο Μετανοείτε στον Βυζαντινό Παρθενώνα.
Ο
Νίκων ήταν ένας διαπρύσιος κήρυκας απ' την ανατολική Μικρά Ασία που κήρυξε το
ευαγγέλιο στην Κρήτη, στους χρόνους που ακολούθησαν την ανάκτηση του νησιού απ’
το στρατηγό Νικηφόρο Φωκά το έτος 961. Αργότερα περιόδευσε στην Ελλάδα και στο
Αιγαίο καλώντας τους πιστούς να μετανοήσουν, για να εγκατασταθεί τελικά στη
Σπάρτη. Εκεί, αφού εκδίωξε τους Εβραίους της πόλης, ίδρυσε το μοναστήρι του και
απεβίωσε το έτος 1000 περίπου Ο Βίος
του, που γράφτηκε μάλλον κατά τα μέσα του 11ου αιώνα για να διαφημίσει το
μοναστήρι, αντιγράφει σε μεγάλο βαθμό αυτόν του Οσίου Λουκά - συχνά μάλιστα
κατά λέξη. Ευτύχιός, η τακτική αυτή δεν αλλοιώνει την περιγραφή της επίσκεψής
του στην Αθήνα, καθώς οι συνθήκες κάτω απ’ τις οποίες βρέθηκε στην πόλη ήταν
διαφορετικές και δεν προσφέρονταν για λογοτεχνική μίμηση.
Ταξιδεύοντας
απ’ την Κρήτη στην Επίδαυρο, κι από εκεί στην Αίγινα και τη Σαλαμίνα, ο Νίκων
έφτασε στην «πόλη του Κέκροπα» [«την του Κέκροπος»] ίσως κατά το έτος 968.
[...] μόλις έφτασε στο επίνειο της πόλης, όπου
βρίσκεται ο περιώνυμος θείος ναός της Θεομήτορος, με φωνή πιο βρομερή κι από τυρρηνική
σάλπιγγα άρχισε να κηρύττει τη μετάνοια. Οι κάτοικοι της πόλης, που είχαν για
στολίδι τους την πιο γνήσια πίστη και τη μεγάλη τους ευσέβεια, μαγεμένοι από το
σωτήριο κήρυγμά του σαν να είχαν πλανευτεί από πραγματικές Σειρήνες, τον
αγάπησαν και του έδειξαν τέτοιο σέβας, ώστε λίγο έλειψε να κάνουν γι’ αυτόν ότι
φάνηκαν κάποτε να πράττουν οι Λυκάονες για τον Παύλο και τον Βαρνάβα - τα ίδια
ήθελαν, δηλαδή, να πράξουν και οι Αθηναίοι. Και μπορούσε κα-νείς να τους δει με
το στόμα μισάνοιχτο και σαστισμένους από τη γλυκύτατη φωνή του' αυτή στάθηκε
και η αιτία που έφυγε γρήγορα από κοντά τους.
Ένας
κήρυκας της μετάνοιας σαν τον Νίκωνα δε θα είχε πολλά να κάνει στην πόλη, καθώς
οι κάτοικοί της φαίνεται πως φημίζονταν για την εξαιρετική τους ευσέβεια (ένα
επαναλαμβανόμενο μοτίβο για τη βυζαντινή Αθήνα που θα το συναντήσουμε συχνά στη
συνέχεια). "Ίσως είναι πολύ τολμηρό να υποθέσουμε ότι ο Όσιος Νίκωνας
ταυτίζεται με το «μοναχό Νίκωνα», που μαζί με τους «αδελφούς του» Ιωάννη και
Θωμά χάραξε το όνομά του και μια επίκληση πάνω σ’ έναν απ’ τους κίονες του Παρθενώνα,
αν και η πιθανότητα αυτή δεν μπορεί ν’ αποκλειστεί εντελώς.
Το
σύντομο αυτό απόσπασμα απ’ τη βιογραφία του Νίκωνα είναι γεμάτο με λογοτεχνικές
αναφορές, οι οποίες πρέπει να «αποκρυπτογραφηθούν» για να τις εκτιμήσουμε
πλήρως. Στο σημείο της αφήγησης που ο συγγραφέας του Βίου περιγράφει την άφιξη
του οσίου, ξεδιπλώνει ένα πυκνότατο πλέγμα από νύξεις στην κλασική γραμματεία,
όπως, για παράδειγμα, όταν αποδίδει την πόλη στον Κέκροπα [«την του Κέκροπος»],
σ’ έναν δηλαδή απ’ τους μυθικούς της βασιλείς.
Αυτός είναι ο κατάλληλος λογοτεχνικός τρόπος για την Αθήνα, η οποία
αντιπροσώπευε την ίδια την έννοια του κλασικού πολιτισμού. Όμως ο συγγραφέας
χρησιμοποιεί τις νύξεις προσεκτικά με σκοπό να υπονομεύσει το περιεχόμενο τους
και να εκθειάσει το χριστιανικό μήνυμα του Νίκωνα, τοποθετώντας το πιο ψηλά απ’
το μυθολογικό αντικείμενο αναφοράς τους. Η πόλη που κυβερνούσε κάποτε ο
Κέκροπας -κάποιος δηλαδή που είχε γεννηθεί απ’ τα σπλάχνα της γης [αντόχθων],
μισός άνθρωπος, μισός ερπετό- διακρινόταν πλέον τόσο πολύ για την ευσέβειά της,
ώστε ακόμα και άνθρωποι σαν τον Νίκωνα την έβρισκαν πνιγηρή.
«Τυρρηνοί»
ή «Τυρσηνοί» είναι η ονομασία που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι Έλληνες για τους
Ετρούσκους, τους οποίους θεωρούσαν εφευρέτες της σάλπιγγας. Η φράση «τυρηνική
σάλπιγξ» εμφανίζεται στις Ευμενίδες του Αισχύλου (στ. 567). Για τους
Βυζαντινούς ήταν μια από αυτές τις παγιωμένες εκφράσεις, τις οποίες
απομνημόνευαν ξεκομμένες απ’ το συγκείμενό τους και τις χρησιμοποιούσαν ως
στοιχεία λογοτεχνικής εκζήτησης. Εδώ, όμως, συνάδει με τους σκοπούς του Βίου
και η χρήση της δεν είναι καλολογική: ο βιογράφος του αγίου γνώριζε ολόκληρο το
έργο του ποιητή. Στην τραγωδία του Αισχύλου, η Αθηνά είναι αυτή που δίνει το
παράγγελμα στον κήρυκα να ηχήσει η τυρρηνική σάλπιγγα, προκειμένου να
συγκεντρωθούν οι Αθηναίοι, κι ύστερα, αφού σωπάσουν, να τους ανακοινώσει η θεά το
θέλημά της.
Τώρα ο όσιος στεκόταν στον ίδιο το ναό που κάποτε ήταν αφιερωμένος
στην Αθηνά, μα είχε πια μετατραπεί σε εκκλησία της Θεομήτορος και η φωνή του
«σωτηρίου κηρύγματος» ηχούσε στ’ αυτιά των Αθηναίων «πιο βροντερή κι από
τυρρηνική σάλπιγγα» καλώντας στη μετάνοια. Η νύξη στην κλασική γραμματεία
ενισχύει το μήνυμα του Νίκωνα και υπογραμμίζει την έκπτωση της θεάς του
Αισχύλου. Ας εξετάσουμε όμως και την αναφορά στις Σειρήνες. Στην Οδύσσεια
(ραψωδία μ'), τα μυθικά αυτά όντα πα-ρουσιάζονται ως θηλυκοί γητευτές με
υπερφυσικές δυνάμεις. Το τραγούδι τους είναι τόσο όμορφο, που παρασύρει τους
παραπλέοντες ναυτικούς στο χαμό τους. Η εικονοποιία με τις Σειρήνες
χρησιμοποιήθηκε απ’ τους αρχαίους φιλόσοφους και τους Πατέρες της Εκκλησίας
άλλοτε με θετικό και άλλοτε με αρνητικό τρόπο, αναδεικνύοντας είτε την ομορφιά
ενός συγκεκριμένου «τραγουδιού», είτε τους κινδύνους που έκρυβε. Ορισμένοι χριστιανοί παρομοίαζαν την κλασική
γραμματεία στο σύνολό της με το τραγούδι των Σειρήνων, που ήταν πλανερό και
θανάσιμο για την ψυχή. Οι Αθηναίοι όμως μαγεύτηκαν «από το σωτήριο κήρυγμα» του
Νίκωνα «σαν να είχαν πλανευτεί από πραγματικές Σειρήνες», και όχι τις μυθικές
των αρχαίων Ελλήνων.
Ένα
επεισόδιο, λοιπόν, που τοποθετείται στην Αθήνα, την πατρίδα της κλασικής
γραμματείας, περιγράφεται σε γλώσσα που βρίθει από αναφορές στην κλασική αρχαιότητα.
Εν προκειμένω, όμως, ο συγγραφέας του Βίου οικειοποιείται αυτές τις αναφορές
και τις χρησιμοποιεί για τους σκοπούς του χριστιανικού μηνύματος της μετάνοιας.
Τα παραπάνω είναι πιθανό να συνιστούντη λογοτεχνική απάντηση στο «αρχαιολογικό»
γεγονός ότι η «περιώνυμη» εκκλησία της Θεομήτορος ήταν στην πραγματικότητα ένα
ειδωλολατρικό δημιούργημα της κλασικής περιόδου που είχε αποδοθεί εκ νέου σε
μια ιερότερη, χριστιανική χρήση. Ο συγγραφέας του Βίου του Νίκωνος μπορεί να
είχε κάνει λάθος για τη θέση του ναού (φαίνεται να πιστεύει ότι βρισκόταν στον
Πειραιά), αλλά φανερώνει ότι διέθετε κλασική παιδεία και γνώριζε πώς να
χειριστεί επιδέξια τις γνώσεις του για να δημιουργήσει εντυπώσεις με λεπτές αποχρώσεις.
Επρόκειτο για ένα μοναχό στη Σπάρτη του 11ου αιώνα, που γνώριζε τα συμφραζόμενα
απ’ τα οποία προέρχονταν τα αποσπάσματα που παρέθετε. Μπορεί να χρησιμοποιούσε
την κλασική τους γλώσσα, αλλά τα μετουσίωνε σε αληθινό δίδαγμα.
Στην
περιγραφή των κηρυγμάτων του Νίκωνα υπάρχουν κι άλλες νύξεις στο διττό
ειδωλολατρικό και χριστιανικό παρελθόν της Αθήνας. Στην Εύβοια, όπου
κατευθύνθηκε στη συνέχεια (=βροντοφώναζε το γνωστό του κάλεσμα, το
«μετανοείτε!», αλλά τα παιδιά των κατοίκων της Εύβοιας, όπως συμβαίνει συχνά,
πέρασαν το ασυνήθιστο κήρυγμά του για παιχνίδι). Το πλήθος άρχισε να συρρέει,
σπρωγμένο όμως κυρίως απ’ την περιέργεια (σε αντίθεση με ότι συνέβαινε στη
Δύση, τέτοια κηρύγματα μετανοίας δε συνηθίζονταν στον βυζαντινό κόσμο). Η σύγκριση με όσα είχαν συμβεί στην Αθήνα
είναι διδακτική, καθώς από εκεί αποχώρησε ηττημένος επειδή ακριβώς δεν είχε
τίποτα καταφέρει. Οι Αθηναίοι σαγηνεύτηκαν τόσο πολύ απ’ τον Νίκωνα, «ώστε λίγο
έλειψε να κάνουν γι’ αυτόν ότι φάνηκαν κάποτε να πράττουν οι Λυκάονες για τον
Παύλο και τον Βαρνάβα». Το επεισόδιο που μνημονεύεται εδώ προέρχεται απ' τις
Πράξεις των Αποστόλων, κεφ. ιδ": ύστερα απ' τη θεραπεία ενός παραλυτικού
απ' τον Παύλο, τα μαζεμένα πλήθη ύψωσαν «τήν φωνήν αύτών Λυκαονιστί λέγοντες• οι
θεοί όμοιωθέντες άνθρώποις κατέβησαν προς ημάς• έκάλουν τε τον μέν Βαρνάβαν
Δία, τον δέ Παύλον Έρμήν». Προτού, όμως, προλάβουν να θυσιάσουν στις
καινοφανείς αυτές επιφάνειες τον δύο θεών, ο Παύλος και ο Βαρνάβας τούς εξήγησαν
ότι ήταν απλοί άνθρωποι που είχαν έρθει να κηρύξουν τον Αληθινό Θεό.
Ο Βίος του
Νίκωνα αφήνει να εννοηθεί ότι οι Αθηναίοι του 10ου αιώνα ήταν τόσο ευσεβείς,
ώστε ήταν έτοιμοι να φερθούν στον Νίκωνα σαν να ήταν θεός: Επρόκειτο ασφαλώς
για υπερβολή που σκοπό είχε να προξενήσει εντύπωση. Η σύγκριση όμως της
εμπειρίας του Νίκωνα στην Αθήνα με αυτή του Παύλου στη Λυκαονία φέρνει οπωσδήποτε
στο νου το επεισόδιο με τον Απόστολο στον αθηναϊκό Άρειο Πάγο, όπως μας το
διηγούνται οι Πράξεις, κεφ. ιζ'.16-34 -
τότε, πολλοί Αθηναίοι είχαν γελάσει με τον κήρυκα του Ευαγγελίου. Απ’ όλους
τους τόπους στους οποίους είχε περιοδεύσει ο Παύλος, μόνο στην Αθήνα του είχε
συμβεί κάτι τέτοιο, ενώ στην Καινή Διαθήκη το ρήμα «χλευάζω» απαντά μόνο σε
αυτό το εδάφιο. Η βυζαντινή Αθήνα, λοιπόν, είχε κάνει στροφή 180°, απ’ το ένα
άκρο όπως το γνωρίσαμε στις Πράξεις στο άλλο, απ’ τη χλεύη στην αποθέωση. Η
μοναδική πόλη που καταδίκαζε ο Ακάθιστος Ύμνος είχε γίνει πλέον το σπουδαιότερο
ιερό της Παρθένου σε ολόκληρη την Ελλάδα και στις δυτικές επαρχίες της αυτοκρατορίας
γενικότερα.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. Ο ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΣ ΠΑΡΘΕΝΩΝΑΣ. ΑΝΤΩΝΗΣ ΚΑΛΔΕΛΗΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σας ευχαριστούμε.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.