Σέ
μια χώρα, στο Μπέτσι, ζούσε ένας άρχοντας. Είχε ένα γιό πανέμορφο, γεμάτο
χάρες. Μια μέρα είπε στον πατέρα του:
— Θέλω να μπω στην υπηρεσία του δούκα.
Πήγαινέ με στο παλάτι του και ζήτησε τη συγκατάθεσή του.
'Ο
πατέρας του του είπε:
— Θα σου δώσω δύο εντολές. Ορκίσου μου πώς θα
τις κρατήσεις μυστικές και θα σου κάνω το χατίρι!
Ό
γιός ορκίστηκε.
— Θ’ ακολουθήσω τις εντολές σου.
Ό
πατέρας του, λοιπόν, του είπε:
— Πρώτο, πρόσεξε μην κάνεις ποτέ μοιχεία στο
σπίτι του αφέντη σου. Και δεύτερο, σαν ακούσεις να χτυπήσουν οι καμπάνες,
πήγαινε στο ναό και μή φύγεις πριν να τελειώσει ή λειτουργία, oσο σπουδαία δουλειά κι αν έχεις!
Ό
γιός έβαλε τά λόγια του πατέρα του στα βάθη της καρδιάς του κι υστέρα τον ακολούθησε
στο δούκα κι άρχοντα του Μπέτσι. Τον υπηρέτησε πιστά κι έγινε τόσο αγαπητός,
πού ό δούκας τον ξεχώρισε αμέσως ακόμα κι από τούς γιούς του και του εμπιστευόταν
όλες του τις υποθέσεις.
Μια
φορά ό δούκας τον έστειλε για μια υπόθεσή του στα εσωτερικά διαμερίσματα. Ή
δούκισσα τον είδε και ζήτησε να μοιραστεί το κρεβάτι της.
Εκείνος, όμως, δεν
πρόδωσε τον αφέντη του και δεν παράκουσε την πατρική συμβουλή.
Ένας
άλλος, από αρχοντική οικογένεια κι αυτός, υπήρξε μάρτυρας της σκηνής, καθώς
υπηρετούσαν κι οι δύο τον άρχοντα κι ήταν φίλοι. Ή δούκισσα ξελόγιασε το
δεύτερο κι απείλησε τον πρώτο. Αυτός χρειάστηκε κι άλλη φορά να πάει στα εσωτερικά
διαμερίσματα και τούς βρήκε και τούς δύο μαζί. Αποσύρθηκε, όμως, χωρίς να πει
λέξη.
Ό
δούκας πήγε στη γυναίκα του και τη βρήκε φοβερά θυμωμένη.
— ’Αν ήσουνα άντρας, ό δούλος σου δέ θα
τολμούσε ποτέ να μ’ αγγίξει.
Και
συκοφάντησε τον νέο πού αρνήθηκε τις ερωτικές προτάσεις της. Ό δούκας έφυγε
έξαλλος και το πρωί πρόσταξε το δήμιο:
— Σ’ αυτόν πού θα σου στείλω πρώτο σήμερα το
πρωί και θα σου πει: «Τί έγινε με αυτό πού σου παράγγειλαν;» θα του κόψεις το
κεφάλι και θα μου το στείλεις με το δεύτερο αγγελιαφόρο πού θα σου στείλω.
'Ο
δούκας είπε στον αθώο νέο:
— Πήγαινε στο δήμιο να τον ρωτήσεις τί έγινε
μ’ αυτό πού σου παράγγειλαν.
Ό
νέος ξεκίνησε αλλά στο δρόμο άκουσε να σημαίνουν οι καμπάνες. Θυμήθηκε την εντολή
του πατέρα του, πήγε στο ναό κι έμεινε ώσπου να τελειώσει ή λειτουργία. Στο
μεταξύ ό δούκας έστειλε το δεύτερο νεαρό, πού είχε αμαρτήσει. ’Έφτασε πρώτος στο
δήμιο και τον ρώτησε:
— Τί έκανες με αυτό πού σου παράγγειλαν;
Ό
δήμιος τον έπιασε, τον αποκεφάλισε κι έβαλε το κεφάλι του κατά μέρος. Σαν
τέλειωσε ή λειτουργία, ό πρώτος ξαναπήρε το δρόμο του. ’Έφτασε στο δήμιο πού του
έδωσε το κεφάλι και το έφερε στο δούκα.
Εκείνος
έμεινε έκπληκτος βλέποντάς τον και τον ρώτησε:
— Που ήσουνα ως τώρα;
Ό
νεαρός του μίλησε για τις πατρικές συμβουλές, για τον όρκο πού έδωσε, για τη
λειτουργία στην εκκλησία.
Τότε
ό δούκας τον όρκισε να του πει oσα
είχε δει και πείστηκε για την αθωότητα του και τον ανέβασε στ’ ανώτατα
αξιώματα.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΣΟΥΛΚΧΑΝ ΣΑΜΠΑ ΟΡΜΠΕΛΙΑΝΙ. Η ΣΟΦΙΑ ΤΟΥ ΜΥΘΟΥ.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΣΟΥΛΚΧΑΝ ΣΑΜΠΑ ΟΡΜΠΕΛΙΑΝΙ. Η ΣΟΦΙΑ ΤΟΥ ΜΥΘΟΥ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σας ευχαριστούμε.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.