Κυριακή 5 Οκτωβρίου 2014

Η ΑΡΑΒΙΚΗ ΚΑΤΑΚΤΗΣΗ ΤΗΣ ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ 630-660 Μ.Χ. ΜΩΑΜΕΘ: ΤΟ ΝΥΧΤΕΡΙΝΟ ΤΑΞΙΔΙ





 Η ΑΡΑΒΙΚΗ ΚΑΤΑΚΤΗΣΗ ΤΗΣ ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ 630-660 Μ.Χ.
       

ΜΩΑΜΕΘ: ΤΟ ΝΥΧΤΕΡΙΝΟ ΤΑΞΙΔΙ




Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΤΟΥ ΜΩΑΜΕΘ ΠΕΘΑΝΕ ΠΡΟΤΟΥ  ΓΕΝΝΗΘΕΙ ΑΥΤΟΣ, Η ΜΗΤΕΡΑ του όταν το παιδί ήταν μόλις έξι ετών. Τον υιοθέτησε όμως ο θείος τον έπαιρνε μαζί του σε εμπορικά ταξίδια στην Μπόσρα της Συρίας. Εκεί διδάχθηκε τη χριστιανική θρησκεία από έναν μοναχό και μελέτησε τις εβραϊκές και τις χριστιανικές γραφές, καταλήγοντας να σέβεται την Ιερουσαλήμ ως έναν από τους ευγενέστερους ιερούς τόπους. Όταν ήταν είκοσι πέντε ετών, μια πλούσια χήρα πολύ μεγαλύτερή του, η Χαντιτζα προσέλαβε για να διαχειρίζεται τις εμπορικές της υποθέσεις και στην συνέχεια τον παντρεύτηκε. 


Έζησαν στη Μέκκα, τον τόπο της Κάαμπα και της μαύρης πέτρας της, που ήταν του ιερό ενός παγανιστικού θεού. Η πόλη ευημερούσε από τους προσκυνητές που προσείλκυε η λατρεία αυτή  από τους εμπόρους που περνούσαν από εκεί με τα καραβάνια τους. Ο Μωάμεθ ήταν μέλος της φυλής των Κουραϊσιτών, από την οποία προέρχονταν οι μεγαλύτεροι έμποροι, καθώς και οι φύλακες του ιερού, η χασεμιτικη - φατρία του όμως δεν ήταν από τις πιο ισχυρές.



Ο Μωάμεθ, τον οποίο περιγράφουν ως ωραίο άντρα με σγουρά μαλλιά Και γένια, διέθετε μια ελκυστική, ευχάριστη προσωπικότητα -έλεγαν ότι όταν αντάλλασσε χειραψία με κάποιον, δεν του άρεσε ποτέ να αφήνει πρώτος το χέρι του άλλου- και μια χαρισματική πνευματικότητα. Τον θαύμαζαν για  την ακεραιότητά του και την εξυπνάδα του -όπως το έθεσαν αργότερα- οι πολεμιστές του, «Ήταν ο καλύτερος ανάμεσά μας»- και ήταν γνωστός ως αλ-Αμίν, ο Αξιόπιστος.



Όπως και με τον Μωυσή, τον Δαβίδ ή τον Ιησού, είναι αδύνατο για μας να  μαντέψουμε τον ακριβή ρόλο που έπαιξε η προσωπικότητά του στην επιτυχία του, πάντως, όπως κι αυτοί, εμφανίστηκε σε μια εποχή που τον
χρειαζόταν. Στην Τζαχιλίγια, την Εποχή της Άγνοιας, πριν από την αποκάλυψή του, «δεν υπήρχε κανείς πιο άπορος από μας», έγραψε αργότερα  ένας από τους στρατιώτες του. «Θρησκεία μας ήταν οι αλληλοσκοτωμοί και οι επιδρομές. Υπήρχαν ανάμεσά μας κάποιοι που θα έθαβαν τις κόρες τους  ζωντανές για να μη φάνε το φαγητό μας. Έπειτα ο Θεός μάς έστειλε ένα σπουδαίο άντρα».


Έξω από τη Μέκκα ήταν η Σπηλιά Χιρά, όπου άρεσε στον Μωάμεθ να διαλογίζεται. Το 610, σύμφωνα με την παράδοση, ο αρχάγγελος Γαβριήλ τον επισκέφθηκε εκεί με την πρώτη αποκάλυψη από τον ένα και μοναδικό θεό που τον είχε επιλέξει ως Αγγελιαφόρο και Προφήτη του. Όταν ο Προφήτης δεχόταν τις αποκαλύψεις του Θεού, λέγεται ότι το πρόσωπό του κοκκίνιζε έμενε σιωπηλός, το σώμα του κείτονταν χαλαρά στο έδαφος, ο ιδρώτας κυλούσε στο πρόσωπό του- περιστοιχιζόταν από βουητά και οράματα - έπειτα απάγγελλε τις ποιητικές, θεϊκές του αποκαλύψεις. Αρχικά αυτό τον τρόμαζε η Χαντίτζα όμως πίστεψε στην κλίση του κι ο Μωάμεθ άρχισε να κηρύσσει



Σε αυτή την τραχιά στρατιωτική κοινωνία, όπου όλα τα αγόρια και οι άντρες κρατούσαν όπλα, η λογοτεχνική παράδοση δεν ήταν γραπτή όλα αποτελούνταν από πλούσια προφορική ποίηση που τιμούσε τα κατορθώματα τίμιων μαχητών, παθιασμένων εραστών, ατρόμητων κυνηγών! Ο Προφήτης θα περιόριζε την ποιητική αυτή παράδοση: οι 114 σούρες- κεφάλαια- του αρχικά απαγγέλλονταν προτού συγκεντρωθούν και σχηματίσουν το Κοράνι, την «Απαγγελία», ένα απάνθισμα εξαίσιας ποίησης, ιερής ασάφειας, σαφών οδηγιών και προβληματικών αντιφάσεων.
Ο Μωάμεθ ήταν ένας εμπνευσμένος οραματιστής που κήρυσσε την υποταγή -ισλάμ- στον ένα και μοναδικό Θεό με αντάλλαγμα τη γενική σωτηρία, τις αξίες της ισότητας και της δικαιοσύνης και τις αρετές της αγνής ζωής, με εύληπτες ιεροτελεστίες και κανόνες για τη ζωή και τον θάνατο. Καλωσόριζε τους προσήλυτους. Σεβόταν τη Βίβλο και θεωρούσε τον Δαβίδ και τον Σολομώντα, τον Μωυσή και τον Ιησού προφήτες, αλλά η δική του αποκάλυψη ήταν υπεράνω των άλλων. Είναι σημαντικό για τη μοίρα της Ιερουσαλήμ ότι ο Προφήτης τόνιζε την έλευση της Αποκάλυψης, που αποκαλούσε Κρίση, Τελευταία Ημέρα, ή, απλώς, Η Ώρα, κι αυτό το επικείμενο βαρυσήμαντο γεγονός ενέπνευσε τον δυναμισμό του πρώιμου ισλάμ. «Η γνώση είναι μόνο με τον Αλλάχ», λέει το Κοράνι, «αλλά τι είναι εκείνο που θα σε κάνει να καταλάβεις ότι η Ώρα πλησιάζει;». Όλες οι ιουδαιοχριστιανικες  γραφές τόνιζαν ότι αυτό μπορούσε να συμβεί μόνο στην Ιερουσαλήμ.



Οι οπαδοί του πίστευαν ότι ένα βράδυ, ενώ κοιμόταν δίπλα στην Κααμπα, ο Μωάμεθ είδε ένα όραμα. Ο αρχάγγελος Γαβριήλ τον ξύπνησε και  κίνησαν το Νυχτερινό Ταξίδι, ιππεύοντας τον Μπουράκ, ένα φτερωτό άλογο με ανθρώπινο πρόσωπο, για το ανώνυμο «Πιο Μακρινό Τέμενος». Εκεί ο Μωάμεθ συνάντησε τους «πατέρες» του (τον Αδάμ και τον Αβραάμ) και  τους «αδελφούς» του Μωυσή, Ιωσήφ και Ιησού, προτού ανέβει με μια σκάλα στον ουρανό. Σε αντίθεση με τον Ιησού, αποκαλούσε τον εαυτό του Αγγελιαφόρο ή Απόστολο του Θεού, λέγοντας ότι δεν είχε μαγικές δυνάμεις. Και μάλιστα το Ισράα -το Νυχτερινό Ταξίδι- και το Μιράτζ -η Ανάληψη ήταν τα μοναδικά θαυμαστά του κατορθώματα. Η Ιερουσαλήμ και ο Ναός δεν αναφέρονται ποτέ ονομαστικά, οι μουσουλμάνοι όμως κατέληξαν να πιστεύουν ότι το Πιο Μακρινό Τέμενος ήταν το Όρος του Ναού.



Όταν η γυναίκα του και ο θείος του πέθαναν, ο Μωάμεθ βρέθηκε εκτεθειμένος στην αποδοκιμασία των πλουσιότερων οικογενειών της Μέκκας, που εξαρτιόνταν από την πέτρα της Κάαμπα για να ζήσουν. Οι κάτοικοι ης Μέκκας προσπάθησαν να τον σκοτώσουν. Επικοινώνησε όμως μαζί του μια ομάδα από τη Γιάθριμπ, μια όαση με χουρμαδιές στα βόρεια που την  είχαν ιδρύσει κάποιες εβραϊκές ομάδες, αλλά και πατρίδα ειδωλολατρών τεχνιτών και αγροτών, και του ζήτησε να συμφιλιώσει τις αντίπαλες φατρίες της.  Εκείνος και ο στενός κύκλος πιστών του ξεκίνησαν τη Μετανάστευση -Χιτζρά (Εγίρα.)- στη Γιάθριμπ, που έγινε η Μαντίνατ ουν-Ναμπί, η πόλη του Προφήτη - η Μεδίνα. Εκεί ένωσε τους πρώτους πιστούς του, τους Μετανάστες, και τους νέους οπαδούς του, τους Βοηθούς, αλλά και τους Εβραίους συμμάχους του, σε μία κοινότητα, την ούμμα. Ήταν το 622, η αρχή του ισλαμικού ημερολογίου.



 0 Μωάμεθ ήξερε πώς να συμφιλιώνει τους ανθρώπους και να αφομοιώνει ιδέες. Τώρα στη Μεδίνα, με τις εβραϊκές φατρίες της, ίδρυσε το πρώτο τζαμί, υιοθετώντας τον Ναό της Ιερουσαλήμ ως την πρώτη κίμπλα, την κατεύθυνση προς την οποία έπρεπε να στρέφονται οι πιστοί όταν προσευχόταν. Προσευχόταν την Παρασκευή, κατά τη δύση του ηλίου - το εβραϊκό Σάββατο—, νήστευε την Ημέρα της Εξιλέωσης, απαγόρευσε το χοιρινό και υιοθέτησε την περιτομή. Ο ένας και μοναδικός Θεός του Μωάμεθ απέρριπτε τη χριστιανική Τριάδα, άλλες ιεροτελεστίες όμως -το γονάτισμα σε χαλιά προσευχής- όφειλαν πολλά στα χριστιανικά μοναστήρια- οι μιναρέδες του πιθανόν να ήταν εμπνευσμένοι από τους στύλους των στυλιτών- η εορτή του ραμαζανιού μοιάζει με τη Σαρακοστή. Ωστόσο, το ισλάμ ήταν κυρίως δική του επινόηση.


Ο Μωάμεθ ίδρυσε ένα μικρό κράτος με τους δικούς του νόμους αντιμετώπισε όμως αντίσταση από τη Μεδίνα και την παλιά του πόλη την Μέκκα. Το νέο του κράτος έπρεπε να υπερασπιστεί τον εαυτό του  και να επεκταθεί με κατακτήσεις: η τζιχάντ -ο αγώνας- ήταν ταυτόχρονα μια  πάλη κατά των κατώτερων ανθρώπινων ενστίκτων αλλά και ιερός πόλεμος κατάκτησης. Το Κοράνι προωθούσε όχι μόνο την εξόντωση των  απίστων αλλά και την ανοχή σε περίπτωση υποταγής τους. Αυτό ήταν σημαντικό, γιατί οι εβραϊκές ομάδες αντιστέκονταν στις αποκαλύψεις του Μωάμεθ και στον έλεγχό του. Γι’ αυτό κι εκείνος άλλαξε την κίμπλα προς την| Μέκκα και απέρριψε την εβραϊκή παράδοση: ο Θεός είχε καταστρέψει τον  εβραϊκό Ναό επειδή οι Εβραίοι είχαν αμαρτήσει, κι έτσι «δεν πρόκειται να  ακολουθήσουν τη δική σου κίμπλα, Ιερουσαλήμ».


Όταν πολέμησε εναντίον των κατοίκων της Μέκκας, δεν είχε το περιθώριο ν’ ανεχτεί την έλλειψη πίστης στη Μεδίνα, κι έτσι εκτόπισε τους  Εβραίους και χρησιμοποίησε για παραδειγματισμό μια εβραϊκή φατρία• 700 άντρες της αποκεφαλίστηκαν, τα γυναικόπαιδα εξανδραποδίστηκαν  Το 630 ο Μωάμεθ κατέλαβε τελικά τη Μέκκα, επιβάλλοντας τον μονοθεϊσμό του σε όλη την Αραβία με τον προσηλυτισμό ή με τη βία. Οι οπαδοί του Μωάμεθ έγιναν ακόμα πιο μαχητικοί καθώς προσπαθούσαν να ζουν ενάρετα για να ετοιμαστούν για την Ημέρα της Κρίσεως. Τώρα, έχοντας κατακτήσει την Αραβία, ήρθαν αντιμέτωποι με τις αμαρτωλές αυτοκρατορίες πέρα από αυτήν. Οι πρώτοι οπαδοί του Προφήτη, οι Μετανάστες και οι Βοηθοί, αποτελούσαν το στενό του περιβάλλον - καλωσόριζε όμως επίσης και πρώην εχθρούς και προικισμένους καιροσκόπους με τον ίδιο ενθουσιασμό. 


Στο μεταξύ, η μουσουλμανική παράδοση αφηγείται την προσωπική του ζωή: είχε πολλές συζύγους -η Αισα, η κόρη του συμμάχου  Αμπού Μπακρ ήταν η ευνοούμενη του- αλλά και πολλές παλλακίδες, ανάμεσα τους όμορφες Εβραίες και χριστιανές και είχε παιδιά, από από τα τον οποία πιο σημαντικό ρόλο έπαιξε μία κόρη, η Φατίμα.  



Ο Μωάμεθ πέθανε το 632, σε ηλικία περίπου εξήντα δύο ετών. Τον  δέχθηκε ο πεθερός του, Αμπού Μπακρ, που ανακηρύχθηκε Αμίρ αλ-Μουμινίν, Ηγέτης των Πιστών.  Το βασίλειο του Μωάμεθ παρέπαιε για ένα διαστημα μετά τον θάνατό του, ο Αμπού Μπακρ όμως κατάφερε να επιβάλει την ειρήνη στην Αραβία. Έπειτα στράφηκε στις αυτοκρατορίες του βυζαντίου και της Περσίας, που οι μουσουλμάνοι τις θεωρούσαν έτοιμοι, αμαρτωλές και διεφθαρμένες. Ο Ηγέτης έστειλε τάγματα πολεμιστών που επέβαιναν σε καμήλες για να εισβάλουν στο Ιράκ και την Παλαιστίνη.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ Η ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΣΑΙΜΟΝ ΣΙΜΠΑΓΚ ΜΟΝΤΕΦΙΟΡΕ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ  ΩΚΕΑΝΙΔΑ,

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σας ευχαριστούμε.

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.