Υπήρχαν
πολλοί Εβραίοι που ζούσαν εκτός Ιουδαίας -μπορούσε να τους βρει κανείς σ’ όλη
τη Μεσόγειο και την Εγγύς Ανατολή-, κι αυτή η ύστατη απελπισμένη μάχη θα ήταν
αποφασιστική όχι μόνο για τη μοίρα της πόλης και των κατοίκων της, αλλά και για
το μέλλον του ιουδαϊσμού και μιας μικρής εβραϊκής αίρεσης, του χριστιανισμού -
ακόμα και, αν μπορούσε κανείς να δει έξι αιώνες μπροστά, για τη μορφή που θα
έπαιρνε το ισλάμ.
Οι
Ρωμαίοι είχαν κατασκευάσει ράμπες που ανέβαιναν έως τα τείχη του Ναού. Οι
επιθέσεις τους, όμως, είχαν αποτύχει. Νωρίτερα εκείνη τη μέρα ο Τίτος είχε πει
στους στρατηγούς του ότι οι προσπάθειές του να διασώσει αυτό τον «ξένο ναό» τού
στοίχιζαν υπερβολικά πολλούς στρατιώτες και διέταξε να πυρπολήσουν τις πύλες
του. Το ασήμι των πυλών έλιωσε, με αποτέλεσμα η πυρκαγιά να εξαπλωθεί στις
ξύλινες πόρτες και στα παράθυρα, κι από εκεί στα ξύλινα υλικά στους διαδρόμους
του ίδιου του Ναού. Ο Τίτος διέταξε να σβήσουν τη φωτιά. Οι Ρωμαίοι, δήλωσε,
έπρεπε «να πάρουν την εκδίκησή τους από άντρες όχι από άψυχα αντικείμενα».
Έπειτα αποσύρθηκε για τη νύχτα στο αρχηγείο του στο μισογκρεμισμένο οχυρό
Αντωνία, που δέσποζε πάνω από το μεγαλόπρεπο συγκρότημα του Ναού.
Γύρω από τα τείχη διαδραματίζονταν μακάβριες σκηνές που θα πρέπει να θύμιζαν επίγεια κόλαση. Χιλιάδες πτώματα σάπιζαν στον ήλιο. Η δυσωδία ήταν αφόρητη. Αγέλες σκυλιών και τσακαλιών χόρταιναν με ανθρώπινη σάρκα. Τους προηγούμενους μήνες ο Τίτος είχε διατάξει να σταυρωθούν όλοι οι αιχμάλωτοι ή οι λιποτάκτες. Πεντακόσιοι Εβραίοι σταυρώνονταν κάθε μέρα. Στο Όρος των Ελαιών και στους βραχώδεις λόφους γύρω από την πόλη οι σταυροί ήταν τόσο πυκνοί, που δεν υπήρχε χώρος για περισσότερους, ούτε δέντρα για να τους φτιάξουν. Οι στρατιώτες του Τίτου διασκέδαζαν καρφώνοντας τα θύματά τους με τα χέρια και τα πόδια ανοιχτά σε γελοίες στάσεις. Πολλοί Ιεροσολυμίτες ήθελαν τόσο απελπιστικά να εγκαταλείψουν την πόλη, που, καθώς έφευγαν, κατάπιναν τα νομίσματα τους για να τα κρύψουν, ελπίζοντας να τ’ ανακτήσουν όταν θα βρίσκονταν σε απόσταση ασφαλείας από τους Ρωμαίους. Εμφανίζονταν «φουσκωμένοι από την πείνα και πρησμένοι σαν να υπέφεραν από υδρωπικία», αν όμως έτρωγαν, «έσκαζαν», και τότε οι στρατιώτες ανακάλυπταν τους δύσοσμους θησαυρούς που έκρυβαν στα έντερά τους. Έτσι άρχισαν να ξεκοιλιάζουν όλους τους αιχμαλώτους, βγάζοντάς τους τα έντερα και ψάχνοντάς τα ενώ I ήταν ακόμα ζωντανοί.
Ο Τίτος εξανέστη και προσπάθησε να απαγορεύσει αυτές τις ανατριχιαστικές λεηλασίες. Μάταια:
οι βοηθητικοί Σύροι στρατιώτες του Τίτου, που μισούσαν τους Εβραίους όσο τους
μισούσαν κι εκείνοι, με όλη τη μοχθηρία που οι γείτονες νιώθουν συνήθως ο ένας
για τον άλλο, απολάμβαναν τα μακάβρια αυτά παιχνίδια. Η θηριωδία των Ρωμαίων
και των επαναστατών εντός των τειχών
μπορεί να συγκριθεί με μερικές από τις
χειρότερες φρικαλεότητες του 20ού αιώνα.
Ο
πόλεμος ξεκίνησε όταν η ανικανότητα και η απληστία των Ρωμαίων διοικητών ώθησαν
ακόμα και την ιουδαϊκή αριστοκρατία, τους Εβραίους συμμάχους της Ρώμης, να συμπαραταχθεί με μια
λαϊκή θρησκευτική εξέγερση. Οι επαναστάτες ήταν ένα μείγμα από θρήσκους
Εβραίους και καιροσκόπους ληστές που εκμεταλλεύτηκαν την παρακμή του
αυτοκράτορα Νέρωνα και το χάος που
ακολούθησε την αυτοκτονία του για να διώξουν τους Ρωμαίους και να εγκαθιδρύσουν ξανά ένα
ανεξάρτητο εβραϊκό κράτος γύρω από τον
Ναό. Η εβραϊκή επανάσταση όμως άρχισε αμέσως να αναλώνεται σε αιμοσταγείς
καθάρσεις και συγκρούσεις συμμοριών.
Μετά
τον Νέρωνα, τρεις Ρωμαίοι αυτοκράτορες διαδέχθηκαν ο ένας τον άλλο μέσα σε ελάχιστο διάστημα. Όταν ο
Βεσπασιανός επικράτησε τελικά ως αυτοκράτορας κι έστειλε τον Τίτο να καταλάβει
την Ιερουσαλήμ, η πόλη είχε χωριστεί ανάμεσα σε τρεις πολέμαρχους που
αντιμάχονταν ο ένας τον άλλο. Στην αρχή, οι Ιουδαίοι πολέμαρχοι έδωσαν τακτικές
μάχες στα προαύλια του ναού, όπου το αίμα έρρεε άφθονο, και στη συνέχεια
λεηλάτησαν την πόλη. Οι μαχητές τους κατάφεραν να φτάσουν στις πλουσιότερες
γειτονιές, καταληστεύοντας τα σπίτια, σκοτώνοντας τους άντρες και βιάζοντας τις
γυναίκες - «γι’ αυτούς ήταν ένα παιχνίδι».
Ερεθισμένοι από τη δύναμη και την
έξαψη του κυνηγιού, πιθανόν μεθυσμένοι από το κλεμμένο κρασί, «επιδόθηκαν σε
γυναικεία πάθη, στόλισαν τα μαλλιά τους και φόρεσαν γυναικεία ρούχα και
πασαλείφτηκαν με λάδια κι άπλωσαν μπογιές κάτω από τα μάτια τους». Αυτοί οι επαρχιώτες
μαχαιροβγάλτες, καμαρώνοντας με «ωραία βαμμένους μανδύες», σκότωναν
οποιονδήποτε έβρισκαν στον δρόμο τους. Παρασυρμένοι από την εφευρετική διαφθορά
τους, «επινοούσαν αθέμιτες ασέλγειες». Η Ιερουσαλήμ, έχοντας παραδοθεί σε «αφόρητη
ακαθαρσία», έγινε «πορνείο» και αίθουσα βασανιστηρίων - κι ωστόσο παρέμεινε
ιερή.
Κατά
κάποιο τρόπο ο Ναός συνέχισε να λειτουργεί. Τον Απρίλιο, είχαν πάει προσκυνητές
για το Πάσχα ακριβώς προτού οι Ρωμαίοι περικυκλώσουν την πόλη.
Ο πληθυσμός
ανερχόταν συνήθως σε πολλές δεκάδες χιλιάδες, οι Ρωμαίοι όμως είχαν παγιδέψει
τώρα τους προσκυνητές και πολλούς πρόσφυγες από τον πόλεμο, με αποτέλεσμα να
υπάρχουν εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι μέσα στην πόλη. Μόνον όταν ο Τίτος
περικύκλωσε τα τείχη σταμάτησαν οι εξεγερμένοι αρχηγοί τον αλληλοσπαραγμό για
να ενώσουν τους 21.000 πολεμιστές τους και να αντιμετωπίσουν τους Ρωμαίους
μαζί.
Η
πόλη που ο Τίτος είδε για πρώτη φορά από το Όρος Σκοπός, που είχε πάρει το
όνομά του από την ελληνική λέξη σκοπώ, που σημαίνει «παρατηρώ», ήταν, σύμφωνα
με την περιγραφή του Πλινίου, «μακράν η πιο γνωστή πόλη της Ανατολής», μια
πλούσια, ζωντανή μητρόπολη χτισμένη γύρω από έναν από τους σπουδαιότερους ναούς
της αρχαιότητας, που ήταν κι ο ίδιος ένα εξαίσιο έργο τέχνης σε τεράστια
κλίμακα. Η Ιερουσαλήμ υπήρχε ήδη χιλιάδες χρόνια, αλλά αυτή η πόλη με τα πολλά
τείχη και τα πολλά φρούρια, πάνω σε δύο όρη ανάμεσα στα γυμνά βράχια της
Ιουδαίας, δεν είχε ποτέ τόσο μεγάλο πληθυσμό ούτε ενέπνεε τόσο φοβερό δέος όσο
τον 1ο αιώνα μ.Χ.: όντως η Ιερουσαλήμ δεν θα αποκτούσε τόση σπουδαιότητα ποτέ
ξανά πριν από τον 20ό αιώνα. Αυτό ήταν το επίτευγμα του Ηρώδη του Μεγάλου, του
ευφυούς, ψυχωτικού Ιουδαίου βασιλιά, που τα ανάκτορά του και τα φρούριά του
ήταν χτισμένα σε τόσο μνημειώδη κλίμακα και διακοσμημένα με τόση πολυτέλεια,
που ο Εβραίος ιστορικός Ιώσηπος διαβεβαιώνει ότι «υπερβαίνουν όλη μου την
ικανότητα να τα περιγράφω».
Ο
ίδιος ο Ναός επισκίαζε όλα τα υπόλοιπα με την υπερκόσμια λαμπρότητά του. «Με το
πρώτο χάραμα», τα αστραφτερά του προαύλια και οι επίχρυσές πύλες του
«αντανακλούσαν ένα εξαιρετικά πύρινο θάμβος και ανάγκαζαν όλους όσοι πίεζαν τον
εαυτό τους να τον κοιτάξουν να αποστρέψουν το βλέμμα». Στους ξένους -όπως ο
Τίτος και οι λεγεωνάριοι του- που έβλεπαν τον Ναό για πρώτη φορά, φάνταζε «σαν
χιονοσκέπαστο βουνό». Οι ευσεβείς Εβραίοι ήξεραν ότι στο κέντρο των προαυλίων
αυτής της πόλης-μέσα-στην-πόλη στην κορυφή του όρους Μόριά υπήρχε ένα πολύ
μικρό δωμάτιο υπέρτατης αγιότητας που δεν περιείχε απολύτως τίποτα. Ο χώρος
αυτός ήταν το κέντρο της εβραϊκής ιερότητας: τα Άγια των Αγίων, η κατοικία του
ίδιου του θεού.
Ο
Ναός του Ηρώδη ήταν ένα ιερό, ήταν όμως κι ένα σχεδόν απόρθητο φρούριο εντός
των τειχών της πόλης. Οι Εβραίοι, παίρνοντας θάρρος από την αδυναμία των
Ρωμαίων το Έτος των Τεσσάρων Αυτοκρατόρων, και εκμεταλλευόμενοι το απόκρημνο
ύψος της Ιερουσαλήμ, τα οχυρωματικά της έργα και τον ίδιο τον λαβυρινθώδη Ναό, αντιμετώπισαν
τον Τίτο με επαρμένη αυτοπεποίθηση. Στο κάτω κάτω απέκρουαν τη Ρώμη σχεδόν
πέντε χρόνια. Ωστόσο ο Τίτος διέθετε το κύρος, τη φιλοδοξία, τους πόρους και το
ταλέντο που χρειάζονταν για να φέρει σε πέρας το έργο που είχε αναλάβει.
Βάλθηκε να συρρικνώνει την Ιερουσαλήμ με συστηματική αποτελεσματικότατα και
ακαταμάχητη δύναμη. Πέτρες βαλλίστρας, που μάλλον εκσφενδόνιζαν οι στρατιώτες
του, βρέθηκαν στις σήραγγες δίπλα στον δυτικό τοίχο του Ναού, απόδειξη της
έντασης των ρωμαϊκών βομβαρδισμών.
Οι Εβραίοι υπερασπίζονταν την πόλη τους πόντο
τον πόντο με σχεδόν αυτοκτονική εγκατάλειψη. Ωστόσο ο Τίτος, έχοντας στη
διάθεσή του ένα πλήρες οπλοστάσιο από πολιορκητικές μηχανές και καταπέλτες αλλά
και την εφευρετικότητα των Ρωμαίων μηχανικών, κατέλαβε το πρώτο τείχος μέσα σε
δεκαπέντε μέρες. Οδήγησε χίλιους λεγεωνάριους μέσα από τον λαβύρινθο των αγορών
της Ιερουσαλήμ και επιτέθηκε στο δεύτερο τείχος. Οι Εβραίοι όμως έκαναν μια
έξοδο και το ξαναπήραν. Χρειάστηκε να γίνει δεύτερη έφοδος. Στη συνέχεια ο
Τίτος επιχείρησε να τρομάξει την πόλη βάζοντας τον στρατό του να παρελάσει - με
τους θώρακες, τα κράνη, τα σπαθιά ν’ αστράφτουν, τα λάβαρα να ανεμίζουν, τους
αετούς να γυαλίζουν, τα «άλογα στολισμένα με πλούσια φάλαρα». Χιλιάδες
Ιεροσολυμίτες συγκεντρώθηκαν στις επάλξεις για να παρακολουθήσουν με το στόμα
ανοιχτό την επίδειξη αυτή, έκθαμβοι με «την ομορφιά των πανοπλιών τους και τη
θαυμαστή παράταξη των ανδρών». Οι Εβραίοι παρέμειναν προκλητικοί, ή ίσως
φοβόνταν τόσο πολύ τους πολέμαρχούς τους, ώστε δεν τολμούσαν να μην υπακούσουν
στις εντολές τους, και δεν παραδόθηκαν.
Τελικά,
ο Τίτος αποφάσισε να περικυκλώσει και να σφραγίσει ολόκληρη την πόλη χτίζοντας
ένα τείχος ολόγυρά της. Στα τέλη Ιουνίου, οι Ρωμαίοι έκαναν έφοδο στο Οχυρό
Αντωνία, που δέσποζε πάνω από τον ίδιο τον Ναό, και το ισοπέδωσαν, με εξαίρεση
έναν πύργο, όπου ο Τίτος έστησε το αρχηγείο του.
Στα μέσα του καλοκαιριού, καθώς στους πυρωμένους, απόκρημνους λόφους φύτρωναν δάση από σταυρωμένα πτώματα με σύννεφα από μύγες γύρω τους, η ίδια η πόλη βασανιζόταν από μια αίσθηση επικείμενης καταστροφής, αδιάλλακτο φανατισμό, ιδιότροπο σαδισμό και βασανιστική πείνα. Ένοπλες συμμορίες έψαχναν να βρουν κάτι να φάνε. Τα παιδιά άρπαζαν κομματάκια τροφής από τα χέρια των πατεράδων οι μανάδες έκλεβαν το φαγητό από τα ίδια τους τα μωρά. Κλειδωμένες πόρτες σήμαιναν κρυμμένες προμήθειες, και οι πολεμιστές έκαναν έφοδο, ανασκολοπίζοντας τα θύματά τους για να τα αναγκάσουν να αποκαλύψουν τους κρυψώνες με το σιτάρι.
Αν δεν
έβρισκαν τίποτα, γίνονταν ακόμη πιο «βάρβαρα σκληροί», σαν να τους είχαν
«εξαπατήσει». Παρότι οι ίδιοι οι πολεμιστές είχαν ακόμα τρόφιμα, σκότωναν και
βασάνιζαν από συνήθεια, «για να διατηρήσουν την τρέλα τους σε φόρμα». Η
Ιερουσαλήμ σπαρασσόταν από κυνήγια μαγισσών, καθώς οι άνθρωποι κατέδιδαν ο ένας
τον άλλο ότι συγκέντρωναν τρόφιμα και πρόδιδαν την πατρίδα. Καμιά άλλη πόλη,
έγραψε ο αυτόπτης μάρτυρας Ιώσηπος, «δεν επέτρεψε ποτέ τέτοιες αθλιότητες, ούτε
καμιά εποχή έθρεψε μια γενιά πιο καρποφόρα σε μοχθηρία απ’ αυτήν, από καταβολής
κόσμου».
Οι νέοι περιφέρονταν στους δρόμους «σαν σκιές, πρησμένοι από τον λιμό κι έπεφταν νεκροί, όποτε τους κατέβαλλε η αδυναμία τους». Οι άνθρωποι πέθαιναν πάνω στην προσπάθειά τους να θάψουν τις οικογένειές τους, ενώ άλλοι θάβονταν απρόσεκτα, παρότι ανέπνεαν ακόμη. Ο λιμός καταβρόχθισε ολόκληρες οικογένειες μέσα στα σπίτια τους. Οι Ιεροσολυμίτες έβλεπαν τα αγαπημένα τους πρόσωπα να πεθαίνουν «με στεγνά μάτια και ανοιχτά στόματα. Μια βαθιά σιωπή και κάτι σαν θανατηφόρα νύχτα κατέλαβαν την πόλη» - ωστόσο εκείνοι που πέθαιναν το έκαναν «με τα μάτια στυλωμένα στον Ναό». Στους δρόμους υπήρχαν σωροί από πτώματα. Σύντομα, παρά τον εβραϊκό νόμο, κανένας δεν έθαβε πια τους νεκρούς στο μεγαλειώδες αυτό σφαγείο. Ίσως ο Ιησούς Χριστός το είχε προβλέψει αυτό όταν προφήτεψε την επικείμενη Αποκάλυψη λέγοντας «άφες τους νεκρούς να θάψωσι τους εαυτών νεκρούς». Καμιά φορά οι επαναστάτες απλώς πετούσαν τα πτώματα από τα τείχη. Οι Ρωμαίοι τα άφηναν να σαπίσουν.
0
ίδιος ο Τίτος, ένας καθόλου ευαίσθητος Ρωμαίος στρατιώτης, που είχε σκοτώσει
δώδεκα Εβραίους με την ίδια του τη βαλλίστρα στην πρώτη αψιμαχία, ένιωθε φρίκη
και έκπληξη: μπορούσε απλώς να αναστενάζει για να τον ακούν οι θεοί ότι δεν
έφταιγε εκείνος για όλα αυτά. «Ο αγαπημένος κι η απόλαυση της ανθρώπινης φυλής»
ήταν γνωστός για τη μεγαλοψυχία του. «Φίλοι, έχασα μια μέρα», έλεγε όταν δεν
είχε βρει χρόνο να δώσει δώρα στους συντρόφους του. Γεροδεμένος και τραχύς με
λακκάκι στο σαγόνι, ευχάριστο στόμα και στρογγυλό πρόσωπο, ο Τίτος είχε αρχίσει
να αποδεικνύεται ταλαντούχος διοικητής και δημοφιλής γιος του νέου αυτοκράτορα
Βεσπασιανού: η δυναστεία τους, που δεν είχε δοκιμαστεί, εξαρτιόταν από τη νίκη
του Τίτου επί των Εβραίων επαναστατών.
Το
περιβάλλον του Τίτου ήταν γεμάτο Εβραίους αποστάτες, στους οποίους
περιλαμβάνονταν τρεις κάτοικοι της Ιερουσαλήμ - ένας ιστορικός, ένας βασιλιάς
και (απ’ ότι φαινόταν) μια βασίλισσα, που μοιραζόταν το κρεβάτι του Καίσαρα. Ο
ιστορικός ήταν ο σύμβουλος του Τίτου Ιώσηπος, ένας επαναστάτης Εβραίος
διοικητής που είχε αυτομολήσει στους Ρωμαίους και ο οποίος είναι η μοναδική
πηγή για την αφήγηση αυτή. Ο βασιλιάς ήταν ο Ηρώδης Αγρίππας Β', ένας πολύ
Ρωμαίος Εβραίος, που είχε μεγαλώσει στην αυλή του αυτοκράτορα Κλαύδιου- ήταν ο
επιτηρητής του Εβραϊκού Ναού, που είχε χτίσει ο προπάππους του Ηρώδης ο Μέγας,
και συχνά έμενε στο ανάκτορό του στην Ιερουσαλήμ, αν και κυβερνούσε διάφορα
εδάφη στη βόρεια περιοχή του σύγχρονου Ισραήλ, της Συρίας και του Λιβάνου.
Τον
βασιλιά τον συνόδευε σχεδόν σίγουρα η αδελφή του Βερενίκη, κόρη Εβραίου μονάρχη
και δύο φορές βασίλισσα λόγω γάμου, που είχε γίνει πρόσφατα ερωμένη του Τίτου.
Οι Ρωμαίοι εχθροί της αργότερα την κατήγγειλαν ως «Εβραία Κλεοπάτρα». Ήταν
περίπου σαράντα ετών, αλλά «ήταν στα καλύτερά της χρόνια και στο απόγειο της
ομορφιάς της», σημείωνε ο Ιώσηπος. Στην αρχή της εξέγερσης, εκείνη και ο
αδελφός της, που ζούσαν μαζί (αιμομικτικά, ισχυρίζονταν οι εχθροί τους), είχαν
προσπαθήσει να ηρεμήσουν τους Εβραίους με μια ύστατη έκκληση στη λογική. Τώρα
οι τρεις αυτοί Εβραίοι παρακολουθούσαν ανήμποροι «τον επιθανάτιο ρόγχο μιας διάσημης
πόλης» - η Βερενίκη από το κρεβάτι του καταστροφέα της.
Οι
αιχμάλωτοι και οι λιποτάκτες έφερναν νέα από μέσα από την πόλη που αναστάτωναν
ιδιαίτερα τον Ιώσηπο, μια και οι γονείς του ήταν παγιδευμένοι εκεί. Ακόμα κι οι
πολεμιστές είχαν αρχίσει να ξεμένουν από τρόφιμα, με αποτέλεσμα κι εκείνοι να
τσιγκλάνε και να πετσοκόβουν ζωντανούς και νεκρούς, ψάχνοντας για χρυσάφι, για
ψίχουλα, για σπόρους, «παραπαίοντας και σκουντουφλώντας σαν λυσσασμένα σκυλιά».
Έτρωγαν κοπριές αγελάδας, δέρματα, φλούδες δέντρων, υποδήματα και
πολυκαιρισμένο σανό.
Μια πλούσια γυναίκα, ονόματι Μαρία, έχοντας χάσει όλα τα
χρήματα και τατρόφιμά
της, παραφρόνησε σε τέτοιο σημείο, που σκότωσε τον ίδιο της τον γιο και τον
έψησε, τρώγοντας τον μισό και αφήνοντας τον υπόλοιπο για αργότερα. Το νόστιμο
άρωμα ξεχύθηκε στην πόλη. Οι επαναστάτες το μύρισαν, έψαξαν να βρουν από πού
προερχόταν και εισέβαλαν στο σπίτι, αλλά ακόμα κι αυτοί οι σκληρόπετσοι
εκτελεστές, βλέποντας το μισοφαγωμένο σώμα του παιδιού, «βγήκαν έξω τρέμοντας».
Η
παράνοια και οι υποψίες ότι παντού υπήρχαν κατάσκοποι κυβερνούσαν την Αγία
Ιερουσαλήμ - όπως αποκαλούνταν στα εβραϊκά νομίσματα. Τσαρλατάνοι που
παραληρούσαν και ιεροφάντες που έβγαζαν κηρύγματα στοίχειωναν τους δρόμους,
δίνοντας υποσχέσεις για απελευθέρωση και σωτηρία. II Ιερουσαλήμ, παρατήρησε ο
Ιώσηπος, ήταν «σαν άγριο θηρίο που έχει λυσσάξει και που, μη βρίσκοντας τροφή,
έχει αρχίσει να κατασπαράζει την ίδια του τη σάρκα».
Εκείνη
τη νύχτα της 8ης του εβραϊκού μήνα Αβ, όταν ο Τίτος αποσύρθηκε στη σκηνή του,
οι λεγεωνάριοι του, ακολουθώντας τις διαταγές του, προσπάθησαν να σβήσουν τη
φωτιά που εξαπλώθηκε όταν την άναψαν για να λιώσουν το ασήμι. Οι επαναστάτες
όμως επιτέθηκαν στους πυροσβέστες- λεγεωνάριους. Οι Ρωμαίοι αντιστάθηκαν κι
ανάγκασαν τους Εβραίους να υποχωρήσουν στον Ναό. Ένας λεγεωνάριος, υποκύπτοντας
σε μια «θεία οργή», άρπαξε μερικά φλεγόμενα υλικά και, με τη βοήθεια ενός άλλου
στρατιώτη που τον σήκωσε ψηλά, έβαλε φωτιά στα παραπετάσματα και στην κάσα ενός
«χρυσού παράθυρου», από το οποίο οι φλόγες πέρασαν και στις υπό-λοιπες αίθουσες
γύρω από τον ίδιο τον Ναό. Το πρωί, η φωτιά είχε φτάσει στην καρδιά του ιερού
αυτού μέρους. Οι Εβραίοι, βλέποντας τις φλόγες να γλείφουν τα Άγια των Αγίων
και ν’ απειλούν να τα καταστρέψουν, «έβγαλαν μια δυνατή κραυγή και όρμησαν να
τις εμποδίσουν». Ήταν όμως πολύ αργά. Οχυρώθηκαν στην Εσωτερική Αυλή και
παρακολούθησαν την καταστροφή εμβρόντητοι και σιωπηλοί.
Μόλις
μερικά μέτρα παραπέρα, ανάμεσα στα ερείπια του Οχυρού Αντωνία, ο Τίτος ξύπνησε•
πετάχτηκε πάνω και «έτρεξε προς τον Ιερό Οίκο για να σταματήσει τη φωτιά». Το
περιβάλλον του, συμπεριλαμβανομένων του Ιώσηπου και, κατά πάσα πιθανότητα, του
βασιλιά Αγρίππα και της Βερενίκης, ακολούθησε, ενώ πίσω τους έτρεξαν χιλιάδες
Ρωμαίοι στρατιώτες όλοι «κατάπληκτοι». Η μάχη ήταν φρενήρης. Ο Ιώσηπος
ισχυρίζεται ότι ο Τίτος διέταξε ξανά να σβήσουν τη φωτιά, αυτός ο Εβραίος
δωσίλογος όμως είχε λόγους να δικαιολογήσει τον προστάτη του. Ωστόσο όλοι φώναζαν,
η πυρκαγιά εξαπλωνόταν και οι Ρωμαίοι στρατιώτες ήξεραν ότι, σύμφωνα με τους
νόμους του πολέμου, μια πόλη που είχε αντισταθεί τόσο πεισματικά περίμενε ότι
θα τη λεηλατούσαν.
Προσποιήθηκαν
ότι δεν άκουσαν τον Τίτο, και μάλιστα φώναξαν στους συντρόφους τους να ρίξουν
κι άλλα αναμμένα δαδιά. Οι λεγεωνάριοι ήταν τόσο βίαιοι, που πολλοί
συνθλίφτηκαν ή κάηκαν στον συνωστισμό που προ- κάλεσε η ίδια η λύσσα τους για
αίμα και η απληστία τους για χρυσάφι, ενώ επιδόθηκαν σε τέτοιας έκτασης λεηλασίες,
που η τιμή του χρυσού σύντομα έπεσε σε όλη την Ανατολή. Ο Τίτος, μη μπορώντας
να σταματήσει τη φωτιά, και σίγουρα ανακουφισμένος με την προοπτική της τελικής
νίκης, διέσχισε τον φλεγόμενο Ναό μέχρι που έφτασε στα Άγια των Αγίων. Ακόμα κι
ο ίδιος ο αρχιερέας επιτρεπόταν να μπει εκεί μόνο μία φορά τον χρόνο.
Κανένας
ξένος δεν είχε μολύνει τον χώρο από την εποχή του Ρωμαίου
στρατιωτικού-πολιτικού Πομπήιου το 63 π.Χ. Ο Τίτος όμως κοίταξε μέσα στην
αίθουσα και «την είδε, καθώς και τα αντικείμενα που περιείχε, τα οποία θεώρησε
σπουδαία», έγραψε ο Ιώσηπος, και μάλιστα «όχι λιγότερο σπουδαία απ’ όσο εμείς
οι ίδιοι καμαρώναμε γι’ αυτά». Διέταξε τους εκατόνταρχους να μαστιγώσουν τους
στρατιώτες που είχαν συμβάλει στην εξάπλωση της πυρκαγιάς, αλλά «το πάθος τους
ήταν υπερβολικά δυνατό». Καθώς η κόλαση έσφιγγε ασφυκτικά τον κλοιό της γύρω
από τα Άγια των Αγίων, οι υπασπιστές του Τίτου τον ανάγκασαν να απομακρυνθεί σε
απόσταση ασφαλείας«και κανένας δεν τους απαγόρευσε να το πυρπολήσουν» πια.
Οι
μάχες μαίνονταν ανάμεσα στις φλόγες: ζαλισμένοι, πεινασμένοι Ιεροσολυμίτες
περιφέρονταν χαμένοι και απελπισμένοι μέσα από τις φλεγόμενες πύλες. Χιλιάδες
άμαχοι και επαναστάτες συγκεντρώθηκαν στα σκαλιά του θυσιαστηρίου, περιμένοντας
να πολεμήσουν μέχρις εσχάτων ή απλώς να πεθάνουν. Συνεπαρμένοι, οι Ρωμαίοι τούς
έσφαξαν σαν να επρόκειτο για μια μαζική ανθρώπινη θυσία, μέχρι που «γύρω από το
θυσιαστήριο στοιβάζονταν πτώματα το ένα πάνω στο άλλο», με το αίμα να κυλάει
στα σκαλοπάτια. Δέκα χιλιάδες Εβραίοι πέθαναν μέσα στον φλεγόμενο Ναό.
Οι
μεγάλες πέτρες και τα ξύλινα δοκάρια που έσκαγαν έκαναν θόρυβο σαν του
κεραυνού. Ο Ιώσηπος παρακολούθησε τον θάνατο του Ναού:
Ο
βρυχηθμός των φλογών που απλώνονταν παντού ανακατευόταν με τα βογκητά των
θυμάτων και, εξαιτίας του ύψους του λόφου και της έκτασης της πυρκαγιάς, θα
έλεγε κανείς ότι καιγόταν ολόκληρη η πόλη. Κι έπειτα ο θόρυβος - δεν θα
μπορούσε κανείς να φανταστεί τίποτα πιο εκκωφαντικό ή πιο τρομερό απ’ αυτό.
Υπήρχαν οι πολεμικές ιαχές των ρωμαϊκών λεγεώνων που προήλαυναν προς τα πάνω,
τα ουρλιαχτά των επαναστατών που είχαν περικυκλωθεί από τη φωτιά και τα σπαθιά,
ο συ-νωστισμός των ανθρώπων που, αποκομμένοι από πάνω, είχαν τραπεί σε φυγή
πανικόβλητοι για να πέσουν απλώς στα χέρια του εχθρού και οι οιμωγές τους καθώς
έρχονταν αντιμέτωποι με τον θάνατο, αναμειγμένες με τους θρήνους και τους κλαυθμούς
[εκείνων στην πόλη]. Η Περαία και τα γύρω βουνά συνέβαλλαν με τον αντίλαλό
τους, κάνοντας ακόμα βαθύτερο το βουητό. Θα έλεγε κανείς ότι ο λόφος του Ναού
έβραζε ολόκληρος, όντας παντού μια μάζα φωτιάς.
Το
όρος Μόριά, ένα από τα δύο όρη της Ιερουσαλήμ, όπου ο βασιλιάς Δαβίδ είχε
τοποθετήσει την Κιβωτό της Διαθήκης και όπου ο γιος του, Σολομών, είχε χτίσει
τον πρώτο Ναό, «ψηνόταν από τη φωτιά σε κάθε του σημείο», ενώ μέσα στον Ναό
πτώματα σκέπαζαν τα δάπεδα. Οι στρατιώτες όμως ποδοπάτησαν τα πτώματα,
παρασυρμένοι από τον θρίαμβό τους. Οι ιερείς αντιστάθηκαν και μερικοί ρίχτηκαν
στη φωτιά. Τώρα οι Ρωμαίοι, βλέποντας ότι ο εσωτερικός Ναός είχε καταστραφεί,
άρπαξαν το χρυσάφι και τα έπιπλα, βγάζοντας έξω τη λεία τους, προτού
πυρπολήσουν το υπόλοιπο συγκρότημα.
Καθώς
καιγόταν η Εσωτερική Αυλή και χάραζε η επόμενη μέρα, οι επαναστάτες που είχαν
επιζήσει έσπασαν τις ρωμαϊκές γραμμές και βγήκαν στις λαβυρινθώδεις Εξωτερικές
Αυλές, και μερικοί κατάφεραν να διαφύγουν στην πόλη. Οι Ρωμαίοι αντεπιτέθηκαν με
ιππικό, σκοτώνοντας τους επαναστάτες και στη συνέχεια καίγοντας τις αίθουσες
θησαυρών του Ναού, που ήταν γεμάτες πλούτη από τον φόρο του Ναού, που πλήρωναν
όλοι οι Εβραίοι, από την Αλεξάνδρεια έως τη Βαβυλώνα. Εκεί βρήκαν 6.000 γυναικόπαιδα
κουλουριασμένα όλα μαζί με μια έκφραση προσμονής: ένας «ψευδοπροφήτης» είχε
ισχυριστεί νωρίτερα ότι μπορούσαν να περιμένουν τα «θαυμαστά σημάδια της
απελευθέρωσής τους» στον ναό. Οι λεγεωνάριοι απλώς πυρπόλησαν τους διαδρόμους,
καίγοντας όλους αυτούς τους ανθρώπους ζωντανούς.
Οι
Ρωμαίοι μετέφεραν τους αετούς τους στο Ιερό Όρος, θυσίασαν στους θεούς τους και
ανακήρυξαν τον Τίτο IMPERATOR-
αρχιστράτηγο. Κάποιοι ιερείς κρύβονταν ακόμη γύρω από τα Άγια των Αγίων. Δύο
βούτηξαν στις φλόγες κι ένας κατάφερε να βγάλει έξω τους θησαυρούς του Ναού -
τα άμφια του αρχιερέα, τα δύο χρυσά κηροπήγια και σωρούς κανέλα και κάσια,
μπαχαρικά που έκαιγαν κάθε μέρα στο Ιερό. Όταν οι υπόλοιποι παραδόθηκαν, ο
Τίτος τούς εκτέλεσε, καθώς «ήταν ταιριαστό οι ιερείς να πεθάνουν μαζί με τον
Ναό τους».
Η
Ιερουσαλήμ ήταν -και ακόμη είναι- μια πόλη σηράγγων. Τώρα οι επαναστάτες
εξαφανίστηκαν κάτω από τη γη ενώ διατήρησαν τον έλεγχο του Πύργου του Δαβίδ,
του Φρουρίου, και της Άνω Πόλης στα δυτικά. Ο Τίτος χρειάστηκε άλλον ένα μήνα για να κατακτήσει
την υπόλοιπη Ιερουσαλήμ. Όταν έπεσε, οι
Ρωμαίοι και τα βοηθητικά στρατεύματα από τη Συρία και την Ελλάδα «ξεχύθηκαν
στους δρόμους. Με το σπαθί ανά χείρας• έσφαζαν αδιακρίτως όλους όσους
συναντούσαν κι έκαιγαν τα σπίτια με όλους όσοι είχαν καταφύγει εκεί μέσα». Τη νύχτα, όταν οι
σκοτωμοί σταμάτησαν, «η φωτιά επικράτησε ξανά στους δρόμους».
Ο
Τίτος ήρθε σε διαπραγματεύσεις με δύο Εβραίους πολέμαρχους από την άλλη πλευρά
της γέφυρας που ένωνε τον Ναό με την πόλη πάνω από την κοιλάδα, τους ζήτησε να
παραδίνονταν και, σε αντάλλαγμα, θα τους χάριζε τη ζωή. Εκείνοι όμως συνέχισαν
να αρνούνται. Διέταξε να λεηλατηθεί και να πυρποληθεί η Κάτω Πόλη, στην οποία
ουσιαστικά κάθε σπίτι ήταν | γεμάτο πτώματα. Όταν οι Ιεροσολυμίτες πολέμαρχοι
αναδιπλώθηκαν στο ανάκτορο του Ηρώδη και στο Φρούριο, ο Τίτος έχτισε αναχώματα
για να τους υπονομεύσει, και στις 7 του εβραϊκού μήνα 'Ελουλ, στα μέσα Αυγού-
στου, οι Ρωμαίοι επιτέθηκαν στα οχυρά. Οι επαναστάτες συνέχισαν να πολεμούν
στις σήραγγες μέχρι που ένας από τους ηγέτες τους, ο Ιωάννης από τα Γίσχαλα,
παραδόθηκε (του χάρισαν τη ζωή αν και τιμωρήθηκε με την ποινή ισόβιων δεσμών).
Ο άλλος αρχηγός, ο Σίμων μπεν Γιώρα, αναδύθηκε φορώντας έναν λευκό μανδύα από
μια σήραγγα κάτω από τον Ναό κι έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο στον Θρίαμβο του
Τίτου, τον εορτασμό της νίκης του στη Ρώμη.
Στο
χάος και στη μεθοδική καταστροφή που ακολούθησαν, ένας κόσμος χάθηκε, αφήνοντας
μερικές στιγμές παγωμένες στον χρόνο. Οι Ρωμαίοι έσφαξαν τους γέρους και τους
ανάπηρους: το αποσκελετωμένο χέρι μιας γυναίκας που βρέθηκε στο κατώφλι του
καμένου σπιτιού της αποκαλύπτει τον πανικό και τον τρόμο• οι στάχτες των
επαύλεων στην Εβραϊκή Συνοικία δείχνουν την κόλαση που ξέσπασε. Διακόσια
χάλκινα νομίσματα βρέθηκαν σ’ ένα κατάστημα στον δρόμο που περνούσε κάτω από το
μνημειώδες κλιμακοστάσιο που οδηγούσε στον ναό, ένα κομπόδεμα που, κατά πάσα πιθανότητα,
κάποιος είχε κρύψει εκεί τις τελευταίες ώρες πριν από την πτώση της πόλης.
Σύντομα, ακόμα κι οι Ρωμαίοι κουράστηκαν από τις σφαγές. Οι Ιεροσολυμίτες
οδηγήθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης που στήθηκαν στην Αυλή των Γυναικών του
Ναού, όπου τους ξεδιάλεξαν: οι μαχητές εκτελεστή καν• οι γεροί στάλθηκαν να
δουλέψουν στα αιγυπτιακά ορυχεία- οι νέοι και οι ωραίοι πουλήθηκαν σκλάβοι:
άλλους τους επέλεξαν για να σκοτωθούν παλεύοντας με λιοντάρια στην αρένα κι
άλλους για να τους επιδείξουν στον Θρίαμβο.
0
Ιώσηπος έψαξε ανάμεσα στους αξιοθρήνητους αιχμαλώτους στις αυλές του Ναού και
βρήκε τον αδελφό του και πενήντα φίλους, που ο Τίτος τού επέτρεψε ν’ αφήσει
ελεύθερους. Οι γονείς του μάλλον είχαν πεθάνει. Παρατήρησε όμως τρεις φίλους
του ανάμεσα στους σταυρωμένους. «Ράγισε η καρδιά μου και το είπα στον Τίτο»,
που διέταξε να τους κατεβάσουν από τον σταυρό και να τους φροντίσουν οι
γιατροί. Μόνο ένας επέζησε.
0
Τίτος αποφάσισε, όπως ο Ναβουχοδονόσορ, να εξαφανίσει την Ιερουσαλήμ. Ήταν μια
απόφαση για την οποία ο Ιώσηπος κατηγόρησε τους επαναστάτες: «Η εξέγερση
κατέστρεψε την πόλη και οι Ρωμαίοι κατέστρεψαν την εξέγερση». Η κατεδάφιση του
πιο εντυπωσιακού μνημείου του Ηρώδη του Μεγάλου, του Ναού, θα πρέπει να
αποτέλεσε πρόκληση για τους μηχανικούς. Οι γιγάντιοι λαξευμένοι ογκόλιθοι της
Βασιλικής Στοάς γκρεμίστηκαν στα νέα λιθόστρωτα από κάτω, κι εκεί βρέθηκαν δύο
χιλιάδες χρόνια αργότερα σ’ έναν κολοσσιαίο σωρό, ακριβώς όπως είχαν πέσει,
κρυμμένοι κάτω από χαλάσματα αιώνων. Τα ερείπια πετάχτηκαν στην κοιλάδα δίπλα στον
Ναό, όπου άρχισαν να γεμίζουν τη χαράδρα, που τώρα είναι σχεδόν αόρατη, ανάμεσα
στο Όρος του Ναού και την Πάνω Πόλη. Όμως, τα τείχη στήριξης του Όρους του
Ναού, στα οποία συμπεριλαμβάνεται το σημερινό Δυτικό Τείχος, επέζησαν. Τα
αρχιτεκτονικά μέλη από τον Ναό του Ηρώδη κι από την πόλη υπάρχουν παντού στην
Ιερουσαλήμ, καθώς τα χρησιμοποίησαν ξανά και ξανά όλοι οι κατακτητές και οι
χτίστες της Ιερουσαλήμ, από τους Ρωμαίους έως τους Άραβες, από τους
σταυροφόρους έως τους Οθωμανούς, για πάνω από χίλια χρόνια μετά.
Κανένας
δεν ξέρει πόσοι άνθρωποι πέθαναν στην Ιερουσαλήμ, και οι αρχαίοι ιστορικοί δεν
είναι ποτέ σχολαστικοί με τους αριθμούς. Ο Τάκιτος λέει ότι υπήρχαν 600.000
στην πολιορκημένη πόλη, ενώ ο Ιώσηπος ισχυρίζεται ότι ήταν πάνω από ένα εκατομμύριο.
Όποιος κι αν είναι ο πραγματικός αριθμός, ήταν μεγάλος, κι όλοι αυτοί οι
άνθρωποι πέθαναν από την πείνα, σκοτώθηκαν ή πουλήθηκαν σκλάβοι
0
Τίτος ξεκίνησε έναν μακάβριο γύρο θριάμβου. Η ερωμένη του Βερενίκη και ο
αδελφός της ο βασιλιάς τον φιλοξένησαν στην πρωτεύουσά τους, την Καισάρεια του
Φιλίππου, στα σημερινά Υψίπεδα του Γκολάν. Εκεί παρακολούθησε χιλιάδες Εβραίους
αιχμαλώτους να πολεμούν ο ένας με τον άλλο -και με άγρια θηρία- μέχρι θανάτου.
Μερικές μέρες αργότερα είδε να σκοτώνονται άλλες 2.500 στην αρένα της
Καισαρείας της Παραλίου, ενώ πολλοί ακόμα σφάχτηκαν στη Βηρυτό προτού ο Τίτος
επιστρέψει στη Ρώμη για να γιορτάσει τον Θρίαμβό του.
Οι
λεγεώνες «ισοπέδωσαν την υπόλοιπη πόλη και γκρέμισαν τα τείχη της».
Ο Τίτος
άφησε μόνο τους πύργους του Φρουρίου του Ηρώδη «ως μνημείο της καλής του
τύχης». Εκεί η Δέκατη Λεγεώνα έστησε το αρχηγείο της. «Αυτό ήταν το τέλος στο
οποίο κατέληξε η Ιερουσαλήμ», έγραψε ο Ιώσηπος, «μια πόλη εξαιρετικής κατά τα
άλλα μεγαλοπρέπειας και φημισμένη σε ολόκληρη την ανθρωπότητα».
Η
Ιερουσαλήμ είχε καταστραφεί ολοσχερώς έξι αιώνες νωρίτερα από τον
Ναβουχοδονόσορα, βασιλιά της Βαβυλώνας. Μέσα σε πενήντα χρόνια από την πρώτη
εκείνη καταστροφή, ο Ναός ξαναχτίστηκε και οι Εβραίοι επέστρεψαν. Αυτή τη φορά
όμως, μετά το 70 μ.Χ., ο Ναός δεν ξαναχτίστηκε ποτέ - και, με εξαίρεση μερικά
σύντομα διαλείμματα, οι Εβραίοι δεν θα κυβερνούσαν ποτέ ξανά την Ιερουσαλήμ για
σχεδόν δύο χιλιάδες χρόνια. Ωστόσο, στις στάχτες της συμφοράς αυτής υπήρχαν οι
σπόροι όχι μόνο του σύγχρονου ιουδαϊσμού, αλλά και της ιερότητας της Ιερουσαλήμ
για τη χριστιανοσύνη και για το ισλάμ.
Στα
πρώτα στάδια της πολιορκίας, σύμφωνα μ’ έναν πολύ μεταγενέστερο ραβινικό μύθο,
ο Γιοχανάν μπεν Ζακάι, ένας σεβαστός ραβίνος, είχε διατάξει τους μαθητές του να
τον βγάλουν από την καταδικασμένη πόλη μέσα σ’ ένα φέρετρο, μια αλληγορία για
την ίδρυση ενός νέου ιουδαϊσμού! που δεν θα βασιζόταν πια στη θυσιαστική
λατρεία στον Ναό.
Οι
Εβραίοι, που συνέχισαν να ζουν στην ύπαιθρο της Ιουδαίας και της Γαλιλαίας,
καθώς και σε μεγάλες κοινότητες σε ολόκληρη τη Ρωμαϊκή και την Περσική
Αυτοκρατορία, θρηνούσαν τον χαμό της Ιερουσαλήμ κι τιμούσαν την πόλη για πάντα
μετά. Η Βίβλος και η προφορική παράδοση αντικατέστησαν τον Ναό, έλεγαν όμως ότι
η Θεία Πρόνοια περίμενε τριάμισι χρόνια στο Όρος των Ελαιών για να δει αν θα
ξαναχτιζόταν ο Ναός - προτού αναληφθεί στους ουρανούς. Η καταστροφή είχε επίσης
αποφασιστικές συνέπειες για τους χριστιανούς.
Η
μικρή χριστιανική κοινότητα της Ιερουσαλήμ, υπό την ηγεσία του Σίμωνα, του
εξαδέλφου του Ιησού, είχε διαφύγει από την πόλη προτού την αποκλείσουν οι
Ρωμαίοι. Παρότι υπήρχαν πολλοί μη Ιουδαίοι χριστιανοί που ζούσαν σε όλο τον
ρωμαϊκό κόσμο, αυτοί οι Ιεροσολυμίτες παρέμειναν μια εβραϊκή αίρεση που
προσευχόταν στον Ναό. Τώρα όμως ο Ναός είχε καταστραφεί και οι χριστιανοί
πίστευαν ότι οι Εβραίοι είχαν χάσει την εύνοια του Θεού: οι οπαδοί του Ιησού αποσπάστηκαν
οριστικά από τη μητρική πίστη, ισχυριζόμενοι ότι ήταν οι δικαιωματικοί
κληρονόμοι της ιουδαϊκής κληρονομιάς. Οι χριστιανοί οραματίζονταν μια νέα,
ουράνια Ιερουσαλήμ, όχι μια τσακισμένη εβραϊκή πόλη. Τα πρώτα ευαγγέλια, που
κατά πάσα πιθανότητα γράφτηκαν αμέσως μετά την καταστροφή, περιέγραφαν πώς ο
Ιησούς είχε προφητέψει την πολιορκία της πόλης: «ότε δε ίδητε την Ιερουσαλήμ
περικυκλουμένην υπό στρατοπέδων»• και την κα-τεδάφιση του Ναού: «δεν θέλει αφεθή
εδώ λίθος επί λίθον». Το κατεστραμμένο Ιερό και η πτώση των Εβραίων ήταν
απόδειξη της νέας αποκάλυψης.
Στη δεκαετία του 620, όταν ο Μωάμεθ ίδρυσε τη νέα
του θρησκεία, πρώτα υιοθέτησε εβραϊκές παραδόσεις• προσευχόταν στραμμένος προς
την Ιερουσαλήμ, σεβόταν τους Εβραίους προφήτες• επειδή και γι’ αυτόν η
καταστροφή του Ναού αποδείκνυε ότι ο Θεός είχε αποσύρει την ευλογία του από
τους Εβραίους και την είχε δώσει στο ισλάμ.
Είναι
ειρωνικό ότι η απόφαση του Τίτου να καταστρέψει την Ιερουσαλήμ βοήθησε στο να
γίνει η πόλη κέντρο ιερότητας για τους άλλους δύο Λαούς της Βίβλου. Από την
αρχή, η αγιοσύνη της Ιερουσαλήμ δεν εξελίχθηκε απλώς, αλλά προωθήθηκε από τις
αποφάσεις μερικών ανδρών. Γύρω στο 1000 π.Χ., χίλια χρόνια πριν από τον Τίτο, ο
πρώτος από τους άνδρες αυτούς κατέλαβε την Ιερουσαλήμ: ο βασιλιάς Δαβίδ.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ Η ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΣΑΙΜΟΝ ΣΙΜΠΑΓΚ ΜΟΝΤΕΦΙΟΡΕ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΩΚΕΑΝΙΔΑ,
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σας ευχαριστούμε.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.