Κυριακή 14 Δεκεμβρίου 2014

ΜΟΝΑΧΗΣ ΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΜΕΓΑΛΟΣΧΗΜΟΥ. ΤΗΝΟΣ ΣΥΡΟΣ 1





ΤΗΝΟΣ -ΣΥΡΟΣ

Σήμερα είναι μία ήμερα ηλιόλουστη μ’ ένα καταγάλανο ουρανό. Αν και είναι Μάρτιος όλα λάμπουν κάτω από τις ευλογημένες ακτίνες ενός ευλογημένου ηλίου. Τά μικρά λουλουδάκια στολισμένα, λόγω της εποχής, ξεπρόβαλαν χαρούμενα και ευτυχισμένα θαρρείς τά κεφαλάκια τους τά πολύχρωμα με τά πανέμορφα πέταλά τους και απολαμβάνουν κι αυτά την ομορφιά της ζωής, την χαρούμενη και ζεστή αυτή άνοιξη, θαρρείς της χαμογελούν, την ευχαριστούν που μπορούν κι αυτά να χαίρονται την ομορφιά της φύσης που στολίζουν τά υπέροχα παρτέρια στον κήπο. Έδώ και οι  υπέροχες αζαλέες καμαρώνουν λες και αυτές την ομορφιά του Δημιουργού πού τούς χάρισε αυτές τις χαρές και μπορούν να παρουσιάζουν την ομορφιά τους στη φύση και σέ όλους πού τις καμαρώνουν. Νάτες και οι υπέροχες τριανταφυλλιές ξεπροβάλουν κι αυτές, άλλες μπουμπουκιασμένες και άλλες με ανοιγμένα τά πέταλά τους και τά κατακόκκινα, τά λευκά σα να χαμογελούν τόσο όμορφα και να λέμε «ώ τί ομορφιά είναι αυτή;».


 Ποιος σάς έντυσε τόσο ωραία και στολισμένες μοναδικά με την υψηλή τέχνη τού Δημιουργού - στολίδια πανέμορφα στη φύση από το Θεό με την υψηλή και μοναδική του τέχνη πού κι Εκείνος τά καμαρώνει από ψηλά και τά εύλογή όλα με την απερίγραπτη Αγάπη του. ’Ά, να και οι γλάροι  τρέχουν, φωνάζουν, απολαμβάνουν την ομορφιά της ζωής πετώντας πάνω από την καταγάλανη Ελληνική μας θάλασσα, κυνηγιούνται και κάπου κάπου αρπάζουν και κάποιο ψαράκι που σπαρταράει στο ράμφος τους και αυτοί συνεχίζουν να κολυμπούν και να τρέχουν μακριά στον ορίζοντα και να χάνονται.


 Ώ, ευτυχισμένα πλάσματα του Θεού, πόσο σάς ζηλεύω έτσι πού διασχίζετε τούς αιθέρες με τις μεγάλες και δυνατές σας φτερούγες. Θά’θελα να μπορούσα κι εγώ να πετάξω μακριά, όπως εσείς, πάνω από τις θάλασσες και τούς ωκεανούς, να ταξιδεύω ατελείωτα, ευτυχισμένη, δίχως βάρος, δίχως θλίψεις, δίχως πόνο, όμως θ’ απολαμβάνω εσάς και θα νομίζω πώς   βρίσκομαι κι εγώ κοντά σας και πώς πετώ μαζί σας νοερά, ευτυχισμένα πλάσματα, ευτυχισμένοι γλάροι.
’Ά, να έρχονται και οι βαρκούλες, λες στη σειρά με τά πανιά τους τά κατάλευκα και αρμενίζουν σέ μία χρυσαφένια θάλασσα ήρεμη, πού λες «Θεέ μου, σ’ ευχαριστώ πού μ’ έπλασες και βλέπω τόσες ομορφιές της ζωής πού με κάνουν να ριγώ από την απέραντη ομορφιά τού μεγαλείου σου Κύριε». Όλη τη νύχτα θα ψαρεύουν και ίσως ό πλάστης τούς δώσει τις χαρές τών κόπων τους και επιστρέψουν με καλή ψαριά όπως λένε, κι ευτυχισμένοι από την ευλογία πού τούς χάρισε ό Πανάγαθος Θεός. 



Αυτοί πού κοπιάζουν πρέπει ν’ απολαμβάνουν και τ’ αγαθά τών κόπων τους και Ίσως τη νύχτα, την ώρα τού ψαρέματος ν’ αξιωθούν να δουν και κάποιον πού περπατάει στη θάλασσα και να τους ευλογεί όπως πριν χρόνια στη θάλασσα της Γαλιλαίας με την ομορφιά της θεότητός Του και της μοναδικής Του αγάπης για όλους τούς ανθρώπους Του επί της γης - και Ίσως ακούσουν με τη θεϊκή φωνή Του να τούς λέει «Δεύτε προς με πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι κάγώ άναπαύσω υμάς». Τί ονειρεμένη νύχτα θεϊκή, άλήθεια θα ήταν αυτή, άλήθεια το μυαλό μας πηγαίνει πριν χρόνια εκεί σε φτωχούς ψαράδες πού όλη τη νύχτα ψάρευαν και τίποτα δεν κατάφεραν να ψαρέψουν, μία νύχτα δύσκολη φτωχική για τον Πέτρο, τον Ιωάννη, τον Ανδρέα και τούς άλλους στη θάλασσα της Γαλιλαίας πόνος, κόπος, φτώχεια, ατυχία, ξενύχτι άσκοπο στο κρύο, στη θάλασσα την αγριεμένη με τά κύματά της πελώρια πού μόνο απελπισία φέρνει σέ εκείνους πού ξενυχτούν και περιμένουν όσο και αν σκίζονται τά δίχτυα τους από τη φουρτούνα πώς Ίσως κάποια στιγμή κάτι βρεθεί στα ξεσκισμένα και θαλασσοδαρμένα δίχτυα τους. Όμως τίποτα δεν ψάρεψαν, τίποτα δεν έφερε στο καΐκι μαζί τους στο γυρισμό. Τίποτα; Μήπως αυτή ή νύχτα με το ξημέρωμά της ήταν το ωραιότερο ξημέρωμα; Βρεγμένοι δυστυχισμένοι θέλουν να φύγουν να πάνε στο φτωχικό τους σπίτι με την ατυχία τους με τά ξεσκισμένα τους δίχτυα και μή έχοντας τίποτα πιάσει για την οικογένειά τους. Έ, αυτά έχει ή θάλασσα, πότε πλούτος και πότε φτώχεια, κι όΠέτρος κουρασμένος όπως, όλοι, αλλά και θυμωμένος βιάζεται να φύγει - όμως θα μπορέσει να φύγει; 


Κάποιος βρίσκεται στην παραλία και τους περιμένει ατάραχος, γαλήνιος και χαμογελαστός. ’Έλα Πέτρο να γνωρίσεις τον Κύριο του λέγει ό Ανδρέας. Δεν θέλει κανένα να γνωρίσει αυτή την ώρα ό Πέτρος και ό Κύριος τους είχε ψημένα ψάρια να φάνε. Τον πλησιάζει κι εκείνος τά χάνει - αυτά τά μάτια τον καθήλωσαν, άλλαξαν την γνώμη του σκληρού και πονεμένου αυτού ανδρός, όμως ήταν γυμνός από τη μέση κι επάνω και γρήγορα φόρεσε τον επενδυτή του. Κατεβάζει το βλέμμα του και από άγριο γίνεται γλυκό, απαλό μπρός τον Ιησού Χριστό που τούς λέει: «Όλοι να μπουν στα καΐκια ξανά και ν’ ανοιχτούν πάλι στη θάλασσα» - και αυτό κάνουν και έγινε το θαύμα.


 Ή θάλασσα γέμισε ψάρια μεγάλα, τόσα πολλά που δεν μπορούσαν να τά βγάλουν έξω. Τί χαρά ήταν αυτή; Πού πήγε ό προηγούμενος κόπος, ή προηγούμενη ατυχία, ή θλίψη, ή απελπισία; Πέρασαν, χάθηκαν με την παρουσία Εκείνου πού ξέρει να δίνει χαρά, Αγάπη, ζωή, ευτυχία με την παρουσία Του - πού κανένας πόνος δεν υπάρχει μπροστά Του, πού στο πέρασμά Του και μόνο φεύγει ό πόνος, γιατρεύεται ό πονεμένος και περπατάει ό καθηλωμένος στο κρεβάτι τού πόνου - πού οι άγγελοι τον προσκυνούν και τον δοξάζουν κι εκείνος ψάχνει για το χαμένο Του πρόβατο πού έφυγε από κοντά του μή χαθεί στη ζωή αυτή, πού προσφέρει απελπισία και πόνο μακριά από τον Ιησού στον καθένα άνθρωπο επί της γης, ή απομάκρυνση από τον Θεό. Κι ό Πέτρος τώρα τον προσκαλεί και στο φτωχικό του σπίτι - αυτό ήταν για τον Πέτρο ή σωτηρία του, ή ευτυχία του και ή μεγάλη του αγάπη στον Κύριο, πού τον λάτρεψε πραγματικά και ολοκληρωτικά.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΥΔΩΡ ΕΚ ΠΕΤΡΑΣ. ΜΟΝΑΧΗΣ ΕΚ ΠΕΤΡΑΣ. ΔΟΚΙΜΙΟ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΣ ΠΕΡΙΣΥΛΛΟΓΗΣ. ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΑΓΙΟΥ ΠΑΥΛΟΥ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σας ευχαριστούμε.

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.