Η ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΗ ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΤΟΥ ΟΛΕΓΚ ΒΟΛΚΩΦ ΣΤΟ ΣΤΡΑΤΟΠΕΔΟ
ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗΣ ΣΤΟ ΝΗΣΙ ΣΟΛΟΦΣΚΙ
Ζούσαμε τρία άτομα σ’ ένα κελί. Το κελί μας ήταν στο
δεύτερο πάτωμα τού κτιρίου πού κτίστηκε το 18ο αιώνα. Μια διπλή πόρτα μάς
χώριζε από το διάδρομο. Οι τοίχοι χοντροί, μ’ ένα μικρό παραθυράκι. Ή ησυχία
ήταν πλήρης, κανένας θόρυβος δεν έμπαινε μέσα. Νομίζω ότι καί οι μοναχοί πού ζούσαν
εδώ παλιότερα, ισα ισα πού άκουγαν τήν καμπάνα του μοναστηριού. Εδώ οι μοναχοί
μπορούσαν να αυτοσυγκεντρώνονται, να είναι βυθισμένοι στις προσευχές, να ζουν
τήν ξενιτειά καί να περιμένουν το μακάριο θάνατό τους.
Σέ παρόμοια κελιά ζούσαν οι άγιοι πατέρες μας: Ιλαρίων,
Σέργιος, Πέτρος, Φίλιππος, Ερμογένης. Εδώ έγραφαν τις επιστολές τους, τις
ομιλίες τους, τά κείμενά τους. Όχι, όλ’ αυτά γύρω δεν είναι βουβά, όλα μιλούν.
Ήμασταν τόσο απομονωμένοι, πού κι εμείς οι καινούργιοι
κάτοικοι τού κελιού μπορούσαμε κατά κάποιο τρόπο να ξεχάσουμε ότι δίπλα ήταν ή
κυψέλη του ναού, ότι δίπλα ήταν χιλιάδες φωνές, δίπλα πηγαινοέρχονταν άνθρωποι
πού τούς έφεραν απ’ όλα τά μέρη τής χώρας.
Όπως ανέφερα στο κελί ήμασταν τρεις. Ένας λογιστής,
κάποιος παλιός τραπεζικός υπάλληλος από το Κίεβο, πού κατά λάθος τον θεώρησαν αξιωματικό
τού τσαρικού στρατού. Δεν σκεφτόταν γιατί καί πώς τον έστειλαν για τρία χρόνια,
όπως κι εμένα, στο στρατόπεδο. Δούλευε στα γραφεία του στρατοπέδου με τούς αριθμούς
του καί με τούς λογαριασμούς του. Είχε άδεια να πηγαίνει στην τραπεζαρία τών
γραφείων του στρατοπέδου καί να μένει εκεί. Γιατί να στενοχωριόταν; Τί να
περίμενε; Πολύ λίγα πράγματα θυμάμαι γι’ αυτό τον άνθρωπο. Τον άλλο όμως
γείτονα τον θυμάμαι πάρα πολύ καλά. Ήταν ένας κλασικός Ρώσος ιερέας, ό π.
Μιχαήλ, καλόκαρδος, λίγο παχουλός, κοντούλης καί με ανοιχτή καρδιά. Είχε μικρά
γένια καί τρυφερά χοντρά χεράκια. Μόλις άνοιγε τήν πόρτα του κελιού, έλεγε:
- Λοιπόν,
τί κάνετε; Τί καλό ακούσαμε;
Έπρεπε οπωσδήποτε να είχαμε κάτι καλό. Καί ούτε τά
δέκα χρόνια στρατοπέδου -τόσα ήταν ή ποινή του παππούλη- ούτε οι δοκιμασίες τής
ζωής ξέμαθαν τον πατέρα Μιχαήλ από το να χαίρεται τη ζωή. Καί αυτή τήν
καλόκαρδη διάθεση να βλέπει παντού το καλό, τήν μετέδιδε στον πλησίον του.
Κοντά του ή ζωή πράγμα¬
τι μάς φαινόταν πιο φωτεινή. Δεν μάς δίδασκε
τίποτα, δεν μάς μάθαινε τίποτα, απλώς είχε τον τρόπο να διώχνει απότομα καί
γρήγορα την απογοήτευση από τον άνθρωπο, είτε με κάποιον παρηγορητικό λόγο είτε
με κάποιο αστείο.
Μάς έλεγε ότι δεν τον πλήγωνε ή κατάσταση στην οποία
βρισκόταν καί ευχαριστούσε τον Θεό πού τον είχε φέρει εκεί, στη Μονή Σολοφκύ.
Καί δεν έλεγε ψέματα. Εκεί ήταν οι τάφοι
χιλιάδων καί χιλιάδων μακαρίων ασκητών
καί όσιων ανθρώπων καί μπορούσε να
προσεύχεται εδώ στις εικόνες πού ήταν ζωγραφισμένες στους τοίχους τής μονής, σ’ αυτές τις εικόνες πού
προσεύχονταν μεγάλοι ασκητές καί άγιοι.
Ή πίστη αυτού τού μορφωμένου θεολόγου ακαδημαϊκού ήταν τόσο παιδική καί τόσο καθαρή.
Πίστευε με όλη του τήν καρδιά, με όλο το είναι του, αυθόρμητα. Από τήν καθημερινή επικοινωνία μας κατέληξα στο συμπέρασμα πώς
ήταν άνθρωπος πραγματικά μεγάλος καί σοφός. Αυτό μπορούσες να το
διαπιστώσεις καί να το συμπεράνεις από τον
τρόπο ζωής καί συμπεριφοράς του, από το
πώς μπορούσε να παρέμβει σέ κάποια υπόθεση ή με ποιόν τρόπο μπορούσε να καταλάβει τις ανάγκες τού
άλλου ανθρώπου. Μπορούσες να καταλάβεις
ότι είχε μία σπάνια καλοσύνη, μια καλή καρδιά, μια καλή ψυχή καί συνάμα πολύ
μυαλό, εξυπνάδα καί χιούμορ στις συζητήσεις.
Όλους σχεδόν τούς κληρικούς στο στρατόπεδο Σολοφκύ
τούς έβαζαν να φυλάνε κάποια κτίρια. Ό π. Μιχαήλ Μιτρότσκι όμως δούλευε σέ
κάποιο γραφείο τής διεύθυνσης τού στρατοπέδου. Στη δουλειά του πήγαινε μ’ ένα
σακάκι αξιωματικού καί μπότες. Το βράδυ φορούσε το ράσο του, ένα σκούφο καί
έβγαινε έξω από το μοναστήρι. Στο νεκροταφείο υπήρχε ένα παρεκκλήσιο αφιερωμένο
στον άγιο Ονούφριο κι εκεί μαζεύονταν οι λίγοι μοναχοί πού έμεναν σκορπισμένοι στο
νησί, από τότε πού έκλεισαν το μοναστήρι τους. Το 1928 ακόμη δεν ήταν τόσο αυστηρά
τά πράγματα καί στους κρατούμενους, κληρικούς καί λαϊκούς, επέτρεπαν να τελούν
καί να συμμετέχουν στις ακολουθίες. Οι ορθόδοξοι είχαν το ναό τού νεκροταφείου.
Οι πιστοί άλλων δογμάτων πήγαιναν σέ κάποια άλλα
παρεκκλήσια πού ήταν σκορπισμένα γύρω από τη μονή. Το βράδυ έκλειναν τά
γραφεία, σταματούσαν οι εργασίες καί έλεγες πώς ή ζωή στο στρατόπεδο νέκρωνε.
Καί ήταν πολύ παράξενο να βλέπεις αυτή τήν ώρα
στο δρόμο έξω από το μοναστήρι κάποιους να
περπατούν με τά ράσα καί τά σκουφιά, ακόμη καί με τις ράβδους στο χέρι -αυτοί
ήταν επίσκοποι καί να κατευθύνονται στην εκκλησία. Από μακριά δεν μπορούσες να
καταλάβεις ότι όλοι αυτοί, κληρικοί καί λαϊκοί, ήταν κρατούμενοι πού κατευθύνονταν
στην εκκλησία- χτυπούσε καί ή καμπάνα τού κοιμητηρίου.
Ό ήλιος τού Βορρά έστελνε τις τελευταίες ακτίνες
πού έλαμπαν καί καθρεπτίζονταν στην επιφάνεια τής λίμνης. Καί μπορούσε εύκολα να
φανταστεί κανείς πώς εκείνα τά χρόνια ή μοναστηριακή ζωή κυλούσε ήσυχα καί
κανονικά σ’ αυτά τά μέρη. Όποτε περπατούσαμε μαζί με τον π. Μιχαήλ μού έδειχνε με
σιγανή φωνή κάποιους επισκόπους πού μάς προσπερνούσαν.
- Αυτός
είναι ό Αρχιεπίσκοπος Πέτρος τού Βορονέζ. Εκείνος είναι ό επίσκοπος Βίκτωρ τής
Βιάτκα. Αυτός είναι ό Αρχιεπίσκοπος Ιλαρίων τής Τούλα καί Σέρπουχωφ.
Τότε στο στρατόπεδο Σολοφκύ βρίσκονταν περίπου
είκοσι επίσκοποι καί εκατοντάδες ιερείς, διάκονοι καί ηγούμενοι των μοναστηριών
πού είχαν κλείσει σ’ όλη τη Ρωσία.
- Πιστεύω,
μού έλεγε ό π. Μιχαήλ, ότι ήρθε ό καιρός για τη Ρωσική Εκκλησία να αναδείξει
ομολογητές. Μέσω των ομολογητών θα καθαριστεί καί θα δοξαστεί. Έτσι επέτρεψε ή
πρόνοια τού Θεού. Γι` αυτό μάς έστειλε τις δοκιμασίες, για να δυναμώσει ή
πίστη. Οι αδύνατοι καί ολιγόπιστοι θα φύγουν, αλλά αυτοί πού θα μείνουν θα
είναι το στήριγμα, ή βάση, αυτήν πού αποτελούσαν οι μάρτυρες των πρώτων
χριστιανικών χρόνων. Καί για μάς ακόμη αυτοί είναι το στήριγμα. Καί σεις, καλέ
μου, ό ολιγόπιστος διανοούμενος τής Πετρούπολης, όταν θα πηγαίνετε στις ακολουθίες
έδώ στο στρατόπεδο, θα καταλάβετε με τήν καρδιά σας τήν πίστη καί θα τη δεχθείτε.
Ή πίστη μας είναι έδώ, στον ίδιο αέρα αυτού τού τόπου καί όταν έχεις αυτή τήν
πίστη, όλα είναι τόσο εύκολα καί ποτέ δεν φοβάσαι τίποτα. Ούτε καί τήν αναμμένη
«επταπλασίως» κάμινο τής Παλαιά Διαθήκης, όπου έριξαν τούς τρεις παίδες.
Τις ακολουθίες στο παρεκκλήσι τού Αγίου Ονούφριου, τις
τελούσαν πολλές φορές αρκετοί επίσκοποι, ιερείς, διάκονοι, μαζί, όρθιοι μπροστά
στο ιερό. Άναβαν τά κεριά, έλαμπαν τά άμφια. Είχαμε καί χορωδία καταπληκτική,
γιατί συμμετείχαν ηθοποιοί, επαγγελματίες τραγουδιστές. Θεέ μου, τί ακολουθίες
ήταν αυτές; Με μεγαλοπρέπεια, με τόση λαμπρότητα! Όλοι όσοι βρισκόμασταν τότε ο
εκκλησία, τη θεωρούσαμε καταφύγιό μας, σαν φρούριο περιτριγυρισμένο από τούς
εχθρούς. Σέ οποιαδήποτε ώρα μπορούσαν να ανοίξουν τήν πόρτα καί να μπουν μέσα οι
εχθροί, όπως επτά αιώνες μπήκαν μέσα οι Τάταροι στο ναό τής Κοιμήσεως τής Θεοτόκου
Βλαντιμίρ.
Αριστερά από τον άμβωνα, στην ίδια πάντα θέση καί
παντί όρθιος, στεκόταν ένας μεγαλόσχημος ασκητής μοναχός. Ήταν συνεχώς με
κατεβασμένο χαμηλά το κεφάλι- δεν μιλούσε με κανένα, δέ' κοίταζε γύρω του
καθόλου, ήταν αφοσιωμένος ολοκληρωτικά στην προσευχή. Για πολλά πολλά χρόνια
εφάρμοζε κανόνα σιωπής. Είχε τάξει στον Θεό να μή μιλήσει με κανέναν καί ή
τροφή του ήταν νερό καί ξερό ψωμί. Ναι, ήταν γι’ αυτόν χρόνια σιωπής καί
προσευχής. Δεν μπόρεσε να μείνει απομονωμένος γιατί το κελί του καί των άλλων
μοναχών, μετατράπηκαν σέ θαλάμους κρατούμενο Τον έβλεπα καί σκεπτόμουν: τί
άραγε νομίζει ό άνθρωπος για ολ’ αυτά πού γίνονται γύρω του; Δεν αναστατώθηκε καθόλου
ό εσωτερικός του κόσμος απ’ αυτά τά
γεγονότα πού γινανε στη Ρωσία καί απ’ τήν καταστροφή τής Ρωσίας; ’Ή γι’ αυτόν δεν είχαν καμιά σημασία, όπως δεν έχουν καμιά
σημασία για την κορυφή του βουνού όλα αυτά πού γίνονται κάτω στην πεδιάδα.
Αυτός βρισκόταν στην κορυφή καί μιλούσε με
τον ουρανό. Τί σκεφτόταν για τη γη άραγε;
Ακόμη, θυμάμαι ένα μοναχό με μάτια πού λες έβλεπαν
και δεν έβλεπαν όλους εμάς πού ήμασταν στο ναό. Ό μοναχός αυτός είχε ένα πρόσωπο, πού έμοιαζε στις αρχαίες ρωσικές
εικόνες της σχολής τού Νοβγκόροντ-
πρόσωπο λεπτό, με μία έντονη πνευματικότητα με βλέμμα γεμάτο πίστη.
Παρακολουθούσε τις ακολουθίες αυστηρά, για
να μην αλλάξει τίποτα από το τυπικό τών ακολουθιών τού μοναστηριού. Δεν επέτρεπε
στο χοράρχη να ψέλνει ευρωπαϊκά, αλλά βυζαντινά. Καί οι διάκοι, οι περίφημοι
διάκοι τής πρωτεύουσας, μπροστά του δεν τολμούσαν να ψάλουν ευρωπαϊκά Έλεγαν ότι
αυτός ό μοναχός ήταν απλός αγρότης από τήν πόλη Βιατκα ήλθε σαν απλός
προσκυνητής στο μοναστήρι για να ένα μήνα καί τελικά έμεινε καί ζούσε εκεί ήδη
πενήντα χρόνια. Ο
γνωστός ζωγράφος Σοΰρικωφ θα τον ζωγράφιζε στον
τύπο του Ρώσου, πού βλέπει σέ κάδε καινούργιο πράγμα πάντοτε κακό. Πράγματι,
νομίζω ότι όλοι εμείς ήμασταν γι’ αυτόν ξένοι, πού φέραμε τήν καταστροφή στη
μονή του.
Στην εκκλησία ήταν πολύς ό κόσμος. Έλαμπαν τά
κεράκια. Οι δεήσεις, οι προσευχές, οι ψαλμωδίες τών χιλιάδων χρόνων, τά άμφια
καί όλα όσα βλέπω γύρω μου είναι κληρονομιά τού Βυζαντίου. Ποιός ξέρει μήπως
φορούσε το ’ίδιο πετραχήλι ό Φίλιππος Κόλιτσεφ, αυτός ό γνωστός ηγούμενος τής
μονής Σολοφκύ καί μετέπειτα Μητροπολίτης Μόσχας καί πασών τών Ρωσιών, τον όποιο
σκότωσε ό οπαδός τοΰ Ιβάν τού Τρομερού, ό Μαλιούτας Σκουράτωφ, στη Μονή Οτρότσι
στην πόλη Τβέρ. Είναι ή συνέχεια αυτή; Είναι τά Ίχνη τής αιώνιας αλήθειας;
Πράγματι, ποιά μοίρα έφερε εδώ αυτή τη στιγμή τόσους ορθοδόξους αρχιερείς καί
ιερείς, σ’ αυτήν τη μονή κτισμένη από άγριες πέτρες του Βορρά; Μήπως σ’ αυτή
τήν αρχαία ιστορική μονή θα λάμψει, όπως καί παλιά, καινούργιο φώς καί μήπως θα
δοξαστεί ξανά για αιώνες;
Αυτές οι σκέψεις τριγύριζαν στο μυαλό μου- πίστευα
καί αμφέβαλλα ταυτόχρονα. Θα ήταν καλό, πολύ καλό ν’ αποκτούσα λίγη πίστη σ’ αυτή
τη δύσκολη ζωή. Ναι, ή Ρωσία έζησε καί κρατήθηκε μόνο καί μόνο επειδή είχε
δυνατή πίστη. Τώρα ό χείμαρρος τής επανάστασης έχει γκρεμίσει τά πάντα, έχει
κάψει τήν παλιά Ρωσία, μόνον ή Εκκλησία έμεινε. Κι εμείς πιστεύουμε πώς ή
Εκκλησία μπορεί, σαν ένα καλό καί γερό δέντρο, σαν δρυς, ν’ αντέξει στις οποιεσδήποτε
δοκιμασίες.
Οι ψαλμωδίες σταμάτησαν. Ή φωνή ενός γέροντα μάς
καλούσε να προσευχηθούμε για τούς κρατουμένους. Κάδε φορά πού άκουγα αυτά τά
λόγια, δάκρυζα. Ναι, για μάς ακριβώς προσευχόταν ή εκκλησία, για μάς πού
ήμασταν κρατούμενοι καί γύρω γύρω μας είναι παγωμένη ή Λευκή θάλασσα. «Δεύτε προς
με πάντες οι κοπιώντες καί πεφορτισμένοι, κάγώ άναπαύσω υμάς...» Αυτά τά λόγια του
Χριστού μάς καλούσαν να έρθουμε στην κρυστάλλινη καί παντοδύναμη πηγή, πού
μπορούσε να μάς στηρίξει καί να μάς προστατέψει από τον κόσμο τής κακίας καί
τής βίας. Ήταν σύντομες στιγμές, στιγμές ηρεμίας καί χαράς. Έπειτα οι στιγμές αυτές
περνούσαν, άλλαζαν καί επιστρέφαμε στα ίδια. Μέσα στο σκοτεινό χώρο τής
εκκλησίας είδα κάποιον να πλησιάζει το Ευαγγέλιο. Ήταν ό Κουρίλο, ό υπεύθυνος
μεταφορών τών κρατουμένων. Έκανε το σταυρό του, προσκύνησε το Ευαγγέλιο καί τήν
εικόνα κι έφυγε...
Οι ακολουθίες κρατούσαν πολλές ώρες κι εμείς
βγαίναμε έξω από τήν εκκλησία όταν ήδη παντού είχε απλώσει το πέπλο της ή ήρεμη
καλοκαιρινή νύχτα τής Λευκής θάλασσας. Όλοι πάνω τους είχαν ένα παράξενο φώς. Οι
σταυροί έλαμπαν στο φώς καί έδιναν τον ίσκιο τους. Πάνω στους σταυρούς ήταν
γραμμένα τά ονόματα τών μοναχών πού κοιμήθηκαν έδώ. Οι μοναχοί πού ζούσαν ακόμη
πρόσεχαν τούς τάφους, είτε παλαιούς είτε καινούργιους. Καί κάδε φορά έγραφαν στους
σταυρούς τά ονόματα τών κεκοιμημένων. Θα μπορούσε κανείς να κάνει τρισάγιο στον
τάφο ενός μοναχού π.χ. του 16ου αιώνα. Αυτή ή συνέχεια μάς φαινόταν ακατανίκητη,
μάς δημιουργούσε αισθήματα δέους καί μάς συγκινούσε πολύ, δημιουργούσε όμως καί
αισθήματα φόβου. Φόβου για το μέλλον τής πατρίδας μου, για το μέλλον τού λαού
μου, πού έχανε τήν πίστη τών πατέρων του, ξεχνούσε τις παραδόσεις, τά ήθη καί
τά έθιμα. Γι’ αυτό φοβόμαστε, μήπως κοπεί ή συνέχεια, ή παράδοση.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΟΛΕΓΚ ΒΟΛΚΩΦ. ΜΙΑ ΧΟΥΦΤΑ ΣΤΑΧΤΗ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σας ευχαριστούμε.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.