Ό π. Ιάκωβος τρέπει εις φυγή τούς Ιταλούς
Τά τελευταία χρόνια ή δυστυχισμένη Ήπειρος δοκιμάστηκε
σκληρά. Σκληρότερα από κάθε άλλο μέρος τής Πατρίδος μας. Ό πόλεμος πέρασε από εκεί
με όλη του τήν αγριότητα. Δεν ήταν δυνατόν καί ό π. Ιάκωβος να μην υποστεί τις
συνέπειες του. Δοκιμάστηκε πρώτα από τούς Ιταλούς κατά τήν επάρατη Κατοχή. Ό
φτωχός π. Ιάκωβος είχε κατορθώσει να αποκτήσει ένα μουλαράκι. Το αγαπούσε πολύ,
διότι το είχε μεγαλώσει με κόπους αφ’ ενός καί αφ’ ετέρου, διότι τώρα εις τά
γεράματά του τοΰ ήταν χρησιμότατο καί απαραίτητο. Με αυτό έκαμνε τις εργασίες
εις το Μοναστηράκι του. Το δέ σπουδαιότερο, με αυτό μπορούσε να κατέρχεται στα
Ιωάννινα, πού απείχαν εννέα ώρες δρόμο, για να συναντά εκεί πνευματικούς αδελφούς
καί να συμπνευματίζεται.
Οι Ιταλοί δυστυχώς τοΰ το πήραν χωρίς φυσικά να τοΰ
δώσουν αποζημίωση. Συνήθως ή απώλεια τοΰ υποζυγίου αυτού εις τά ορεινά μέρη
στοιχίζει πολύ. Μερικοί κλαίνε τήν απώλεια τοΰ μουλαριού, το όποιο ζει ολόκληρη
τήν οικογένεια, περισσότερο από τήν απώλεια ενός παιδιού. Ό π. Ιάκωβος πού το αγαπούσε,
με αυτό, πού τοΰ έκαμαν, τοΰ έκοψαν τά πόδια.
Με το ζώο αυτό κατέβαινε στα Γιάννενα τακτικά,
σχεδόν κάθε Τετάρτη βράδυ. Τότε είχαν οι ευσεβείς τών Ιωαννίνων «συνάθροιση»
καί προσπαθούσε να παρευρίσκεται καί αυτός, καίτοι απείχε εννέα ώρες δρόμο. Πήγαινε
να ακούσει λόγο Θεού καί να ωφεληθεί ή ψυχή του. Τί ζήλος ήταν εκείνος! Τώρα
όμως ήταν υποχρεωμένος να κατεβαίνει με τά πόδια ό γέρων.
Εν τούτοις δεν στενοχωρήθηκε για τήν απώλεια του
ζώου. Στενοχωρήθηκε μόνο για τήν ψυχική του κατάσταση. «Ό Θεός μου το πήρε
είπε, διότι είχα προσκόλληση σ’ αυτό. Ή καρδιά δεν πρέπει να προσκολλάται σέ
τίποτε γήινο εδώ κάτω». Ό άνθρωπος ό πνευματικός εξετάζει τά πάντα πνευματικώς.
Αλλά αυτό πού τοΰ έκαμαν οι Ιταλοί, τοΰ το πλήρωσαν
ακριβά αργότερα. Διότι ό π. Ιάκωβος εις μία εξόρμηση τους τούς έτρεψε εις
επαίσχυντη φυγή.
Οι Ιταλοί είχαν πληροφορίες, ότι στο χωριό πήγαιναν
αντάρτες, τούς οποίους υπέθαλπαν οι κάτοικοι. Ξεκίνησαν λοιπόν ασυγκράτητοι καί
πήγαιναν να κάψουν το χωριό. Οι χωρικοί ευτυχώς το αντιλήφθησαν έγκαιρα καί
μηδενός εξαιρουμένου, μηδέ αυτών τών γενναίων (;) κομμουνιστών τοΰ ΕΛΛΑΣ, εγκατέλειψαν
το χωριό καί έφυγαν έντρομοι να σωθούν.
Ένας μόνον έμεινε: ό π. Ιάκωβος. Αυτός επ’ ούδενί
λόγω έστεργε να φύγει. Το να εγκατάλειψη τήν Εκκλησία, τον οίκο τοΰ Θεού, να
τήν κάψουν καί να ζητήσει αυτός να σώση το σαρκίο του, το θεώρησε αμάρτημα,
προδοσία, άρνηση τής πίστεώς του. «Όχι», είπε, «θα καθίσω έδώ μήπως τήν σώσω
τήν Εκκλησία. Ό Θεός είναι μεγάλος. ’Αν όμως δεν μπορέσω να τήν γλυτώσω, ας με
σκοτώσουν. Πάντως μέσα εις τήν Εκκλησία θα με σκοτώσουν».
Παρέμεινε, λοιπόν, μέσα εις τήν Εκκλησία καί τούς
περίμενε. Άναψε πολλά κεριά καί λαμπάδες. Άναψε όλα τά κανδήλια. Έκαψε πολύ μοσχολίβανο.
Μέσα δέ εις αυτή τήν ατμόσφαιρα τοΰ λιβανιού, αυτός προσευχόταν να φυλάξη ό
Θεός τήν Εκκλησία, να φυλάξη καί το χωριό καί να μην κάμουν οι εχθροί κακό.
Όταν ήλθε ή ώρα τοΰ Εσπερινού, αυτός, σαν να μην συνέβαινε τίποτε, κτύπησε τήν
καμπάνα για να έσπερίση, καθώς συνήθιζε πάντοτε καί άρχισε τον εσπερινό του.
Τήν καμπάνα όμως τήν άκουσαν οι Ιταλοί. Απείχαν
μόλις 2 έως 3 χιλιόμετρα. Τήν άκουσαν καί τούς έπιασε φόβος καί τρόμος. Πού να
φαντασθούν τί συνέβαινε εις τήν πραγματικότητα. Αυτοί φαντάσθησαν, ότι μέσα εις
το χωριό υπήρχε μεγάλη δύναμις. Νόμισαν ότι εύρέθησαν προ υπέρτερης δυνάμεως
Ελλήνων, οι όποιοι είχαν απόφαση να αντισταθούν καί να τούς τσακίσουν. Απόδειξη
ή καμπάνα. Νόμισαν ότι κτυπούσαν τήν καμπάνα, για να συγκεντρωθούν καί τούς
επιτεθούν το βράδυ εκείνο, μέσα στις άγριες χαράδρες καί να τούς πετσοκόψουν.
Γι’ αυτό το βάζουν στα πόδια καί τρέχουν πανικόβλητοι προς τά πίσω. Έφυγαν
«μηδενός διώκοντος». Έφυγαν καί δεν ξαναγύρισαν.
Ιδού πώς τούς έτρεψε εις φυγή καί σώθηκε αυτός καί
ολόκληρο το χωριό.
Μερικοί δεν μπορούν να εννοήσουν πώς ό χειροδύναμος
εκείνος κριτής τοΰ Ισραήλ ό Σαμψών κατόρθωσε, κρατώντας στα χέρια του μία
σιαγόνα όνου, να καταδίωξη καί να κατακόψει τούς Φιλισταίους. Άλλ’ ιδού! στις
ήμερες μας ένας γέρων καί αδύνατος ιερομόναχος κρατώντας μόνον το γλωσσίδι τής
καμπάνας κατορθώνει να τρέψει εις επαίσχυντη φυγή ολόκληρη Ιταλική φάλαγγα. Από
τον ίδιον Θεόν «οι άγιοι πάντες έγενήθησαν ισχυροί εν πολεμώ καί έκλιναν παρεμβολής
άλλοτρίων». Τώρα μπορούμε να εννοήσω- με εκείνο, πού λέγει ή Γραφή «εις (ένας) διώξετε
χιλίους καί δύο μετακινήσουσι μυριάδας».
Ή σωτηρία όμως τοΰ χωριού δυσαρέστησε τούς
κομμουνιστάς. Ναι! τούς δυσαρέστησε. Διότι αυτοί ήθελαν καί προκαλούσαν μάλιστα
τον εχθρό να καίει τά χωριά, όπως εις τά Καλάβρυτα καί άλλαχοΰ. Καί αυτό για να
επέρχεται ή εξαθλίωση καί πυκνώνονται οι ορδές τοΰ ΕΛΑΣ (τοΰ στρατού δηλ. τών
κομμουνιστών). Γι’ αυτό ό Γέροντας βρήκε κυριολεκτικώς τον μπελά του από
αυτούς, όταν επέστρεψαν εις το χωριό.
-Σύ, τοΰ λέγουν, για να μην τούς φοβηθείς καί φύγεις,
αλλά να καθίσεις εδώ, είσαι Έδεσίτης, είσαι με τον προδότη τον Ζέρβα, πού συνεργάζεται
με τον εχθρό. (Ό Ζέρβας ήταν εθνικιστής καί πολεμούσε γνήσια τούς Γερμανούς, χωρίς
υστεροβουλίες). Είσαι μαύρη αντίδραση. Είσαι Φασίστας.
-Εγώ, παιδιά μου, είμαι με τον Χριστό. Μ’ αυτόν να
πηγαίνετε καί σεις για να δούμε προκοπή.
-Άφησε τις κουτοπονηριές. Πες μας μονάχα ποιοι
είναι καλύτεροι, εμείς ή εκείνοι. (Οι αριστεροί δηλ. ή οι δεξιοί).
-Καί εσείς καί εκείνοι, φευγάτοι είσθε από τον Θεό.
Εγώ, ξέρετε, πώς σάς βλέπω; Σάς βλέπω καί τούς δύο σας σαν δύο σπίτια
χαλασμένα. Καί εκείνοι βέβαια χαλασμένοι είναι, αλλά τουλάχιστον έχουν θεμέλια.
Σεις δεν έχετε ούτε θέμελα.
Αυτό τούς εξαγρίωσε. Ένας μάλιστα κατέβασε από τον
ώμο του το όπλο του, έβαλε μια σφαίρα μέσα από τις αρμάθες, πού είχε στο στήθος
του καί λέγει στους άλλους: «Κάνετε στην μπάντα. Θα τον καθαρίσω». Καί θα τον καθάριζαν.
Ό Θεός όμως τον εφύλαξε. Έπενέβη ένας από αυτούς τούς ίδιους καί τον αναχαίτισε.
Έπιασε το όπλο από τήν κάνη καί τοΰ είπε: «Άφησε τον καί πάμε. Είναι κρίμα να χαλάσεις
σφαίρα γι’ αυτόν τον παλιογεροξεκούτη». Τον έπήρε καί έφυγαν. Τήν γλύτωσε φθηνά
ό π. Ιάκωβος. «Ό Θεός ας τον έχει καλά», έλεγε κατόπιν.
Ό υποτακτικός του, Ιερεύς Κων. Μπέλλος, γράφει
σχετικώς καί τά έξης σέ επιστολή του πού δημοσιεύτηκε στον «ΟΡΘΟΔΟΞΟ ΤΥΠΟ»:
-Ήταν ή εποχή τών πρώτων αντάρτικων ομάδων ΕΛΛΑΣ - ΕΔΕΣ. Οι νέοι τής Βίτσης εζήτησαν
τήν συμβουλή τοΰ γέροντος ποιους να άκολουθήσουν στον εθνικό αγώνα. Ό γέρων απήντησε:
«Παιδιά μου κανένας δεν είναι τοΰ Θεού. Οι μεν, -ύπονοών τούς Έλασίτας-, είναι
αντίχριστοι, άνθρωποι τοΰ Διαβόλου καί προσέχετε μή γελασθήτε καί τούς
άκολουθήσετε. Οι άλλοι, είναι τοΰ μαμωνά. Αλλά για να σωθείτε, να ακολουθήσετε
τούς δευτέρους». Καί οι νέοι άκουσαν τήν συμβουλή τοΰ γέροντος καί κατετάγησαν
σύσσωμοι, περί τούς 30, εις τά αντάρτικα τοΰ Ζέρβα. Όλοι τους επανήλθαν εις τις
οικογένειες τους σώοι, γλυτώσατε καί από το μίασμα τοΰ αναρχισμού. Χωρίς να βγει
από το κελί του, μή διαβάζοντας εφημερίδες, ούτε ξέροντας πρόσωπα καί πράγματα,
ό γέροντας Ιάκωβος γνώριζε με το φωτισμένο, από τον Θεό, μυαλό του, τούς σκοπούς
των αντάρτικων σωμάτων.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ.ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥ ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΥ ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΟΥ.
ΠΑΤΗΡ ΙΑΚΩΒΟΣ ΒΑΛΟΔΗΜΟΣ. ΈΝΑΣ ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΆΓΙΟΣ. 1870-1960
ΕΚΔΟΣΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σας ευχαριστούμε.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.