Βίος,
Θαυμαστά Γεγονότα καί Μαρτύριο των Μοναζουσών Μακρινής και Μακαρίας εν τη Ί.
Μονή Άρτοκωστάς
Ή
οσιότατη ηγούμενη τής Ιεράς Μονής Παναγίας Άρτοκωστάς, κατά κόσμο Θεοδώρα
Μαννιακούρα, τού Κωνσταντίνου καί τής Αναστασίας, γεννήθηκε στον Πύργο
Βαρθολομίου τοΰ νομού Ηλείας, το 1921.
Ανατράφηκε
εν παιδεία καί νουθεσία Κυρίου, σύμφωνα καί με τά λόγια τού Αποστόλου Παύλου,
μαζί με τά υπόλοιπα παιδιά τής οικογενείας της, τον Νικόλαο, τήν Διονυσία,
μετέπειτα μοναχή Νεκταρία, τήν Φλώρα, τον Χαρίλαο, τον Αλέξανδρο καί τήν Ελευθερία,
μετέπειτα μοναχή Μαρκέλλα. Σέ πολύ μικρή ηλικία, διακρίθηκε ή Θεοδώρα για το
ήθος καί τήν ευσέβεια της, καθώς ή φλόγα τού πόθου τής αφιερώσεως στον Θεό είχε
νωρίς ανάψει. Διέθετε επίσης διάφανη καθαρότητα νοός, στραμμένη στην ενθύμηση
του θείου προσώπου του λυτρωτή καί αρχηγού τής πίστεώς μας Ιησού Χριστού καί
τής μητέρας του, άειπαρθένου Μαρίας, αγωνιζόμενη τον καλόν αγώνα. Ανταποκρίθηκε
λοιπόν στο κάλεσμά Του για τήν αγιότητα του ανθρώπου, διότι είναι γεγραμμένον:
«Άγιοι γίνεσθε, διότι Εγώ είμαι Άγιος» (Α' Πέτρου 1, 15-16), καί αλλού: «διώκετε...
καί τον αγιασμόν, ού χωρίς ουδείς όψεται τον Κύριον» (Έβρ. 12, 14).
Έτσι,
έφτασε σέ μέτρα αγιότητας καί αρετών καί καταστολίστηκε με τη διόραση καί τήν
προόραση, με τήν υπακοή, τήν υπομονή στις θλίψεις καί τήν Αγάπη στον Θεό καί
τον άνθρωπο, πού στο πρόσωπό του, έβλεπε τον ίδιο τον Θεό, κατά το: «είδες τον
άδελφόν σου... είδες Κύριον τον Θεόν σου». Βίωνε καί έπραττε στη ζωή της, τήν
πιστή εφαρμογή τών κανόνων τής Εκκλησίας, ιδιαιτέρως τής νηστείας, αφού έχουμε
τήν εξακριβωμένη μαρτυρία, ότι νήστευε παιδιόθεν. (Από βρέφος, δεν θήλαζε τις ημέρες
νηστείας, Τετάρτη καί Παρασκευή).
Εργαζόμενη
ώς ράπτρια, για να μάθει όπως έλεγε να ράβει αργότερα τά ράσα καί τά άμφια στο
μοναστήρι, προσπαθεί, ενώ βρίσκεται ακόμη μέσα στον κόσμο, να έχει το νου της
συνεχώς στην αδιάλειπτη προσευχή στην Παναγία. Ή προστασία καί μέριμνα τής
Θεοτόκου για τήν ίδια, φάνηκε εξ άλλου καθαρά από νωρίς με τον εξής τρόπο:
Κάποτε, ό αντίδικος, βλέποντας τον θεάρεστο στόχο καί σκοπό τής ζωής της, έβαλε
έναν κακόβουλο να τήν πειράξει. Όμως, διά μέσου τής προσευχής της, αυτός
αισθανόταν μια αόρατη δύναμη πού τον εμπόδιζε να τήν πλησιάσει, γεγονός πού αποδείκνυε,
τη φρούρησή της από τήν Κυρία Θεοτόκο.
Ή
εποχή πού ζούσαν ήταν πολύ δύσκολη, λόγω ελλείψεως καί των απαραίτητων ακόμη στη
δημόσια υγεία, καθόσον είχε ξεσπάσει μία ε-πιδημική νόσος. Ή μητέρα της
Αναστασία, προσευχόμενη, βλέπει τήν Παναγία, ή οποία τής έδωσε οδηγίες να
φτιάξει μια αλοιφή, πού θα έφερνε τήν ίαση στους ασθενείς πού είχαν προσβληθεί από
τη νόσο αυτή. Καί πράγματι πολλοί σώθηκαν.
Κοντά
σέ τέτοια πρότυπα καί μέσα σέ κλίμα αγάπης καί μέριμνας με τά αδέλφια της,
παίρνει τη γενναία απόφαση να αφήσει τήν πατρική της οικία. Χωρίς τις αντιδράσεις
τών γονέων της, ιδίως τού πατέρας της πού ήταν ψάλτης, αλλά καί τής ευσεβούς
καί αφοσιωμένης στο Θεό μητέρας της, έρχεται στη σεβάσμια Μονή τής Λουκούς, τής
αφιερωμένης στη Μεταμόρφωση τού Σωτήρος Χριστού. Βάζει αποφασιστικά μετάνοια για
να είσέλθει στη δοκιμασία τής μοναχικής πολιτείας, κάτω από τήν υπακοή τής σεβαστής
καί οσίας μητέρας, τής φημισμένης για τήν αγιότητα της, τής αληθινής
καθοδηγήτριας στην κατά Θεόν αφιέρωση τών μοναζουσών, τής μακαριστής Ηγουμένης
Χριστονύμφης Κάρτσωνα.
Ή
γερόντισσα Χριστονύμφη, ανεδείχθη μεγάλη πνευματική μητέρα. Με τήν ισχυρή
πρόσω-πικότητα καί τήν αγία βιωτή της, επεβλήθη καλοπροαίρετα ώς κυρία καί
άρχόντισσα, μάνα τής καρδιάς τους, τόσο των μοναχών, οσο καί τών κατοίκων.
Εύλογα καί για τη γερόντισσα, υπήρξε πρότυπο, άφοΰ διδάχτηκε άπ’ αυτήν τήν
προσφορά τής αγάπης, με περίσσεια υπομονή στους άνθρώπους πού τήν είχαν άνάγκη.
Μοίραζε ακόμη καί τά λιγοστά χρήματα τοΰ ταμείου, καθώς βοηθούσε παιδιά να ντυθούν
καί να σπουδάσουν, άστεγους να βρουν καταφύγιο καί ανέργους να βρουν εργασία.
Διακρίθηκε
για τήν τελεία απερίεργοι τυφλή υπακοή της στη μακαριστή Χριστονύμφη, ή οποία
φαίνεται από το εξής περιστατικό: Κάποτε, ή Γερόντισσα, για να τήν δοκιμάσει,
τής έδωσε να φυτέψει ένα ξερό κλωνάρι, με τήν εντολή να το προσέχει (δηλαδή να
το ποτίζει). Έτσι, ή αδελφή τότε Μακρίνα, έξετέλεσε τήν προσταγή τής γερόντισσας,
ώσπου αυτό, παρά τά τόσα εμπόδια πού προέκυψαν κατά τήν διάρκεια τής υπακοής
της, όπως ή ίδια ανέφερε, είχε σαν αποτέλεσμα τελικά να ανθίσει. Αναφέροντας το
στη γερόντισσα, χωρίς ή ίδια να καυχηθεί ή να το θεωρήσει κάτι, εκείνη τής είπε
ότι αυτό έγινε λόγο τής υπακοής της. Ή γερόντισσα Χριστονύμφη, θεωρούσε τήν υπακοή,
«τέλειον μέσον αγιασμού», λόγια πού επαληθεύτηκαν στην περίπτωση πού
προαναφέραμε.
Στη
Μονή τής Μεταμορφώσεως Λουκούς, υπήρξαν καί άλλα πολλά θαυμαστά γεγονότα, με τά
όποια ό Θεός κατέδειξε το σκεύος της εκλογής Του, το όποιο είχε ήδη
προετοιμαστεί να δεχτεί τήν παρουσία καί τήν επισκίαση τοΰ Παναγίου Πνεύματος.
Όπως μαρτυρείται, ενώ προσευχόταν, τήν είδαν οι άλλες μοναχές, να βρίσκεται 20
περίπου πόντους πάνω από το έδαφος καί να κινείται μπρός - πίσω, (αγαπούσε πολύ
τήν προσευχή καί τότε έκανε 3000 μετάνοιες ημερησίως).
Ή
σχέση της με τις υπόλοιπες συμμονάστριές της υπήρξε παραδειγματική, καθώς
διακρινόταν για τήν Αγάπη, το σεβασμό καί τον αγώνα για τήν τελείωση καί τον αγιασμό.
Μεταξύ
αυτών καί ή αδελφή Μακαρία, κατά κόσμο Μαρία Βλαχάκη, τοΰ Ευσταθίου καί τής
Καλομοίρας, πού καταγόταν από το ’Άστρος Αρκαδίας καί είδε το φώς τής παρούσης
ζωής, το 1944. Μεγάλωσε καί έζησε στο ’Άστρος καί οι γονείς της απέκτησαν καί
άλλα δύο τέκνα, τον Νικόλαο καί τήν Παναγιώτα. Από τά πρώτα χρόνια τής ζωής,
φάνηκε, ότι το παιδί αυτό τοΰ Θεού, ή μικρή Μαρία, θα είναι εκείνη πού θα
θυσιάζεται για να ανακουφίζει τον πόνο τοΰ ανθρώπου καί να τον μεταμορφώνει σέ
χαρά τοΰ Κυρίου, τήν οποία ή ίδια βίωνε. Οι γονείς της, υπήρξαν ευσεβείς καί με
φόβο Θεού, όπως χαρακτηριστικά έλεγε: Όταν ήμουν μικρή πηγαίναμε με τον αδελφό
μου καί ανάβαμε τά καντήλια σ’ ένα εκκλησάκι. Κάποια στιγμή, ό πατέρας μου,
διαμαρτυρήθηκε λέγοντας- τί νομίζετε, ότι έχουμε το λιοτρίβι του τάδε;
Εκείνο το
βράδυ άκουσαν μια αναταραχή από τά ζώα πού βρίσκονταν στο κατώι. Ή μητέρα μου ανησύχησε,
νομίζοντας πώς θα λύθηκε κάποιο ζώο. Τρέχει γρήγορα στο κατώι καί τί να δει το
λυμπί με το λάδι είχε ξεχειλίσει καί έτρεχε κάτω. Τότε άρχισε να παίρνει από το
λυμπί καί να ρίχνει λάδι στο διπλανό καζάνι, το όποιο γέμισε μέχρι τη μέση.
Μετά
το θαύμα αυτό, ό πατέρας, μάς είπε: Να πηγαίνετε καί να ανάβετε τά καντήλια
όποτε θέλετε. Στη συνέχεια όμως, οι οικονομικές δυσχέρειες πού αντιμετώπιζαν οι
γονείς τής μικρής Μαρίας, τούς ανάγκασαν να τήν στείλουν στον ενάρετο ιατρό θειο
της, στο Άστρος, για να εργαστεί στο κτήμα, αλλά καί στο σπίτι, ώς υπηρέτρια.
Όντας άοκνη, δεν παραμελούσε να εξυπηρετεί καί το θειο της, αλλά καί να διακονεί
τον συνάνθρωπο, προσευχόμενη στον Θεό. Πολλές φορές λοιπόν οι θερμές καί
υπομονετικές δεήσεις της άνοιγαν τον ουρανό καί εισακούονταν, έτσι, ώστε καί οι
ασθενείς συνάνθρωποί της να βρίσκουν άμεσα τήν ίαση ψυχής καί σώματος.
Διακρίθηκε ώς άνθρωπος τής υπομονής καί τής καρτερίας.
Όταν
ήρθε το πλήρωμα τού χρόνου, παίρνει τήν απόφαση να εγκαταλείψει τά εγκόσμια καί
μάταια τού κόσμου τούτου καί να ενδυθεί το τιμημένο ράσο. Έτσι, γίνεται
ρασοφόρα στη μονή τής Λουκούς, κάνοντας πράξη τον πόθο τής αφιερώσεως. Από κει,
αρχίζει ή ανοδική πορεία, για τήν ουράνια Βασιλεία τού Θεού. Ή ίδια διηγείτο.
Όταν έγινα ρασοφόρα, είδα το εξής όνειρο: Βγήκα από το κελί μου καί είδα έξω από
τήν Εκκλησία, με μεγάλα γράμματα, τη λέξη ΤΕΛΟΣ, καί τότε ρώτησα Πώς θα
σωθούμε; καί άκουσα φωνή. «Με το μαρτύριο!»
Ή
χάρις τοΰ Θεού, ενώνει τά δύο σκεύη τής εκλογής Του με Αγάπη, αφοσίωση, ενότητα
καί σεβασμό. Χωρίς να γνωρίζουν τίποτε οι ίδιες, ό τότε οικείος Επίσκοπος,
μακαριστός καί σεβάσμιος γέροντας, ό όποιος διακρίθηκε για το επισκοπικό καί
ποιμαντικό αξίωμα καί έργο του, Μητροπολίτης Μαντινείας καί Κυνουρίας Κυρός
Θεόκλητος Φιλιππαΐος, ό οποίος σεβόταν καί εκτιμούσε τήν αδελφή Μακρίνα, ζητά από
τη μακαριστή Χριστονύμφη, τη μετάβαση τών αδελφών Μακρίνας καί Μακαρίας στη
Μονή Άρτοκωστά για να έγκαταβιώνουν εκεί. ’Άς ληφθεί ύπ’ όψιν, ότι μέχρι τότε,
ή Ιερά Μονή ήταν άνδρώα καί έγκαταβιούσαν οι γέροντες Παΐσιος καί Σωφρόνιος, οι
όποιοι αγωνίζονταν κάτω από δύσκολες συνθήκες διαβίωσης, να κρατήσουν τη Μονή ανοιχτή
καί το κανδήλι τής Παναγίας αναμμένο. Αξίζει να ειπωθεί ένα περιστατικό, το
όποιο συνέβη πριν τη μετάθεσή τους από τον Επίσκοπο καί δείχνει τήν άμεση σχέση
τής αδελφής Μακρίνας με τούς 'Αγίους, τούς φίλους τοΰ Θεού καί ιδιαιτέρως με τον
Άγιο Γεώργιο. Ή ίδια είχε διηγηθεί:
Όταν
ήμασταν στο μοναστήρι τής Λουκούς, ό Επίσκοπός μας, επέλεξε εμένα καί τήν αδελφή
Μακαρία, να έγκαταβιώσουμε στο μοναστήρι τής Αρτοκωστάς. Ή γερόντισσα, μάς
επέβαλε απόλυτη σιωπή μεταξύ μας, για να μην δημιουργηθεί συναισθηματικός
δεσμός. Εμείς βέβαια δεν ξέραμε τίποτα, σχετικά με τήν απόφαση τοΰ Επισκόπου. Ή
αδελφή Μακαρία, το είχε πάρει κατάκαρδα, πού δεν επιτρεπόταν να μιλάμε μεταξύ
μας.
Τά
κελιά μας, ήταν σ’ ένα διάδρομο δίπλα - δίπλα καί ανάμεσα τους υπήρχε ή εικόνα
τοΰ Αγίου Γεωργίου, τον όποιο πολύ αγαπούσαμε καί ευλαβούμασταν. Κάθε βράδυ, πριν
αποσυρθούμε στα κελιά μας, περνούσαμε καί ασπαζόμασταν τήν εικόνα του. Ένα
βράδυ, ή αδελφή Μακαρία, στέκεται μπροστά στην εικόνα τοΰ Αγίου Γεωργίου καί με
δάκρυα στα μάτια προσευχήθηκε καί έκανε τά παράπονά της στον Άγιο: Άγιε μου
Γεώργιε, γιατί να μην πρέπει να μιλάω στην αδελφή Μακρίνα; Μετά τήν προσευχή, αποσύρθηκε
στο κελί της. Στη συνέχεια, στέκομαι κι εγώ στην ίδια εικόνα καί προσεύχομαι.
Τότε, με μεγάλη μου έκπληξη, ακούω τον Άγιο να μου μιλεί.
Ένοιωσα μια
γλυκύτητα στην καρδιά μου, αλλά δεν καταλάβαινα τί μου έλεγε, γιατί μιλούσε στη
δική του γλώσσα. Μετά από αυτό το θαυμαστό περιστατικό, πήγα στο κελί τής αδελφής Μακαρίας,
όλο χαρά, να τής το ανακοινώσω καί χωρίς καθόλου να θυμηθώ τήν απαγόρευση τής
Γερόντισσάς μας, ενώ πάντοτε τής έκανα τυφλή υπακοή. Ή αδελφή Μακαρία,
συγκινήθηκε πολύ από το θαύμα τού Αγίου. Στη συνέχεια, ή Γερόντισσά μας, έδωσε
τέλος στην απαγόρευση της.
Έτσι,
έχοντας ώς πλοηγό στον πνευματικό τους αγώνα τήν προσευχή, παίρνουν τήν ευχή
τού Μητροπολίτη καί τής Γερόντισσάς καί εισέρχονται στο στάδιο τής πνευματικής αθλήσεως.
Τίποτα όμως δεν θα ήταν εύκολο για τις δύο υπηρέτριες τού Κυρίου, καθώς ή Ιερά
Μονή στερούνταν στοιχειωδών μέσων όπως ή ίδια ή γερόντισσα διηγείτο: Όταν
είχαμε πάει στην Άρτοκωστά, οι συνθήκες επιβίωσης ήταν πολύ δύσκολες. Τήν πρώτη
μέρα, ή αδελφή Μακαρία, κρέμασε το ράσο της σ’ ένα καρφί καί όταν τήν επομένη το
πρωί πήγε να το πάρει για να το φορέσει, πετάχτηκαν διαδοχικά, πέντε ποντίκια από
το μανίκι. Εγώ στεναχωριόμουν καί δεν ήθελα να μείνω εκεί. Ήθελα να επιτρέψω στη
Λουκού. Τότε, σέ μια Θεία Λειτουργία, όταν ό ιερέας βγήκε για να κοινωνήσει,
μαζί με το μάκτρο παρέσυρε καί τη μούσα (σφουγγάρι). Ή μούσα, αντί να πέσει
κάτω, όπως ήταν το φυσικό, πέταξε σαν πεταλούδα καί πήγε καί στάθηκε στην
εικόνα τού Χριστού, στο τέμπλο. Όταν στράφηκα προς τήν εικόνα τού Χριστού, οπού
είχε κολλήσει ή μούσα, άκουσα τη φωνή Του: «Εγώ είμαι καί εκεί (ΛΟΥΚΟΥ), καί
εδώ καί παντού». Από τη στιγμή εκείνη αποφάσισα να μείνω στην Άρτοκωστά.
Έτσι,
με το σημάδι αυτό τής Θείας Χάριτος καί έχοντας εμπιστοσύνη σ’ Αυτήν, πού
τρέφει, ιατρεύει καί προστατεύει, τήν Κυρία Θεοτόκο, αρχίζει το θεάρεστο έργο, για
να δοξάσει το Θεό καί να τον ευαρεστήσει, με λόγια καί με έργα, αφού Τον αγαπά με
όλο της το είναι.
Ακολούθως,
γίνεται από τον Επίσκοπο καί ή ενθρόνισή της ώς Ηγουμένης τής μονής, χωρίς ποτέ
να ξεχάσει ότι είναι υποτακτική. Αντίθετα, έμεινε ταπεινή καί έκανε υπακοή
μέχρι τέλους στις συμμονάστριές της. Θα ήταν παράλειψη να μην αναφέρουμε ότι
εκεί μόναζε καί ή κατά σάρκα αδελφή τής Γερόντισσας, αδελφή Νεκταρία (κατά κόσμο
Διονυσία Μαννιακούρα), πού υπήρξε άνθρωπος τής ελεημοσύνης, τής ευσπλαχνίας καί
τής θυσίας.
Ή
ταπείνωση τής Γερόντισσας φαίνεται κι από το εξής γεγονός, το όποιο μάς
διηγήθηκε: Όταν κάποια μέρα, πήγαινε με το δίσκο το πρωινό στους ανήμπορους
πλέον Γέροντες, στον προηγούμενο καί στο μοναχό τής Μονής, έβαλε το σταυρό της
μέσα από το ράσο, γιατί δεν ήθελε να τη βλέπουν οι γέροντες καί να θεωρούν ότι
ήλθε εκείνη καί πήρε τη θέση τους καί να σκέπτονται ότι ήρθε καί μάς παριστάνει
τήν «Γουμένισσα».
Με
τήν έλκυση τοΰ Θείου ελέους καί τής Θείας βοήθειας, σέ σύντομο χρονικό
διάστημα, αρχίζουν ξεκάθαρα να φαίνονται τά αποτελέσματα τής συντηρήσεως καί
τής ανακαινίσεως τής Μονής από τις ενασκούμενες μοναχές. Προσκυνητής, ό όποιος είχε
επισκεφτεί τη Μονή καί γνώριζε τήν κατάστασή της πριν διαμείνουν οι μοναχές
εκεί, μένει έκθαμβος για τήν άμεση μεταμόρφωση τής Μονής.
Με
ταχείς ρυθμούς, ή Μονή μεταβάλλεται σ’ έναν πνευματικό κήπο, οπού δεσπόζει ή
προσευχή καί ή συμβουλή τής Γερόντισσας. Ένας παραδεισένιος χώρος με αυλή,
κληματαριές καί εύοσμα άνθη περιβάλλει τον ευπρεπισμένο Ναό καί δημιουργεί στον
προσκυνητή τήν αίσθηση ότι γεύεται ουράνιες εμπειρίες. Ή Μονή Άρτοκωστά άποκόβει
τις ψυχές τών ανθρώπων απ’ τούς κοσμικούς αγχώδεις ρυθμούς καί τούς μεταγγίζει ανείπωτη
γαλήνη καί ηρεμία.
Άξιο
μνείας, είναι το πνεύμα ομόνοιας πού συνέδεε τις δύο μοναχές πού υπηρετούσαν άοκνα
τήν Παναγία μας καί συνεννοούνταν συνήθως αθόρυβα με νεύματα. Διακρίθηκαν καί οι
δύο τους, στις πολύτιμες αρετές τής ελεημοσύνης καί τής φιλοξενίας, ενώ αγαπούσαν
να είναι συνεπείς στις Ακολουθίες καί στις Λειτουργίες. Πάνω απ’ όλα όμως, επαγρυπνούσαν
καί βίαζαν καθημερινά τά σώματα καί τις ψυχές τους στην αδιάλειπτη προσευχή
κατά τον λόγο τού Κυρίου: «Ή βασιλεία τών ουρανών βιάζεται καί βιασταί
άρπάζουσιν αυτήν» (Ματθ. 11, 12).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σας ευχαριστούμε.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.