Θυμάμαι,
μιάν φοράν, ήλθε κάποια συγγένισσα από την Λεμεσό, για να την φιλοξενήσουμε.
Ξημέρωνε Κυριακή και εγώ ντύθηκα, όπως πάντα. Όταν με είδε ή μάνα μου, πού φόρεσα
τα μαύρα μου και την κουρούκλα μου, της λέει:
- Δες, Αυγή μου, τί χάλι έχουμε ν κάθε
μέρα! Νέα κοπέλα και να σηκώνεται να φορεί αυτά τα ρούχα: Να πηγαίνει στην εκκλησιά
με τούτην την στολή;
Και
εκείνη της Απάντησε, προς έκπληξη μου, το ομολογώ:
- Μα χαρά είναι πιο όμορφη πού τά φόρεσε.
Στην
εκκλησία έπρεπε να περάσω από το στασίδι της γιαγιάς μου, για να πάω στο
στασίδι μου. Μόλις με έβλεπε, την άκουα να κλαψουρίζει, λέγοντας κάθε φορά:
- Μάνα μου, τζιαί κρίμα σε! Μάνα μου, τζιαί
κρίμα σε!
Δεν
ήθελα να περνώ από εκεί, διότι μετά γινόταν σχόλιο.
Από
την μέρα εκείνην, λοιπόν, μία ήτο ή σκέψις μου: Πώς θά κατορθώσω να απαλλαχτώ από το κόσμο! Και να βρεθώ μονή μου μέσα σε έναν κελί
με τέσσερεις τοίχους, να απολαύσω τον θεό μου. Δεν ητο όμως τόσο εύκολο να με
εννοήσουν. Έπρεπε να δοκιμαστώ, αν πράγματι έχω σταθερό φρόνημα η αν ήτο
παροδικός ενθουσιασμός. Χωρίς να διακόψω τας εργασίας μου και τας έσω και τας
έξω, έκαμνα ότι έξηρτάτο από εμέ, δια να μη γίνομαι αφορμή στο σπίτι
στενοχώριας και βιαζόμην πάντοτε να οικονομώ και λίγη έυραν διά προσευχή.
Πολλές φορές, όταν ήθελα να πάω κανένα εσπερινό, δεν ευχαριστείτο ή μητέρα μου.
Μου έκαμνε παρατήρησιν, έπικραινόμουν και έκλαια. Δεν τά έβαζα όμως κάτω.
Προσπαθούσα.
Αγωνιζόμουν πολύ. Όταν με έστελλαν πάνω στο ανώγι, για να φέρω κάτι που
έχρειάζοντο, έπρεπε πάντα να κάνω και λίγες μετάνοιες ή να προσευχηθώ, έστω και
λίγο, και μετά να κατεβώ κάτω. Εκεί ήταν το μεγάλον μου καταφύγιο, ό μόνος
τόπος παρηγοριάς. Ποτέ δεν άφηνα τον λογισμό μου να περιτριγυρίζω. Μου άρεσε
πολύ και να ψάλλω ύμνους όλη την ημέρα δεν έκλεινα το στόμα μου στο χωράφι, στα
κτηνά, στο σπίτι, στο κέντημα... Μου άρεσε ή μουσική
Στο
θέρος, πού εργαζόμαστε καθημερινά, έβαζα πάντα στόχο, (ίσα δεμάτια δέσω, να
λέγω τόσες φορές την ευχήν του Ιησού |Κύριε, Ιησού Χριστέ, ελέησον με ή το
Πάτερ ημών. Κοίταζα πολλές φορές προς την εκκλησία του Αγίου Επιφανίου. Ένιωθα
μιαν ιδιαίτερη Αγάπη γι' αυτόν τον Άγιο και τον επικαλούμουν στις προσευχές
μου.
Κάποιαν
ήμερα, πού είχαμε αρχίσει τις συνηθισμένες συζητήσεις στο θέρος, εγώ στενοχωρήθηκα
πολύ και έκλαια, παρακαλώντας τον Άγιο με έναν «παράπονου». Του εφώναζα να με βοηθήσει,
να μην με αφήσει μόνην μου, αφού αυτός έχει τόσην παρρησία στον Θεό. Οπόταν,
ενώ το βλέμμα μου αντίκρισα την εκκλησία, είδα έναν μοναχό να με εύλογή και κατόπι' να τρέχει και να
χάνεται μέσα στο βουνό. Ήταν ο Άγιος Επιφάνειος. Ένοιωσα μια παράξενη δύναμη μέσα
μου, να μου δίνει παρηγοριά και υπομονή στον αγώνα μου. Άρχισα να κλαίω όχι από
παράπονο αλλά από πολλή ευχαριστία και ευγνωμοσύνη
στον
Θεό, πού με παρηγόρησε και μου έδειξε τον πλούτο της χρηστότητός Του.
Αυτήν
της την Θυσία, ποτέ δεν λησμόνησα
Τά
χρόνια περνούσαν χωρίς να αλλάξει τίποτα στο φρόνημά μου. Ο πατέρας μου,
φοβούμενος μήπως άκολουθήση τά χνάρια μου ή φιλτάτη μου αδελφή Χρυσταλλένη, πού
ήταν κατά τέσσερα έτη νεώτερη, έβιάστη να την αρραβωνιάσει. Ή καλή μου ή αδελφή
μού παραπονεθεί διά την απόφαση μου, επειδή ήθελε και αυτή να με ακολουθήσει. Την
παρεκάλεσα πολύ να αλλάξει γνώμη, διά να μη στενοχωρήσωμεν τούς γονείς μας
επικίνδυνα, και υπεχώρησε στην άπαίτησίν μου μετά πολλής λύπης. Ήθελα πριν φύγω
να την δώ άποκαταστημένην, διά να μετριάσω λίγο την λύπη των γονέων μου. Αυτήν
της την θυσίαν, ποτέ δεν λησμόνησα. Δεν πέρασε καιρός και την άρραβωνιάσαμεν και,
ότι έξηρτάτο από εμέ, φρόντισα να την ευχαριστήσω. Την έπανδρεύσαμεν και έγινε
μητέρα τριών τέκνων, τά οποία φρόντισε να αναθρέψει εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου.
Την αγαπώ και προσεύχομαι να αξιωθεί της βασιλείας των ουρανών. Έχω την
πεποίθησιν ότι θα ακούσει από τον αγαθόν Θεό το: Ευ δούλη αγαθή και πίστη
".
Ήθελα
μοναστήρι κοινόβιο με αδελφές και ηγούμενη.
Εις
το διάστημα των δέκα αυτών χρόνων, λοιπόν, κέρδισα ολίγον την μεταβολή των
γονέων μου. Αφού είδαν ότι δεν αλλάζω γνώμη, υπέκυψαν μετά μεγάλης λύπης και
έδωσαν την συγκατάθεση των να φύγω από το σπίτι, διά να συνεχίσω τον σκοπό μου.
Να κάμω και εγώ την αφιέρωση μου και να άκολουθήσω την πορείαν πού ό καλός Θεός
μού υπέδειξε και εγώ ύπεσχέθην.
Πώς
όμως θα ξεκινούσα; Πώς Θα άφηνα το σπίτι πού γεννήθηκα, προσφιλείς γονείς και αδέλφια
και να πάω στο άγνωστο; Τά σκέφτομαι τώρα και εκπλήττομαι με το θάρρος και την
πεποίθησιν που είχα στον εαυτόν μου. Ένα ιδιόρρυθμον Μοναστήρι στο Καΐμακλί δεν
με ικανοποιούσε. Ήθελα μοναστήρι κοινόβιο με Αδελφές και ηγουμένη, αναγνωρισμένο
από την Εκκλησία. Όμως ήτο επιθυμίας μνήματα.
Η
Κύπρος χωρίς Αρχιεπίσκοπο ν δεν ήτο εύκολο- και ό πατέρας μου, μού πρότεινε να με
στείλει στην Ελλάδα. Πώς όμως Θα Αποφάσιζα, όταν οι Αδελφές Αθήνα και Ευανθία,
προσφιλείς μου εξαδέλφες, εξεφράσθησαν όλες μαζί να ξεκινήσουν την καλογερική,
οτιδήποτε και αν γίνει; Οι εξαδέλφες μου με μεγάλωσαν και με Αγαπούσαν. Είμαστε
πάντα μαζί, λόγω και της καθημερινής επαφής. Όταν εύρισκα την παραμικρή
ευκαιρία, έτρεχα πάντα κοντά τους. Αυτές ήταν πάντα στο σπίτι. Επειδή ό πατέρας
τους ήτο υποδηματοποιίες, δεν είχαν έξω δουλειές. Εγώ επήρα την απόφαση χωρίς να
το πω σε κανέναν, ούτε και σ’ αυτές. Πάλιν αυτές το είχαν στο κρυφό με τον
ίδιον σκοπό και όταν το ομολογήσαμε μεταξύ μας, συνδεθήκαμε ακόμη πιο πολύ. Επομένως
δεν αποφάσιζα για την Ελλάδα χωρίς αυτές.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. Η ΜΑΚΑΡΙΣΤΗ ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ ΧΑΡΙΘΕΑ. ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΑΓΙΟΥ ΗΡΑΚΛΕΙΔΙΟΥ , ΛΕΥΚΩΣΙΑ, ΚΥΠΡΟΣ. 2015
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σας ευχαριστούμε.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.