Ή έπίσκεψή μου στο Πολυχνίτο
Πάντοτε στριφογύριζε στη σκέψη μου ή όσιακή μορφή
τού Γέροντα Αμβροσίου Παπά-Λεβέντη, όπως συνήθιζαν να τον αποκαλούν, πού τον
είχα γνωρίσει πριν φύγω στο Μοναστήρι, κι’ έτσι θέλησα να επισκεφτώ τον Πολυχνίτο,
να ζητήσω περισσότερα στοιχεία έκτος άπ’ αυτά πού είχα κατά τις επισκέψεις του
στο πατρικό μου σπίτι, όταν υπέργηρος πια κατέβαινε στο Πλωμάρι ως εξομολόγος
πού τον είχε διορίσει ό Μητροπολίτης Ιάκωβος ό από Δυρραχίου.
Δεν ήταν
μόνο ή πληροφορία της ψυχής μου πώς ήταν Άγιος ούτε και ό κόσμος του Πλωμαρίου
είχε γελαστή. Τά ίδια αισθήματα ένοιωθαν και οι άνθρωποι του Πολυχνίτου, τις
ίδιες σκέψεις, με τά ίδια λόγια, μέ τον ίδιο ενθουσιασμό εξεδήλωσαν τον
θαυμασμό τους, λες και ήταν μια καρδιά. Μιλούσαν για την αγιότητα του μέ τόση
συγκίνηση και μέ δακρυσμένα μάτια.
Μια ζωή δοσμένη, λυτρωμένη, πώς να μη συγκίνηση τον
κόσμο, ή καρδιά του λαού δεν ξεγελιέται. Πόσο θάρρος μου έδιναν οι πληροφορίες
όλων.
— Εσύ πώς
ονομάζεσαι ;
— Κωνσταντίνος
Παν. Παπάς.
— Τον
γνώρισες τον Παπά-Λεβέντη ;
— "Αν
τον γνώρισα ; Αυτός μ’ έκανε χριστιανό, αυτός ό Παπάς έχει μεγάλη Ιστορία κόρη
μου. Το ρασάκι του ήταν φτωχικό, αλλά αγιασμένο, εγώ τον προσκυνώ ακόμα για Άγιο.
Ότι έπαιρνε τά μοίραζε, σαν κι’ έμενα φτωχός πέθανε- απ’ το Δαμάνδρι περπατούσε
πολλά χιλιόμετρα σ’ αυτή την ηλικία για να πάει σε διάφορα μέρη πού τον είχε
διορίσει ό Δεσπότης εξομολόγο και επέστρεφε πάλι μέ τά πόδια.
— Εσύ τον
έζησες πολύ τον Γέροντα ;
— Τον
έζησα, μάς δίδασκε κι έμειναν μες’ στην ψυχή μας τά ωραία αυτά λόγια πού μάς
έλεγε. Αξέχαστος έμεινε στον Πολυχνίτο, στην καρδιά μας.
Μια φορά ήταν νύχτα
πού πήγαινε πεζός για εξομολόγηση στο χωριό Βούρκο, πού τώρα λέγεται
Σταυρός, και ξαφνικά άναψε ένα φως. Όταν πλησίασε
είδε ένα χάος, πάντοτε ή χάρη του Θεού τον βοηθούσε. Έχει κάνει πολλά θαύματα,
γιάτρεψε πολύ κόσμο με τη μεγάλη του πίστη.
— Την
ευχή σας πάτερ Εμμανουήλ, εσείς είστε εφημέριος χρόνια στον "Άγιο Γεώργιο
Πολύχνίτου. Ασφαλώς γνωρίσατε τον Γέροντα Αμβρόσιο και θάθελα να μου πείτε
σχετικά για τη ζωή του.
— Ευχαρίστως
παιδί μου, τον γνώρισα, μου έμεινε αλησμόνητος.
— Λένε
πώς ήταν Άγιος, εσείς τί γνώμη έχετε ;
— Πράγματι
ήταν Άγιος χωρίς καμιά αμφιβολία θυμάμαι πριν τέλεση το μυστήριο της Εξομολογήσεως,
ανέπτυσσε θέμα σχετικό με την εξομολόγηση. Εκείνο δε πού εντυπωσίαζε, ήταν τά
δάκρυα πού κυλούσαν σαν μαργαριτάρια απ’ τά μάτια του. Επίσης είχε μεγάλη
ιεραποστολή σε διάφορα μέρη, πού τού είχε αναθέσει για το μυστήριο της Εξομολογήσεως
ό Μητροπολίτης πρώην Ιάκωβος. Συνήθιζε να πηγαίνει από ρεματιές, κακοτοπιές,
ίσιος ποιος ξέρει το μυστικό του, για να φθάση το συντομότερο ή για να βασανίζει
το σώμα του, αυτό δεν το διευκρινίσαμε ποτέ.
Όταν ήμαστε μαζεμένοι Ιερείς και έφθανε με το
φαναράκι στο χέρι από μακρινούς δρόμους, τού λέγαμε:
— Πάτερ
Αμβρόσιε, θα είστε πολύ κουρασμένος απ’ την πεζοπορία, ελάτε να ξεκουραστείτε, να
σας προσφέρουμε ένα καφέ; Τέσσερεις ώρες περπατούσατε.
— Όχι, δεν είμαι κουρασμένος, αν θέλετε πάμε μια
βόλτα στη Γέρα, δεν είναι τίποτα, τρεις ώρες απόσταση.
Είναι γεγονός ότι αυτός ό άνθρωπος πετούσε, δεν
περπατούσε, λες και Άγγελοι τον σήκωναν στα χέρια. Και καθώς πληροφορούμαι από
διάφορους, ήταν τελείως αφιλοχρήματος και βράχος ηθικής. Τού είχε αναθέσει ό
Μητροπολίτης την διαχείριση της περιουσίας τού Δαμανδρίου ως υπεύθυνο να
ένοικιάζη τά κτήματα κ.λ.π. Έκτος από το καθιερωμένο ενοίκιο πού έδινε στη
Μητρόπολη, έδινε επί πλέον. Συντηρούσε το Μοναστήρι τού Δαμανδρίου και εξασκούσε
φιλανθρωπία σε μεγάλο βαθμό.
Στον Πολυχνίτο υπήρχαν δέκα έως δώδεκα ιερείς,
μεταξύ αυτών ήταν και ό αείμνηστος πατήρ Αμβρόσιος Λεβέντης. Μαζί με τά άλλα
καθήκοντά του είχε διοριστεί και στη Σκάλα Πολύχνίτου επί σειρά ετών. Σε όλες
τις γιορτές έπαιρνε μέρος στη Θεία Λειτουργία και μεταξύ των άλλων Ιερέων
ξεχώριζε στην αγιότητα. Είχε γίνει πια πεποίθηση σε όλους πώς ήταν Άγιος, είχε εμπνεύσει
τον σεβασμό και την Αγάπη όπου και αν πήγε.
Ό πατήρ Εμμανουήλ Δημητρίου Άθανασής μ’ ενθουσίασε
κι αν δεν δίσταζα να τον κουράσω περισσότερο θα συνέχιζε να μού δίνη
πληροφορίες για την όσιακή ζωή τού πατρός Αμβροσίου.
Σκεπτόμουν πώς αν παραμείνω λίγες μέρες πόσα θα
έχουν να μού διηγούνται οι κάτοικοι τού Πολύχνίτου ! Ή θεϊκή ομορφιά του
πνεύματός του, ή απλότητα και ή απεριόριστη αγάπη του, οι θυσίες του για το Θεό
και τον άνθρωπο τον κατέστησαν άξιο Λευίτη, γιατί ζούσε κάτω απ’ τη χάρη του Θεού,
κι’ όσο φτωχός κι’ αν ήταν ένοιωθε πώς ήταν ό πλουσιότερος του κόσμου.
Όπου περπάτησα κι’ όποιον συνάντησα για να αποκομίσω
περισσότερες πληροφορίες, κανένας δεν βρέθηκε να μιλήσει αντίθετα.
— "Αχ Ηγουμένη μου, αν δεν ήταν αυτός ό
Λειτουργός του 'Υψίστου, εγώ θα ήμουν πεθαμένη. Που να σου πούμε λεπτομέρειες
πώς ζούσε αυτός ό άγιος άνθρωπος, ατέλειωτα είναι τά θαύματα πού έκανε. Όλοι οι
πονεμένοι, οι βασανισμένοι έβρισκαν κοντά του παρηγοριά.
—Κι’ έμενα μ’ ευεργέτησε, με γιάτρεψε.
—Εμένα με γλύτωσε από βέβαιο θάνατο.
—Επειδή βοήθησε να βρείτε τη θεραπεία σας, γι’ αυτό
τον αγαπήσατε τόσο;
—Δεν θεράπευσε μόνο τά σώματά μας, αλλά και την
ψυχή μας. Με τη βαθειά θρησκευτική του πίστη μάς ενίσχυε, μάς έδινε θάρρος στις
δύσκολες στιγμές της ζωής μας, δύναμη και θέληση.
—Με ποιο τρόπο σάς χάριζε όλα αυτά;
—Μάς μιλούσε, ατέλειωτα ήταν τά λόγια του, μάς
έλεγε: «Τίποτα να μη σάς χωρίζει απ’ την Αγάπη του Εσταυρωμένου, αξίζει να
θυσιάσουμε τά πάντα για να λάβουμε μια σπίθα απ’ το Φως του Λυτρωτή να φωτίσει το
δρόμο της ζωής μας. "Αχ παιδιά μου, μάς έλεγε, ό Χριστός ζητά καρδιές να
ξεχειλίζουν
από Αγάπη για το Θεό και τον πλησίον. Σ’ αυτές τις απλές
καρδιές αναπαύεται ή παντοδυναμία Του». Μας έλεγε να ζητούμε πριν απ’ όλα τη
Βασιλεία του Θεού και τη δικαιοσύνη Του και όλα τ’ άλλα θα μας τά δώσει ή χάρη
Του.
Συνέχισα το δρόμο μου και σκεπτόμουν, πώς όλο αυτό το
γκρουπ, όλες αυτές οι ψυχές είχαν εμποτιστεί από τά Θεϊκά λόγια του
πνευματέμφορου Γέροντα, πού το Φως του θα
τούς συνοδεύει ως τη στερνή τους πνοή. Τί σοφία κρύβει ή Ευαγγελική διδασκαλία!
«Δός μοι υιέ την καρδίαν σου» (Παρ. 23-26). Γνώριζες Παντογνώστη πώς όταν κερδίσεις
την καρδιά του πατρός Αμβροσίου, το ξεχείλισμα της Αγάπης του θα μετάγγιση σε
άπειρες ψυχές και θα γίνουν δικές Σου κι’ αυτές. Βρήκες κατάλληλο έδαφος τον
όμορφο ψυχικό κόσμο του Γέροντα πού ήταν φτιαγμένος για Σένα Θεέ μου. Ασφαλώς αυτό
το δρόμο πού βαδίζω αυτή τη στιγμή θα περπατούσαν και τ’ αγιασμένα του πόδια.
Βοήθησε τη δούλη Σου και στείλε μου τά κατάλληλα πρόσωπα να μιλήσουν για την οσιότητα
του.
Βαθειά μου οι στοχασμοί και μέ αργό βήμα βάδιζα για
να φθάσω στη Σκάλα Πολύχνίτου, πού έζησε εκεί για κάμποσα χρόνια, αναζητώντας το
πνεύμα του να μέ συνοδεύει και να μέ οδηγήσει.
—Σας παρακαλώ πολύ, πού είναι ή Εκκλησία πού ήταν εφημέριος
ό πατήρ Αμβρόσιος απ’ τον Πολυχνίτο;
—Να, αυτός ό καφετζής θα σας πει, τον γνώριζε γιατί
τον γιάτρεψε.
—Σας παρακαλώ πολύ, εσείς γνωρίσατε τον πατέρα
Αμβρόσιο;
—Μόνο απλώς τον γνώρισα; Αυτός έπαιξε σπουδαίο ρόλο
στη ζωή μου.
—Γιατί δακρύζουν τά μάτια σας;
—Ακούστε να σάς διηγηθώ τί μού συνέβη, αυτό το
θαύμα πού μού έκανε το γνωρίζουν όλοι στον Πολυχνίτο. Ονομάζομαι Γρηγόριος
Σταματίου Τσιτσάνος. Ήμουν δεκαπέντε χρόνων και είχα πάθει μεγάλο κακό, είχε
στραβώσει το στόμα μου και τά μάτια και με πήρε δεκαπέντε μέρες να ζήσω κοντά
του και διαρκώς μού διάβαζε ευχές με πόνο, μ’ ενδιαφέρον, με δάκρυα, ώ μέ πόση
Αγάπη! Αυτή ή Αγάπη του μέ γιάτρεψε. Μού έλεγε: σε μια εβδομάδα θα γίνεις καλά
παιδί μου, πόσο μέ παρηγορούσε! Μη λυπάσαι, άλλοι ήταν σε χειρότερη μοίρα. Σάς
ζητώ συγνώμη πού συγκινούμαι και δεν μπορώ να σάς μιλήσω.
— Μην ανησυχείτε, τον γνώρισα και εγώ τον άγιο
Γέροντα Αμβρόσιο, γνώρισα την αγιότητα του, την άφθαστη Αγάπη πού είχε στον
άνθρωπο.
—"Ω να ξέρατε 'Ηγουμένη μου μέ τί Αγάπη μέ
περιέβαλε, θυσιάστηκε για να μέ κάνη καλά. Αγκάλιαζε το Εικόνισμα της Παναγίας και
το έβρεχε μέ δάκρυα. Έγινε έτσι όπως το είπε απ’ την αρχή, σε μια εβδομάδα
γιατρεύτηκα.
—Εσύ πώς ονομάζεσαι;
—Γαρυφαλλιά
Πατσατζή.
—Γνώριζες τον Γέροντα Αμβρόσιο;
—Ήταν δάσκαλός μου.
—Πώς ήταν δάσκαλός σου;
—Από μικρή πήγαινα στο Δαμάνδρι και παρακολουθούσα τη
ζωή του, μέ συγκινούσε τόσο πολύ πού ένοιωθα την ανάγκη να βρίσκομαι κοντά του.
Δεν γνώριζα διόλου γράμματα, ούτε να διαβάζω ούτε να γράφω, και μέ την υπομονή
του και την προθυμία του μέ έμαθε και να γράφω και να διαβάζω. Συχνά έκανε αγρυπνίες
μια βραδιά μάς είπε πώς θα πάει στον Άγιο Γεώργιο ν’ αγρυπνήσει και τη νύχτα
γονατιστός έκλαιγε. Το πρωί, πήγα π ιού δώσω χρήματα και τά τίναξε από το χέρι
μου κι μου είπε : Έδώ δεν είναι μπακάλικο.
Η Ζαφείρα Ίωάννου Καβαλίκα λέει :
Γι’ αυτόν τον Ιερομόναχο όσα και να πει κανείς
είναι λίγα. Στο δρόμο πού πήγαινε για το μάνδρι όταν τον συναντούσαμε λες και
βρισκόταν σε άλλους κόσμους. Σε όλη τη διαδρομή έλεγε τούς χαιρετισμούς της
Παναγίας, την Παράκληση, την καρδιακή προσευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησον με».
Άγιε Γέροντα την ευχή σας, γιατί σε άκολουθοΰν τά
σκυλάκια;
Άφησε τα, μου έλεγε, ας έρχονται, και αυτά ρέπει να
τ’ αγαπούμε. Όταν έπαιρνε μαζί του ψωμί στο ασκητήριο του, το περισσότερο το
έδινε στα σκυλάκια και έλεγαν όλοι: Τον Παπά-Λεβέντη και τά σκυλάκια ακόμη τον αγαπούν όπου πήγαινε τον ακολουθούσαν. Έλεγε σε όλες τις γνωστές, να μου
κάνετε ένα ψωμάκι, ας είναι και μικρό. Και όπου νόμιζε πώς υπάρχει ανάγκη,
πήγαινε και τα έδινε χωρίς να γυρίζει πίσω του, κι’ από το υστέρημά του ότι
είχε τόδινε. Όλους τούς πονεμένους και τούς αρρώστους προσπαθούσε να τούς ανακούφιση
και με την προσευχή του και τά δάκρυα επέμεινε ώσπου τούς γιάτρευε. Ή
μεγαλύτερή του ευχαρίστηση ήταν να απομονώνεται για να επικοινωνεί μέ τά ουράνια.
—Τον γνώριζες πολλά χρόνια Ζαφείρα;
—Βέβαια, στην Κατοχή πολλές φορές απαγόρευαν την
κυκλοφορία εκείνος όμως έπαιρνε το δρόμο του χωρίς να φοβάται, τίποτα δεν ήταν
ικανό να τον εμπόδιση απ’ τη δική του πορεία. Όταν λειτουργούσε και πήγαινε να τον
πληρώσει κανείς στο Ιερό, εκείνος έλεγε: Μη, μη, θα μέ κάψεις, όταν είμαι στο ιερό
δεν θέλω να μου δίνετε χρήματα.
Όταν κάποτε κάναμε αγρυπνία και τελείωσε, ήταν
ακόμα νύχτα. Τον παρακαλέσαμε να τον πάρουμε μαζί μας, γιατί ήταν χειμώνας, για
να μη μείνει μόνος, μα εκείνος είπε: Δεν θέλω παιδί μου, μην ανησυχείτε για
μένα και δεν θα πάθω τίποτα. Όταν μάς μιλούσε για το Χριστό, ή φλόγα της Αγάπης
του ήταν τόσο μεγάλη, και μέ τά δάκρυά του μάς έκανε κι’ εμάς να κλαίμε. Ένα
πρωινό πήγαινα στην αγορά και γύριζε από σαρανταλείτουργο, τότε ήταν πείνα. Μέ
φώναξε και μούδιασε ένα κομμάτι από την Προσφορά και μού είπε: Να το φας και να
μη φοβάσαι τίποτα. Όταν κατέβαινε από το βουνό, περνούσε απ’ το σπίτι μας και
μας έλεγε ατέλειωτες ιστορίες, και αφού έφθαναν τά μεσάνυχτα του λέγαμε: Έξω
είναι σκοτεινά, να σε συνοδέψουμε μ’ ένα φανάρι; Μάς απαντούσε, να πάρετε το
φανάρι και να φύγετε.
Προσευχόταν ακόμα και για τούς εχθρούς του. Όταν άκουγε
τις διαμαρτυρίες, —γιατί να λένε κακό για σένα πού είσαι άγιος άνθρωπος;
—Μη λέτε τίποτα, κάνετε προσευχή, έλεγε.
Όταν τον συναντούσαμε στο δρόμο να περπατά τόσες
ώρες, τον παρακαλούσαμε ν’ ανέβη σ’ ένα γαϊδουράκι να φθάση στον προορισμό του
κάπως πιο ξεκούραστα, ήταν αδύνατο να δεχτή.
—Όχι παιδιά μου, δεν θέλω, μην ανησυχείτε.
Ή Ευανθία Νικέλη διηγείται τά εξής :
Μια μέρα κάλεσα τον Γέροντα Αμβρόσιο στο σπίτι να μου
κάνη Αγιασμό και τουδωσα χρήματα σύμφωνα μέ τη δύναμή μου. Κι’ όταν γύρισα να
κλείσω, τά χρήματα τά βρήκα πίσω απ’ την πόρτα μου, εκείνος εξαφανίστηκε απ’ τά
χωράφια. Τά κατορθώματά του ήταν πολύ μεγάλα, όπου έζησε διηγούνται τά θαύματά
του τον εαυτό του τον περιφρονούσε, δεν ησύχαζε ούτε μια μέρα, ακατάπαυστα εργαζόταν
για την Αγάπη τού Θεού. Ήταν εφημέριος και στη Βρίσα και διηγούνται πολλά
περιστατικά ό ψάλτης τον γνώριζε καλά, όποιον κι’αν συνάντησης θα σου μιλήσει για
την οσιότητα του.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. Η ΟΣΙΑΚΗ ΖΩΗ ΤΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΑΜΒΡΟΣΙΟΥ ΛΕΒΕΝΤΗ. ΓΕΡΟΝΤΙΣΑ ΕΥΓΕΝΕΙΑ ΚΛΕΙΔΑΡΑ ΗΓΟΥΜΕΝΗ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΑΓΙΟΥ ΡΑΦΑΗΛ ΘΕΡΜΗ ΜΥΤΙΛΗΝΗΣ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σας ευχαριστούμε.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.