Τετάρτη 4 Μαΐου 2016

ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΑΓΙΑΣ ΦΑΝΕΡΩΜΕΝΗΣ ΡΟΔΟΠΟΛΕΩΣ ΜΠΑΛΑ ΑΤΤΙΚΗΣ. . ΗΓΟΥΜΕΝΗ ΜΑΚΡΙΝΑ ΠΑΝΤΕΛΗ "Αξιώθηκε να έχει θεία σημεία αρκετές φορές: στις αρχές πού εισήρθε στην Μονή συνομίλησε μέ τον Άγιο Γεώργιο για το κτήμα. Άλλη φορά είδε από την πόρτα τού φράκτη τά πόδια τού Αγίου ντυμένα μέ την ρωμαϊκή στρατιωτική εξάρτηση και τά πόδια τού άλογου του. Πρέπει να σημειωθεί μάλιστα ότι ό τόπος ήταν τότε εντελώς έρημος"







 Εξέχουσα μορφή για τον γυναικείο μοναχισμό υπήρξε ή Γερόντισσα Μακρίνα Παντελή. Και μία μόνο επαφή μαζί της αρκούσε για να μείνει στην σκέψη τού συνομιλητή ανεξίτηλη ή μορφή και ή φωτισμένη διδαχή της. Δεν διέθετε πανεπιστημιακούς τίτλους αλλά μεγάλη κατά Θεόν μόρφωση και εμπειρία. Ήταν μία σύγχρονη Άμμάς την οποία συμβουλεύονταν κληρικοί, γυναικείες Μονές και λαϊκοί αδελφοί. 



Γεννήθηκε στην Οινόη του Πόντου το 1913. Οι Ποντιακής καταγωγής γονείς της Παναγιώτης και Αναστασία απέκτησαν πέντε παιδιά τρία κορίτσια και δύο αγόρια. Ή Γερόντισσα ήταν το μικρότερο παιδί και το όποιο επρόκειτο να δοκιμασθεί εκ κοιλίας μητρός. Γεννήθηκε ορφανή από πατέρα, επειδή ό Παναγιώτης αρρώστησε και πέθανε. Ή μητέρα της κατά το άγιο Βάπτισμα της έδωσε το όνομα Αθηνά, όλοι όμως την αποκαλούσαν χαϊδευτικά «Άνθούλα».
Το 1919 οι θηριωδίες των Τούρκων είχαν φθάσει στο ζενίθ. Κατέστρεφαν, λεηλατούσαν, κατάκαιαν τις ελληνικές πόλεις και τά χωριά του Πόντου και Γραφή στα χέρια. Στα αριστερά διακρίνεται έσφαξαν αλύπητα 350.000 χριστιανούς της περιφέρειας. Έτσι
όλοι σήμερα μιλούν πράγματι για «γενοκτονία» τού ελληνικού στοιχείου. 




Μερικοί από τούς Έλληνες για να γλιτώσουν την ζωή και την περιουσία τους δέχθηκαν να εξισλαμιστούν. Όσοι όμως αρνήθηκαν τον εξισλαμισμό, βίωσαν τις δύσκολες συνέπειες του ξεριζωμού. Εκτοπίστηκαν βίαια και μεταφέρθηκαν κακουχούμενοι και σε άθλιες συνθήκες, σαν «ζώα επί σφαγήν» στην δυστυχισμένη ακόμη τότε Μητέρα Ελλάδα. Στο πλήθος αυτό βρισκόταν και ή νεαρή χήρα Αναστασία με τούς πέντε βλαστούς της. Μεταφέρθηκαν στην Ζάκυνθο, όπου για μία τριετία έζησαν περιπλανώμενοι. Εργάστηκαν και με τά λίγα χρήματα πού εξοικονόμησαν όνειρεύθηκαν ένα καλύτερο αύριο στην πρωτεύουσα. Τελικά εγκαταστάθηκαν στην Καλλιθέα Αθηνών.




Τά χρόνια πέρασαν και ή Άνθούλα μεγάλωσε. Διακρίθηκε για την οξεία αντίληψη, την ευστροφία και την φιλομάθειά της. Δυστυχώς φοίτησε μόνο στο Δημοτικό Σχολείο. Και τούτο διότι δεν μπορούσε να βλέπει την πολυαγαπημένη μητέρα της να κουράζεται με την δουλειά της ως υπηρέτρια για να θρέψει τά παιδιά της. Άρχισε να εργάζεται σε εργαστήριο ραπτικής (μοδιστράδικο) και μετά από λίγα χρόνια έγινε μία από τις πιο περιζήτητες μοδίστρες της εποχής. Ήταν τότε ακριβώς όταν άρχιζε να διαμορφώνει τον χαρακτήρα της ως ή μετέπειτα νύμφη του Χριστού.
Στην Αθήνα γνωρίσθηκε με τούς πνευματικούς κύκλους της πόλεως και συνδέθηκε με πρόσωπα τά όποια συντέλεσαν στο να διαμορφώσει μία υγιή προσωπικότητα και να καταφέρει να διακριθεί για τά διοικητικά και πνευματικά της χαρίσματα.





Την Αγάπη για την αφιέρωση στον Χριστό και τον μοναχισμό έσπειραν στην ψυχή της οι μοναχές Άγαθαγγέλη και Κασσιανή, πρόσφυγες από τον Τσεσμέ της Μικράς Ασίας πού κατοικούσαν στην Καλλιθέα. Της δίδαξαν την ευχή τού Ιησού και την Αγάπη για την αγνότητα και την εγκράτεια. Την είδαν κάποτε να τρώει αχόρταγα και απολαυστικά το φαγητό της και αμέσως το γλυκό. Τότε την μάλωσαν για να γίνει προσεκτική μέ το πάθος της λαιμαργίας και της φιλήδονης απολαύσεως της τροφής που την ευχαριστούσε. ’Έκτοτε και ως το τέλος της ζωής της ή Γερόντισσα έβαλε κανόνα στον εαυτό της να είναι λιτοδίαιτη και λιγόφαγη. Ότι την ευχαριστούσε ιδιαιτέρως, το έτρωγε σε διάρκεια μιας εβδομάδας, είτε γλυκό είτε φρούτο είτε γιαούρτι ήταν αυτό. ’Έτρωγε την ημέρα μόνο μία μικρή κουταλιά...



Μέ την ευστροφία της αλλά και την προσευχή και την βαθειά ταπείνωσή της δεν άργησε να αποκτήσει την κατά Θεόν μόρφωση. Πνευματικός της πατέρας ήταν τότε ό Γέροντας Παρθένιος ό αόμματος, πρώην Αγιορείτης, που ζούσε στην Ιερά Μονή Πετράκη.
Εκείνος την εξομολογούσε και την καθοδηγούσε ανάλογα, ώστε να πραγματοποιήσει τον ιερό της πόθο να γίνει μοναχή.





Όπως προαναφέρθηκε, εργαζόταν σε μοδιστράδικο. Προόδευσε μάλιστα τόσο στην τέχνη αυτή, ώστε διεύθυνε αργότερα δικό της εργαστήριο. Ήταν πολύ αυστηρή στην εργασία της και προπάντων στην επιλογή των μαθητριών της. Νεαρές με κοσμική ζωή, φλύαρες και απρόσεκτες στην συμπεριφορά τους δεν γίνονταν δεκτές για να εργαστούν μαζί της. Στις μαθήτριες δεν δίδασκε μόνο την μοδιστρική αλλά και την καλή διαγωγή, την ευγενική συμπεριφορά ως και την πνευματική ζωή. Μετά το τέλος της εργασίας τις έπαιρνε στο σπίτι της και εκεί τελείωναν την ημέρα τους κάνοντας αγρυπνίες. ’Έψαλλαν και μελετούσαν από κοινού. Ή γλυκύφωνη και βροντώδης ψαλμωδία τους είχε ως αποτέλεσμα όχι λίγες φορές να συγκεντρώνονται αστυνομικοί έξω από το σπίτι, για να εξακριβώσουν τί συμβαίνει και να επέμβουν αν χρειασθεί. Μέ το πέρασμα όμως τού χρόνου έμαθαν τις αγνές και κατά Θεόν προθέσεις των κοριτσιών και έπαυσαν να τις ενοχλούν...




Πολλές από τις νέες εκείνες πού εργάστηκαν τότε μέ την Άνθούλα και άκουσαν από τά χείλη της τον λόγο τού Χριστού έγιναν μοναχές. Αναφέρουμε σχετικά την αδελφή Φεβρωνία της Μονής τού Αγίου Έφραίμ τού Όρους Άμώμων και την αδελφή Πελαγία της Μονής τού Όσιου Μελετίου Κιθαιρώνα.
Όταν ήταν ώριμη πνευματικά και είχε έλθει από τον Θεό ή κατάλληλη στιγμή για να μονάσει, ό πνευματικός της πατέρας Γέροντας Παρθένιος την έστειλε στην Ιερά Μονή Αγίου Χαραλάμπους Λευκών Εύβοιας , όπου συνδέθηκε πνευματικά με τον πνευματικό της Μονής Γέροντα Βενιαμίν. Όμως δεν αναπαύτηκε εκεί και επέστρεψε.




Στην Αθήνα συναντήθηκε με τον Γέροντα Πέτρο Βλοτίλδη, ό όποιος διεύθυνε το «Τάγμα των Μοναζουσών του Αποστόλου Πέτρου», οι όποιες διακονούσαν στο γυναικείο τμήμα των φυλακών Αβέρωφ. Σε εκείνον μεσίτευσε να δεχθεί στην συνοδεία του στην Ιερά Μονή Αγίου Ιεροθέου- Παναγίας Κυπαρισιωτίσσης στα Μέγαρα Αττικής τις μοναχές Άγαθαγγέλη και Κασσιανή από την Κρήνη (Τσεσμέ) της Μικράς Ασίας. Επρόκειτο για δύο εκλεκτές ψυχές.



Ή μοναχή Άγαθαγγέλη ήταν ύπεραιωνόβια. Γεννήθηκε στις 10 Φεβρουάριου 1833. Ή κατά κόσμον Μαρία κόρη τών Διαμαντή και Μαρίας Λυνένη, ήταν εντελώς αγράμματη. Μόνασε από νεαρή ηλικία στην Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου στην Κρήνη και πήρε το μεγάλο και αγγελικό σχήμα το 1870 από τον Αρχιμανδρίτη Νεόφυτο. Στην Μονή τού Αγίου Ιεροθέου εγκαταστάθηκε από τις 20 Αυγούστου 1939 μαζί με την αδελφή Κασσιανή και ως υπερήλικη ησύχαζε προσευχόμενη. Κοιμήθηκε εν Κυρίω στις 30 Νοεμβρίου 1941 σε ηλικία 108 ετών. Ή αδελφή Κασσιανή, κατά κόσμον Μαρία Λεοντίου τού Κωνσταντίνου και της Αικατερίνης, γεννήθηκε στην Κρήνη το 1885 και ήταν απόφοιτος τού δημοτικού σχολείου. ’Έγινε μοναχή τον Μάιο του 1915 από τον Αρχιμανδρίτη Γαβριήλ στην ιδία 
Μονή. Στην Μονή του Αγίου Ιεροθέου άσκησε το διακόνημα της ζωγράφου-αγιογράφου και κοιμήθηκε εν Κυρίω σχετικώς νέα στις 2 Αύγουστου 1943.
Ελεύθερη από άλλες υποχρεώσεις ή νεαρή Άνθούλα προσευχόταν θερμά να γίνει μοναχή. 




Ή θεία Πρόνοια την έφερε σε επαφή με τον Γέροντα Αθανάσιο Χαμακιώτη, με τον όποιο είχαν κοινό πνευματικό, τον Γέροντα Παρθένιο. Ή γνωριμία τους έγινε στην Ιερά Μονή Αγίας Παρασκευής Ξυλοκερίζης πού είναι τώρα γνωστή ως «Ιερά Μονή Ευαγγελισμού της Θεοτόκου και Άγιου Έφραιμ του ’Όρους των Άμώμων (Νέας Μ άκρης)». Εκεί βρισκόταν ή Άνθούλα και ή πνευματική συντροφιά της για προσκύνημα και εκεί ήταν ό Γέροντας Αθανάσιος που εξομολογούσε την Ηγουμένη της Μονής Μακαρία και βοηθούσε την Μονή ύλικώς και πνευματικώς. Ήδη ό Γέροντας Αθανάσιος είχε επιτύχει να αναλάβει από την Ιερά Μονή Πετράκη την κοντινή μετοχιακή Μονή τού Αγίου Γεωργίου Βρανά Μαραθώνος, στην οποία κατοικούσαν οι μοναχές Μελετία Χατζηδάκη και ή όσιας μνήμης Τιμοθέη Χριστοδούλου.




 Επίσης βοηθούσε με κάθε τρόπο και την νεοσύστατη Μονή Θεομήτορος Ηλιουπόλεως Αττικής, αλλά αδυνατούσε -κατά θεία παραχώρηση- να ξεκινήσει το δικό του έργο και να ιδρύσει γυναικεία Μονή. Και να, βρισκόταν μπροστά του ή σεμνή και ευπροσήγορη Άνθούλα, ή όποια μετά την κοίμηση τού Γέροντα Παρθενίου έκανε πνευματικό της τον Γέροντα Αθανάσιο. Ό Γέροντας την συνέδεσε πνευματικά με την Αθηνά Μάρκου. Στην συντροφιά τους προστέθηκε και ή αδελφή της Άνθούλας Πηνελόπη και έτσι συγκροτήθηκε το πρώτο επιτελείο της Μονής. Προσωρινή Ηγουμένη ορίσθηκε ή Πηνελόπη και κατόπιν Παρασκευή μοναχή. Ή Αθηνά μετονομάσθηκε σε Φιλοθέη μοναχή και ή Άνθούλα πήρε το όνομα Μακρίνα, για να τιμηθεί ή «πατριώτισσά της», όπως έλεγε ή ίδια την άγια Μακρίνα. και όπως το ζήτησε ή ίδια. Ή Πηνελόπη έγινε ρασοφόρος στις 12 Φεβρουάριου 1963. ενώ ή Άνθούλα και ή Αθηνά το Σάββατο 15 Ιουνίου 1964. Τις χειροθεσίες τέλεσε ό πρώην Αθηνών Ιάκωβος (Βαβανάτσος).





Τόπος ησυχίας δεν υπήρχε. αλλά με την προσευχή τού Γέροντα Αθανασίου δεν άργησε να βρεθεί. Κάποια νύκτα και ενώ προσευχόταν ό Γέροντας με τά χέρια υψωμένα στον ουρανό κάτω από τις νερατζιές στους κήπους της Παναγίας της Νεραντζιώτισσας Αμαρουσίου αισθάνθηκε γύρω στις 02.00 π.μ. ελαφρύ κτύπημα στον ώμο του. Γύρισε τότε και αντίκρισε έναν μοναχό μεσήλικα, φαλακρό και με μεγάλη γενειάδα. Ήταν ό Όσιος Λαυρέντιος ό εν Σαλαμίνα! Δείχνοντας μέ το χέρι του προς τά βόρεια είπε στον έκπληκτο Γέροντα: «Μην θορυβείσθε. Προς την Κηφισιά θα ανοίξετε το μοναστήρι» και έγινε άφαντος. Περιχαρής την επομένη μετέφερε στην Γερόντισσα το μήνυμα του Αγίου Λαυρέντιου...




Πράγματι μετά από λίγο καιρό ή Γερόντισσα αχούσε ότι πωλείται ένα μικρό ησυχαστήριο στην Ροδόπολη (Μπάλα) μετά την Κηφισιά. Το επισκέφτηκαν και τους άρεσε. Το είχε ιδρύσει ένας Ιερομόναχος παλαιοημερολογίτης που λεγόταν Ιωνάς και ζούσε εκεί μέ δύο καλογριές. Το πουλούσαν όμως, γιατί μετακόμισαν στην περιοχή Μαγκουφάνα της Πεύκης. Υπήρχαν ένα μικρό εκκλησάκι τού Αγίου Γεωργίου, δύο μικρά κελιά και ένα πηγάδι. Ό Γέροντας Αθανάσιος ενθουσιάστηκε, το ίδιο και ή Γερόντισσα. Το ποσό της αγοράς ήταν υπέρογκο. αλλά τά πνευματικά τέκνα του Γέροντα ξεπλήρωσαν το ποσό και έτσι άρχισε ή ανοικοδόμηση της Μονής.
Ή όλη προσπάθεια κατοχυρώθηκε μέ Βασιλικό Διάταγμα, πού ήταν το τελευταίο το όποιο υπέγραψε ό Βασιλεύς Παύλος. Το σχετικό δε Μητροπολιτικό έγγραφο παραχωρούσε στο ησυχαστήριο και το παλιό παρεκκλήσι τού Αγίου Ιωάννου Βαπτιστού (10ου αιώνος), το όποιο βρισκόταν στο πευκοδάσος και λίγο μακρύτερα από το Ησυχαστήριο. Ό τόπος αυτός επρόκειτο να γίνει αιτία μονώσεως του Γέροντα και επιδόσεως του στην προσευχή...





Το έτος 1961 άρχισε να χτίζεται το Καθολικό της Μονής. Ή Γερόντισσα επιθυμούσε να δοθεί στον ναό το όνομα του Τιμίου Προδρόμου στην μνήμη τού αγαπημένου της αδελφού Ίωάννου πού πνίγηκε στον Πειραιά. Όμως ό Γέροντας Αθανάσιος αρνήθηκε, διότι αγαπούσε υπερβολικά την Παναγία και διότι το εξωτερικό τους παρεκκλήσιο έφερε το όνομα τού Αγίου Ίωάννου. ’Έτσι δόθηκε από τον Γέροντα το όνομα «Παναγία Φανερωμένη» και ορίσθηκε ή πανήγυρη να γίνεται στα εννιάμερα της Παναγίας, στις 23 Αύγουστου. Ή ονομασία τού Ησυχαστηρίου παραπέμπει στην Μονή της Φανερωμένης στην Σαλαμίνα, την όποια έκτισε ό Όσιος Λαυρέντιος, πού υπέδειξε στον Γέροντα Αθανάσιο την τοποθεσία του Ησυχαστηρίου. Μαζί με τον ναό πήρε και το Ησυχαστήριο την επωνυμία «Παναγία Φανερωμένη».
Τον Σεπτέμβριο τού 1963 εγκαταστάθηκε ό Γέροντας Αθανάσιος στο Ησυχαστήριο, όπου πέρασε τις ημέρες του με προσευχή, μελέτη. Λειτουργίες και εξομολογήσεις. Καθοδηγούσε συνέχεια τις μοναχές στον πνευματικό τους αγώνα. Ή νουθεσία του αφορούσε την πίστη στον Θεό και την απόλυτη εγκατάλειψη στο θέλημά Του, την αδιάλειπτη προσευχή, τον ησυχαστικό βίο. την Αγάπη για τις ιερές ακολουθίες. την σιωπή, την άφιλαργυρία. την ελεημοσύνη.




Το 1964 ή ηγουμενική ευθύνη παραδόθηκε στην Γερόντισσα Μακρίνα. Ή Γερόντισσα μέ προσευχή και υπομονή υποτασσόταν άπόλυτα στον Γέροντα Αθανάσιο. Ή καθημερινή εξάλλου συναναστροφή της μαζί του ήταν άκρως διδακτική, και απέβλεπε στον εν Χριστώ καταρτισμό της. Ό Γέροντας τίποτε δεν έκανε κρυφά και χωρίς συνεννοήσεις μέ την Γερόντισσα. Ήταν προσεκτικός και ευγενής και προσπαθούσε να συνδέσει τις αδελφές μαζί της δίδοντάς τους εντολή να μην κάνουν τίποτε κρυπτό και ανευλόγητο από αυτήν. Της παρέδιδε όλα του τα χρήματα να τά διαχειρίζεται εκείνη όπως έκρινε, διδάσκοντας έτσι το τέλειο για την κοινοβιακή ζωή. Την συμβούλευε να μην προσκολλάται σε τίποτε ούτε στα χρήματα, «να δίδει, διά να της δίδει ό Θεός». 




Αναφέρεται ότι κάποτε ή Γερόντισσα από υπακοή έδωσε μέ δισταγμό τά εννέα αυγά πού είχαν για να περάσουν. Ό Γέροντας την νουθέτησε σχετικά να δίδει μέ χαρά και να έχει εμπιστοσύνη στην θεία Πρόνοια. Και, ώ τού θαύματος! μετά από λίγο κάποιος ευλαβής δώρισε από το υστέρημα του στην Γερόντισσα ότι είχε, και αυτό ήταν εννέα αυγά!
Για την διδαχή περί ταπεινώσεως αναφέρεται και το εξής περιστατικό: Κάποια κυρία έπλεξε ένα σκουφάκι για τον Γέροντα και τού το δώρισε για να το φοράει. Ή Γερόντισσα όταν είδε τον Γέροντα είπε έκπληκτη: «Είσθε ίδιος μέ τον "Άγιο Σπυρίδωνα!». Τότε ό Γέροντας το έβγαλε, το πάτησε και είπε επιτιμητικά για τον εαυτό του: «Φτού σου, Αθανάσιε, όχι δεν είσαι σαν τον Άγιο Σπυρίδωνα. Πολύ απέχεις ό αμαρτωλός, εκείνος ήταν Άγιος». Και ουδέποτε το ξαναφόρεσε... 



Ό Γέροντας δίδασκε επίσης στις μοναχές την προσευχή ως κύριο και αποκλειστικό μέλημα τού μοναχού, ως μέσο ενώσεως τους με τον Θεό. Ό ίδιος στα «διαλείμματά» του αποσυρόταν στο εξωκκλήσι τού Άη-Γιάννη και προσευχόταν με δυνατή φωνή. Κάποτε νυχτώθηκε στον 'Άη-Γιάννη προσευχόμενος και έτρεξε ή Γερόντισσα να τον βρει. 





Τον άκουσε τότε να προσεύχεται με δυνατή φωνή μέσα στους θάμνους. Στην απορία της, της απάντησε με απλότητα: «Ήρθα έδώ πάνω για να φωνάζω στον Θεό. Του δείχνω το μοναστήρι και του λέω, Η Ηγούμενη Μακρίνα Παντελή.     Κύριε, να φυλάξεις αυτές τις νύμφες σου πού σου έφερα έδώ. Κύριέ μου. τις μοναχές αυτές κράτα τες καλά». Και συνέχισε: «Φωνάζω για να τά ακούνε και τά αυτιά! "Όχι να λες την προσευχή και να φεύγεις άλλου. Οι Άγιοι φώναζαν στον Θεό. Και ό Μωυσής φώναζε στον Κύριο. Γι’ αυτό τί του είπε ό Κύριος; «Τί βοάς προς με»; Ό Θεός θέλει την καρδιακή προσευχή, όμως θέλει και τις φωνές! ’Έτσι και συ να φωνάζεις στον Θεό». ’Έκτοτε ή Γερόντισσα απέκτησε αυτή την ευλογημένη συνήθεια. Την κατά Θεόν λοιπόν μόρφωσή της χρωστούσε στον Γέροντα Αθανάσιο ό όποιος ως την μακαρία κοίμησή του δεν έπαυσε να παρηγορεί, να στηρίζει, να νουθετεί και να διδάσκει σε αυτήν τις αρχές τού γνήσιου μοναχικού πολιτεύματος. Άλλα και μετά την αναχώρηση του για τις αιώνιες μονές στις 17 Αυγούστου 1967, ή Γερόντισσα ομολογούσε ότι ουδέποτε αισθάνθηκε τον αποχωρισμό, διότι ό Γέροντας βρήκε παρρησία στον Θεό και έτσι ή σκέπη του στην Μονή του έγινε ακόμη πιο φανερή...



Στις 17 Μαρτίου 1969, ήμερα κατά την οποία ή Μονή τιμά μέ ευλάβεια τον προστάτη της Μονής Αγίας Λαύρας και προσωπικό προστάτη του Γέροντα Αθανασίου, τον Όσιο Αλέξιο τον άνθρωπο τού Θεού, ή Γερόντισσα Μακρίνα πήρε το μέγα και Αγγελικό σχήμα από τα άγια χέρια του μακαριστού Μητροπολίτου Τρίκκης και Σταγών Διονυσίου, ό όποιος ευλαβούνταν τον Γέροντα και την Μονή του.








Ή Γερόντισσα διακρίθηκε για την Αγάπη της προς την Εκκλησία, την υπακοή της στις επιταγές των πνευματικών και των διοικούντων την Εκκλησία ως και τον ενάρετο βίο της. Προσευχόταν αδιάλειπτα, ενώ στο κελί της κατά την υπόδειξη του Γέροντα προσευχόταν δυνατά. Διάβαζε καθημερινά το Ιερό Ψαλτήρι και στα τελευταία της επιθυμούσε να ακούει τις αδελφές να της το διαβάζουν. Μετά το τέλος του Αποδείπνου και την γενική συγχώρηση, απαγόρευε τις συζητήσεις και τά «γειτονέματα» μεταξύ τών μοναζουσών ως ψυχοφθόρα. Τά αγαπημένα της αναγνώσματα στην κοινοβιακή τράπεζα του Ησυχαστηρίου ήταν ή Κλίμαξ, ό Όσιος Θεόδωρος ό Στουδίτης, ό Όσιος Έφραίμ ό Σύρος και ό Άββάς Δωρόθεος. Στον δε προσωπικό της καταρτισμό συνέβαλαν πάρα πολύ τά αναγνώσματα από τους Όσιους Ισαάκ και Έφραίμ τούς Σύρους, από τά όποια ωφελήθηκε πάρα πολύ στην ασκητική της πρακτική και την καθοδήγηση τών μοναζουσών.
Μέ την απλότητα και την καλοσύνη της απέκτησε την γνώση να ποιμαίνει ψυχές. Ψυχολογούσε τον συνομιλητή και μέ την προσευχή της χειριζόταν τις διάφορες περιστάσεις. Για τούς δύσκολους χαρακτήρες έλεγε το του Μεγάλου Βασιλείου: «Βήμα ανδρός και γέλως οδόντων αναγγέλλει τά περί του ανδρός». Γι’ αυτούς προσευχόταν και αγωνιζόταν περισσότερο...
Ή Γερόντισσα έχαιρε της ιδιαιτέρας εκτιμήσεως τών συγχρόνων της πνευματικών μορφών όπως λ.χ. τού Γέροντα Αιμιλιανού Σιμωνοπετρίτη ό όποιος την έφερε στην νεόδμητη Μονή της Όρμυλίας για να αναδεχθεί στην μεγαλοσχημία της την Ηγουμένη Νικοδήμη και τρεις ακόμη από τις πρώτες αδελφές (Ιούλιος 1974).




Υποστήριζε ιδιαιτέρως τούς ρασοφόρους. Μέ παρέμβασή της αποκατέστησε την Ηγουμένη Κασσιανή της Μονής τού Αγίου Χαραλάμπους Λευκών για να γίνει Ηγουμένη της Μονής του Όσιου Μελετίου. Τις μοναχές πού εγκατέλειπαν την μετάνοια τους δεν τις κρατούσε στην συνοδεία της. Τις νουθετούσε καταλλήλως και τις υποστήριζε οικονομικά και πνευματικά για να επιστρέφουν στην θέση τους.




Επιπλέον ή Γερόντισσα απέφευγε την ψυχοφθόρα κατάκριση και δεν δεχόταν να ακούει κατηγορίες για ιερείς και αρχιερείς. Ήταν σεβαστή από όλους, διότι έμαθε να τηρεί τις αποστάσεις και με σεβασμό να μιλάει σε όλους από τον Δεσπότη ως τον απλό εφημέριο της Μονής. Αποστρεφόταν την παρρησία και μιλούσε κατόπιν προσευχής και μόνον. Σχετικώς έλεγε την φράση τού Αγίου Ίωάννου τού Χρυσοστόμου: «’Έσο φίλος μετά πάντων και άπέχου». Για την ιδιότητά της ως πνευματικής μητέρας έλεγε ότι «ηγουμενία δεν σημαίνει ράβδος αλλά Αγάπη και φροντίδα διά τας ψυχάς».
Ή τροφή της ήταν λιτότατη και, όπως προαναφέρθηκε, από το γλυκό ή το φρούτο ή το γιαούρτι της έτρωγε μόνο μία κουταλιά την ημέρα. Έγκρατευόταν στα πάντα ακόμη και στο νερό.





Ή φωνή της ήταν βροντώδης. ’Έψαλλε κατανυκτικά χωρίς λαρυγγισμούς και έτσι βοηθούσε και τον πιο απλοϊκό προσκυνητή
να καταλαβαίνει τα θεία νοήματα και να μεταρσιώνεται. «Αν δεν μεθύσει η ψυχή από θείο έρωτα δεν αποδίδεις στο αναλόγιο» συνήθιζε να λέγει. Ό πνευματικός της Γέροντας Παρθένιος της απαγόρευσε να μάθει μουσικά, για να μην χάσει την ψυχή της. Ωστόσο το χάρισμά της στην ψαλτική συγκέντρωνε τούς προσκυνητές στις Λειτουργίες και τις ιερές ακολουθίες. Απέδιδε το τροπάριο της Κασσιανής και το δοξαστικό των Αγίων Πατέρων μελωδικότατα. Κάποτε λειτουργός στην Μονή ήταν ως αρχιμανδρίτης ό νυν Μητροπολίτης Νέας Ζηλανδίας Αμφιλόχιος, ό όποιος συγκινήθηκε καθώς άκουσε την Γερόντισσα να ψάλλει το δοξαστικό των Αγίων Πατέρων και είπε: «Ή Γερόντισσα το απέδωσε ηγεμονικά!».




Ή Γερόντισσα Μακρίνα βίωνε συνεχώς την αρετή της ταπεινώσεως. Παρ’ όλη την επιβλητική της προσωπικότητα ζούσε στην μακαρία αφάνεια. Ουδέποτε πρόβαλλε τον εαυτό της. Το έργο της στην Μονή το θεωρούσε και το πρόβαλλε ως έργο της Παναγίας μέ τις ευχές και πρεσβείες τού Γέροντα Αθανασίου. Στις μοναχές της ήταν πολύ επιεικής και προστατευτική χωρίς εξουσιαστική συμπεριφορά. Στους δε πνευματικούς έλεγε: «Είμαι ένα μεγάλο μηδενικό και κύμβαλο άλαλάζον».



Αξιώθηκε να έχει θεία σημεία αρκετές φορές: στις αρχές πού εισήρθε στην Μονή συνομίλησε μέ τον Άγιο Γεώργιο για το κτήμα. Άλλη φορά είδε από την πόρτα τού φράκτη τά πόδια τού Αγίου ντυμένα μέ την ρωμαϊκή στρατιωτική εξάρτηση και τά πόδια τού άλογου του. Πρέπει να σημειωθεί μάλιστα ότι ό τόπος ήταν τότε εντελώς έρημος. Επιπλέον είδε τον Τίμιο Πρόδρομο να περιέρχεται προστατευτικά την Μονή και έδωσε εντολή στην αδελφή Παρασκευή να ετοιμάσει το σχετικό κέρασμα, ώσπου ό Άγιος εξαφανίσθηκε από μπροστά της...






Μέ ιδιαίτερη φροντίδα συνέταξε το εορτολόγιο της Μονής με στόχο την ψυχική ανάπαυση της αδελφότητας και των προσκυνητών. Έτσι ή Μονή τιμά πανηγυρικά μέ Θεία Λειτουργία, αρτοκλασία ή Αγρυπνία την Παναγία την Φανερωμένη στις 23 Αύγουστου (Καθολικό), την άποτομή της κεφαλής τού Τιμίου Προδρόμου στις 29 Αυγούστου (εξωκκλήσι τού 10ου αιώνος), τον 'Άγιο Νεκτάριο (στην Μονή δωρήθηκε λείψανο από τον Μητροπολίτη Ύδρας Ιερόθεο ό όποιος είχε πνευματικό τον Γέροντα Αθανάσιο), τον 'Άγιο Ανδρέα στις 30 Νοεμβρίου (προστάτη και πολιούχο της γενέτειρας τού Γέροντα), τον Άγιο Αθανάσιο στις 18 Ιανουαρίου και 2 Μαΐου (άλλοτε ονομαστική γιορτή τού Γέροντα) στο ομώνυμο εξωτερικό παρεκκλήσιο το όποιο έκτισε ή ίδια, τον Άγιο Χαράλαμπο στις 10 Φεβρουάριου (υπάρχει λείψανο), τον Όσιο Αλέξιο τον άνθρωπο τού Θεού στις 17 Μαρτίου (έχει αφήσει εντολή ό Γέροντας να γιορτάζεται κάθε χρόνο), τον Άγιο Γεώργιο τον Τροπαιοφόρο στις 23 Απριλίου ή την Δευτέρα του Πάσχα (το πρώτο εκκλησάκι της Μονής όπου και το κελί του Γέροντα), της Αγίας Τριάδος (υπάρχει θαυματουργή ιερά εικόνα), την Άγια Μακρίνα στις 19 Ιουλίου (υπάρχει μικρός ναός μεταξύ των κελλιών). την μνήμη του Γέροντα στις 17 Αύγουστου με αγρυπνία και μνημόσυνο.






Την Μονή όσο ζούσε ό Γέροντας αλλά και επισκέπτονταν πνευματικές προσωπικότητες. Ό Άγιος Παΐσιος ό Αγιορείτης αποκαλούσε την Γερόντισσα «πατριώτισσά μου», επειδή γεννήθηκε και καταγόταν από τις αλησμόνητες πατρίδες. Ό Άγιος Πορφύριος ό Καυσοκαλυβίτης και οι Γέροντες Ιάκωβος Τσαλίκης, Έφραίμ Κατουνακιώτης. Φιλόθεος Ζερβάκος (ό όποιος έκειρε μεγαλόσχημο τον Γέροντα Αθανάσιο: Αμφιλόχιος Μακρής, Αιμιλιανός Σιμωνοπετρίτης, Ιερώνυμος Άποστολίδης, Ιερόθεος Τσαντίλης (αργότερα Μητροπολίτης "Ύδρας). Θεόκτιστος Άλεξόπουλος (Ηγούμενος της Ί.Μ. Τιμίου Προδρόμου Γορτυνίας), Χρυσόστομος Ταβλαδωράκης (αργότερα Μητροπολίτης Πειραιώς) εκτιμούσαν την Γερόντισσα, την επισκέπτονταν και διατηρούσαν σχέσεις με την Μονή. Για τον Γέροντα Ιάκωβο Τσαλίκη αναφέρεται ότι κάποτε ή Γερόντισσα πήγε στην Μονή του Όσιου Δαυίδ για να εξομολογηθεί. Επί δύο ώρες συνομιλούσαν όρθιοι και οι δύο και ό Γέροντας δεν την άφηνε να φύγει από κοντά του έως ότου με θερμή προσευχή τακτοποιήθηκε ή υπόθεση της Γερόντισσας. Επίσης με ταπείνωση και καλοσύνη ή Γερόντισσα υποδεχόταν όλους, ρασοφόρους, επισήμους και μη ως και λαϊκούς στους όποιους με διάκριση έδιδε τις συμβουλές της. Ακόμη και καθηγητές Πανεπιστημίου συμβούλευε, όταν την ρωτούσαν.





Ή Γερόντισσα τελείωσε το επίγειο έργο της και διήλθε την ζωή της προσευχόμενη. Στις αρχές του 2008 βρισκόταν στο κρεβάτι μέ εξάντληση από τά γηρατειά αφού ζούσε το 95ο έτος της ηλικίας της. Κατά τον μήνα Ιανουάριο την επισκέφτηκε ό γράφων και διαπίστωσε ότι είχε πλήρη διαύγεια. Συνομίλησαν, συνέψαλαν και βγήκαν και σχετικές φωτογραφίες. Λίγο πριν το τέλος της ρωτήθηκε για το τί θα γίνει στην Μονή μετά την κοίμησή της και ποιά επιθυμεί να είναι ή διάδοχός της. Εκείνη απλοϊκός αλλά μέ βεβαιότητα απάντησε: «Όποια θέλουν μεταξύ τους ας βάλουν. Δεν τις φοβάμαι καθόλου ότι θα έχουν προβλήματα διότι είναι τρεις και
διάγουν εν Αγάπη και όμονοία. Είναι τρεις, ένα σώμα και μία ψυχή» και έπλεξε τά δάκτυλα και των δύο χειρών της για να δείξει την άρρηκτη μεταξύ τους ενότητα.



Κοιμήθηκε εν Κυρίω στις 24 Ιουλίου 2008, ήμερα Πέμπτη και ώρα 08.15 π.μ. Στην εξόδιο πρωτοστάτησε ό Τοποτηρητής της Μητροπόλεως Αττικής, Μητροπολίτης Μεσογαίας και Λαυρεωτικής Νικόλαος, και ό τότε Επίσκοπος Διαυλείας και νυν Μητροπολίτης Διδυμοτείχου Δαμασκηνός. Παρευρέθηκαν 30 ιερείς, 13 Ηγουμένισσες, πολλές μοναχές από άλλες Μονές και πλήθος κόσμου.
Για την κατάσταση της ψυχής της πήραν πληροφορία οι μοναχές τρεις φορές μέ ευωδία: α) Όταν τοποθετήθηκε το σκήνος της στο φέρετρο, β) όταν τοποθετήθηκε το κασελάκι μέ τά οστά της αδελφής της στο ίδιο μνήμα και γ) όταν προσευχήθηκαν επάνω στο μνήμα της τρεις νέες.

 ΓΕΡΟΝΤΕΣ ΚΑΙ ΓΥΝΑΙΚΕΙΟΣ ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΣ. ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΚΑΒΒΑΔΙΑ. ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΒΑΤΟΠΑΙΔΙΟΥ. 2015

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σας ευχαριστούμε.

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.