Γεννήθηκε
στο χωριό Μολάοι της Μάνης το έτος 1860. Ήταν το μόνο κορίτσι ανάμεσα στα έξι αγόρια
αδέλφια της. Από μικρή στην ηλικία είχε τον πόθο να μονάσει. Ντυνόταν σεμνά με
μονόχρωμα ρούχα και αποσυρόταν σε μακρινά εξωκκλήσια, όπου στην ησυχία επιδιδόταν
στο θεάρεστο έργο της προσευχής.
Οι
δικοί της όμως, και ιδίως ό πατέρας της, επιθυμούσαν να την δουν αποκατεστημένη
σε γάμο και μάλιστα μέ συντοπίτη τους για να μην ξενιτευτεί. Ή κόρη βέβαια αντιδρούσε
σθεναρά. Όταν όμως ή κατάσταση έγινε έκρυθμη ή ίδια μηχανεύτηκε το εξής:
δέχτηκε να αρραβωνιαστεί τον γαμπρό που της διάλεξαν και ορίστηκε και ή
ημερομηνία του γάμου. Στις προετοιμασίες του γάμου συμμετείχε χαρούμενη για να
μην κινήσει τις υποψίες κανενός. Δύναμη έπαιρνε από την προσευχή και την ακλόνητη
πίστη της στον Χριστό και την σκέψη ότι ό εκλεκτός Νυμφίος της ψυχής της άξιζε
κάθε θυσία...
Κάποια
λοιπόν Κυριακή μετά την Θεία Λειτουργία έγινε ό γάμος και ακολούθησε το γαμήλιο
γλέντι. Πριν από τά μεσάνυχτα οι συγγενείς συνόδευαν το νεόνυμφο ζευγάρι μέ
όργανα μέχρι το σπίτι τους. Τότε ήταν που άρχισε ή καρδιά της νέας να σπαρταρά από
την αγωνία σχετικά μέ την υλοποίηση του σχεδίου της...
Όταν
έμειναν μόνοι τους εκείνη μέ άνεση και χαμογελαστά έβγαλε το νυφικό της
λέγοντας στον γαμπρό: «Κράτησε το προσεκτικά σε παρακαλώ μέχρι να γυρίσω στο
δωμάτιο. Δεν θέλω να τσαλακωθεί...».
Κατέβηκε
μέ προσοχή την σκάλα και βγήκε αθόρυβα από το σπίτι. Όταν ξεμάκρυνε αρκετά,
άρχισε να τρέχει σαν το ελάφι που το καταδιώκει ό κυνηγός. Εκείνη την νύχτα
βρήκε καταφύγιο στην Μονή της Μεταμορφώσεως τού Σωτήρος ή «Νέον Άθωνα» που είχε
ιδρύσει ό μακάριος Γέροντας Πανάρετος (Πολυκάρπου) ό Καυσοκαλυβίτης.
Διηγιόταν
αργότερα στις υποτακτικές της: «Νόμιζα πώς δεν πατούσα στην γη! Οι απόκοσμες
μελωδίες που μέ συνόδευαν μου έδιναν θάρρος και ανέκφραστη χαρά!»
Ή
θυρωρός μοναχή την οδήγησε στην Ηγουμένη στην όποια ή κόρη άνοιξε την καρδιά
της. Ή Ηγουμένη της προσέφερε καταφύγιο στο μοναστήρι, όπως και το μαύρο ένδυμα
της δοκίμου μοναχής. Την άλλη μέρα οι δικοί της μαζί μέ τον γαμπρό την ανεζήτησαν
στο μοναστήρι. Όμως οι μοναχές που είχαν πληροφορηθεί το βραδινό συμβάν τους απομάκρυναν
από τον Ιερό χώρο. Παρέμεινε έτσι στο μοναστήρι για αρκετό χρονικό διάστημα. Έν
καιρώ ή Ηγουμένη την φυγάδευσε στον Πειραιά. Από εκεί επεβιβασθη σε πλοίο με σκοπό
να επισκεφτεί το μοναστήρι του Κεχροβουνίου στην Τήνο συνοδευόμενη από τον
Σωτήριο Τσάφο. Έστειλε μήνυμα στον σύζυγο ότι είναι ελεύθερος να κάνει ότι
θέλει και να μην δεσμεύεται από εκείνη...
Στα
18 της χρόνια εισέρχεται στο Κεχροβούνι και υστέρα από την κανονική δοκιμασία
κείρεται μοναχή υπό το όνομα Πελαγία. Έτυχε μάλιστα ή ημέρα της κουράς της να
είναι ή ημέρα κατά την όποια έφθασε στο μοναστήρι μαινόμενος ό πρώην σύζυγος
της. Ή απάντηση του ήρθε σκληρή από την Ηγουμένη: «Δεν υπάρχει καμία Σταυρούλα
εδώ. Έδώ κατοικεί ή μεγαλόσχημη μονάχη Πελαγία και εσύ να κοιτάξεις την ζωή
σου...».
Σχετικά
μέ αυτό το συμβάν ή ίδια ή Γερόντισσα Πελαγία έλεγε: «Όσο ήταν ελεύθερος, τού
έκανα κάθε μέρα κομβοσχοίνι να τον φωτίσει ό Θεός να πάει σε μοναστήρι, να
γίνει μοναχός και να λάβει το διπλό στεφάνι της Παρθενίας και της Ασκήσεως...».
Πέρασαν χρόνια, πάνω από είκοσι. Ένα καλοκαιριάτικο πρωινό, ένας νέος ζητούσε να
δει την Γερόντισσα Πελαγία. Όταν συναντήθηκαν, εκείνος γονάτισε στα πόδια της και
της είπε: «Είμαι ό γιος του πρώην συζύγου σου και μέ έστειλε ό πατέρας μου να
πάρω την ευχή σου, γιατί θέλω να γίνω μοναχός. Μετά από έδώ φεύγω κατευθείαν για
το Άγιον Όρος. Ήδη ό πατέρας μου είναι εκεί από καιρό...».
Ή μακαριστή Ηγούμενη του Κεχροβουνίου Ευπραξία
Βασιλικού κατέθεσε γι’ αυτή την
ψυχή τα έξης: «Ή αδελφή Πελαγία ήταν μεγάλη ασκήτρια. Σπάνια έκοιμάτο σε κρεβάτι.
Ό χρόνος τού ύπνου της ήταν πάντα μετρημένος.
Άνεπαύετο καθιστή σε καρέκλα ή
στο σκαμνάκι της κλείνοντας για λίγο τα μάτια της. Αγαπούσε πολύ την προσευχή,
την μόνωση και την σιωπή. Χωρίς σοβαρό λόγο δεν έβγαινε ούτε άνοιγε το κελί
της. Κατά τις νηστείες έτρωγε μέρα παρά μέρα λίγο ξερό ψωμάκι και αυτό αργά το
βράδυ». Δούλευε αρκετά και το εργόχειρο της ήταν κέντημα στο τελάρο, το όποιο δίδαξε
μαζί μέ την ακρίβεια στην μοναχική πολιτεία στις τέσσερεις υποτακτικές της.
Κασσιανή. Πελαγία. Θεοδούλη. Καλλιστράτη, καθώς και σε έμπερίστατα κορίτσια πού
ζούσαν τότε στο μοναστήρι.
Όταν
εφαρμόσθηκε ή έορτολογική μεταρρύθμιση κατά το νέο ημερολόγιο στο μοναστήρι, ή αδελφή
Πελαγία αρνήθηκε να συμμορφωθεί μέ την εντολή της Μητροπόλεως για λόγους
συνειδήσεως και έτσι αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το αγαπημένο της Κεχροβούνι. Στην
Αθήνα βρέθηκε έμπερίστατη. Όταν ό αδελφός της αστυνομικός Γεώργιος Μαραβέλλιας
της ζήτησε να συναντηθούν, εκείνη τού έστειλε απόκριση: «Από τότε πού 'βαλα το
σχήμα, δεν έχω αδέλφια».
Εγκαταστάθηκε μέ τις υποτακτικές της στον Κορυδαλλό,
όπου και ανήγειραν το Ιερό Ησυχαστήριο της Αγίας Μαρίνης. Κοιμήθηκε εν Κυρίω στα
85 της χρόνια, κατά το έτος 1945 και τάφηκε στο νεκροταφείο των Παμμεγίστων
Ταξιαρχών Κορυδαλλού.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΓΕΡΟΝΤΕΣ ΚΑΙ ΓΥΝΑΙΚΕΙΟΣ ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΣ. ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ ΚΑΒΒΑΔΙΑ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σας ευχαριστούμε.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.