Πολλά χρόνια πριν επανιδρυθεί ή Μονή, κάποιος
Μεγαρεύς, λεγόμενος Γεώργιος Μενιδιάτης, ό όποιος ήτο τυφλός καί του όποιου είχε
άποθάνει ή σύζυγος, επήρε ένα εκ τών πέντε ορφανών παιδιών του διά να τον εξυπηρετεί
εις τάς ανάγκες του, (εφόσον στερείτο του φωτός του), καί κατέφυγε εις την
διαλελυμμένην Μονήν, διαμένων καί παρακαλών τον Αγιον να του χαρίση τό φώς του.
Τό παιδίον του ώστόσον, κατέφευγεν είς την άπόμερον
γωνίαν, έξω από τον Ναόν, όπισθεν του ιερού βήματος καί ουρούσε, προφανώς διότι
έκρινε τον τόπον κατάλληλο διά να τον κρύπτη από τά βλέμματα τών άλλων, μη υπολογίζων,
από παιδική αφέλεια, την ιερότητα του τόπου. Τότε ό τυφλός πατήρ του ήκουσεν
είς τον ύπνον του την φωνήν του Αγίου λέγουσαν: «Γεώργιε, πήγαινε να καθαρίσης τον
οίκον μου, εκεί πού τό παιδί λέρωσε καί τό φώς σου θα δεις καί ιερέας θα
γίνης». Επειδή, όμως, τό παιδίον επανέλαβε την πράξιν, πάλιν εις τον ύπνον του
ό Γεώργιος, τά αυτά λόγια ήκουσε επί τρεις φοράς, καί πράγματι ό τυφλός Πατήρ
έρευνήσας ηύρεν τον τόπον καί τον έκαθάρισεν επιμελώς.
Μετ’ ολίγον δε καιρόν, χάριτι του 'Αγίου, άνέβλεψεν
ό Γεώργιος ούτος καί άκολούθως ίερώθη εις ηλικίαν ώριμον.
’Έκτοτε όλη ή οικογένεια έλαβε εκ του ιερέως τούτου
Γεωργίου τό επώνυμων, «Παπαγιώργη». Καί μέχρι σήμερον οι φέροντες τό επώνυμων
Μενιδιάτη εκ της οικογένειας ταύτης λέγονται του Παπαγιώργη, καί ούτος
διακρίνονται εις την πόλιν τών Μεγάρων.
Ούτος ό ιερεύς Γεώργιος ήτο πολύ ελεήμων καί
συμπαθής προς πάντας. Εις χρόνους πείνης καί πενίας διένειμε είς πτωχάς
οικογένειας εκ του Ναού βοηθήματα (πρόσφορα, νάμα καί ότι άλλο ήδύνατο). Καί
μάλιστα τά έστελνε μέ τά παιδιά είς τάς οικίας τών πτωχών καί συνεβούλευε τά
παιδιά να άφήσουν μέ πολλήν διάκρισιν είς την πόρταν τών πτωχών τά βοηθήματα,
χωρίς να ειπούν ουδέν είς ούδένα, μιμούμενος τον Αγιον Νικόλαον.
Επειδή, λοιπόν, τόσον έπεμελείτο την φιλανθρωπίαν ό
Θεός έπληροφόρησεν είς κάποιον πιστόν την Κοίμησίν του. Δηλαδή, Μεγαρεύς τις,
είδε είς τον ύπνον του ένα βράδυ μίαν φωτεινήν στήλην να άναβαίνη προς ουρανόν.
Εκ παραλλήλου ήκουσε φωνήν λέγουσαν: «Ό παπα-Γιώργης έκοιμήθη».
Τό πρωί, ό άνθρωπος εκείνος έβγήκε είς τό καφενείο της
πόλης καί ρωτούσε, αν απέθανε κανείς. Μετ’ ολίγον ήκούσθη ό πένθιμος ήχος της
καμπάνας. Καί διεδόθη τό γεγονός της έκδημίας προς Θεόν του πιστού καί ευλαβούς
Παπαγιώργη, του όποιου ό Θεός κατέστεψεν τον βίον.
Ταύτα πάντα, κατέθεσε είς ημάς μετά ειλικρινούς
βεβαιότητος ή εγγονή του Παπαγιώργη τούτου, γυνή εκ Μεγάρων, μεγάλης σχετικώς
ηλικίας, παρακαλούσα να γραφούν, ως άφορώντα την Ιστορίαν της Μονής ταύτης, προς
πίστωσιν τών νεωτέρων καί ίνα μη λησμονηθούν.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΑΡΙΟΝ Ι.Μ. ΚΥΠΑΡΙΣΣΙΩΤΙΣΣΗΣ
ΚΑΙ ΙΕΡΟΘΕΟΥ ΜΕΓΑΡΩΝ. 2008
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σας ευχαριστούμε.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.