Ό Νάζαρ, ό γιός του Ιωσήφ Ντικόφσκυ, διηγηθή αργότερα: «'Ο Στάρετς Θεόφιλος
συνήθιζε νά έρχεται στό περιβόλι μας καί βιαζονταν νά έπισκεφθή τίς μέλισσες του. Είχε μόνον
μερικές κυψέλες - τρεις ή τέσσερες - αλλά συνήθιζε νά τίς έπιμελήται μέ πατρική
φροντίδα Καί πόσο υγιείς ήταν! Ούτε μια απ’ αυτές δεν ψόφησε ποτέ από αρρώστια.
Εμένα μ’ αγαπούσε πολύ. Θα μ’ έβλεπε στο περιβόλι καί θα φώναζε:
«Νάζαρ, έλα έδώ!».
Πήγαινα κοντά του κι έπαιρνα την ευχή του.
«Την ευλογία του Θεού να έχεις. Πιάνεις ακόμη
ψάρια; Πιάσε μερικά γιά μένα καί οι δύο μου . Θα φτιάξουμε λίγη ψαρόσουπα».
Είχαμε μια μικρή λίμνη στο περιβόλι μας μεγάλους κυπρίνους. Θάπιανα τότε μερικούς για τόν
Στάρετς κι εκείνος θα τούς έριχνε στο καλάθι του.
Όσες φορές ερχόταν, μέ πλησίαζε λέγοντας:
«Γιατί δεν παντρεύεσαι Νάζαρ;».
«Είμαι μικρός πάτερ...».
Αλλά ήμουν πάνω από 27 χρόνων τότε.
«Πρόσεξε, παντρέψου- άλλοιώς δεν θάχης κανέναν
να σε κρατά από τό χέρι στά γηρατειά σου».
«Μά ποια να πάρω πάτερ; Ούτε αγαπώ, ούτε ξέρω καμιά
κοπέλα».
«Τή φουρνάρισσα, Νάζαρ. Αυτή θα σε φροντίσει».
Εγώ γελούσα κι έλεγα: «Ποιά φουρνάρισσα; Δεν έχω δή
καλάθι μέ ψωμιά στη ζωή μου!...». Δυστυχώς ό πατέρας μου κρυφάκουγε την
κουβέντα μας κι εκείνος κι άρχισε να μέ πιέζει να παντρευτώ. Δεν υπήρχε άλλη
διέξοδος κι έτσι έπρεπε να παντρευτώ να ησυχάσω.
Καί μέ ποιά νομίζετε ότι ένωσα την τύχη μου; Μέ μια
φουρνάρισσα! Ευφροσύνη Καγκαρλίτσκαγια ήταν τ’ όνομά της. Ή μητέρα της ήταν μια
φτωχή γυναίκα πού έψηνε ψωμί καί τό πουλούσε στήν αγορά. Δεν την είχα δή ποτέ, ούτε
μια φορά πριν από τόν γάμο. Λίγο πριν από τό στεφάνωμα τό ανακάλυψα. Ρώτησα την
σύζυγό μου:
«Τί δουλειά κάνατε εσύ καί ή μητέρα σου;».
«Ψήναμε ψωμί».
«Έτσι ζούσατε;».
«Ναι, μέ την ευχή τού πάτερ Θεόφιλου είχαμε καλά
κέρδη».
«Εννοείς, ότι σάς γνώριζε;».
«Φυσικά, καί μάς γνώριζε. Συνήθιζε να στέλνει
κάποιον από τό Μπράτσκυ Μοναστήρι στήν μητέρα μου την Οϋστινα, ζητώντας να του στείλει
μερικά ψωμάκια- κι αν δεν είχε κανένα,να
του δώσει λίγο ζυμάρι. Μόνον ό Θεός
ξέρει
Σε τι του χρειαζόταν
τό ζυμάρι. Φαίνεται πώς θα το έδινε μαζί μέ
τις προφητείες του στους επισκέπτες του. Καί πόσες εισπράξεις είχαμε εκείνη την ημέρα! 'Η μητέρα πουλούσε τότε καί
τό τελευταίο ψωμάκι στήν αγορά».
Είμαι παράλυτος έδώ καί δεκατρία χρόνια. Δεν μπορώ
ούτε να περπατήσω, ούτε να ντυθώ χωρίς την βοήθεια κάποιου. Ή σύζυγός μου μέ
Φροντίζει σάν νάμαι μικρό παιδί. Τώρα έρχονται στο μυαλό μου τά λόγια του διορατικού ευλογημένου
Θεόφιλου: «Παντρέψου Νάζαρ, άλλοιώς δεν θάχης κανέναν να σε κρατά από τό χέρι στά , γεράματά
σου».
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σας ευχαριστούμε.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.