Ο ΣΤΑΡΕΤΣ ΘΕΟΦΙΛΟΣ Ο ΔΙΑ ΧΡΙΣΤΟΝ ΣΑΛΟΣ ΑΣΚΗΤΗΣ ΤΗΣ ΛΑΥΡΑΣ ΤΩΝ ΣΠΗΛΑΙΩΝ ΤΟΥ ΚΙΕΒΟΥ. (1788-1853Μ.Χ)
Mέ
σκοπό ν’ άποφύγη παρόμοια περιστατικά, άλλα καί νά λιγοστέψη
τήν κακία στους ανθρώπους, ό μακάριος άρχισε νά δέχεται
συγκελλιώτες δηλαδή καί άλλους νά μένουν μαζί του σέ γειτονικά κελλιά.
Αυτοί δεν προέρχονταν από τούς αλλά τούς διάλεγε κατευθείαν από
τούς λαϊκούς.
Ό Στάρετς δεν έδινε καμμιά σημασία στήν συμπεριφορά του
ανθρώπου πού διάλεγε, αν ήταν ιδιότροπος ή όχι, αρκεί νά είχε Μια ζεστή καρδιά και
Μια ψυχή ανοιχτή και είχε ελπίδα ότι θά διορθωθή. Κάποτε, ένας κουρελιάρης περιπλανώμενος,
ό Ίβάν, έφτασε στό ερημητήριο Κιταγιέφσκαγια. Ήταν λιποτάκτης από τήν
στρατιωτική του ύποχρέωση, πριν άρκετά χρόνια, και από τότε, είχε διαπράξει ένα
σωρό εγκλήματα.
Ό Στάρετς τόν συνάντησε στήν κουζίνα του Μοναστηριού γιά
πρώτη φορά, και άποκαλύπτοντάς του τίς κρυφές άμαρτίες, έφερε τήν καρδιά τού
φυγάδα σε μετάνοια. Βλέποντας αύτόν τόν παράδοξο Μοναχό μπροστά του ό Ίβάν, έμεινε
κατάπληκτος και πλέον δεν έφευγε από τό πλευρό του Στάρετς. ’Άρχισε μέ δάκρυα
νά συναισθάνεται τά έγκλήματά του και μέ συντριβή νά μετανοή.
«Ναί, είναι επιτακτική ανάγκη νά μετανοήσω! Έχω κάνει πολύ
κακό πάνω στήν γη», έλεγε τελειώνοντας τήν εξομολόγησή του κι αναστενάζοντας
βαριά. 'Ο Στάρετς τόν κοίταξε από τήν κορυφή ως τά νύχια, κούνησε τό κεφάλι του
μέ λύπη και αναστέναξε κι εκείνος βαθιά.
«Ξέρεις τήν παραβολή των ταλάντων;», τόν ρώτησε.
«Δεν ξέρω τίποτα Μπάτουσκα. Γεννήθηκα ένας ανόητος και θά
πεθάνω ένας ανόητος», αποκρίθηκε με συντριβή ό Ίβάν. Ό Στάρετς του
είπε τήν παραβολή με τά τάλαντα κι έξηγώντας τό νόημά της
συνέχισε:
«Κι έτσι, ή ζωή μας είναι καιρός έμπορίου. Ό καθένας πρέπει
νάναι επιδέξιος στό νά άξιοποιήση τό τάλαντο, ώστε νά κερδίση όσο τό δυνατόν
περισσότερα απ’ αυτό. ’Άν έφερες σαντάλια από φλούδα δέντρου στό παζάρι, άντί
νά κάθεσαι με σταυρωμένα χέρια, άρχισε νά φωνάζης δυνατά διαλαλώντας τό
έμπόρευμά σου και ψάχνοντας γι’ αγοραστές. Αφού τά πουλήσης, τότε μπορείς ν’
άγοράσης ό,τι χρειάζεσαι».
«Μά καλέ μου Μπάτουσκα πώς κι από που πρέπει νά πάρω αύτά τά
τάλαντα; Είμαι αγράμματος και άξεστος. Δεν έχω τίποτα».
«Δεν είναι άλήθεια! Ό Κύριος έδωσε κι από κάτι στόν καθένα
όταν γεννήθηκε. Αύτό σημαίνει ότι, κάθε άνθρωπος έχει κάτι με τό όποιο μπορεί
νά έμπορευθή και ν’ άποκτήση κάποιο κέρδος».
«Μά που τότε; Πού είναι;».
«Καλά, κοίτα τον εαυτό σου προσεχτικά και θα βρής τι τάλαντο
έχεις και πώς θα τό χρησιμοποιήσης γιά νά κερδίσης. Σ’ έκείνη τήν φοβερή ήμέρα
τής Κρίσης, όλοι θα ερωτηθούν: Είχες χέρια; Τι κέρδισες μ’ αυτά; Είχες κεφάλι και
γλώσσα; Τι κέρδισες μ’ αυτά; Ό έπαινος δεν θα δοθή γιά τό ότι κέρδισες, αλλά
γιά τό τί ήταν αύτό πού κέρδισες».
Γιά Μια ολόκληρη ήμέρα, μετά άπ’ αύτή τήν συζήτηση, ό Ίβάν
στεκόταν σέ στην άκρη και παρατηρούσε τον Στάρετς, έκθαμβος από τήν άπλότητα, τήν ταπείνωση
και τήν σοφία του. Τελικά, πρός τό απόγευμα, αισθάνθηκε Μάο δυνατή επιθυμία, νά
ζήση κάτω από τήν πνευματική καθοδήγηση του μακαρίου. Πλησίασε τον Θεόφιλο και
κλαίγοντας, έπεσε στα πόδια του.
«Μπάτουσκα! Πάρε με κοντά σου! Μην άφήσης τήν ψυχή μου νά
χαθή μες τις αμαρτίες και τήν κακία!». «Πολύ καλά, πολύ καλά!», απάντησε ό
Στάρετς. «Τον ερχόμενον πρός με ού μή έκβάλω έξω. Βλέπω πώς ή καρδιά σου ειλικρινά
επιθυμεί νά έργασθή γιά τον Κύριο. Έλα νά ζήσης μαζί μου και σώσε τον εαυτό σου
αλλά, βάλτο καλά στό μυαλό σου, καθώς έγώ δεν έχω τίποτα στην κατοχή μου, τό
μόνο πού θα περιμένης είναι τό κρύο, ή πείνα, ή κακοπάθεια και ή στέρηση. Και
μή παραπονεθής γι’ αυτή τήν τύχη, αφού ήδη θάχης μπή σ’ αύτήν».
«Αληθινέ μου πατέρα! Ακόμα και τήν ζωή μου αν έπρεπε νά δώσω
γιά σένα, στ’ όνομα τού Σωτήρα, είμαι έτοιμος νά τό κάνω».
Από κείνη τήν ώρα, ό Ίβάν άρχισε νά διακονή τον μακάριο κι
έγινε ό πρώτος συγκελλιώτης και υποτακτικός του.
Ό Στάρετς Θεόφιλος ήταν αυστηρός, και με άγρυπνο ενδιαφέρον
παρακολουθούσε τήν πνευματική πρόοδό του, άποτρέποντας κάθε διαβολική προσβολή.
Κάποτε ό μακάριος έφερε ένα μεγάλο κομμάτι φιλέτο από παστό ξιφία. Υποκύπτοντας
στόν πειρασμό ό Ίβάν, τό κράτησε γιά τον εαυτό του και τό έφαγε. Αλλά ξαφνικά τον
έπιασε ένας φοβερός πόνος στό στομάχι κι άρχισε νά φωνάζη δυνατά ζητώντας
βοήθεια.
«Ύπόφερε, ύπόφερε άδελφέ! Τό ψάρι χωνεύει στό στομάχι σου»,
είπε ό Στάρετς γελώντας. Και μετά πρόσθεσε:
«Γιατί άκουσες τον εχθρό; Γιατί παραδόθηκες στήν λαιμαργία για
τήν τροφή πού, ούτε πρέπει καν να σέ νοιάζη;».
Είδε ομως τήν ειλικρινή μετάνοια του φταίχτη και τον
λυπήθηκε.
Προσευχήθηκε για λίγο κι ό πόνος εξαφανίστηκε αμέσως.
Μ’ αυτόν τον τρόπο διαπαιδαγωγούσε τον υποτακτικό του,
βάζοντας τον συχνά να κάνη παράξενες δουλειές και δίνοντας του παράλογες
εντολές να εκτέλεση• όμως, παρ’ ότι ήταν τέτοιες, έκρυβαν μεγάλο κέρδος για τήν
πνευματική του κάθαρση. Συνδυάζοντας τά λόγια του με πνευματικές διδαχές, πού
γίνονταν κατανοητές σ’ εκείνον, ό Στάρετς σύντομα πέτυχε να ελευθερώσει τήν
καρδιά τού Ίβάν από τά πάθη, τήν διαβολική επήρεια και τήν κακία.
Ό ευγνώμων υποτακτικός, άναγνωρίζοντας τήν άναξιότητά του
μπροστά στόν Στάρετς, και βλέποντας τήν σταθερή πατρική του αγάπη και φροντίδα,
τού ανταπέδιδε τήν πιο τρυφερή άφοσίωση και παιδική ύπακοή.
«Ίβάν», του είπε Μάο μέρα ό Στάρετς. «Πάρε ένα καλάθι και
πάμε να μαζέψουμε μανιτάρια».
Πήραν ό,τι τούς ήταν άπαραίτητο και μπήκαν σ’ ένα σκιερό
πυκνό δάσος. Ό αέρας ήταν πολύ ζεστός. Ό Στάρετς μάζευε μανιτάρια αλλά
ταυτόχρονα μουρμούριζε:
«’Ώχ, τί καταιγίδα έρχεται..., τι καταιγίδα!».
Ό Ίβάν κοίταξε πάνω. Ό ούρανός ήταν καταγάλανος και καθαρός.
«Δεν θάρθη καταιγίδα, Μπάτουσκα. Δεν φαίνεται ούτε ένα
συννεφάκι».
«’Ώ, θάρθη και πολύ
σύντομα! ’Ήδη μας πλησιάζει. Νάτην!».
Τήν ίδια στιγμή τρεις αγριωποί νέοι άντρες, κρατώντας ρόπαλα στα
χέρια τους, πετάχτηκαν από τούς θάμνους και βίαια έπεσαν πάνω στόν Στάρετς.
«Άχά! Πιάσαμε έναν καλόγερο. Δώσε μας λεφτά». Ό Στάρετς έκανε
τον σταυρό του και μετά, πολύ ειρηνικά, έψαξε μέσα στό καλάθι του κι έβγαλε τό
μεγαλύτερο μανιτάρι λέγοντας:
«Φάτε το, κατά τήν καρδία σας».
«Τι;» φώναξαν οί ληστές. «Μάς κοροϊδεύεις;» κι άρχισαν να τον
χτυπούν άνελέητα.
«Ίβάν φύγε μακρυά», φώναξε με άδύναμη φωνή ό αίμόφυρτος
Στάρετς.
«Όχι!», απάντησε ό πιστός υποτακτικός. «Όπου είναι ό κύριος,
εκεί πρέπει νάναι και ό δούλος του». Και βλέποντας τό αίμα τού Στάρετς να
τρέχη, όρμησε καταπάνω στούς ληστές χωρίς να σκεφτή τίποτα. Αλλά, εκείνοι ήταν
τρεις και δύο φορές πιο δυνατοί, κι αφού τον έδεσαν άρχισαν να τον χτυπούν με
μανία. Έχοντας διασκεδάσει αρκετά, βασανίζοντας τ’ ανυπεράσπιστα θύματά τους, οι
κακοποιοί εξαφανίστηκαν. Τότε ό Ίβάν κατάλαβε τι είδους καταιγίδα τούς είχε
πλησιάσει...
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ.
Ο ΣΤΑΡΕΤΣ ΘΕΟΦΙΛΟΣ Ο ΔΙΑ ΧΡΙΣΤΟΝ ΣΑΛΟΣ ΑΣΚΗΤΗΣ ΤΗΣ ΛΑΥΡΑΣ ΤΩΝ ΣΠΗΛΑΙΩΝ ΤΟΥ ΚΙΕΒΟΥ. (1788-1853Μ.Χ)ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΤΟΥ ΕΒΡΟΥ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σας ευχαριστούμε.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.