Μιά άλλη
φορά μιά όνομαστή γαιοκτήμων ήρθε στόν μακάριο περιτριγυρισμένη άπό ένα
ολόκληρο πλήθος δουλοπαροίκων, καθισμένη στήν άμαξά της. Σταμάτησε μπροστά στήν
κατοικία τού μακαρίου καί μ’ ένα χαμόγελο άρχισε νά κοιτά πίσω απ’ τό μονόκλ
πρός όλες τίς κατευθύνσεις.
«Γιά
πες μου σέ παρακαλώ. Που είναι αύτός ό Θεόφιλος πού μένει έδώ;», ρώτησε
υπεροπτικά τόν ύποτακτικό του, πού ήρθε πρός τό μέρος της.
«Εκεί
είναι καί σκάβει τόν κήπο».
'Η
περίεργη κυρία έριξε μιά ματιά πίσω καί είδε τόν Θεόφιλο νά σκάβη αύλάκια
φορώντας μόνον τό εσωτερικό μακρύ του πουκάμισο.
«Αλλοίμονο,
τι άπολίτιστος! Νά περιφέρεται μέσα στό Μοναστήρι μή φορώντας τίποτα άλλο παρά
ένα μακρύ πουκάμισο!» κι έφτυσε δίπλα της μέ περιφρόνηση.
«Τίποτ’
άλλο, παρά ένα μακρύ πουκάμισο», είπε ό Στάρετς μιμούμενος τήν φωνή της, καθώς
τήν πλησίαζε.
«Έ, σύ
λευκοχέρα άρχόντισσα! Καί γιατί έχεις γδύσει τούς δουλοπάροικους μέχρι καί τό
τελευταίο τους πουκάμισο; Γιατί τούς πέταξες στόν δρόμο χωρίς ένα κομμάτι ψωμί;
Γιά νά έκμεταλλεύεσαι τούς άνθρώπους δέν έχεις συνείδηση, αλλά τώρα μπροστά σ’
έναν ταπεινό Μοναχό σέ πιάνει ή ντροπή; Μετανόησε, ύπερβολική ύπερηφάνεια!
Αγάπα τόν πλησίον σου, γιατί άλλοιώς θάναι πολύ πικρό γιά σένα όταν ή αμαρτωλή
σου ψυχή θά σταθή γυμνή από τις αδιάντροπες πράξεις σου μπροστά στήν Θεία Δικαιοσύνη».
Αύτή ή
ψυχρολουσία τόσο πολύ συγκλόνισε τήν γυναίκα, πού άμέσως πετάχτηκε έξω απ’ τήν
άμαξα καί μέ δάκρυα μετάνοιας πέρασε μια ολόκληρη ώρα στό κελλί του Στάρετς
ικετεύοντας τον νά τήν συγχωρέση καί νά προσεύχεται γι’ αύτήν.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ.
Ο
ΣΤΑΡΕΤΣ ΘΕΟΦΙΛΟΣ Ο ΔΙΑ ΧΡΙΣΤΟΝ ΣΑΛΟΣ ΑΣΚΗΤΗΣ ΤΗΣ ΛΑΥΡΑΣ ΤΩΝ ΣΠΗΛΑΙΩΝ
ΤΟΥ ΚΙΕΒΟΥ. (1788-1853Μ.Χ)ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΤΟΥ ΕΒΡΟΥ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σας ευχαριστούμε.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.