Ό Θεόφιλος
ιδιαίτερα απέφευγε τήν συνάντηση μέ διανοούμενους καί μέ τούς επιφανείς
κοινωνικά. Περισσότερο άπ’ όλους όμως αντιπαθούσε εκείνους πού ονομάζονταν
«άνθρωποι τής άμαξας», αυτούς δηλαδή πού καθισμένοι πάνω σέ άμαξες έρχονταν νά
δουν τόν Θεόφιλο σάν κάτι άξιοπερίεργο.
«Τί ζητάτε άπό
έναν βρωμιάρη σάν κι εμένα;» συνήθιζε νά ρωτάη τούς ένοχλητικούς επισκέπτες.
«Γιατί μέ ψάχνετε έμένα έναν άθλιο φτωχό Στάρετς καί μεγάλο αμαρτωλό;».
«Μιά καλή
κουβέντα Μπάτουσκα, μιά συμβουλή, λίγη καθοδήγηση καί παρηγοριά», συνήθως απαντούσε
ό επισκέπτης.
«Πηγαίνετε στόν
Μεγαλόσχημο Παρθένιο. Αυτός μπορεί νά σάς διδάξη, εγώ δέν έχω τίποτα νά σάς πω.
Προσπέστε στήν Ύπεραγία Θεοτόκο καί στούς άγιους Πατέρες τής Λαύρας Περτσέσκαγια,
μέ άγνή πίστη κι εκείνοι θά σάς δώσουν ό,τι χρειάζεστε, εγώ δέν έχω τίποτα».
Μερικές φορές ό
Στάρετς, προχωρούσε περισσότερο ακόμα καί από τέτοιες άποθαρρυντικές απαντήσεις,
έσπρωχνε μακρυά όλους εκείνους πού συνωστίζονταν γύρω του καί έφευγε γρήγορα
άπό άνάμεσά τους. Καί στ’ αλήθεια, τι άπαντήσεις μπορούσε νά τούς δώση; Συνήθως
οί ερωτήσεις ήταν πολύ κοσμικές. Κάποιος θά τού ζητούσε τήν βοήθεια γιά νά
κερδίση μιά δίκη άπό τήν οποία κάποιος φτωχός θάβγαινε ζημιωμένος. Άλλοι
προσπαθούσαν νά μάθουν αν ό γιός τους θά έπαιρνε προαγωγή στή δουλειά του. Αλλος
ζητούσε συμβουλές γιά τό αν έπρεπε νά παντρέψη τόν γιό του μέ μιά πλούσια νύφη
ή τήν κόρη του μ’ έναν όνομαστό γαμπρό. Άλλοι πάλι ζητούσαν προσευχές γιά νά
πάρουν αξιώματα ή μεγάλες συντάξεις. Αλλά ήταν ελάχιστοι εκείνοι πού ήθελαν νά
ζητήσουν συμβουλή γιά τό ένα καί μοναδικό, πού είναι καί τό πιό απαραίτητο στόν
άνθρωπο: Τή σωτηρία τής ψυχής.
Μέ σκοπό ν’
άποφύγη παρόμοιες άσκοπες συναντήσεις καί νά γλυτώση άπό ανεπιθύμητους καί
κουραστικούς επισκέπτες ό μακάριος, κατέφευγε σ’ ένα αποτελεσματικό τέχνασμα:
"Άλειφε μέ κατράμι ή πίσσα τό κατώφλι τού κελιού του κι έτσι απαλλάσσονταν
άπό τούς άργόσχολους συζητητές.
Αν όμως έφθανε
ένας άληθινά εύλαβής καί άπλός άνθρωπος, διψώντας γιά λόγο σωτηρίας, ό Στάρετς
θά τόν δεχόταν πολύ πρόθυμα, χωρίς ώστόσο νά τού άφιερώση πολύ χρόνο. Κι αφού
πρώτα μέ αύστηρή επίπληξη θά του φανέρωνε τίς
κρυφές του αμαρτίες, θά του έδινε τήν άφεση.
Ήταν παράξενο
νά βλέπης —έχουν πή αύτόπτες μάρτυρες— πώς ό μακάριος έκανε τήν εξομολόγηση τών
άνθρώπων πού έρχονταν σ’ αύτόν. Δέν ρωτούσε γιά τις αμαρτίες τους, όπως συνήθως
κάνουν οι πνευματικοί, άλλά έχοντας άκουμπήσει τ’ άγιασμένα χέρια του πάνω στό
κεφάλι τού άνθρώπου πού εξομολογούσε, κοιτώντας ψηλά στόν ούρανό, εκείνος ό
ίδιος άρχιζε ν’ άπαριθμή όλες τις άπόκρυφες αμαρτίες του. Τότε ό εξομολογούμενος
όχι μόνον έχυνε δάκρυα μετάνοιας μέ συντριβή, άλλά καί αύτές οί τρίχες τής
κεφαλής του σηκώνονταν όρθιες άπό τήν φρίκη πού τόν καταλάμβανε καί τή ντροπή
του.
Στήν πόλη
Βασίλκοβο, ζούσε κάποιος κερδοσκόπος, ό όποιος είχε πλουτίσει μέ σκοτεινές
δουλειές. Όλη του τήν ζωή τήν ξόδεψε μέσα στήν διαφθορά, τήν άπάτη καί τήν κακία.
Είχε χτίσει μιά
τεράστια έπαυλη γιά τά γεράματά του, άλλά ενώ άποσύρθηκε γιά νά τήν χαρή, δέν
έβρισκε ησυχία άπό μιά συνείδηση βαριά πού τόν βασάνιζε. Ετσι, άποφάσισε νά
έξομολογηθή όλες τις αμαρτίες του γιά νά βρή συγχώρεση. Είχε ακούσει πολλές ιστορίες
γιά τόν θαυμαστό ασκητή Ιερομόναχο Θεόφιλο καί πήγε στό Κίεβο μέ τήν ελπίδα νά μείνει
λίγο καιρό μαζί του.
Ό διορατικός Στάρετς, προβλέποντας την
έπίσκεψη του αδίστακτου τυχοδιώκτη, άποφάσισε νά τόν προλάβη, πηγαίνοντας ό
ίδιος νά τόν συναντήση, πριν εκείνος φτάση στό ερημητήριο.
Γι’ αύτό τό
λόγο ακριβώς, κρύφτηκε μέσα στό δάσος καί γιά ολόκληρες ήμερες περίμενε τόν
έμπορο κοντά στήν «κόκκινη ταβέρνα».
Σύντομα εμφανίστηκε
ή άμαξα μέ τόν κερδοσκόπο έμπορο πού καθόταν μέσα έπιδεικτικά.
Παρατήρησε τόν
μοναχό πού περπατούσε πρός τήν δική του κατεύθυνση καί πήδηξε έξω από τήν άμαξα
πλησιάζοντάς τον.
«Πώς είσαι
Μπάτουσκα;».
«Θαυμάσια! Κι
εσύ κυρ-έμπορε;».
«Είναι μακριά
άπό δώ τό έρημητήριο;».
«Ποιό απ’ όλα
ζητάς;».
«Τό
Κιταγιέφσκαγια».
«Είναι ψηλά στόν
Θεό, μακριά απ’ τόν Τσάρο, τό πιό κοντινό έρημητήριο. Γιά ποιό λόγο πας; Νά
προσευχηθής στόν Θεό;».
«Περίπου...
αλλά πιό πολύ θάθελα νά δώ αυτόν τόν Μεγαλόσχημο Θεόφιλο. Θά μπορούσες νά μου
πής πού μένει;».
«Καί σέ τί θά σου
φανή χρήσιμος αυτός;».
«Όλοι λένε πώς
είναι πολύ άγιος καί διορατικός».
«Ποιος; Ό
Θεόφιλος;».
«Ναί, ό
Ιερομόναχος».
«Τί είδους
άγιότητα είναι αύτή πού έχει;
Πίστεψες κι έσύ όλες τις ανοησίες πού διαδίδουν
οί γυναικούλες;».
«Μά πώς μπορεί
νάναι ψέματα; Όλοι λένε...».
«Έσύ μή λές
τίποτα! Γιατί έχει κάνει τόσα πολλά κακά κι είναι τέτοιος πόρνος, πού άλλο
κάθαρμα σάν κι αύτόν δέν θά βρής σ’ ολόκληρο τόν κόσμο.
Βίασε γυναίκες
άλλων, άποπλάνησε κόρες, έκλεψε τά άλογα τού γείτονα του τήν νύχτα, δάνεισε
χρήματα σέ φτωχούς πλουτίζοντας μέ τό αίμα τους. Πόσα ορφανά δέν άφησε στούς
δρόμους χωρίς ένα ρούχο! Πόσους άνθρώπους δέν κατέστρεψε μέ τίς δολοπλοκίες του
καί τις σκοτεινές βρωμοδουλειές του! Απέκτησε μιά καλοθρεμμένη κοιλιά άπό ξένες
ιδιοκτησίες καί τώρα έχει τήν επιθυμία νά πλησιάση τόν Θεό! Ήρθε στόν Στάρετς
Θεόφιλο πάνω σέ κλεμμένα άλογα, φορτωμένος μ’ ένα σωρό θανάσιμες αμαρτίες. Λοιπόν,
μετανόησε, μετανόησε. Προσευχήσου στό Θεό. Ό Κύριος είναι πολυεύσπλαχνος καί
«ού θέλει τόν θάνατον τού αμαρτωλού, ώς τό έπιστρέψαι καί ζην αυτόν...».
Αλλά ό άναυδος
ζωέμπορας πού είχε ήδη πληροφορηθή στήν καρδιά του ότι αυτός ήταν ό Θεόφιλος,
έπεσε στά πόδια τού Στάρετς καί τάβρεχε μέ δάκρυα μετάνοιας.
«Συγχώρεσέ με,
Μπάτουσκα. Δώσε άφεση άμαρτιών σ’ έναν τέτοιο παλιάνθρωπο σάν κι εμένα».
«Ό
Κύριος θά σέ συγχωρέση, ό Κύριος θά σέ συγχωρέση. Πήγαινε στούς αγίους τού
Θεού. Πρόσπεσε σ’ αύτούς. 'Ικέτεψε τους. Θά σ’ ελεήσουν, θά σου τά συγχωρέσουν όλα.
Ό πατέρας σου ήταν δίκαιος άνθρωπος καί οί προσευχές του στόν Θεό, θά σου
χαρίσουν τό έλεος Του».
«Όχι δέν
ύπάρχει έλεος γιά μένα. Έχω τόσο πολύ παροργίσει τήν άγαθότητα του Θεού».
«Εκείνος θά σέ
συγχωρέση, Εκείνος θά σέ συγχωρέση. Μόνον μήν ξαναπέσης σέ αμαρτίες μέ τήν
άμέλεια κι έτσι άχρηστέψης τις εύεργετικές πηγές πού καθάρισαν σήμερα τήν ψυχή
σου μέ τήν μετάνοια. Μήν πάψης νά προσεύχεσαι. Μήν άφήσης άδέσποτα τά πάθη σου.
Διασφάλισε τήν συγχωρέση πού πήρες. Φύλαξε τήν άγάπη καί τόν φόβο του Θεού.
Πήγαινε!».
Ό έμπορος μέ
μεγάλη προθυμία έτρεξε στήν Λαύρα καί πέρασε εκεί πολλές ώρες διηγούμενος στούς
μοναχούς των Σπηλαίων γιά τήν συνάντησή του μέ τόν Θεόφιλο.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ.
Ο
ΣΤΑΡΕΤΣ ΘΕΟΦΙΛΟΣ Ο ΔΙΑ ΧΡΙΣΤΟΝ ΣΑΛΟΣ ΑΣΚΗΤΗΣ ΤΗΣ ΛΑΥΡΑΣ ΤΩΝ ΣΠΗΛΑΙΩΝ
ΤΟΥ ΚΙΕΒΟΥ. (1788-1853Μ.Χ)ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΤΟΥ ΕΒΡΟΥ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σας ευχαριστούμε.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.