Ένας ακόμη
υποτακτικός του μακαρίου Θεόφιλου, ό τρίτος, ονομαζόταν Παντελεήμων. Αύτός,
μετά τον θάνατο του Στάρετς, έζησε στον ξενώνα της Λαύρας μέχρι τα βαθιά του
γεράματα. Διηγήθηκε σε πολλούς από τούς παλαιότερους, διάφορα θαύματα του
μακαρίου, και έλεγε για τήν εκπληκτική του διόραση, στήν όποια πολλές φορές ό
ίδιος υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας. Κάποτε εκτελώντας μια εντολή του Στάρετς, ό
Παντελεήμων μετέφερε φαγητό από το μαγειρείο, όταν κάπου γλίστρησε και έχυσε το
φαγητό μπροστά στο κατώφλι. Θέλοντας ν’ αποφύγει τήν επίπληξη ό συγχυσμένος υποτακτικός,
άρχισε να μαζεύει το φαγητό από κάτω, με τήν ελπίδα να γέμιση τα πιάτα. Αλλά ό
Στάρετς βγήκε και του είπε: «Παντελεήμων, δεν ξέρεις να κάνης σωστά τήν ύπακοή
σου. Δεν θά γίνεις μοναχός μέχρι πού να πεθάνεις». Και πραγματικά έτσι έγινε. Ό
Παντελεήμων πού έφτασε σε μεγάλη ηλικία παρέμεινε δόκιμος, και μόλις πριν από τον
θάνατό του έγινε ρασοφόρος και πήρε το όνομα Θεοδόσιος.
Μέχρι το τέλος,
ό Παντελεήμων ήταν ολοκληρωτικά αφοσιωμένος στον Στάρετς.
Ό μακάριος
Θεόφιλος πήρε ευλογία να ταξιδέψει στο Βορονέζ για τήν εικοστή επέτειο της
Ανακομιδής των λειψάνων του 'Αγίου Μητροφάνους, Επισκόπου Βορονέζ.
Ό υποτακτικός
του Παντελεήμων τον συνοδεύσε στο μεγάλο ταξίδι. Φτάνοντας στο Βορονέζ,
περνούσαν τις ημέρες τους στήν εκκλησία, και τις νύχτες στον αύλόγυρο κοντά στο
καμπαναριό. Όταν είχαν άποδώση τήν πρέπουσα τιμή στόν Αγιο, πήραν τον δρόμο του
γυρισμού. "Εχοντας περπατήσει μιά μεγάλη απόσταση, έφτασαν τελικά στο
Κίεβο.
«Θάταν καλό νά
κάναμε μιά τελευταία στάση», είπε ό εύλογημένος Θεόφιλος και κάθισε κάτω στο
χορτάρι νά ξεκουραστή στόν καθαρό αέρα. Έχοντας φάει ελάχιστα, πήρε τό σακκίδιο
πού είχαν, ψάχνοντας τό παγούρι μέ τό νερό, αλλά, δέν ήταν μέσα.
«Παντελεήμων,
πού είναι τό παγούρι μας;» φωναξε ό Στάρετς μέ φανερή δυσαρέσκεια. Ό
υποτακτικός σκέφθηκε γιά λίγο καί μετά θυμήθηκε.
«Είναι στο
Βορονέζ, Μπάτουσκα. Ξεχάστηκε εκεί πού φάγαμε χητές βράδυ, στα σκαλιά τού
καμπαναριού».
«Πόσο κακός
είσαι! Πήγαινε πίσω καί πάρτο πριν έξαφανιστή».
Ό Παντελεήμων
χωρίς δεύτερη σκέψη, έτρεξε πίσω στο Βορονέζ, χωρίς καν να διανυκτερεύση στο
Μοναστήρι τους, πού απείχε μόλις μισό βέρτσι από εκείνο το μέρος. Σάν να ήταν το
παγούρι από νεροκολόκυθο, ανεκτίμητο και σπάνιο και σάν να απείχε μόνον λίγα βήματα
το Κίεβο άπό το Βορονέζ! Εφτασε στο Βορονέζ άβλαβής καί πρός μεγάλη του χαρά,
βρήκε το παγούρι, άκριβώς στο μέρος πού το είχαν αφήσει.
Παίρνοντάς το στα
χέρια, ξεκίνησε γιά τήν επιστροφή. Ό άπλός στήν καρδιά Παντελεήμων, δέν έδωσε καμιά
σημασία στον άθλο του, δεν περηφανεύτηκε, δεν γόγγυσε εναντίον τού μακαρίου.
Ήξερε ότι, οι πατέρες της ερήμου της Ανατολής, διέταζαν τούς ύποτακτικούς τους
νά φυτεύουν ξερά ραβδιά βαλανιδιάς καί νά τά ποτίζουν καθημερινά, γιά ν’
άποφύγουν τήν ακηδία.
Κάποτε, κατά
τήν διάρκεια της μεγάλης Σαρακοστής, όταν ό μακάριος δεν έτρωγε τίποτα για
ολόκληρες ημέρες και προσευχόταν στον Θεό μυστικά, έστειλε τον Παντελεήμονα στο
παζάρι ν’ αγοράσει μερικά, όσο το δυνατόν μεγάλα, τεμάχια από παλιές μπότες.
Όταν ή εντολή
του είχε εκτελεστή, τα άπλωσε πάνω σ’ έναν πάγκο, το ένα πλάι στο άλλο και
παράγγειλε στον Παντελεήμονα να τα ράψει μεταξύ τους σε αρκετά μεγάλα σεντόνια.
Μετά, έφερε ένα δοχείο με πίσσα κι άρχισε προσεκτικά να τήν απλώνει πάνω σ’
αυτά τα δερμάτινα σεντόνια.
«Γιατί το
κάνεις αυτό Μπάτουσκα;» τον ρώτησε με περιέργεια ό Παντελεήμων.
«Ό Κύριος το προστάζει,
ό Κύριος το προστάζει», απάντησε βιαστικά ό Στάρετς.
«Και τί
σημαίνει αυτό;»
«Σημαίνει φίλε
μου, ότι ό διάβολος γράφει έδώ πάνω τις αμαρτίες των ανθρώπων. Αλλά σήμερα,
έχουν όλες σβηστεί και δεν υπάρχουν πια».
Μ’ αύτή του τήν
πράξη, εξηγούσε αργότερα ό Παντελεήμων, ό Στάρετς ήθελε να δείξει ότι οι αμαρτίες
των πνευματικών του παιδιών, πού ήταν πολύ κοντά σ’ αυτόν, και για τα όποια εκείνες
τις ημέρες προσευχόταν με μεγάλη θέρμη και επιμονή, είχαν όλες συγχωρεθεί και ή
συνείδησή τους είχε καθαριστεί ενώπιον του Θεού.
Υπήρχαν κάποιες
φορές το καλοκαίρι, συνέχιζε να διηγείται ό Παντελεήμων, πού ό Στάρετς με
φώναζε και μου έλεγε:
«Μάζεψε μερικά
φρέσκα μήλα από το περιβόλι αύριο (και θα μου καθόριζε ακριβώς και πόσα να μαζέψω).
Το πρωί με τήν ανατολή, πήγαινε στο δάσος κατά μήκος τού δρόμου. Εκεί θα συνάντησης
μια ομάδα προσκυνητών. Δώσε στον καθένα από δύο μήλα». Εκτελούσα επακριβώς
αυτές τις εντολές του, μαζεύοντας ακριβώς τον αριθμό των μήλων πού μούχε πει ό
Στάρετς. Μετά, πήγαινα στο συγκεκριμένο μέρος και πράγματι έδινα στον κάθε
προσκυνητή από δύο μήλα, χωρίς να περισσέψει ούτε ένα, ή νάναι λιγότερα άπ’ όσοι
ήταν οι προσκυνητές. Συχνά μ’ έβαζε να εκτελέσω τέτοιες εντολές ό Στάρετς, κι
εγώ έμενα έκθαμβος για το προορατικό του χάρισμα.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ.
Ο ΣΤΑΡΕΤΣ ΘΕΟΦΙΛΟΣ Ο ΔΙΑ ΧΡΙΣΤΟΝ ΣΑΛΟΣ ΑΣΚΗΤΗΣ ΤΗΣ ΛΑΥΡΑΣ ΤΩΝ ΣΠΗΛΑΙΩΝ ΤΟΥ ΚΙΕΒΟΥ. (1788-1853Μ.Χ)ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΤΟΥ ΕΒΡΟΥ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σας ευχαριστούμε.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.