Εκτός
άπ’ τήν αγάπη του καί τήν μέριμνα γιά τά πουλιά καί τά ζώα, ό Στάρετς Θεόφιλος,
είχε κι άλλες συνήθειες: π.χ. αντιπαθούσε τους καπνιστές καί δεν άντεχε τήν
μυρωδιά του καπνού.
«Βλέπεις,
έχεις δηλητηριαστεί μέ τό φαρμάκι του διαβόλου», θα έλεγε πολύ αυστηρά σέ
κάποιον έπισκέπτη πού κάπνιζε:
«Ορίστε,
ήρθες στό Κοινόβιο γιά νά μάς μολύνεις μέ τόν καπνό σου. Τί κέρδος θαχης νά
πλησιάσης αύριο τά Φριχτά Μυστήρια μ’ αυτή τήν μυρωδιά του καπνού στήν αναπνοή
σου; Φύγε μακριά μου, δέν έχεις τήν εύλογία μου!»
Μιά
άλλη φορά, ό Θεόφιλος περπατούσε κατά μήκος του αυλόγυρου του Μοναστηριού μ’
έναν άφοσιωμένο στό πρόσωπό του λαϊκό, καί κουβαλούσε σέ μιά χύτρα, τριμμένα
χειμωνιάτικα ραπανάκια μέσα σέ κβάς, οπότε τόν πλησίασε κάποιος Βίκτωρ Ιγνάτιεβιτς
Άσκοτσένσκυ, έκδοτης του περιοδικού «Τοπικές συζητήσεις».
Κάπνιζε
ένα τσιγάρο. Καθώς άνοιξε τό στόμα του να του μιλήση, φύσηξε τόν καπνό ακριβώς
πάνω στό φαγητό του Θεόφιλου.
Ό
ευλογημένος, δέν είπε τίποτα, άλλά βούτηξε τό δάχτυλό του μέσα στήν χύτρα καί
ράντισε τόν καπνιστή μέ λίγο από τό ζουμί πού είχε μέσα.
Οταν
ό Άσκοτσένσκυ γύρισε σπίτι του, κάθησε γιά τό δείπνο, άλλά τό πιάτο πού του
σέρβιραν είχε μιά περίεργη μυρωδιά από χειμωνιάτικα ραπανάκια.
Φυσικά εκείνος
δέν υποψιάστηκε τήν αιτία. Έστειλε μόνον πίσω τό πιάτο καί ζήτησε να του φέρουν
άλλο. Του έφεραν, άλλά κι αύτό είχε τήν ίδια μυρωδιά. Αυτό έπαναλήφθηκε καί γιά
τρίτη φορά, καί ή μυρωδιά ήταν ή ίδια. Σ’ αύτό τό σημείο ό Άσκοτσένσκυ θύμωσε
κι άρχισε να έπιπλήττη τόν μάγειρα καί τούς ύπηρέτες. Άλλά δέν ύπήρχε καμιά
έξήγηση γιά τήν μυρωδιά. Θύμωσε πάρα πολύ, αφού έπαναλήφθηκε ό γύρος του
σερβιρίσματος μέ τό ίδιο άποτέλεσμα. Έφυγε άπό τό σπίτι του καί πήγε στό σπίτι
κάποιου φίλου του. Καθώς εκείνος τόν ύποδέχτηκε, έκανε τό’σχόλιο ότι μύριζε
έντονα χειμωνιάτικα ραπανάκια. 'Ωστόσο κάνοντας ότι δέν κατάλαβε, ζήτησε άπό
τόν φίλο του κάτι να φάη, έξηγώντας του γιά τήν άπροσεξία καί τήν άφροντισιά των
ύπηρετών πού έτοίμαζαν τό φαγητό στό σπίτι του.
Πόσο
μεγάλη όμως ήταν ή έκπληξή του, όταν διαπίστωσε ότι καί τό φαγητό πού του
πρόσφερε ό φίλος του, είχε τήν ίδια μυρωδιά άπό χειμωνιάτικα ραπανάκια! Όλότελα
συγχυσμένος πήγε στόν φούρνο ν’ άγοράση λίγα μπισκότα.
Γύρισε
στό σπίτι του καί κάθησε να πιή ένα τσάϊ μέ τά μπισκότα, άλλά άλλοίμονο! κι
αύτά είχαν τήν ίδια άηδιαστική μυρωδιά.
Γιά
τρεις ολόκληρες ήμέρες ό φτωχός Άσκοτσένσκυ ύποφέροντας έτσι, έφτασε σέ άπόγνωση.
Ό
καθένας πού τόν συναντοΰσε σχολίαζε πόσο πολύ μύριζε χειμωνιάτικα ραπανάκια.
Ό
άτυχος άνδρας προσπάθησε άπεγνωσμένα να βρή τήν αιτία πού είχε αύτό τό
φαινόμενο καί τελικά θυμήθηκε τήν συνάντηση με τόν Στάρετς Θεόφιλο. Αφού
συναισθάνθηκε τήν άπρεπη συμπεριφορά του, έτρεξε στό Κιτάγιεφ, στόν μακάριο.
Τόν ικέτεψε γιά συγχώρηση καί άμέσως ή δυσάρεστη μυρωδιά εξαφανίστηκε.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ.
Ο
ΣΤΑΡΕΤΣ ΘΕΟΦΙΛΟΣ Ο ΔΙΑ ΧΡΙΣΤΟΝ ΣΑΛΟΣ ΑΣΚΗΤΗΣ ΤΗΣ ΛΑΥΡΑΣ ΤΩΝ ΣΠΗΛΑΙΩΝ
ΤΟΥ ΚΙΕΒΟΥ. (1788-1853Μ.Χ)ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΤΟΥ ΕΒΡΟΥ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σας ευχαριστούμε.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.