Θα
σάς πω κάτι πού είδε μιά κυρία. Ήταν μία άγιασμένη ψυχή, πού τήν έλεγαν κα
Σεβαστή. Ήταν χήρα καί είχε μία κόρη πού τήν έλεγαν Νίκη. ’Έπιασε τό παιδί της
έργασία στις Σέρρες καί τήν κάλεσε νά πάη, νά καθήσουν εκεί. Χωρίς να γνωρίζει
ότι κάναμε Μοναστήρι, είδε άτι βρέθηκε σε μια Μονή όπου ήταν μία πολύ ωραία,
στά ολόμαυρα ντυμένη γυναίκα, μέ σχήμα μοναχής, πού κρατούσε ένα θυμιατό
ολόχρυσο και γύριζε γύρω-γύρω και λιβάνιζε μέ πολλή προσοχή καί εύλάβεια τό κάθε
παράθυρο.
Καί είπε στή μαυροφόρα: «Ποιά είσαι εσύ πού λιβανίζεις;». «Εγώ είμαι
ή Παναγία ή Όδηγήτρια, βρίσκομαι στήν Πορταριά, όπου είναι τά κορίτσια εκείνα
πού γνώριζες (καί τής είπε τά ονόματα) καί τώρα λιβανίζω τά κελλάκια τούς καί
τά προστατεύω». Καί είπε: «'Ένα όνειρο πού είδα, τί όνειρο ήταν αύτό! Γιά να
ρωτήσω, πού είναι τά κορίτσια; Πού είναι ή Μαρία; Τί γίνανε;». Καί ρώτησε καί
έμαθε. Καί λέω, κοίταξε πόσο ή Παναγία μάς προστατεύει ορατώς καί ’μείς δεν Τήν
βλέπουμε καί Εκείνη μάς βλέπει, όλη τήν ήμέρα είναι δίπλα μας, μάς σκεπάζει από
τό φθόνο τού διαβόλου, μάς οικονομεί τά πάντα. Οικονόμος, να μάς φέρει τά χρήσιμα,
να μάς φέρει τό ένα, τό άλλο, να μή μάς λείψη τίποτε. Πόσα θαύματα βλέπουμε!
Καί ’μείς, πώς πρέπει να Τήν ευαρεστούμε, να Την ευχαριστούμε, πώς πρέπει να
κάνουμε τό έργοχειράκι μας, να μή έχουμε ακηδία, άμέλεια. Γιατί συνοδεύεται τό
εργόχειρο μαζί με τήν προσευχή. Όταν κανείς θέλη να βρή τον Θεό, καί στό
εργόχειρο θά Τον βρή. Όταν δέν έργοχειρή ό άνθρωπος καί γυρίζη από ’δώ καί από
’κει, έχει ακαταστασία καί δείχνει καταφρόνηση στον Θεό.
Θα
σάς πω κάτι πού είδε μιά κυρία. Ήταν μία άγιασμένη ψυχή, πού τήν έλεγαν κα
Σεβαστή. Ήταν χήρα καί είχε μία κόρη πού τήν έλεγαν Νίκη. ’Έπιασε τό παιδί της
έργασία στις Σέρρες καί τήν κάλεσε νά πάη, νά καθήσουν εκεί. Χωρίς να γνωρίζει
ότι κάναμε Μοναστήρι, είδε άτι βρέθηκε σε μια Μονή όπου ήταν μία πολύ ωραία,
στά ολόμαυρα ντυμένη γυναίκα, μέ σχήμα μοναχής, πού κρατούσε ένα θυμιατό
ολόχρυσο και γύριζε γύρω-γύρω και λιβάνιζε μέ πολλή προσοχή καί εύλάβεια τό κάθε
παράθυρο. Καί είπε στή μαυροφόρα: «Ποιά είσαι εσύ πού λιβανίζεις;». «Εγώ είμαι
ή Παναγία ή Όδηγήτρια, βρίσκομαι στήν Πορταριά, όπου είναι τά κορίτσια εκείνα
πού γνώριζες (καί τής είπε τά ονόματα) καί τώρα λιβανίζω τά κελλάκια ιούς καί
τά προστατεύω». Καί είπε: «'Ένα όνειρο πού είδα, τί όνειρο ήταν αύτό! Γιά να
ρωτήσω, πού είναι τά κορίτσια; Πού είναι ή Μαρία; Τί γίνανε;». Καί ρώτησε καί
έμαθε. Καί λέω, κοίταξε πόσο ή Παναγία μάς προστατεύει ορατώς καί ’μείς δεν Τήν
βλέπουμε καί Εκείνη μάς βλέπει, όλη τήν ήμέρα είναι δίπλα μας, μάς σκεπάζει από
τό φθόνο τού διαβόλου, μάς οικονομεί τά πάντα. Οικονόμος, να μάς φέρει τά χρήσιμα,
να μάς φέρει τό ένα, τό άλλο, να μή μάς λείψη τίποτε. Πόσα θαύματα βλέπουμε!
Καί ’μείς, πώς πρέπει να Τήν ευαρεστούμε, να Την ευχαριστούμε, πώς πρέπει να
κάνουμε τό έργοχειράκι μας, να μή έχουμε ακηδία, άμέλεια. Γιατί συνοδεύεται τό
εργόχειρο μαζί με τήν προσευχή. Όταν κανείς θέλη να βρή τον Θεό, καί στό
εργόχειρο θά Τον βρή. Όταν δέν έργοχειρή ό άνθρωπος καί γυρίζη από ’δώ καί από
’κει, έχει ακαταστασία καί δείχνει καταφρόνηση στον Θεό.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ ΜΑΚΡΙΝΑ ΒΑΣΣΟΠΟΥΛΟΥ. ΛΟΓΙΑ ΚΑΡΔΙΑΣ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σας ευχαριστούμε.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.