Τότε οί άνθρωποι είχαν πάρα πολλή βία στον έαυτό
τους. Τά χρόνια εκείνα κάτι πού άκούγαμε, τό κάναμε καί πράξι. Καί τώρα ακούμε
τόσες Όμιλίες του Γέροντος, άλλα δέν σάς ικανοποιώ κι έγώ. Δέν έχω τήν
ευφράδεια του λόγου να φωτίσω τά σπλάγχνα σας, νά συγκινήσω τήν καρδιά σας. Τά
ταπεινά αύτά λογάκια πού λέω, τά λέω άπ’ τήν καρδιά μου' πόση πνευματική τροφή
θέλω νά σάς δώσω! Οί άνθρωποι μόνο πού ακούνε ότι είμαστε άπό τήν γενιά τού παππού
Ιωσήφ, τό εκτιμούν τόσο πολύ. Και πατέρες πού περνάνε τό λένε, καί άνθρωποι
πνευματικοί: «είστε άπό τήν γενιά τού παππού».
Διαβάζοντας τό βιβλίο τού
παππού, λένε: «πώ, πώ, θά πάμε στο Μοναστηράκι αυτό πού είναι άπό τή γενιά τού
παππού». Κι αύτό είναι πολύ μεγάλο πράγμα, δέν είναι ώς έτυχε, νά είμαστε
πνευματικά έγγόνια τού παππού. Μόνο οί προσευχές πού μάς κάνει ό ίδιος στον
ούρανό καί όσοι άδελφοί έχουν κοιμηθή, δηλαδή οί πνευματικοί συγγενείς μας!
“Εχουμε μία μεγάλη συνοδία στον ούρανό, ένα τάγμα άγγέλων έχουμε. Σκεφθήτε τί
γίνεται, μιά μεγάλη συνοδία! Γι’ αύτό λοιπόν πρέπει νά έχουμε πολύ καύχημα πού
γνωρίσαμε αύτούς τούς Πατέρες καί μάς άξίωσε ό Θεός καί γνωρίσαμε καί τις
ύποτακτικές τού παππού Ιωσήφ. Κι εμένα μ’ άξίωσε ό Θεός, τήν άμαρτωλή, νά
γνωρίσω κι αύτές τις άγιες ψυχές- δέν άξιζα. Αφού, όταν καθόμασταν μέ τή
Γερόντισσα Ευπραξία τού παππού Ιωσήφ, πολλές φορές έβγαινε ευωδία άπό τό στόμα
της.
Άλλοτε πάλι, θυμάμαι, είχε περάσει ένας γιατρός άπό
’δώ πέρα καί είπε: «Είμαι ένας γιατρός άπ’ τήν Θεσσαλονίκη καί πέρασα άπό ’δώ
ν’ άνάψω ένα κεράκι». «Περάστε νά σάς κεράσω ένα νεράκι. Νά σάς δώσω καί λίγο
ψωμάκι», είπα. Τού έκοψα μισό ψωμί καί του έδωσα. «Εύλογία, είπα, άπό τήν
Παναγία. Δέν έχω τίποτε άλλο να σάς δώσω, λίγο ψωμάκι». Όταν πήγαμε μετά άπό καιρό
νά κάνω μία έξέτασι, ρωτήσαμε: «Πόσο νά σάς δώσω, γιατρέ;». Καί άπάντησε:
«Θυμάστε πού πέρασα άπ’ τό Μοναστηράκι σας καί μου δώσατε μισό ψωμάκι; Δέν θέλω
χρήματα». Πού νά ήξερα εγώ ότι ήταν αυτός πού είχε περάσει πριν χρόνια. Έτσι
λοιπόν, όταν τιμούμε τό ψωμάκι καί δέν τό πετούμε, βοηθάει ό Θεός.
Όταν είχαμε πάει στήν Ιερουσαλήμ καί μία αδελφή
είχε πάρει μαζί της ψωμί, επειδή ξεράθηκε, πήγε καί τό πέταξε στούς τενεκέδες.
Ή βρωμιά εκεί δέν λεγότανε. Είδε ό Γέροντας τό ψωμί, πήγε λοιπόν καί τό πήρε,
τό ξέπλυνε κι άρχισε να τό τρώη. Τό βλέπει ή αδελφή πού τό πέταξε καί λέει: «Ά
πά! πά! Γέροντα! Τί κάνετε; Τό πήρατε άπό τά σκουπίδια;». «Άπ’ τά σκουπίδια,
τόπλυνα καί θά τό φάω. Πετιέται τό ψωμί, πού είναι εύλογία, είναι ή Χάρις τού
Θεού; Θά μάς τό στερήση ό Θεός. Θά τό φάω εγώ». «Όχι Γέροντα, μή τό τρώτε,
άφήστε το, θά τό φάω εγώ». «Όχι δέν θά τό φάς εσύ, έγώ θά τό φάω' εγώ θά
πληρώσω τον κανόνα. Να μάθετε να μή τό ξανακάνετε αύτό τό πράγμα». Κι είχε λίγο
σκορδάκι ό καημένος καί τό κόβει καί τό τρώει μέ τό ψωμί. Καί λέω, άραγε εμείς
προσέχουμε ή δέν λογαριάζουμε καί τά πετάμε στις κότες; Όχι, οί κότες θά φάνε
τό δικό τους. Άν προσέχουμε, θά δώσουμε καί σ’ ένα άνθρωπο πού πεινάει.
Δέν ξέρω, τό κλίμα είναι; Όποιος θάρθή εδώ, ζητάει
ψωμί- λέει: «Γερόντισσα, ύπάρχει λίγο ψωμάκι να φάμε;». Γι’ αυτό πολλές φορές
σάς στέλνω να μου φέρετε ψωμί γιά τον κόσμο. Γιατί είναι έλεημοσύνη. Αυτό τό
ψωμί θά γίνη στον ουρανό, καί ’γώ δέν ξέρω τί θά γίνη. Θά είναι χρυσά αυτά τά
ψωμιά στον ούρανό. Ενας πέταξε μέ θυμό ένα καρβέλι ψωμί καί αύτό τον έσωσε.
Πόσο μάλλον να τό δίνης ευχαρίστως! Είδατε πού δέν είχαμε προχθές ψωμί; Τό
παρατηρήσατε; Λέγαμε, τό δώσαμε καί δέν έχουμε. Κι άμέσως μάς ειδοποιεί ό
φούρναρης καί μάς είπε: «έλάτε να πάρετε σαράντα κιλά ψωμί άπό την κα Μαρία».
Είδατε πώς τά φέρνει ή Παναγία; Δέν άφήνει. Δίνεις ένα, εκατό δίνει ή Παναγία.
Όταν έχουμε αύτή τήν πίστι!
Όταν δίνουμε ένα πράγμα, έκατό θά μάς δίνη ή
Παναγία. Ό,τι δίνουμε άπό τό σπίτι τής Παναγίας, είναι όλα εύλογία τής
Παναγίας. Γι’ αύτό λοιπόν ή Χάρις τής Κυρίας Θεοτόκου μάς ενισχύει καί μάς βοηθάει.
Γι’ αύτό λοιπόν πρέπει να Τής έχουμε πολύ σεβασμό καί πολλή αγάπη, καί τό κάθε
πράγμα να τό εκτιμάμε. Τά αντικείμενα να τά εκτιμούμε, να μή πέφτουν άπό τά
χέρια καί σπάζουν. Τήν ώρα πού αρχίζουμε να πλένουμε τά πιάτα, να κάνουμε τό
σταυρό μας. Τήν ώρα πού άρχίζουμε τό μαγείρευμα, να κάνουμε τό σταυρό μας. Τήν
ώρα πού άρχίζουμε τό διακονηματάκι μας, τό σταυρό μας καί τήν «εύχή»: «Κύριε
Ιησού Χριστέ, έλέησόν με». Γι’ αύτό μερικοί λένε: «Μά τί φαγητό ήταν αυτό; Τί
νοστιμάδα είχε αύτή ή νερόβραστη σούπα; Τί ήταν αύτό τό πράγμα;». Όλα είναι,
επειδή γίνονται με προσευχή.
Είναι τής Παναγίας· βγαίνουν από τήν Κυρία
Θεοτόκο. Άπό ’δώ μέσα βγαίνουν, είναι όλα ευλογημένα. Πρέπει λοιπόν να τα
προσέχουμε όλα αυτά τα πράγματα. Πολλή Χάρις θά έπισκιάση τήν κάθε ψυχούλα πού
θά προσέχη και τό φαγάκι καί τό ένα και τό άλλο. Μιά φορά καθάριζα φακή κι
άφησα λίγες φακοϋλες πού ήταν μισοφαγωμένες' και με πιάνει ό Γέροντας καί μου
λέει: «’Έλα ’δώ, γιατί τίς έβγαλες αύτές τις φακές;». «Είναι μισοφαγωμένες».
«Μάζεψέ τες καί να τίς βάλης μέσα». Κι εμείς τώρα βλέπουμε τό ένα, ά! Τό άλλο,
ά! Καί λέμε: «αύτό μέ τά σκουλήκια θά τό φάμε;». Πού να κάνουμε τί κάναν τότε
οι Πατέρες; Γι’ αύτό λοιπόν πρέπει νάχουμε πολλή πίστι στον Χριστό καί πολλή
πίστι στήν Παναγία, ότι δεν θά μάς άφήσουν. Όσο θά Τήν εργαστούμε περισσότερο
καί όσο προσέχουμε καί φροντίζουμε τό σπίτι Της καί Τήν αγαπούμε, τόσο θά μάς
πλήρωσή· έκατονταπλασίονα θά μάς δώση.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ ΜΑΚΡΙΝΑ ΒΑΣΣΟΠΟΥΛΟΥ. ΛΟΓΙΑ ΚΑΡΔΙΑΣ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σας ευχαριστούμε.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.