Ό μακάριος
περπατούσε κάποια ήμέρα στήν όχθη του Δνείπερου πρός τήν Λαύρα. Ό ύποτακτικός
του Παντελεήμων ήταν μαζί του.
Ήταν περίπου
δυό ώρες πριν σημάνουν οί καμπάνες τής έκκλησίας.
Φτάνοντας στό
μέρος πού οί σπηλιές τής Λαύρας δεσπόζουν στόν λόφο, ό Στάρετς είδε μιά βάρκα
δεμένη στήν όχθη καί είπε:
«Ξέρεις τί
σκέφτομαι Παντελεήμων;».
«Τί
Μπάτουσκα;».
«Νά περάσουμε
οί δυό μας στήν άντικρινή όχθη. Κανείς εκεί δέν προσεύχεται στόν Θεό, έτσι εμείς
θά προσευχηθούμε γιά τόν καθένα καί μετά θά διαβάσουμε τό 'Ιερό Ψαλτήρι»
«"Οπως
θέλεις Μπάτουσκα».
Έτσι, ήλθαν οί
δυό τους στήν όχθη κι ό μακάριος έλυσε την βάρκα, ή οποία ήταν χωρίς κουπί καί
διέταξε τόν Παντελεήμονα νά καθήση μέσα σ’ αύτήν.
«Μά πώς θά
πάμε; ρώτησε μέ απορία ό υποτακτικός. Δέν υπάρχει κουπί Μπάτουσκα. Πρέπει νά
βρω ένα, κάπου έδώ κοντά είναι τό σπίτι τού φύλακα».
«Δέν
χρειάζεται. Κάτσε κάτω σου λέω».
«Καί τί θά γίνει
μέ τό κουπί; Ή μήπως θά χρησιμοποιήσουμε τά χέρια μας;».
«Καί τί σου
χρειάζεται ένα κουπί κουτούτσικε;».
«Μά γιά νά
σπρώχνω τό νερό, νά στρίβω τή βάρκα».
«Κάτσε κάτω!
Κάτσε αμέσως! Ό Κύριος καθοδηγεί ολόκληρο τόν κόσμο. Αύτός θά όδηγήση τό μικρό
μας κοχύλι!».
Ό Παντελεήμων κάθησε έπιτέλους κάτω καί
πρόσεχε νά δή τί θά γινόταν στή συνέχεια.
Ό μακάριος
έσπρωξε την μικρή βάρκα μακριά από την όχθη, κάθησε κι ό ίδιος στήν πρύμνη κι
άνοιξε τό Ψαλτήρι του:
«Εύλόγησον, ώ
Κύριε!» είπε καί βυθίστηκε στήν μελέτη του. Καί ώ τού θαύματος! Ή βάρκα
ξεκίνησε απαλά μόνη της. Ό Παντελεήμων καθόταν έκπληκτος μέ κομμένη τήν ανάσα.
Δέν μπορούσε ν’ άρθρωση λέξη. Τά ελαφρά κυματάκια τού ποταμού λίκνιζαν τό
εύθραυστο σκάφος. Ό ήλιος έλαμπε ξεχύνοντας θαλπωρή, ενώ φυσούσε ένα γλυκό
αεράκι. 'Η απόσταση πρός τήν αντικρινή όχθη όλο καί μίκραινε. Ξαφνικά κάτι
άστραψε στά μάτια τού ύποτακτικού. Άπό τό νερό ξεπήδησαν πλήθος χρυσόψαρα καί
πέφτοντας στό κάτω μέρος τής βάρκας, άρχισαν νά παίζουν χαρούμενα, ένώ τά λέπια
τους έλαμπαν στό φως τού ήλιου. Ό Παντελεήμων έριξε ένα βλέμμα στόν μακάριο
Στάρετς γεμάτο άπό άνέκφραστο θαυμασμό.
«Ησυχία! μή
μιλήσης»! είπε εκείνος. «Αύτά είναι άγγελοι τού Θεού. Ό Κύριος τάστειλε γιά
δική μας παρηγοριά».
Ό Παντελεήμων
ένοιωσε μιά απερίγραπτη αγαλλίαση κι άπόμεινε νά κοιτάζη εκστατικός τό θέαμα.
Καθώς όμως ή βάρκα πλησίαζε στήν όχθη, εκείνα εξαφανίστηκαν στά βάθη τού ποταμού.
Στό ταξίδι τής επιστροφής, έπαναλήφθηκε
άκριβώς τό ίδιο.
«Φύλαξε τό
στόμα σου», είπε ό Στάρετς στόν ύποτακτικό του καθώς άφηναν τήν όχθη του
Δνείπερου, «καί βάλε φραγμό στά χείλη σου. Κοίτα καλά νά μή πής τίποτα άπ’ όσα
είδες, σε κανένα, μέχρι τόν θάνατό μου».
Ό Παντελεήμων
τό κράτησε μυστικό μέχρι την κοίμηση του εύλογημένου Στάρετς καί μόνον μετά τήν
έκδημία του, μίλησε γι’ αύτό τό θαύμα σέ πολλούς άδελφούς τής Λαύρας.
Πράγματι.
Θαυμαστός είναι ό Θεός μας! «Πάντα όσα ήθέλησεν έποίησεν εν τω ούρανω καί εν τή
γή, εν ταΐς θαλάσσαις καί εν πάσαις ταις άβύσσοις... ότι έν τή χειρί αυτού τά
πέρατα τής γής καί τά ύψη των όρέων αυτού είσΐν. Ότι αυτού έστιν ή θάλασσα καί
αύτός έποίησεν αύτήν...».
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ.
Ο
ΣΤΑΡΕΤΣ ΘΕΟΦΙΛΟΣ Ο ΔΙΑ ΧΡΙΣΤΟΝ ΣΑΛΟΣ ΑΣΚΗΤΗΣ ΤΗΣ ΛΑΥΡΑΣ ΤΩΝ ΣΠΗΛΑΙΩΝ
ΤΟΥ ΚΙΕΒΟΥ. (1788-1853Μ.Χ)ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΤΟΥ ΕΒΡΟΥ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σας ευχαριστούμε.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.