Γερόντισσα Ευγενία, ή πρυτάνισσα των καλογραιών τής Πάτμου
Πρέπει νά μπήκε στο μοναστήρι τής Ζωοδόχου
Πηγής στις αρχές του περασμένου αιώνα. Άλλωστε, αυτό ήτανε καί τό μοναδικό
γυναικείο στην Πάτμο και σχεδόν σ’ ολόκληρα τά Δωδεκάνησα με οργανωμένη ζωή και
παράδοση από τό 1600. Ακολουθούσε τον πατμιακό μοναχισμό: ιδιόρρυθμο μέν, αλλά
με ήγουμένη καί γερόντισσα όπως καί τό μοναστήρι του Θεολόγου.
Ή Ευγενία βίωσε
σ’ αύτό τό μοναστήρι από τά νεανικά της χρόνια μέχρι τά ένενήκοντα δύο της, πού
άφησε τήν μονή τής Παναγίας, γιά νά πασχάση στήν αιώνια του Πατέρα του
ουράνιου. Γιά τήν μοναχή Ευγενία δεν υπήρχε άλλη Μονή εκτός τής μετάνοιας της. Αυτός
ό τόπος ήταν ή επί γης παλαίστρα της.
- Ό μοναχός
-έλεγε κάποτε στον πατέρα Ανθιμο- πρέπει νά κάνη υπομονή σπουδαία· δεν πρέπει
νά μετακινήται από τόπο σε τόπο. Σύννεφο άνυδρο παρασυρόμενο από τον άνεμο αποκαλεί
τον ακατάστατο μοναχό ό απόστολος Ιούδας στήν επιστολή του. Ό μοναχός δεν
βγάζει γλώσσα στον ηγούμενο. Καί δίκιο νά ’χη, σιωπά. Είμαστε στήν διάθεση του
μοναστηριού. 'Όπου έχει ανάγκη θα μάς στείλη. Εμείς την ύπακοή να φυλάξωμε ώς
την πιο μεγάλη αρετή.Άν κάνης τό δικό σου, φέροντας τα μοναχικά ράσα, είναι σαν
να βγήκες από τις φρένες σου.
Έζησε στην
καταφρόνια και άφάνεια, γιατί ή απλότητά της δεν τής έπέτρεπε να δημιουργή
κλίμα θαυμασμού. Αγαπούσε να ζή στην άκρη, παρά νά εμπλέκεται στά κοινά τού
μοναστηριού. Κάποτε τής έλεγα κάποια πράγματα άστεϊζόμενος. Τά άκουγε με τόση προσοχή,
που μού άφησε την εντύπωση πώς κάτι θά κάνη. Αφού τελείωσα, μού λέγει:
- Καλά είναι όλα αυτά, αλλά καλύτερα νά τά
βάλης μ’ ένα χωριό παρά με μιά καλογριά.
Έθαύμασα τον
στοχασμό της καί έσιώπησα.
Έπεδίωκε την
ειρήνη. Καθόλου δεν τής άρεσε ή προβολή καί τό δικαίωμα.Ό,τι έκανε στο
μοναστήρι τό έπραττε συνεσταλμένα σάν χθεσινή μοναχή.
- Άφηνε, πάτερ Γρηγόριε, νά μετρά ό Θεός τά
χρόνια τής διακονίας μας στο μοναστήρι καί όχι εμείς.
Εξήντα χρόνια
κάθε Σάββατο σάρωνε καί καθάριζε τό ηγουμενείο σάν ντροπαλή υπηρέτρια. Την ώρα
πού γίνονταν κεράσματα υψηλών προσώπων, άλλες Μάρθες καί Μαρίες παρουσιάζονταν.
Κρατούσε πάντα τό κάτω μέρος τής σκάλας στο μοναστήρι, γιά νά μή γυρίση καί
πέσουνε.
Περισσότερο από
τριάντα χρόνια υπηρέτησε μιά περίεργη σαλή. Στις εξάρσεις καί στις φωνές της οί
καλογριές όμοθυμαδόν διεμαρτύροντο πώς ένωχλούντο, άλλ’ ή Ευγενία έκανε τά
πάντα νά τις είρηνεύη. Ζούσε πάντα με τον φόβο μή διώξουνε τήν άρρωστη καί τί
θά άπογίνη. Κάθε πρωί έπρεπε νά τήν πλύνη καί νά τήν άλλάξη. Είχε ένα μεγάλο
πειρασμό αύτή ή κόρη: όλη τήν ήμέρα νά κάνη τά ρούχα της κορδέλες. Τόσο τά κουρέλιαζε,
πού ήταν αδύνατο νά μπαλωθούνε καί νά ξαναφορεθούνε. Καί πού νά βρεθούνε ρούχα εκείνη
την έποχή; Τής ελεγε σε τόνο χαμηλό:
- Μη τα σχίζης, κόρη μου, δεν εχω άλλα.
- Έσύ την δουλειά σου κι έγώ την δίκιά μου.
Και άκουγες τό
σχίσιμο των ρούχων σαν να περπατούσες πάνω σέ συκόφυλλα.
Μετά τό πρωινό
άλλαγμα, έπρεπε να τής προσφέρη τον καφέ σέ όμορφο φιρφιρένιο φλιτζάνι. Είχε
την απαίτηση να στέκεται μπροστά της την ώρα τού ροφήματος. Μόλις τελείωνε, την
έλουζε στα μούτρα μέ τα κατακάθια τού καφέ καί έσπαγε σέ γέλια. Άν έφευγε,
χαλούσε τον κόσμο. Έκανε σαν γουρούνι όταν τό σφάζουνε. Έτσι, προκειμένου να μη
προκληθή θόρυβος, παρέμενε για τό λούσιμο μέ τον καφέ.
Ό πειρασμός,
όσο έβλεπε τις θυσίες τής μοναχής για την σαλή, που οί πολλοί την είχαν για χαμένο
πράγμα, τοσούτω μάλλον έστηνε παγίδες. Από τα πολλά πλυσίματα των ρούχων καί
λουσίματα τής άρρωστης ’έβγαλαν εκζέματα τά χέρια της, έγιναν από τις παλάμες
μέχρι τούς αγκώνες μιά πληγή, πού καθόλου δέν διέφερε τής λέπρας. Οί οικείοι
της σήκωσαν επανάσταση στην καλή γερόντισσα Ευγενία νά την διώξη από τό
μοναστήρι, άλλως θά την έδιωχναν εκείνοι. Εύρισκόμενη σέ άδιέξοδο, άρχισε νά
παρακαλή την Παναγία νά τής θεραπεύση τά χέρια, γιά νά μη ξεσηκώνωνται οί
συγγενείς της.
Είχε άκουστά πώς σ’ αυτές τις περιπτώσεις οί παλιοί χριστιανοί έκαναν
Λειτουργία στην Παναγιά καί την ώρα πού έψαλλαν τό «Άξιόν έστιν» άπλωναν τά
χέρια τους μέχρι πού τά χτυπούσαν στούς τοίχους τής εκκλησίας καί έλεγαν:
«Διώξε, Παναγία μας, τό κακό». Έτσι, καί ή καλή μας καλογριά έκανε την νύχτα
Λειτουργία στο παρεκκλήσιο τής Παναγίας τών Αγγέλων καί την ώρα τού «Άξιόν
έστιν» παρακαλούσε νά άπαλλαγή από τό κακό, ’έχοντας άπλωμένα τά χέρια της. Σάν
ξημέρωσε καί κόπιασαν οί συγγενείς νά άπομακρύνουν την σαλή, τούς έδειξε τά
χέρια της:
- Δέστε, δέν έχουν τίποτε. Μη γένοιτο νά
βγάλετε την άρρωστη στον δρόμο· άκαρδιά, αμαρτία.
Πέρασαν πολλά
χρόνια, αίροντας τον σταυρό τής ανέχειας, τής σαλής καί τής μεμψιμοιρίας των
καλογραιών.
-'Όταν τήν
νύχτα ήταν ανήσυχη, καμιά τό πρωί δεν μου έλεγε «καλημέρα».
Δεν είναι εύκολο,
καλογεράκια μου, να τελειώνη ή ακολουθία καί να άντικρύζης σαράντα πρόσωπα
συνοφρυωμένα. Πώς να σταθής ολη τήν ημέρα μέσα σ’ αυτήν τήν ψύχρα;
Μ’ όλα αυτά,
ποτέ δεν χαλούσε ό λογισμός της για καμιά καλογριά. Εκείνη τα πάντα έκανε, για
να τούς ύποκλέψη τήν ίλαρότητα του προσώπου καί να διασκεδάση τον δίκαιο θυμό
τους.
'Όταν ή σαλή
πλησίαζε στο τέλος της, κάλεσε τήν ταλαιπωρημένη μοναχή καί έφθέγξατο λόγια
παραμυθίας:
- Ευγενία μου, σ’ ευχαριστώ για όσα έκαμες
για μένα κι εσύ να με σχωρέσης για όσα σου έκαμα. Φώναξε παπά να δια- βάση ευχέλαιο
καί να κοινωνήσω, γιατί εγώ σε τεσσαράκοντα μέρες θά πεθάνω.
Ή Γερόντισσα
δεν τήν πίστεψε («Τρελή είναι, άσ’ την νά λέη» σκέφθηκε), άλλ’ όσο περνούσαν οί
μέρες, περιώριζε τό φαγητό καί τις τρέλες της.
- Φώναξα τον εφημέριο τής Μονής καί έκανε αυτά
πού ζήτησε -συνέχισε ή Γερόντισσα. Μού ζήτησε ακόμη στήν θανή της νά καλέσω τον
ηγούμενο καί όλους τούς παπάδες τού μοναστηριού καί νά τήν στολίσω με
πολλά-πολλά λουλούδια. Ό καιρός ήτανε χειμώνας· πού νά ’βρισκα τά λουλούδια;
Καί οί πολλοί παπάδες ήθελαν καί ευλογίες. Έγώ τί θά τούς έδινα; Καί όμως στήν
έκφορά της καί λουλούδια φέρανε καί ό ήγούμενος με τούς παπάδες ήρθανε
απρόσκλητοι. Γρηγόριε, έπιθύμησε τά καλά καί ό Θεός δεν θά σού τά στερήση, όσο
κι αν Τον έχης λυπήσει με τις αταξίες σου.
Άλλη φορά, πού
ό εφημέριός τους έπεσε στήν δυσμένεια της Μονής, πάντες έξεγέρθησαν εναντίον
του. Ή Ευγενία είχε άλλη τοποθέτηση. Έβλεπε πώς ήθελαν να τον κάνουν στήν άκρια
καί ψάχνανε για κατηγορίες καί συκοφαντίες. Κατέβηκε ό ήγούμενος τής Μονής με
τούς προεστώτες πατέρες να κάμουν ανακρίσεις για τον παπά τους. Μιά-μιά τις
καλογριές τίς καλούσαν στο ηγουμενείο για ανάκριση καί έπειτα τις κρατούσαν
μέσα στον χώρο του ηγουμενείου, για να μην υπάρχει καμιά συνεννόηση μεταξύ
τους. (Αυτός ήταν ιταλικός τρόπος ανακρίσεως.) Κάλεσαν με την σειρά της καί τήν
Ευγενία.
- Τί γνωρίζεις για τον παπά σας;
- Ό παπάς μας είναι άγιος άνθρωπος. Εμείς
είμαστε οί αμαρτωλές πού τον συκοφαντούμε.
Τό απόβραδο
δόθηκε εντολή να καρφωθή ή πόρτα τού κελιού εξωτερικά, να μή μπορή να έξέλθη.
Σημειωτέον ότι τό κελί ούτε τουαλέτα είχε ούτε νερό. Τα υπέμεινε καί αυτά
αδιαμαρτύρητα, μέχρι πού ό αδελφός της τής ελευθέρωσε τήν είσοδο. Πραγματικά,
ήταν άνθρωπος αγόγγυστος στούς πειρασμούς.
Την ρώτησα αν ραθυμούσε
στήν λατρεία όλα αυτά τα χρόνια τής παραμονής της στο μοναστήρι ή άφησε κανόνα
για άλλη μέρα.
- Ποτέ δέν τό
έκανα, σκεπτόμενη πώς ή ερχόμενη πιθανόν να είναι δυσκολότερη. Εξήκοντα χρόνια
διαβάζω τό Μεσονυκτικό στήν εκκλησία, άλλα τώρα χωρίς δόντια δυσκολεύομαι καί
τα μάτια μου δέν μέ βοηθούνε.
Αυτός ο
άνθρωπος δημιουργεί παράδοση, πού στέκεται χρόνια καί χρόνια στον ίδιο τόπο.
Αυτός κουβαλά την σκυτάλη τής παραδόσεως από την μια γενιά στήν άλλη. Από μια
τέτοια ψυχή, πού κράτησε την λαμπάδα αναμμένη, πώς να μη την λάβω στα χέρια μου
να την συνεχίσω καί να ομολογώ την αρχαία τών πατέρων ρήση «ούτω παρέλαβον»;
Ήταν σοβαρή
καλογριά· καθόλου γλυκανάλατη. Κάποτε μοναχός τής έστειλε φωτογραφία του
κρατώντας γάτο. Παρά την αγάπη που του είχε, απήντησε αύστηρά: «Πάτερ, οί
μοναχοί κρατούν σταυρό, όχι γάτους».
Τό κελί της
ήταν πτωχό, άλλα τόσο όμορφα νοικοκυρεμένο, που δεν ήθελες να φυγής. Χώρος
ζωντανός, σαν τής μάννας τό καντούνι. Τα είχε όλα: τα νοικοκυριά τής κουζίνας,
τον αργαλειό, τό κρεβάτι. Σωστό χωριάτικο αρχοντικό. 'Όλα στήν θέση τους με
καλό γούστο.
Τα λόγια της
ήταν λίγα, άλλα εύαγγελικά. Κάποτε στήν άνέμη έφτιαχνε τα φιτίλια των λαμπάδων
του Πάσχα για τό μεγάλο μοναστήρι. Έτρεμε από τα βαθιά γεράματα καί την κόπωση
των νηστεψίμων ήμερων τής Μεγάλης Σαρακοστής. Τής λέγω:
- Γερόντισσά μου, τό μοναστήρι έχει τόσα
παλληκάρια καί περιμένουν από σένα νά τους φτιάξης τά φιτίλια των κεριών;
- Εύλογημένο παιδί, αυτά τά λένε οί
κοσμικοί, τά λες κι εσύ; Περισσότερο από εβδομήντα χρόνια τους διακονώ. Τώρα
που είμαι στο τέλος μου -μπορεί νά είναι καί ή τελευταία φορά- θά πώ πώς δεν
μπορώ; Σώπα, σώπα καί ό Θεολόγος δίνει δύναμη. Με τις ευχές του οσίου
Χριστοδούλου περπατήσαμε την καλογερική όδό. Τώρα θά μάς άφήση άπαράκλητους καί
άδύναμους;
Πάμπολλες φορές
μου έλεγε μέ ιλαρό πρόσωπο:
- Γρηγόριε, πρώτα νά καλλιεργούμε τις
άρετές τών κοσμικών άνθρώπων καί έπειτα τών μοναχών. Οί κοσμικοί πολλαπλασιάζουν
τά τάλαντά τους. Εμείς από τεμπελιά καί ραθυμία νά τά θάβουμε καί νά τά
εξαφανίζουμε;
Κάθε Σαρακοστή
ετοίμαζε μεγάλο δοχείο σησάμι κα-βουρδισμένο καί κοπανισμένο κι ένα δοχείο
ταχίνι γιά τούς ερημίτες τού Κουβαριού. Θεωρούσε μεγάλο πράγμα τον έρημιτισμό.
Είδα μέ τά μάτια μου τις καλογριές τής Ζωοδόχου
Πηγής την ώρα
πού κατέβαιναν οί Κουβαρίτες τίς σκάλες του μοναστηριού, για να φύγουν για την
έρημο, να άσπάζωνται τα ράσα πού σβαρνίζανε στις πέτρες και τα λιθόστρωτα. Πίστευαν
πώς οί έρημίτες ισορροπούν τον κόσμο καί συγκρατούν την δίκαια οργή τού Θεού.
- Εμείς, παιδί μου Γρηγόριε, από σάς
στηριζόμαστε κι σ; έχω τόσα χρόνια στο μοναστήρι. Εμείς τα έχουμε όλα. Εσείς
από τα ξερά βράχια τίποτες δεν έχετε να πάρετε. Καί τό ψωμί σας είναι πάντα
μπαγιάτικο. Εμείς τό παίρνουμε στο τον φούρνο βλασερό. Αχνίζει όταν τό κόβουμε.
Ζύμωνε ή καλή
γριά καί έψηνε παξιμάδια γιά τά «παιδακια τής έρημου». Έπλεκε κάλτσες καί
διάφορα μάλλινα γιά τούς πτωχούς μοναχούς.
- Τίποτα δεν είναι, αδέλφια μου, αυτά
μπροστά στο μήνυμα πού αφήνει ή ερημική ζωή σας στήν κοινωνία τής Πάτμου. Καί
περισσότερο σ’ εμάς τίς γριές μοναχές είναι παρηγοριά νά νιώθουμε πώς πίσω από
τά ψηλά βουνά τού Προφήτη Ηλία είναι μοναχοί καί μάλιστα νέοι στήν ηλικία.
Στον αργαλειό
-κρεβαταριά όπως τον έλεγαν στο χωριό μου- υφαινε διάφορα πράγματα καί
εξοικονομούσε τα προς τό ζην. ’Ήτανε σπουδαία ύφάντρα. Από τό εργόχειρό της αυτό,
μαζί με τον αδελφό της Θεόκτιστο μοναχό, που καί αυτός μύριες δουλειές έκανε
(έσπαζε πέτρες, έκτιζε πεζούλια, ύφαινε με γιδότριχα στρωσίδια), βοηθούσαν την
χήρα άνιψιά τους, που είχε πολλά παιδιά, να μη ξεστρατίσουν.
Όταν πέρασαν τα
εύλογημένα χρόνια τής ακμής καί τής ισχύος καί είδε πώς την άφηναν οί δυνάμεις
της, ύφανε σ’ όλους τούς μοναχούς καί ίερομονάχους τής Πάτμου από ένα λευκό
χράμι για ευλογία. Την βρήκα λοιπόν στον αργαλειό τρεμάμενη να ύφαίνη.
- Τίνος είναι πάλι αυτό πού ετοιμάζεις;
- Του τάδε ίερομονάχου.
- Δεν έχει ανάγκη, αδελφή μου.
- Μη σκέπτεσαι έτσι, παιδί μου. Ή βασιλεία
των ουρανών δεν δουλεύεται με τό μυαλό, άλλα με την καρδιά. Άν στηριζόμουνα
στον νου μου, ούτε μέρα θά καθόμουνα στο μοναστήρι. ’Άφηνε την καρδιά σου
ελεύθερη· μη την δεσμεύης στην ξερή λογική. Ή καρδιά, αν άφεθή στις αύρες τού '
Αγίου Πνεύματος, μεγαλουργεί. Ό μοναχός δεν είναι λογικός, χωρίς να είναι καί
τρελός. Γι’ αυτό επιχειρεί να πετάξη στον ούρανό με τον αετό τού Θεολόγου.
Ή
ελεύθερη καρδιά ανεβαίνει στον ούρανό καί χτυπά κάθε ώρα την πόρτα του Θεού.
Όχι ό Χριστός νά μάς χτυπά, όπως λέγει στήν Αποκάλυψη· εμείς νά χτυπούμε. Εμείς
πάντα έξω από την πόρτα τού Χριστού, όχι ό Χριστός έξω από την δική μας.
Ήτανε σπουδαία
καί στήν φιλοξενία. Εύφραίνετο τό πρόσωπό της σάν την μάννα πού βλέπη τά παιδιά
της. Ετοίμαζε καί σιγοψιθύριζε: «Παι’άκια μου, παι’άκια μου, τού Χριστού
παι’άκια μου».
Κάποτε, έπειτα από
άγρυπνία τού Θεολόγου στο μεγάλο μοναστήρι, περάσαμε από τό κελί της. Μάς
άνέμενε. Είχε τις τηγανητές.
- Νά με
σχωρέσετε, καλογεράκια μου, δεν αίσθανόμου- καλά καί τηγάνισα δυό-δυό τις
γόπες.
Στο κελί της
ένιωσα τί σημαίνει εύλογία. Σκέτα μακαρονια μέ λίγο τυρί, χωρίς σάλτσες, μάς προσέφερε καί
ήταν πεντανόστιμα. Πόσα χρόνια πέρασαν καί τ’ αναζητώ σαν μοναδικό φαγητό. Τραπέζι δεν υπήρχε. Μια καθαρή πετσέτα
στρώναμε στα γόνατα καί κάναμε συμπόσιο σπουδαίο. Δεν μάς έδωσε ποτέ την
αίσθηση πώς μάς βαριέται. ’Ίσως τώρα καί στον ουρανό θά μάς προσμένη νά καμαρώση
τα μοναχικά ράσα. Κι όταν ακόμα αφήσαμε την πάτμο, σύναζε ελέη καί περίμενε νά
βρή τρόπο νά μάς τα αποστείλη.
Οί παλιοί
μοναχοί είχανε χαρά μεγάλη στήν παρουσία τών μοναχών. Ανοιγαν τα μάτια τους σαν
νά έβλεπαν προφητικά πράγματα- Αγγέλους επί τής γης. Από τό ευφρόσυνο αυτό
κοίταγμα μετρούσες την έπιτυχία τού γηραιού μοναχού στα παλαίσματά του.’Άν ήταν
αποτυχημένος μοναχός, τ' έβλεπε μέ αποστροφή: «Θά προκόψη καί αύτός όπως εγώ».
Ή Ευγενία ήταν
ζηλώτρια μοναχή, ειρηνική. Παρά τό σωματικό της εύρος ήταν χαμηλών τόνων καί
ήσύχιος άνθρωπος. Ή σκληρή άσκηση δέν τής εξανέμισε τα ανθρώπινα συναισθήματα.
Στο κελί της είχε αφήσει στον τοίχο τό καρφί, στο όποιο κρεμούσε ό μακαριστός
αδελφός της τό ράσο του, οσάκις την έπεσκέπτετο. Ήθελε εκεί νά κρεμούμε καί τό
δικό μας, για νά ένθυμήται τον αδελφό της. Έθλίβετο πολύ, όταν δέν μάθαινε νέα
μας. Είχε μαλακή καρδιά καί πονούσε την ταλαιπωρία τού κόσμου. Παλιός άνθρωπος,
αγάπης, υπομονής καί ήσυχίας. Αφηνε στήν σκιά της δροσιά σαν την υψίκορμη
έλάτη.
Δροσερή πηγούλα στήν μονή τής Ζωοδόχου Πηγής. Δέν είναι υπερβολή αυτά
πού λέγω. Μια αμαρτωλη ύπαρξη μου εξομολογείτο:
«Βλέπω ανάξιο τον εαυτό μου. Δεν εισέρχομαι στην εκκλησία, άλλα στην σκιά της
παρακαλώ τον Θεόν». Προείδε πώς ό πατήρ Ιωσήφ θά πεθάνη πιο μπροστά από κείνη,
αν καί ήταν πολύ νεώτερός της. Γλυκειά γιαγιά ή Ευγενία. Μέσα στά μαύρα της
ράσα όλους θώπευε ή ακτινοβολία τού προσώπου της. Ή βαθειά της πίστη με
έκαρδίωνε τις ώρες πού λιποψυχούσα.
- Καλογεράκι
μου, οί θλίψεις καί οί πειρασμοί θά σε μεστώσουν, αλλιώς ζούφιος θέ νά μείνης
σάν τό σιτάρι πού τό χτύπησε ό λίβας. Ό Θεολόγος νά σε κρατύνει.
Καί με σταύρωνε
με τό χεράκι της, βάζοντας στο θυμιατό μύρα τού Επιταφίου, γιά να μη με βασκάνη
ό διάβολος.
'Όταν βάζω τά
πρόσωπα αυτά, με τά όποια μάς συνδέει ή αγάπη τού Χριστού, στον νού μου,
εισέρχομαι σε όαση παραδεισένια, ξεχνώ καί αύτόν τον εαυτό μου καί αισθάνομαι την
χαρά τής ζωής, αληθινή πρόγευση τού παραδείσου.
Είχε καί ένα
άλλο χάρισμα ή Γερόντισσα. Νοσήλευε τά διάφορα σπασίματα τού σώματος.
Χρησιμώτατη διακονία στήν απομονωμένη Πάτμο. Είχε καλλιεργήσει αυτό τό χάρισμα
καί ήτανε σπουδαία γιατρός. Βέβαια πρακτικός, αλλά βαθύς γνώστης τού πόνου καί
τής αδυναμίας τού ανθρώπου. Ιάτρευε τις κακώσεις προτού ό πάσχων πολυκαταλάβη
τί θά τού γίνη. Ήμουνα μπροστά, όταν ήρθε νέος αξιωματικός τού στρατού με στραμπουλιγμένο
τό χέρι του. Τό κοίταξε καλά. Τού είπε να απλώσει την παλάμη του στήν γή.
Εντελώς ανυποψίαστος εκείνος γιά τό τί θά κάνη ή Γερόντισσα, συμμορφώθηκε. Καί
ξαφνικά εκείνη τό πάτησε. Έβγαλε την κραυγή τού πόνου τό παλληκάρι καί ίάθη εν
ριπή οφθαλμού. 'Όταν στά βαθιά της γεράματα έσπασε τό πόδι της, την πήγανε στον
ορθοπεδικό στο νοσοκομείο τής Καλύμνου. Παρακαλεί τον γιατρό να την άνασηκώση,
γιά να τού υπόδειξη τί να κάνη. Τού λέγει:
- Έτσι πού τα φτιάχνεις, θά στραβώσουν τα
δάχτυλα καί δεν θά μπορώ να περπατήσω.
Έτσι καί έγινε.
Έζήτησε αργότερα να τής κόψουν τά δάχτυλα, γιά να βαδίζει. Χαριεντιζόμενος τής
είπα:
- Πόσα παίρνεις από αυτές τις ιάσεις;
- Παι’άκι μου, φύγε από αυτό τό πνεύμα, δεν
είναι τού Χριστού. Ό Χριστός θεραπεύει δωρεάν κι εμείς με την ψευτονοσηλεία μας
πληρωμή θέλουμε;
Τότε ξεχώρισα
τί είναι θεραπεία καί ποιος την κάνει καί τί είναι νοσηλεία. Αγράμματη ή
Ευγενία, αλλά κοντά της προέκρινα, όπως ό Μέγας Αντώνιος, τον νούν από τά γράμματα.
Έκοιμήθη ή Ευγενία.
Αγνή καί στο σώμα καί στην ψυχή. Άπείρανδρος καί άπειρόκακος, όπως έδιδάχθη από
την Παναγία την Ελεούσα τού μοναστηριού της. Σε τρεις χρόνους έγινε εκταφή τού
λειψάνου. Εύωδίαζε. Καί τά χέρια από τούς αγκώνες καί κάτω βρέθηκαν αλώβητα καί
άσπρα όπως την ημέρα τής θανής της. (Τό ένα βρίσκεται παρ’ ήμΐν καί τό άλλο
στήν Σερβία.) Τό δε εύλογημένο κρανίο της φέρει σταυρό στήν ραφή τών οστών.
Έτσι άμειψε ό φιλότιμος Δεσπότης την διακονία της. Έβαλε στήν ζωή της τού
Χριστού τον τρόπο: «Δεν ήρθα να διακονηθώ, αλλά να διακονήσω». Αυτό τό μάθημα
πήρε από τον ιερό Νιπτήρα, πού έπιτελούν την Μεγάλη Πέμπτη κάθε χρόνο στήν
Πάτμο, καί τό ’φερε μαζί της πάντα.
«'Αγία
διακονία, φυγαδεύτρα τών κακών λογισμών, διασκεδάστρα τής δεινής ραθυμίας,
πραγμάτωση τής πιο μεγάλης αρετής, τής αγάπης, προθυμία άβίαστη γιά θάνατο καί
σταυρό».
Μακάρι οί εγγύς
αυτής να την ύμνολογήσουν με τις άγιες άμμάδες: «Πρέσβευε γιά μάς, μητέρα όσια μη
μάς άφήσης χωρίς την δική σου συμπάθεια. Αμήν».
ΜΟΡΦΕΣ ΠΟΥ ΓΝΩΡΙΣΑ ΝΑ ΑΣΚΟΥΝΤΑΙ ΣΤΟ ΣΚΑΜΜΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ.
ΓΕΡΩΝ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΔΟΧΕΙΑΡΙΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σας ευχαριστούμε.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.