Ή Κορίνα ή
Ντρές, ή νοσηλεύτρια του βουνού καί τής στάνης
Καταγόταν από
τό ένδοξο Μεσολόγγι. Υπηρέτησε
ως εθελόντρια
αδελφή στον πόλεμο τού ’40 κι έπειτα νοσοκόμος στα ψηλά βουνά τής Ευρυτανίας,
από χίλια μέτρα κι
απάνω, μέχρι τό τέλος τής θητείας της. Στά ψηλά βουνά,
πού, όταν πλακώσει ό χειμώνας, σε διώχνουν,
σου λέγουν:
«Αφήστε μας μόνα να παλέψουμε με τά χιόνια
καί τις
καταιγίδες κι ελάτε πάλι τήν άνοιξη κοντά μας». ’Ήτανε κι αυτή ή ψυχή σάν τούς
ξεχασμένους ιεροκήρυκες τής υπαίθρου, πού κανείς δεν τήν σκέφθηκε, όταν
μεγάλωσε, να την κατεβάσει στά πεδινά. Φτωχή κι ανυπεράσπιστη από τούς μεγάλους,
διακόνησε τήν Δομνίστα, τό Κρίκελλο καί τό Καρπενήσι αγόγγυστα όλη τήν τριακοπενταετία.
Οσάκις βλέπω προτομή αδελφής νοσοκόμας, ενθυμούμαι τήν Κορίνα με τά ακουστικά,
τό πιεσόμετρο καί τήν σύριγγα να γυρίζει μες στά χιόνια καί τις κακοκαιρίες από
καλύβα σε καλύβα, να νοσηλεύση τον γέρο, τον ανήμπορο.
Ολοι οί
άνθρωποι γιά τήν Κορίνα είχανε μόνον ένα όνομα: «ό χρυσός» καί «ή χρυσή». Με
αύτήν τήν τρυφερή προσφώνηση καί τήν εύσπλαγχνική έκφραση ό ορεσίβιος ξυλοκόπος
καί βοσκός είσήρχετο στο ιατρείο θηρίο καί έξήρχετο απριλιάτικο αρνάκι. Με τον
καλό τρόπο καί τούς χαμηλούς
τόνους ήταν
πάντα ό κούκος πού έφερνε τήν άνοιξη στις πληγωμένες ψυχές.
Μέ τον ήμερο τρόπο της καί τα γουστόζικα ανέκδοτά της ησύχαζε τον αγριεμένο, παρηγορούσε τον παραπονεμένο, γινόταν ό πνευματικός του χωρίου, ό κυματοθραύστης στις φουρτούνες τής οικογένειας. Οί άνθρωποι, μακριά από τον κόσμο, από τους ανθρώπους, παρηγοριά ήθελαν, κάπου ν’ ακουμπήσουν τις τυραγνίες τους. Και αυτή ήταν
Μέ τον ήμερο τρόπο της καί τα γουστόζικα ανέκδοτά της ησύχαζε τον αγριεμένο, παρηγορούσε τον παραπονεμένο, γινόταν ό πνευματικός του χωρίου, ό κυματοθραύστης στις φουρτούνες τής οικογένειας. Οί άνθρωποι, μακριά από τον κόσμο, από τους ανθρώπους, παρηγοριά ήθελαν, κάπου ν’ ακουμπήσουν τις τυραγνίες τους. Και αυτή ήταν
ή Κορώνα, «ή
γιάτρισσα» όπως την έλεγαν. Και δεν χρειαζόταν πολύς κόπος να την βρεις. Δυο
δρόμους ήξερε: τού ιατρείου καί τής εκκλησίας. Ό πόνος είναι ό δρόμος πού οδηγεί
στον Θεό. Μακάριος
είναι ό νοσηλευτής καί θεραπευτής πού βοηθά αυτήν την ώρα
τό πλανώμενο πρόβατο.
Ή Κορίνα δεν
ήξερε μήτε να ψάλλη μήτε να διαβάζη τά γράμματα τής
Εκκλησίας. Άλλ’ ήξερε πολύ καλά να τά άκούη καί να τά
παρακολουθή. Δεν έλειπε από καμία ακολουθία. Ήταν, όπως την χαρακτήριζε
κάποιος, τό μανάλι της εκκλησίας, πού δεν ψάλλει, δεν διαβάζει, αλλά φέγγει μέ την
παρουσία του. Στην ιερά μονή τού Προυσού πού διακονούσαμε ήταν μόνιμη μυροφόρα
στις μεγάλες γιορτές. Ερχόταν από την ορεινή Δομνίστα φορτωμένη δώρα, σαν να
ερχόταν από τις μεγάλες αγορές του κόσμου, για να συνεορτάσουμε.
Ή έξομολόγησή
της ήταν πάντα καθαρή και διαυγής, όπως
ήταν και ή ψυχή
της. 'Αγνή κόρη, άκατηγόρητη.
Αυτή ή ψηλή
δενδρολιβανιά δεν άφηνε σε κανέναν υπόνοιες αμαρτίας. Πορεύθηκε σαν Άγγελος
μέσα στο δύσκολο διακόνημα τής
νοσοκόμας. Άπ’ όπου πέρασε άφησε τήν μαρτυρία του ανθρώπου του Θεού. Ποτέ δέν
ήρθε σέ ρήξη μέ κανένα, γιατί ποτέ δέν χρησιμοποίησε τό δικαίωμα.
Στήν διαθήκη
της θυμήθηκε τους αδελφούς τής μονής Δοχειαρίου κι άφησε δέκα χιλιάδες δραχμές
για τα μνημόσυνά της.
’Άς είναι
αιώνια ή μνήμη της στήν θύμηση τού Θεού. Μάς
δίδαξε τήν
αυτοθυσία καί τήν ταπεινή αξιοπρέπεια. Τα παράπονά της ήταν
όμορφα. Καμάρωνα να τα ακούω. Τήν ευχαριστώ.
ΜΟΡΦΕΣ ΠΟΥ ΓΝΩΡΙΣΑ ΝΑ ΑΣΚΟΥΝΤΑΙ ΣΤΟ ΣΚΑΜΜΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ.
ΓΕΡΩΝ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ. ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΔΟΧΕΙΑΡΙΟΥ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σας ευχαριστούμε.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.