Ό παπα-Νικόλας
Ήταν από τήν Κόνισκα της Τριχωνίδας. Πρωτο’δωθήκαμε στήν Νομαρχία τού Μεσολογγίου. Δεν χρειάστηκαν πολλές κουβέντες γιά νά γνωριστούμε.
Ό ένας είχε
ακουστά γιά τον άλλον. Ή βαθειά μετάνοια του λευκοπώγωνα παπά στον τριαντάρη
ήγούμενο φανέρωνε πολλά. Ό παπα-Νικόλας, σχεδόν απαίδευτος αλλά ευλαβέστατος,
καί πικραμένος από οικογενειακές δοκιμασίες, φύλαξε τήν άκρια τής γης, γιά νά
μή μένη ό ξεχασμένος κόσμος αλειτούργητος. Όταν τον ρώτησα:
- Σέ ποιό χωριό είσαι παπάς;
Μού άπήντησε:
- Πίσω από τον Θεό. Κανένας δέν μάς
θυμάται. Ήρθα στον νομάρχη νά παρακαλέσω γιά τον δρόμο. Είναι, όπως καταλαβαίνεις,
καί ή πρόσβαση στά μεγάλα χωριά μιά παρηγοριά γιά μάς τούς κοσμικούς.
- Στα τριάντα πέντε χρόνια διακονίας σου
στην μικρή Κόνισκα δεν έπεθύμησες ενορία πιο κάτω στα ισιώματα;
- Γέροντα, χρυσίου καί αργυρίου καί καλού
ίματίου δεν έπεθύμησα. Δεν σκέφθηκα ποτέ να γίνω Άμερικάνος. Ή καρδιά μου ένα
πράγμα λαχτάρησε: την σωτηρία εμού καί του
ποιμνίου μου. Εκεί
πού με άφησε ό ’Άγγελός μου τήν νύχτα τής γέννησής μου, απ’ εκεί να με πάρη για
τούς ουρανούς.
Καί όλα αυτά τα έλεγε με σκυμμένο τό κεφάλι, σαν να σέβιζε μπροστά στον Θεό. ’Άν τον ονομάσουμε «παπα-Νικόλας ό εύλαβής»,
δεν θά
αστοχήσουμε.
’Άλλη φορά τον
συνάντησα στο χάνι του μπαρμπα-Χαράλαμπου, τό λεγόμενο από τούς ντόπιους «Νέα
Ελβετία».
Σάν κάτι σοβαρό νά του συνέβαινε. Γιατί άραγε; Έχει κάποια καινούρια δοκιμασία ή εγώ κάπου τον λύπησα;
- Τί έχεις,
παπα-Νικόλα, καί είσαι σάν βαρυχειμωνιά;
Έγώ έπεθύμησα,
λεύίτα μου καλέ, νά δω τό ιεροπρεπές σου πρόσωπο καί νά χαρώ, κι έσύ
σκυθρωπάζεις;
- Γέροντα, δεν έμαθες τα κακά μαντάτα;
- Ποιά, παπα-Νικόλα;
- Ή ιερά Σύνοδος τής Εκκλησίας τής Ελλάδος
ψήφισε νόμο γιά ολιγογράμματους παπάδες σάν κι έμενα. Πάλι ή Εκκλησία πενήντα
χρόνια πίσω. Λειτουργία, Ευαγγέλιο και λατρεία: σφραγισμένα βιβλία. Ποιόν
’Άγγελο θά άποστείλη ό Θεός νά τά ξεσφραγίση καί νά τά δώση στον λαό ποτό καί φαγητό, νά γίνη
ζωντανό μέλος τής Εκκλησίας; Διαβάζω το Εύαγγέλιο προς τον λαό καί, όταν
τελειώσω καί γυρίσω στην
αγία Τράπεζα,
λέγω: «Κύριε, λυπήσου μας· στείλε μας παπά εύαγγελιστή».
Αίσθάνθηκα
ντροπή, γιατί εγώ δεν ένιωσα πόνο γι’ αυτήν την δυσκολία τής Εκκλησίας.
Ήταν Αύγουστος τού 1976, πού συναντηθήκαμε στον ίσκιο τής ψηλής έλάτης. Τώρα πού γράφω είναι 2004 καί δεν ξεχνώ τον κλαυθμό του αληθινού παπα-Νικόλα, εφημέριου τής Κόνισκας: «’Όχι αγράμματοι πιά στην Εκκλησία. Τό Ευαγγέλιο λείπει από την ζωή μας».
ΜΟΡΦΕΣ ΠΟΥ ΓΝΩΡΙΣΑ ΝΑ ΑΣΚΟΥΝΤΑΙ ΣΤΟ ΣΚΑΜΜΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ.
ΓΕΡΩΝ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ. ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΔΟΧΕΙΑΡΙΟΥ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σας ευχαριστούμε.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.