Τετάρτη 17 Μαΐου 2017

Η ΚΑΤΑΡΑ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ. ΓΕΡΩΝ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ. ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΔΟΧΕΙΑΡΙΟΥ







Ή κατάρα του πατέρα


Ήταν στην χώρα τής Ρουμανίας έφθασε ή καλλιέργεια του βαμβακιού, έδωσε ψωμί στον εργαζόμενο.
Τα χρήματα τής παραγωγής τα σύναζε ό παπάς κάθε κοινότητας στο σπίτι του. Ό εφημέριος είχε τό ταμείο καί έδινε λογαριασμό στους είσπράκτορες. 

Στήν πρεσβυτέρα ενός παπά δεν άρεσε ή απασχόληση αυτή. Άποκάλεσε το βαμβάκι «φυτό του διαβόλου, που θά άνάψη φωτιά στο πρεσβυτέριο». Πράγματι, μπήκαν ληστές στο σπίτι του παπά. Άφήρεσαν τά χρήματα. 


Έβαλαν τον παπά σε μεγάλους μπελάδες.
- Είδες, παπά, που σου είπα πώς αυτό είναι τό βοτάνι του διαβόλου κι εσύ μου έλεγες: «Σώπα, σώπα, ό κόσμος τρώει ψωμί».’Άς έρθουν αυτοί που τρώνε νά σε γλυτώσουν από την ληστεία.


’Άν τό βαμβάκι ήτανε χόρτο τού διαβόλου, τον καπνό, που με τόση επιμέλεια καλλιεργούμε στήν χώρα μας, πώς νά τον χαρακτηρίσουμε; Δεν γνωρίζω πόσο χρησιμοποιείται στην ιατρική καί πόσες ίσως ζωές ανακουφίζονται, αλλά πόσες χιλιάδες είναι αυτοί πού χάνονται κάθε μέρα από τό κάπνισμα. 

Έλεγε ένας γερμανός ιατρός κάποτε στο μοναστήρι:


-’Άν υπήρχε τρόπος νά ξεφράζουμε τά αγγεία τών ανθρώπων, θά ζούσαν τριακόσια χρόνια. Αλλά νά τά βουλώνουμε μόνοι μας μέ τά πάθη μας, μέ τον τρόπο ζωής μας, είναι τρομερό, είναι έγκλημα. Αυτοκτονία θά μπορούσα νά το χαρακτηρίσω.


Γίνεται στήν πατρίδα μας ή καλλιέργεια μέ τόση σπουδή, σάν νά πρόκειται γιά σωτήριο φάρμακο. Από πολλούς μήνες τυραννιούνται νά κάνουν πρασιές καί ειτα νά τό μεταφυτέψουν σέ καλά οργωμένο χωράφι. Τό δέ μεταφύτευμα απαιτεί χέρια καί συνήθως όλη ή οικογένεια βρίσκεται στά χωράφια.


Την εποχή αυτή έφεραν ένα θύμα τής βίας του φυτεύματος στο μοναστήρι. Μια κόρη δεκαεξάχρονη συνωδευόταν από τήν μάννα και τον μεγαλύτερο αδελφό. Έβγαζε την γλώσσα μέσα σε πολλά σάλια καί τήν έφθανε στο καρύδι του λαιμού της. Τό έγλειφε ακόρεστα. Θέαμα άποκρουστικό και σιχαμερό. Πρώτη φορά έβλεπα τόσο μεγάλη γλώσσα. Ούτε τής μοσχίδας δεν είναι τόση, όταν τον μόσχο της γλείφη.
-         Τί συμβαίνει; Πώς φθάσαμε σε τέτοια συμφορά;
-         Πατέρα μου, φυτεύαμε τον καταραμένο καπνό. Ή τσούπα μας έτσι πού τον φύτευε δεν άνέπαυε τον πατέρα μας.  από τό πρωί χαμός γινότανε μεταξύ κόρης καί πατέρα. Οπότε κάποια κακή ώρα τήν έστειλε στον έξω άπό ’δώ καί αμέσως, λες καί είχε ανοιχτό τό αύτί του ό διάβολος, έγινε αυτό πού βλέπετε. Εκείνη τήν ώρα φύσηξε άνεμος δυνατός καί σάρωσε τά φυτά. Πήγαμε σε γιατρό. Μάς είπε: «Στον παπά να πάτε». Καί αύτός μάς έστειλε σ’ εσάς.


Προηγήθηκε εξομολόγηση τής οικογένειας. Τήν έπαύριο ήρθε καί ό δύστηνος πατέρας, μαύρος σάν τό ράσο μου άπό τήν πίκρα του.
-         Δεν τό ήθελα, πατέρα μου.
-         Ναί, άλλά έλα τώρα νά τό βγάλης.
Αρχίσαμε τούς έξορκισμούς πού επιτάσσει ή Εκκλησία.


Σε τρεις μήνες σταμάτησε νά μακραίνη τήν γλώσσα της, αλλά δεν είχε σωστή επικοινωνία. Καπνός καί διάβολος άντάμωσαν στο χωράφι καί κατέστρεψαν τήν μονάκριβη κόρη. Έπειτα φύγαμε άπό τήν περιοχή· δεν γνωρίζω τήν συνέχεια.

ΜΟΡΦΕΣ ΠΟΥ ΓΝΩΡΙΣΑ ΝΑ ΑΣΚΟΥΝΤΑΙ ΣΤΟ ΣΚΑΜΜΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ. 

ΓΕΡΩΝ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ. ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΔΟΧΕΙΑΡΙΟΥ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σας ευχαριστούμε.

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.