Ό μπάρμπα-Γιώργης ο Λιάπης από τον Κραβασαρά του Βάλτου
Γέροντα,
έχω μεγάλο πόθο να γίνω μοναχός. Βοήθησέ με. Θα προσπαθήσω, έστω καί στα εβδομήντα
μου χρόνια, να πετύχω τό ποθούμενο. Τον μοναχισμό τον γνώρισα ως τρόπο ζωής
στις γιορτές του 'Αγίου
’Όρους.
Τότε όλοι οί ραδιοφωνικοί σταθμοί, πού δεν ήταν καί
πολλοί,
μιλούσαν γιά την χιλιετηρίδα τού ’Άθωνα· πώς αυτό
τό
άγιο βουνό χίλια χρόνια τό κρατούν μοναχοί. Από τότε
πολλές
φορές προσκύνησα αυτόν τον άγιο τόπο. Τον λαχτάρησα. Αλλά καί τούς μοναχούς
αγάπησα καλύτερα από τα παιδιά μου. Έβλεπα τά μοναστήρια τής περιοχής μας έρημα
από ανθρώπους, κτιριακά ερείπια, καί πληγωνόταν ή ψυχή μου. Ρωτούσα τούς
παπάδες μας:
-
Τί γίνεται μέ αυτά;
Κι
έπαιρνα τήν απάντηση:
-
Αυτά ήτανε μιά φορά· τώρα δέν μπορούν να επανέλθουν
σε
λειτουργία. Άλλωστε, δέν χρειάζονται. Εκεί πού ανοίγεις τό Τυπικό τής Εκκλησίας
τής Ελλάδος, κοίταξε σε κάθε παράγραφο πού γράφει γιά τις ιερές Μονές, πόσες
λειτουργούν καί πόσες είναι διαλαλημένες.
-
Καί δέν μού λες, ρέ παπά, ποιος τις διέλυσε τις Μονές;
-
Ή Εκκλησία μαζί μέ τό κράτος.
-
Καί δέν ντρέπονται να τό γράφουν;
-
Αυτές υπήρχαν τά χρόνια τής Τουρκοκρατίας, γιά να
γράφουν
τήν περιουσία τους οί χριστιανοί. Ό Τούρκος τά βακούφικα, τά άφιερωμένα στον
Θεό, δέν τά πείραζε.
(Αύτά
ό μπάρμπα-Γιώργης δέν τά πίστευε καί συνεχώς
παρακαλούσε
τον Θεό να στείλη μοναχούς καί στά δικά τους
μοναστήρια.)
-'Όταν
ακόυσα πώς στήν μονή Μυρτιάς ήρθαν μοναχοί,
σκίρτησε
ή καρδιά μου από χαρά.
- Γέρο, ποιά αγάπη σ’ έφερε μέχρις έμάς;
- Ήρθα να σάς δώ, να απολαύσω την
παρουσία σας, την
Λειτουργία
σας· να δοκιμάσω εγώ ό γέροντας μήπως μπορέσω να δεχθώ την μακαρία ζωή σας. Μη
με βλέπετε γέρο· αντέχω στις αγρυπνίες. Χρόνια ψάλλω και διαβάζω στην εκκλησία.
Και τσαπί θά πιάσω, αρκεί να γίνω μοναχός, να γίνω
Τό
επισφαλές τής υγείας του καί ή δύσκολη διαβίωση στο
φτωχό
κι ερειπωμένο μοναστήρι τής Μυρτιάς δεν έπέτρεψαν
να
έκπληρώση τό τάμα του, να δοθή στον Χριστό. Ή αγάπη
του
όμως για τα μοναστήρια, παρά τό γήρας του, τον ώθησε
να
άναλάβη άφ’ εαυτού του την άναστήλωση, την φύλαξη καί
κάποια
μικρή λειτουργία τής διαλελυμένης μονής Κοιμήσεως της Θεοτόκου Βαρεταδος της περιοχής
τής Αμφιλοχίας.
Αλλά
κι εδώ ό μισόκαλλος τον πείραξε. Στην μικρή του απουσία, Αλβανοί σύλησαν τό
μοναστήρι καί κατέστρεψαν πολλά πράγματα.
Ό
μπάρμπα-Γιώργης ήτανε μέτριου αναστήματος, ή παχιά του όμως μουστάκα καί ή
βροντερή του φωνή τον έφτιαχναν άνδρα ρωμαλέο. Γύρω στα τριάντα του έχασε τήν
σύντροφο τής ζωής του, έμεινε για πάντα χηρευάμενος και αφιερώθηκε στην
ανατροφή των τριών παιδιών του. Ασκούσε το
επάγγελμα
τού εφοριακού. Σχεδόν όλη τήν ήμερα γύριζε στις
εργασίες
τής υπηρεσίας του. Καί τήν νύχτα μαγείρευε, έπλενε, καθάριζε τό σπίτι του, για
να μή βάλη γυναίκα μέσα καί
σκανδαλίση.
- Έγώ πατέρας -έλεγε- έγώ καί μάννα, για
να μεγαλώσω αύτά τα παιδιά.
Τα
παιδιά του αναγνώριζαν τήν θυσία τού πατέρα τους,
τον
αγαπούσαν καί βαθιά τον σέβονταν.
Τήν
Κυριακή ήταν ό μόνιμος ψάλτης καί διαβαστής στην ενορία τής Αγίας Παρασκευής.
Ήταν από εκείνους πού δαπανήθηκαν στήν λατρεία τού Θεού, χωρίς να ζητούν μισθό
καί
χωρίς να θέλουν ωράριο. Ήξερε μόνον πότε άρχιζε ή λατρεία· τό πότε τέλειωνε δεν
τό έψαχνε. Οί προσευχές του και ή έπίκληση τού ονόματος τού Χριστού, τής
Παναγίας καί τών
'Αγίων
ήταν ή συνεχής του ενασχόληση.
- Προσεύχεσαι, κυρ-Γιώργη;
- Συνεχώς. Άλλα δεν μπορώ να πετύχω αύτό
πού γράφουνε τα δικά σας τα βιβλία: νοερά προσευχή. Μάλλον είναι δώρο τού Θεού
κι όχι ανθρώπινο επίτευγμα.
«Χαίρε,
μακάριε μπάρμπα-Γιώργη. 'Όταν σε γνώρισα,
σε
είδα σημάδι τού Ήπειρώτη καί τού Ρουμελιώτη. Τό παρουσιαστικό σου τραχύ καί βουνίσιο
καί στυφό σάν τού Ρουμελιώτη· καί αρχοντικό καί ευπροσήγορο καί γελαστό σάν
τού
Ήπειρώτη. Αυτήν τήν φρεσκάδα σου χάρισέ μας, γιατί
ψωριάσαμε
σάν τά καμπίσια πρόβατα. Ανέβασε μας ψηλά,
σύ
πού άετίσια τώρα πετάς στούς ούρανούς».
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΓΕΡΩΝ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ.
ΜΟΡΦΕΣ ΠΟΥΓΝΩΡΙΣΑ ΝΑ ΑΣΚΟΥΝΤΑΙ ΣΤΟ ΣΚΑΜΜΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σας ευχαριστούμε.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.