ΑΠΟ ΚΑΤΑΒΟΛΗΣ ΚΟΣΜΟΥ, τούς ανθρώπους τούς απασχολεί ένα πρόβλημα. Αυτό είναι τό πρόβλημα τής σχέσης τού Έγώ και του Εμείς, καθώς καί ή άξια τού ενός καί του άλλου. Λίγο ώς πολύ όλα τά προβλήματα της ανθρωπότητας καταλήγουν σ’ αύτό τό πρόβλημα.
Στήν αρχή ό Θεός δημιουργεί έναν άνθρωπο, ένα πρόσωπο στον κόσμο των δημιουργημένων πραγμάτων. Καί ό Δημιουργός τοποθετεί τήν αξία αύτού τού ένός προσώπου πάνω άπό όλο τον δημιουργημένο κόσμο, «νά είναι κυρίαρχος των πάντων» (Γέν. α', 28). Μέ άλλα λόγια: όλα νά βρίσκονται ύπό τον άνθρωπο κι ό άνθρωπος ύπό τον Θεό. Έτσι εξαρχής είναι καθορισμένη ή σχέση τού άνθρώπου μέ τόν Θεό καί άπό αύτή τή σχέση έξαρτώνται καί όλες οί άλλες σχέσεις τού άνθρώπου, όπως ή σχέση μέ τόν έαυτό του, τή φύση, τούς άγγέλους καί τούς άλλους άνθρώπους.
Ως άντανάκλαση τού Τρισυπόστατου Θεϊκού Προσώπου καί ό άνθρωπος, ώς παρόμοιο πρόσωπο με τον Θεό, είχε τή συνείδηση καί τό δικαίωμα να άποκαλέσει τόν εαυτό του «Έγώ». Τόση αξιοπρέπεια καί τόση εύτυχία!
Μά
όμως βρίσκει ό Θεός ότι «δεν είναι καλό να είναι ό άνθρωπος μόνος του» καί
δημιουργεί άπό τό σώμα του τή γυναίκα κι έτσι «έσονται οί δύο εις σάρκα μίαν»
(Γέν. β', 24). Κι έτσι πλάι στην περιγραφή του Έγώ έρχεται νά εκφραστεί καί νά
περιγράφει τό Εμείς. Δύο πρόσωπα, άλλά «εις σάρκα μίαν». Καί δύο καί ένας
ταυτόχρονα. Εκεί βρίσκεται ή άφετηρία καί του προσώπου καί τής κοινωνίας. Μέ τή
δημιουργία του άνθρώπου ό Θεός μια γιά πάντα έλυσε αύτό τό βασανιστικό πρόβλημα
στήν οπτική του Έγώ καί Εμείς, δίχως άντιφάσεις.
Τό Έγώ άναγνωρίζεται ώς κατ’ εικόνα καί καθ’ ομοίωση του Θεού, ένώ τό Εμείς έχει καθοριστεί νά καταστεί ένα σώμα. Έτσι είναι σαφώς ευδιάκριτη καί ή άξια του προσώπου καί τής κοινωνίας. Όμως μέ τό πού ή άμαρτία διατάραξε τή σχέση του άνθρώπου μέ τόν Θεό, άμέσως διαταράχθηκε καί ή σχέση του άνθρώπου μέ τόν συνάνθρωπο.
Ναί, άνάμεσα σε άδελφό καί άδελφό. Αφού, αν καί δύο, έχουν όλο τόν χώρο τής γήινης σφαίρας, ό ένας άπό αυτούς είναι στενοχωρημένος καί «άνεση Κάιν έπί Αβελ τόν άδελφόν αυτού καί άπέκτεινεν αυτόν». Γιά νά απελευθερωθεί άπό τήν κοινωνία καί μόνο τό δικό του πρόσωπο νά έχει σημασία στόν κόσμο, δηλαδή χωρίς τό Εμείς. Άλλα έμεινε δίχως άδελφό, άλλά καί δίχως Θεό, δίχως αληθινό πρόσωπο, περισσότερο δαίμονας παρά άνθρωπος.
Αφού
ή άληθινή καί πλήρης προσωπικότητα του άνθρώπου δέν μπορεί νά εννοηθεί χωρίς
τόν Θεό, ώς προ-εικόνα, καί δίχως διαρκή σχέση μαζί Του.
Τό γεγονός αύτό άπό τόν πρώτο αιώνα τής άνθρώπινης ιστορίας βρήκε τή φοβερή ήχώ του τον 19ο αιώνα σέ δύο άντίθετες θεωρίες. Στόν Νίτσε καί τόν Μάρξ. Καί οί δύο θεωρίες εμφανίστηκαν στή Γερμανία καί στή Γερμανική γλώσσα. Ό Νίτσε στάθηκε στο Έγώ χωρίς τό Εμείς, ό Μάρξ στο
Εμείς χωρίς τό Έγώ. Καί οί δύο υπήρξαν ένθερμοι άντίθεοι. Σάν νά βρισκόταν τό καράβι τής άνθρωπότητας νά περνά άνάμεσα σέ δύο αιχμηρούς και άπειλητικούς βράχους. Ή προσωπική θέληση και ό άπρόσωπος κρατισμός είναι τά δύο άκρα της έποχής μας. Καί τό ένα καί τό άλλο άκρο βαδίζει μέ σφιγμένη τή γροθιά. Ενάντια σέ ποιόν; Ενάντια στή φιλανθρωπία καί τή φιλοθεια, ενάντια στήν άγάπη. Αύτά τά άκρα έχουν κοινό σημείο άφετηρίας - τήν άρνηση του Θεού. Αρνούμενοι τόν Θεό, αύτοί φυσικά αρνούνται καί τήν αγάπη, αφού ή άνατολή βρίσκεται στήν αγάπη τού Θεού.
Ένώ εκείνοι
άρνούμενοι τόν Θεό καί τήν αγάπη δημιουργούν στις ψυχές άβυσσο, κενό τό όποιο γρήγορα
γεμίζει μέ καπνούς καί μίσος τού 'Άδη. Τό μίσος, όμως, δηλητηριάζει καί τό
άτομο και την κοινωνία καί περιπλέκει περισσότερο τη σχέση ανάμεσα στό Έγώ καί
τό Εμείς. ’Άν τό μίσος μπορούσε νά λύσει ορθά αύτή τή σχέση, τότε θα ήταν
λογικό νά σκεφτεΐ κανείς: Όσο μεγαλύτερο τό μίσος, τόσο εύκολότερες οι λύσεις
στά προβλήματα. Σύμφωνα μ’ αύτό θά έπρεπε νά εργαστούμε γιά τήν έξάπλωση τού
μίσους στόν κόσμο. Αυτό όμως έρχεται σέ άντίθεση μέ τή νόηση, τήν καρδιά καί
τήν έμπειρία των άνθρώπων, άλλά, νομίζουμε, άκόμα καί μέ τήν έμπειρία των ζώων.
Παραμένει λοιπόν ή αγάπη. Καί ύπό τήν έξουσία τού μίσους οί άνθρωποι άναστενάζουν γιά την αγάπη. Αφού ή αγάπη «έν τη σκοτία φαίνει, καί ή σκοτία αύτήν ού κατέλαβε». Καί ύπό τό σκότος της κυριαρχίας τού μίσους ή αγάπη έχει περισσότερους ύποστηρικτές. Ή νίκη τής άγάπης είναι ή νίκη τού Θεού. Αφού ή αγάπη δεν είναι έπιθετικός προσδιορισμός τού Θεού, άλλά τό όνομα του Θεού. Δεν έχει ειπωθεί ότι «ό Θεός αγάπη έστί»;
Γι’ αύτό ή αγάπη αιώνια στεφανώνεται μέ τή νίκη καί μέσα στό χρόνο είναι έκ των προτέρων νικήτρια στή σύγκρουσή της μέ τό μίσος. Τό μίσος είναι κατάσταση πού θέτει καί συντηρεί τά προβλήματα καί ούδέποτε τά λύνει. Μέ τή λέξη μίσος εννοούμε τήν κακία, τό φθόνο, τήν εκδικητικότητα, τόν εγωισμό κι όλα τά υπόλοιπα ψυχικά δηλητήρια, πού άν μετενσαρκώνονταν σε μικρόβια θα μόλυναν όλα τά νερά του κόσμου. Ή αγάπη έλυσε ήδη τό πρόβλημα του Έγώ καί του Εμείς. Ό Θεός-αγάπη ανύψωσε τόν μοναδικό άνθρωπο, ακόμα καί άμαρτωλό, έως τά μεγαλύτερα ύψη των ούρανών καί τήν ψυχή του άνθρώπου πάνω άπό όλο τόν ύλικό κόσμο. Ώς καλός ποιμένας άφησε τά 99 πρόβατα γιά νά ψάξει νά βρει τό ένα χαμένο πρόβατο.
Ώς φιλεύσπλαχνος γιατρός θεράπευσε λεπρούς καί τυφλούς καί χαμένους καί άνάπηρους, τους καθάρισε καί τούς έπλυνε, τούς τάισε καί τούς περιποιήθηκε καί τούς τοποθέτησε στήν τάξη των εύρισκομένων καί σωσμένων. Τούς παρίες και τούς περιφρονημένους ό "Ιδιος κάλεσε καί έθεσε πρώτους στήν τράπεζά Του. Καί ώς παντοδύναμος βασιλιάς λογάριασε καί τούς νεκρούς ώς πολίτες Του, όπως καί τούς ζώντες. Τούς άπό καιρό νεκρούς καί διαγραμμένους άπό όλους τούς άνθρώπινους καταλόγους Αύτός τούς ένέγραψε στή δικήΤου Βίβλο των Ζώντων.
Ώς καλός καλλιεργητής κλάδεψε, πότισε καί στήριξε κάθε ένα ξεχωριστά καρποφόρο δέντρο. Ώς καλός κτίστης έβαλε κάθε πέτρα ξεχωριστά, τήν λάξευσε καί τή λείανε έτσι πού κάτω άπό τό μαστορικό του χέρι, άκόμα κι έκείνη ή φθηνότερη καί άπό άλλους μαστόρους πεταμένη πέτρα πήρε κανονικό σχήμα καί φωτεινό χρώμα. Ασχέτως μέ τήν εύγνωμοσύνη ή όχι των ανθρώπων, έσπευδε φροντίζοντας ταχύτατα τον καθένα, ώστε νά τόν έπαναφέρει καί νά τον διορθώσει. Επιθυμούσε διακαώς κανένας άπό τους ανθρώπους να μήν πέσει στό χάος τής άπροσωπίας. Έτσι ό Θεός τής αγάπης έλυσε τό πρόβλημα τού Έγώ. Αλλά τής κοινωνίας;
Ή κοινωνία πού Αύτός θεμελίωσε είναι περισσότερο οργανισμός παρά οργάνωση.
Ποιά οργάνωση τού κόσμου μπορεί νά είναι ’ίση μέ τόν οργανισμό τού άνθρωπίνου σώματος; Δημιούργησε την κοινωνία ή όποια εκπροσωπεί τό ανθρώπινο σώμα.
«Καί
έσονται οί δύο είς σάρκα μίαν». Αυτή είναι ή οικογένεια τού Θεού, ή
άποτελούμενη άπό μικρούς θεούς μέ στόχο νά «καταστούν τέλειοι όπως ό Ούράνιος
Πατέρας τους». Μιλάμε γιά τή χριστιανική κοινωνία, τήν κοινωνία τού Χριστού,
πού διαθέτει άληθινό όραμα ζωής καί έχει ξεκάθαρο οδικό χάρτη προς αύτό τόν
στόχο. Αύτός είναι ή Εκκλησία τού Θεού, ή μόνη έλλογη κοινότητα στή γή ή όποια μιλά
διαρκώς γιά τόν παράδεισο, άλλά ούτε τόν άναζητά ούτε τόν ύπόσχεται έπί της γής.
Μόνο σ’ αύτή τήν οικογενειακή καί όχι έταιρική κοινωνία οί νεκροί ύπολογίζονται
ώς ενεργά μέλη της, έχοντας σαφώς καθορισμένη σχέση τού
Έγώ καί τού Εμείς. Κάθε μέλος αύτής τής κοινωνιας βοηθάει τήν κοινωνία, μόνο επειδή ή κοινωνία μέ μεγαλύτερη δύναμη βοηθάει καί εκπαιδεύει τόν καθένα άτομικά νά οικοδομήσει τήν προσωπικότητά του έως τά μεγαλύτερα ύψη καί τήν ομορφιά, έτσι ώστε καθένας άτομικά νά καταστεί άξιο μέλος τής άθάνατης οικογένειας του Θεού στο έπουράνιο βασίλειο. Σ’ αύτή τή νέα, πάντα νέα, κοινωνία δέ χάνεται καί δέν μειώνεται ή άξια του προσώπου όπως στις κοσμικές κοινωνίες, αλλά άντίθετα αυξάνεται. Ή κοινωνία -ή Εκκλησία δίνει τήν εύκαιρία στον καθένα προσωπικά νά έξασκήσει ύλες τις άρετές των έντολών, πού δίνουν άξια στό πρόσωπο. Γιατί, πού άλλου θά έδειχνε ό άνθρωπος τήν άρετή του, άν όχι στήν κοινωνία;
Πού θά έδειχνε εύσπλαχνία, υπομονή, αυτοθυσία καί πάνω άπ’ όλα φιλανθρωπία, άν οχι στήν κοινωνία καί τόν πλησίον του; Καί πώς θά έφθανε στην έπίγνωση τού εαυτού του όσον άφορά τούς άλλους καί τήν γνώση τών άλλων άπό τόν έαυτό του;
ΒΙBΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΒΕΛΙΜΙΡΟΒΙΤΣ.ΣΤΗΝ ΧΩΡΑ ΤΗΣ ΑΝΕΦΙΚΤΗΣ ΕΥΤΥΧΙΑΣ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σας ευχαριστούμε.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.