(Άγιος
Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης)
Ποια
είναι η δύναμις της προσευχής και περί του μακαρίου Ιεροθέου και περί της
ευλάβειας και της θεολογικής συγγραφής του.
1. Αν
τώρα το θεωρείς σωστό, ας εξετάσωμε πρώτη την αγαθωνυμία που εκφράζει τέλεια
και αποκαλυπτικά όλες τις προόδους του Θεού, αφού επικαλεσθούμε την αγαθαρχική
και υπεράγαθη Τριάδα που αποκαλύπτει όλες τις αγαθές πρόνοιές της.
Διότι
σ' αυτήν πρέπει να ανεβαίνωμε πρώτα με τις ευχές, ως αγαθαρχία που είναι, και
πλησιάζοντάς την περισσότερο, να μυούμαστε στα πανάγαθα δώρα που είναι
τοποθετημένα γύρω της. διότι αυτή μεν είναι παρούσα σε όλα, δεν είναι όμως όλα
παρόντα σ' αυτήν. Όταν όμως την επικαλούμαστε με πάναγνες ευχές, με αθόλωτο νου
και με κατάλληλη για τη θεία ένωση διάθεση, τότε είμαστε κι εμείς παρόντες σ'
αυτήν(1). διότι η αγαθότης δεν ευρίσκεται καν σε τόπο, ώστε ν' απουσιάσει από
κάποιον ή να μεταβεί από άλλους σε άλλους. Αλλά και το να ειπούμε από το άλλο
μέρος ότι η αγαθότης ευρίσκεται μέσα σε όλα τα όντα, αυτό απέχει από την
απειρία που είναι επάνω από όλα και περιλαμβάνει όλα.
Ας
προσπαθήσουμε λοιπόν ν' ανυψωθούμε με τις ευχές προς την υψηλότερη κορυφή των
θείων και αγαθών αιτίων. Τότε θα συμβεί ό,τι συμβαίνει στην περίπτωση μιας
πολύφωτης αλυσίδας που είναι κρεμασμένη από την ουράνια κορυφή και κατεβαίνει
έως εδώ. εμείς, πιάνοντάς την με τα χέρια, το ένα μετά το άλλο προς τα εμπρός,
θα ενομίζαμε ότι κατεβάζομε εκείνη, που είναι παρούσα και άνω και κάτω, αλλ'
ανεβαίνομε εμείς οι ίδιοι προς τις υψηλότερες μαρμαρυγές των πολυφώτων ακτίνων.
Ή ό,τι συμβαίνει στην περίπτωση που θα εμβαίναμε σε πλοίο. κρατώντας τα
παλαμάρια που δεμένα από κάποια πέτρα εκτείνονται έως εμάς και προσφέρονται σαν
σε βοήθειά μας, δεν φέρομε την πέτρα κοντά μας, αλλά στην πραγματικότητα φέρομε
εμάς τους ιδίους και το πλοίο κοντά στην πέτρα. Ή πάλι ό,τι συμβαίνει με
κάποιον που στέκεται επάνω στο πλοίο. αν απωθήσει την παραλιακή πέτρα, δεν θα
προκαλέσει τίποτε στην στερεωμένη και ακίνητη πέτρα, αλλά θα αποχωρίσει τον
εαυτό του από εκείνην και όσο περισσότερο την απωθήσει, τόσο περισσότερο θα
εξακοντισθεί απ' αυτήν. Γι' αυτό και πριν από κάθε πράγμα, περισσότερο δε πριν
από τη θεολογία, πρέπει να ξεκινούμε με ευχή, όχι για να ελκύσωμε την δύναμη,
την παρούσα πανταχού και πουθενά, αλλά για να παραδώσωμε τους εαυτούς μας σ'
αυτήν και να τους ενώσωμε προς αυτήν με τις θείες μνημονεύσεις και επικλήσεις.
2.
Είναι ίσως και τούτο άξιο απολογίας εκ μέρους μας. ότι ενώ ο εξαίρετος καθοδηγητής
μας Ιερόθεος συνέταξε υπερφυώς τις Θεολογικές Στοιχειώσεις, εμείς, σαν να μην
ήσαν αρκετές εκείνες, συγγράψαμε κι άλλες θεολογικές πραγματείες και την
παρούσα(2). Ασφαλώς, αν εκείνος απεφάσιζε να διαπραγματευθεί όλα τα θεολογικά
θέματα και αν είχε αναπτύξει λεπτομερώς το σύνολο της θεολογίας, δεν θα
εφθάναμε εμείς σε τέτοιο σημείο μανίας ή αγένειας, ώστε να νομίσομε ότι
μπορούμε να διεισδύσωμε θεωρητικότερα και θειότερα από εκείνον στις θεολογίες ή
να ματαιοπονήσωμε επαναλαμβάνοντας τα ίδια πράγματα, κι επιπλέον ν' αδικήσωμε
τον διδάσκαλο και φίλο, εμείς που μετά τον Παύλο από τα δικά του λόγια
εδιδαχθήκαμε, υποκλέπτοντας για τον εαυτόν μας την ένδοξη θεωρία και ερμηνεία.
Στην πραγματικότητα, εκείνος, διδάσκοντας αυθεντικώς τα θεία, μας παρέδωσε
συντόμους όρους που περιελάμβαναν πολλές έννοιες ο καθένας(3), παραγγέλοντας σ'
εμάς και σε άλλους σαν εμάς διδασκάλους των μαθητευομένων ψυχών, όσο είναι
δυνατό, ν' αναπτύξωμε και αναλύσωμε κατά το μέτρο του λόγου μας τις συνοπτικές
και ενιαίες διατυπώσεις της μεγαλοφυΐας του ανδρός εκείνου. Άλλωστε και συ ο
ίδιος πολλές φορές μας προέτρεψες σ' αυτό το εγχείρημα, αφού μάλιστα μάς
έστειλες και το βιβλίο του Ιεροθέου με τη γνώμη ότι είναι εξαίρετης αξίας. Γι'
αυτόν κι εμείς τον λόγο ως διδάσκαλο τελείων και ωρίμων διανοιών τον ξεχωρίζομε
για την ικανοποίηση εκείνων που στέκουν επάνω από τους πολλούς, θεωρώντας τα
γραπτά του σαν δεύτερες Γραφές, κατάλληλες για τους θεοχρίστους. στους
ανθρώπους της δικής μας σειράς όμως θα διδάξωμε τα θεία εμείς ανάλογα με την
ικανότητά μας. Διότι, αν η στερεά τροφή είναι κατάλληλη για τους τελείους, το
να τρέφωμε εμείς άλλους με τέτοια τροφή πόση τελειότητα δεν φανερώνει;
Ορθώς
λοιπόν ισχυρισθήκαμε και τούτο, ότι η μεν άμεση θέα των νοητών λογίων και η
ευσύνοπτη διδασκαλία τους χρειάζεται πρεσβυτική δύναμη(4), η δε γνώσις και
μάθησις των λόγων που οδηγούν σ' αυτό το ύψος αρμόζει στους κατωτέρους
καθηγητάς και σπουδαστάς. Εμείς μάλιστα έχομε τηρήσει με πολλή επιμέλεια και
τούτο. όσα δηλαδή έχουν διευκρινισθεί σαφώς από τον ίδιο τον θείο καθοδηγητή
μας, να μη τα εξετάσωμε, να μην επιχειρήσωμε καν να ταυτολογήσωμε διασαφώντας
πάλι κάποιο γραφικό χωρίο που ερμήνευσε εκείνος. Άλλωστε αυτός διακρίθηκε και
ανάμεσα στους θεοπνεύστους ιεράρχες μας, όταν, όπως γνωρίζεις, κι εμείς και συ
και πολλοί από τους ιερούς αδελφούς μας συναχθήκαμε για την θέα του ζωαρχικού
και θεοδόχου σώματος(5), ήταν δε παρών κι ο αδελφόθεος Ιάκωβος και ο Πέτρος, η
κορυφαία και πρεσβυτάτη ακρότης των θεολόγων. Όταν μετά τη θεά εκρίθηκε
επιβεβλημένο να υμνήσουν όλοι οι ιεράρχες, κατά τη δύναμή του ο καθένας, την
απειροδύναμη αγαθότητα της θεαρχικής ασθένειας που εκδηλώθηκε με τη συγκατάβαση
του Λόγου, ο Ιερόθεος υπερέβαλε όλους τους άλλους ιερομύστες, μετά τους
αποστολικούς λόγους, τελείως εκδημώντας, τελείως εξιστάμενος από τον εαυτό του
και βιώνοντας την κοινωνία με τα υμνούμενα πράγματα. Όλοι όσοι τον άκουαν και
τον έβλεπαν, τον εγνώριζαν ή δεν τον εγνώριζαν, εθεώρησαν ότι είναι θεόληπτος
και θείος υμνολόγος. Τι χρειάζεται να σου διηγηθώ τα εκεί θεολογηθέντα; Διότι,
αν δεν έχω αποξεχασθεί, θυμούμαι ότι πολλές φορές άκουσα από σένα να
επαναλαμβάνεις μερικά μέρη των ενθέων εκείνων υμνωδιών(6). Τόση είναι η φροντίδα
σου να μην ασχολείσαι παρέργως με τα θεία.
3.
Αλλά ας παραλείψουμε τα μυστήρια που παρατηρήθηκαν εκεί, διότι είναι άρρητα για
τους πολλούς και γνωστά σ' εσένα, για να
ειπούμε τούτο. όταν εχρειαζόταν να επικοινωνήσει με τους πολλούς και να φέρει
όσους ήταν δυνατό στην ιερογνωσία μας(7), πόσο δεν υπερείχε τους πολλούς από
τους ιερούς διδασκάλους κατά την εμπειρία από το χρόνο, κατά την καθαρότητα στο
νου, κατά την ακρίβεια των αποδείξεων και κατά τα άλλα διδακτικά προσόντα, ώστε
να μην επιχειρήσωμε ποτέ ν' αντικρύσωμε
κατά πρόσωπο ένα τόσο μεγάλο ήλιο; Εμείς πάντως έχοντας συναίσθηση του εαυτού
μας γνωρίζομε ότι δεν είμαστε ικανοί να εννοήσωμε επαρκώς όσα είναι νοητά από
τις θείες αλήθειες ούτε να εκφέρωμε και να εκφράσωμε όσα από τη θεογνωσία είναι
ρητά. Επειδή δε είμαστε μακριά, υστερούμε στη γνώση της θεολογικής αλήθειας
απέναντι στους θείους άνδρες, ώστε από περισσή ευλάβεια θα εφθάναμε και σε
τούτο το σημείο ακόμη, δηλαδή να μη ακούωμε και να μη λέγωμε τίποτε περί της θείας φιλοσοφίας, αν δεν
είχαμε τη γνώμη ότι δεν πρέπει να παραμελούμε τη γνώση των θείων που είναι στη
διάθεσή μας.
Και
σ' αυτό μάς έπεισαν όχι μόνο οι φυσικές εφέσεις των νόων μας, που πάντοτε
ποθούν ερωτικώς την θεμιτή θεωρία των υπερφυών πραγμάτων, αλλά και η ίδια η
αρίστη εντολή των θείων θεσμών, που μας αποτρέπει μεν από το να πολυεξετάζωμε
τα ευρισκόμενα επάνω από μας, ως ανώτερα από την αξία μας και ως ανέφικτα, μας
παραγγέλει όμως να μαθαίνωμε συνεχώς όσα μάς έχει παραχωρήσει και δωρίσει, και
να τα μεταδίδωμε αγαθοεργώς και σε άλλους. Αυτές λοιπόν τις παρακινήσεις
ακολουθώντας κι εμείς, και μη αποκάμοντας ούτε δειλιάζοντας εμπρός στην
προσπάθεια για την κατά το δυνατό εύρεση των θείων, αλλά και μη δεχόμενοι ν'
αφήσωμε αβοηθήτως εκείνους που δεν μπορούν να εποπτεύσουν τα θεάματα που είναι
ανώτερα από μας, επιδοθήκαμε στην συγγραφή. Δεν τολμούμε βέβαια να εισηγηθούμε
τίποτε νέο, αλλά εξηγούμε και αποσαφηνίζουμε με λεπτότερες αναλύσεις αυτά που
έχουν λεχθεί συνοπτικώς από τον όντως Ιερόθεο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σας ευχαριστούμε.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.