Ο Μοναχός
Ιωακείμ, κατά κόσμον Ιωάννης Άντωνάκης
του Νικολάου, γεννήθηκε στο χωριό Ροΰπες Ρεθύμνης, πού βρίσκεται κοντά
στήν ιστορική Μονή Άρκαδίου.
Γεννήθηκε τό 1873 καί ήταν βραχύσωμος (νάνος),
παρέμεινε δέ άγένειος ως τό τέλος της ζωής του. Λόγω του μικρού του αναστήματος,
όταν ήταν λαϊκός τον αποκαλούσαν Γιαννιό, ενώ όταν έγινε Μοναχός και έλαβε το
όνομα Ιωακείμ, Ίωακειμάκι ή Καλογεράκι και έτσι έμεινε ως τά σήμερα στίς
διηγήσεις αυτών πού τον γνώρισαν και στούς σημερινούς χριστιανούς όταν μιλούν
γι’ αυτόν. Ευτυχώς διασώθηκε ή μοναδική, όσο και σημαντική φωτογραφία του τήν
όποια τράβηξε περιηγητής και στήν όποια βρίσκεται ανάμεσα σε δύο νέους με
κρητικές ενδυμασίες της εποχής γιά νά φαίνεται ή διαφορά τού αναστήματος. Στή
φωτογραφία αύτή έπειδή προφανώς ό φωτογράφος είχε μετρήσει το ανάστημα του,
υπάρχει με τυπογραφικά γράμματα «37 ιντσες (92,5 πόντους). Ηλικία 66 ετών». Ή
φωτογράφιση έγινε σύμφωνα με τή λεζάντα, της, όταν ό Μοναχός Ιωακείμ ήταν 66
χρονών, άρα στή Μονή Κουδουμά το 1939. Είναι άξιο παρατήρησης, ότι φέρει τήν
παραδοσιακή ένδυμασία τών τότε κληρικών της Κρήτης, δηλαδή τήν κρητική «βράκα» και
τά στιβάνια, και άντί γιλέκο, τή λεγάμενη «σταυρωτή» και τον καλογερικό σκούφο,
μέσα στόν όποιο έχει βάλει τήν πλούσια κόμη του. «Το Γιαννιό» φοίτησε μέχρι τήν
τρίτη τάξη τού Δημοτικού σχολείου και θά πρέπει νά ήταν από φτωχή οικογένεια,
διότι τά διάσπαρτα στοιχεία, άπό τά όποια καταρτίσαμε το Μοναχολόγιο, ενώ γιά άλλους
Μοναχούς
αναφέρουν τήν αξία της ατομικής τους περιουσίας, στή συγκεκριμένη στήλη με το
όνομα «Ίωακειμάκι» έχει κενό.
Στή
Μονή προσήλθε το 1900 σέ ήλικία 27 έτών έπί ηγουμενίας του Όσιου Παρθενίου. Ό
Παρθένιος δέν έδωσε σημασία στή σωματική του διάπλαση ή οποία πιθανώς γιά τούς
πολλούς νά ήταν αστείο θέαμα. Γι’ αυτόν ήταν ψυχή ή όποια αξίζει, όπως λέει ό
Χριστός, όσο δέν αξίζει όλος ό κόσμος. Τον δέχθηκε και τον αγκάλιασε στοργικά, τον
συμπεριέλαβε στους δόκιμους Μοναχούς, του έδωσε άπό το δικό του κύρος άξια και τον
έπέβαλε στίς συνειδήσεις Μοναχών και προσκυνητών ως άνθρωπο τού Θεού πού όχι
μόνο δέν είχε καμιά διαφορά άπό τούς άλλους, άλλά έπί πλέον διέθετε καθαρότητα
ψυχής και είχε και τον άπαιτούμενο θειο ζήλο γιά αφιέρωση με σκοπό τή σωτηρία της
ψυχής του. Τά πράγματα δικαίωσαν τον Όσιο Παρθένιο, ό όποιος με το διορατικό και
προορατικό του χάρισμα είχε θεία πληροφορία σέ κάθε περίπτωση.
Έτσι κι έδώ
προγνώριζε τήν πνευματική έξέλιξη του Μοναχού αύτοΰ.
Σήμερα
λέμε ότι ζούμε σε πολιτισμένο κόσμο. Και ζούμε βέβαια σε πολιτισμένο κόσμο ως
πρός τήν πρόοδο της τεχνολογίας, αλλά υπάρχει έντονη ακόμη ή κοινωνική αδικία και
ό ρατσισμός και ή άναλγησία μπροστά στο φαινόμενο πού λέγεται άνθρωπος με
ειδικές άνάγκες. Απουσιάζει ή άνθρωπιά και ή εύαισθησία. Ό Οσιος Παρθένιος ήταν
άγράμματος, αλλά βαθιά πολιτισμένος. Και ένώ φαινόταν σκληρός σε κάποια
πράγματα, με το χάρισμα της διάκρισης πού τον είχε προικίσει ό Θεός είχε μιά
καταπληκτική εύαισθησία στόν άνθρώπινο πόνο και στή χειραγωγία τού άνθρώπου πού
είχε άνάγκη νά βρει τον δρόμο της σωτηρίας. Οί Πατέρες της ερήμου δέν έπασχαν
άπό αισθήματα μειονεξίας τά όποια προέρχονται άπό έσωτερικά πάθη και άδυναμίες,
γι’ αύτό και άναγνώριζαν τίς μυστικές αξίες πού κρύβονταν ακόμη και σε ένα
νάνο.
Μήπως αύτό δέν έγινε και στήν περίπτωση τού Όσιου Ίωάννου τού Κολοβού ό
όποιος έφθασε σε μεγάλα μέτρα άρετής και κατέλιπε τόσες σοφές ύποθήκες γιά τούς
αγώνες της αγγελοειδούς ζωής; Τον έλεγαν και τού έμεινε το παρατσούκλι
«Κολοβός», επειδή ήταν πολύ μικρού αναστήματος. Κάτι σαν το Ίωακειμάκι τού
Κουδουμά. Κολοβός, μικρός στο σώμα, αλλά γίγαντας στο πνεύμα.
Το
Γιαννιό ως δόκιμος είχε άναπαύσει πλήρως τον Όσιο Παρθενιο αφού γνώριζε λίγα γράμματα. ’Άν και ήταν
ενάρετος και αγωνιστής, ό Όσιος Παρθένιος δεν τον έκανε Μοναχό αν και είχαν
περάσει πέντε χρόνια δοκιμασίας, ενώ ή συνήθης δοκιμασία ήταν τριετής. Πιθανολογούμε
οτι ίσως ό Όσιος νά σκεφτόταν πώς το Μοναχικό Σχήμα σε ένα νάνο, θά προξενούσε
ποικίλες έντυπώσεις ως κάτι το εντελώς άσύνηθες.
Εναν
ομως χρόνο μετά τήν κοίμηση του Όσίου Παρθενίου και όντας στήν ηγουμενία ό
Όσιος Εύμένιος, έγραψε στον Επίσκοπο μιά παρακλητική επιστολή, με ήμερομηνία
15-2-1906, ή οποία σώζεται στο Αρχείο της Ί. Μητροπόλεως Γορτύνης και Αρκαδίας.
«...
Όμοίως το μικρό (Γιαννιό) το όποιον έκουρεύσατε άναγνωστάκι , έχει ενταύθα έξι
ολόκληρα έτη και η ηλικία του είναι 34 έτών και δεν έχει παρηγοριάν μόνο ζητεί το
Σχήμα. Σας συστήνω δέ και αυτό, ότι εάν και φαίνεται μικρού αναστήματος, τα
πνευματικά του έργα είναι μέγιστα, διότι φαίνεται μικρό άλλα είναι σωφρονέστατον...
Ή εργασία του είναι εν τω Ίερω Θυσιαστηρίω και πλέκει και κομβοσχοίνια...».
Στήν επιστολή αύτή ό Άγιος Εύμένιος γράφει στον Επίσκοπο ώς Ηγούμενος πλέον, ό
όποιος γνωρίζει κάλλιστα τούς Μοναχούς και δοκίμους του Κοινοβίου, αλλά και ώς
Έξομολόγος - Πνευματικός πού έρευνα τά βάθη της καρδίας. Εκθέτει πρός τον
Επίσκοπο τή μαρτυρία από τή διπλή του ιδιότητα και τον έγκωμιάζει ότι «τά
πνευματικά έργα του είναι μέγιστα» και ότι «είναι σωφρονέστατον».
Γράφει
περί μεγίστων πνευματικών έργων ποιος; Εκείνος πού τόσα χρόνια δίπλα στόν κατά
σάρκα άδελφό και Γέροντά του Παρθένιο, γνώρισε σε βάθος και βίωσε όλες τίς
Μοναχικές άρετές, έζησε τήν τραχύτητα της έρήμου, γνώρισε έμπειρικά τί σημαίνει
πνευματικά κατορθώματα και είδε στήν έξομολόγηση νά ξεδιπλώνονται και οι
μυστικές πτυχές της ψυχής του ανθρώπου. Έπειτα, το ότι μνημονεύει τήν πιστότητα
και συνέπειά του στο διακόνημά του στο 'Ιερό Βήμα, δεν είναι μικρό πράγμα. Ώς
λειτουργός ό Άγιος Εύμένιος τον παρατηρούσε όταν τον διακονοϋσε ως βηματάρης,
προσευχόμενος και με άκρα εύλάβεια. Δεν επιτελούσε το διακόνημα αυτό μηχανικά και
από συνήθεια.
Γι’ αυτό και άνάπαυε τον έκάστοτε λειτουργό και παρείχε με τίς
προσεκτικές του ύπηρεσίες όλες τίς προϋποθέσεις γιά νά τελεί άπερίσπαστα το
φρικτό της θείας Εύχαριστίας Μυστήριο. Αλλά ακόμη πρόσφερε υπηρεσία πνευματική με το ότι έπλεκε
κομβοσχοίνια, δυσεύρετα τότε κι όχι όπως σήμερα πού υπάρχουν σε αφθονία στο
έμπόριο. Το κομβοσχοίνι πού δινόταν στόν Κουδουμά συνοδευόταν με τήν πρακτική
διδασκαλία περί της νοεράς προσευχής. ’Άς αναλογιστεί ό αναγνώστης πόσα
κομβοσχοίνια έφθασαν παντού μέσω των προσκυνητών και πόσοι από αυτούς έλεγαν
στά σπίτια τους τήν ευχή κρατώντας στα χέρια τους το ιερό έργόχειρο του
«Ίωακειμάκι»...! Ό Επίσκοπος Βασίλειος δεν είχε λόγο νά αρνηθεί. Το Γιαννιό έγινε
Μοναχός και πήρε το όνομα Ιωακείμ γιά νά τιμηθεί ό θεοπάτωρ Ιωακείμ, ό πατέρας της
Θεοτόκου, της προστάτιδας και έφορου της Μονής.
Αξίζει
επίσης νά σημειωθεί ότι ό Άγιος Εύμένιος στήν πρός τον Επίσκοπο επιστολή του
γράφει ότι «...δεν έχει παρηγοριάν μόνο ζητεί το Σχήμα». Αύτό σημαίνει τον πόθο
και τή φλόγα της ψυχής τού δοκίμου Γιαννιού νά σφραγιστεί ή άσκησή του διά του
Αγίου Σχήματος. Ποθούσε νά γίνει ή έπίσημη καθοσίωσή του στόν Μοναχισμό. Νά
γίνει μέλος κανονικό της Μοναχικής Πολιτείας διά της Ιεράς Κουράς και νά
νοιώθει τή χάρη ή όποια έπισκιάζει αύτούς πού τή ζητούν ολόψυχα γιά νά
στερεωθούν στόν πνευματικό τους άγώνα. Το ράσο, το Σχήμα, το κουκούλιο, ή
άλλαγή τού ονόματος, αλλάζουν τή ζωή τού δοκίμου. Δίνουν χάρη και χαρά, ζήλο και
συναίσθηση της εύθύνης, γαλήνη και πληρότητα, διότι πέρασε στίς έξετάσεις τής
δοκιμασίας. Έδώ τό πιστοποιητικό τής έπιτυχίας δέν τό έδινε ένας απλός Μοναχός
ή Ιερομόναχος ή Ηγούμενος, άλλά ένας 'Άγιος, ό όποιος άργότερα μαζί μέ τόν
άδελφό του Παρθένιο θά ιστορούνταν σέ Εικόνες, θά κτίζονταν γι’ αύτούς Ναοί καί
θά καταγράφονταν τά ιερά τους ονόματα στό Αγιολόγιο τής Εκκλησίας.
Τό
Σχήμα γιά τόν δόκιμο Γιαννιό ήταν ή αναμενόμενη, ή παμπόθητή του «παρηγοριά». Κι
αφού «παρηγορήθηκε» καί γέμισε ή ψυχή του, μετά σκορπούσε αύτήν τήν παρηγοριά
σέ όσους τόν πλησίαζαν. Είχε τό χάρισμα τής πρακτικής διδασκαλίας, γι’ αύτό καί
πολλοί ήταν εκείνοι πού επιζητούσαν τίς συμβουλές του αλλά και τις προσευχές
του. Μετά την κοιμήση του αγίου Ευμενιου το 1920 το Ιωακειμακι ήταν αυτό που παρέλαβε
τη σκυτάλης της αγιότητας. Αυτό το καλογεράκι ως την αναχώρηση του από μόνη ήταν
ο ζων εις τύπον και Τόπον Παρθενίου και Ευμενιου. Αυτός ο μικρόσωμος ο νάνος, ήταν
ο συνεχιστής της αγίας παράδοσης που είχαν δημιούργησε οι
δυο αυτάδελφοι και κτήτορες της Μονής
'Άγιοι Πατέρες. Δεν ήταν Ιερέας βέβαια γιά να εξομολογεί. Ούτε όμως και ό
Παρθένιος ήταν Ιερέας. Όμως άκουε τα
βάσανα, τα προβλήματα και τούς λογισμούς των ανθρώπων. Παντού διαδόθηκε ή φήμη
των ψυχωφελών διδαχών του Ιωακείμ.
Ήταν οι υποθήκες των δύο Πατέρων, αλλά και το
απόσταγμα της δικής του προσωπικής Μοναχικής εμπειρίας. Οι προσκυνητές δεν
άργησαν να καταλάβουν ότι το Ιωακειμακι είχε προικισθεί από τον Θεό με
διορατικό χάρισμα. Έρχονταν άνθρωποι και πριν τού πουν το πρόβλημά τους τούς το
έλεγε και τούς έδινε τη λύση. Αυτό έγινε ευρύτατα γνωστό και τον ενοχλούσε
πολύς κόσμος, κάτι πού τού προξενούσε μεγάλη κόπωση, αλλά προπάντων δαπάνη
χρόνου, ένώ ό ίδιος ήθελε να τον άφιερώσει στήν άγαπημένη του ήσυχία και τήν
προσευχή.
Επειδή
ήταν διακονητής Βηματάρης, το κελλάκι του τού το είχαν φτιάξει δίπλα και δεξιά
στό ιερό Βήμα τού καθολικού. Ένα μικρό, ταπεινό, χαμηλό κελλάκι μέ τά
άπαραίτητα τού κοινοβιάτη Μοναχού
άντικείμενα.
Ενα μικρό τζάκι, το σταμνί μέ το νερό, ένα τραπεζάκι, δυό-τρία
βιβλία και ένα καρεκλάκι άνάλογο τού σωματικού του μεγέθους με χερούλια δεξιά
κι άριστερά. Αυτό το καρεκλάκι ήταν και το κρεβάτι του, διότι ούδέποτε στή
Μοναχική ζωή του στόν Κουδουμά κοιμήθηκε σέ κρεβάτι. Το κελλάκι όμως αύτό ήταν
πολύ προσιτό στούς προσκυνητές, διότι ήταν στήν άκρη τής μεγάλης αύλής τού
ναού. Ό κόσμος και ό θόρυβος τον ενοχλούσαν, είχε όμως τήν κρύπτη του γιά να αποφεύγει
τίς πολλές ενοχλήσεις και να άπομονώνεται γιά προσευχή. Πίσω άπό τήν Αγία
Τράπεζα υπάρχει ένα μικρό σπηλιαράκι στό όποιο έμπαινε άπό άνοιγμα πού μόνο
αύτός χωρούσε να περάσει. Τόσο μικρό άνοιγμα πού εύκολα μπορούσε να κρύβεται και
σήμερα άπό μιά Εικόνα σχετικά μεγάλου μεγέθους. Μέσα σ’ αύτό το ήσυχαστικό του
καταφύγιο μόνο ό Θεός γνωρίζει τά πλήθη τών προσευχών του και τούς κρουνούς των
δακρύων του. Άνθρωποι όμως πού τον γνώρισαν στήν παιδική ή εφηβική τους ηλικία,
γέροντες σήμερα (πρό τού 2003 πού έγινε ή πρώτη έκδοση), μας διηγήθηκαν ότι
πολλές φορές τον έχαναν γιά τρεις μέρες. Πήγαινε σέ κάποιο σπήλαιο κοντινό,
αλλά άπρόσιτο και εκεί έκανε τριήμερα προσευχής και νηστείας.
Όταν γύριζε ήταν
πνευματικά μεταρσιωμένος, διότι άξιωνόταν πολλών θείων άποκαλύψεων μέσα στήν
άπόλυτη μόνωση και ήσυχία. Ολοι παρατηρούσαν ότι ευωδίαζε. Σημερινές ηλικιωμένες
Μοναχές της Μονής Αγίας Ειρήνης τού Κρουσώνα (δέν ζουν σήμερα, 2016), οί όποιες
πήγαιναν τότε στόν Κουδουμά μικρά παιδιά, μάς βεβαίωσαν γιά τά χαρίσματά του, αλλά
και γιά τήν εύωδία πού άπέπνεε ό ίδιος και το κελλάκι του το όποιο φυσιολογικά
θά έπρεπε να μύριζε μόνο κάπνα από το τζάκι μέσα σέ τόσο στενό χώρο.
Επειδή
είχε καταβληθεί σωματικά λόγω της αναπηρίας του, της άσκησης και της ηλικίας
του, τον παρακαλούσαν να τού ξεκουράσουν λίγο τα πόδια βγάζοντάς του τα
στιβάνια, πλένοντας τα πόδια του και κόβοντάς του τα νύχια, αφού δέν μπορούσε
πλέον να σκύψει. Εκείνος ύπέκυπτε τελικά στίς παρακλήσεις τους. Και τα παιδιά
αύτά πού άργότερα έγιναν Μοναχές, θυμούνται μέχρι σήμερα τήν εύωδία των ποδιών
του.
Αύτήν
τήν ξεχωριστή θεία εύωδία τού Ίωακειμάκι τήν ένοιωθαν όλοι οι προσκυνητές.
Επειδή οί χώροι εντός της Μονής ήταν μόνο γιά τούς Μοναχούς, είχαν κτιστεί
εκτός Μονής κάποιοι χώροι γιά να χρησιμοποιούνται ως ξενώνες, αλλά κυρίως
χρησιμοποιούνταν ως ξενώνες εκείνα τα χρόνια τα πολλά μικρά σπήλαια, Ό Μοναχός
Ιωακείμ πού βρίσκονται δυτικά της Μονής, (Ίωακειμάκι η Καλογεράκι). τα όποια
είχαν διαμορφωθεί τόν πρώτο καιρό γιά
κελλιά των Μοναχών καί τών Δοκίμων. Ό Ιωακείμ έκανε επισκέψεις στους
προσκυνητές γιά να τούς λέει κάτι πνευματικό καί να ωφελούνται, άποφεύγοντας
έτσι τήν άργολογία. Ή σωματική του εύωδία, πρόδιδε κάθε φορά τήν έπίσκεψή
του...!
Μόλις πλησίαζε τόν κάθε σπηλαιώδη ξενώνα, τό καταλάβαιναν οί
προσκυνητές άπό τήν εύωδία ή όποια προέτρεχε τού αργού βήματος τού μικρόσωμου
αγίου, άνοιγαν τις πόρτες και τόν καλοδέχονταν μέ μεγάλη εύλάβεια και μέ προσοχή
ακόυαν τις συμβουλές του πού τις περισσότερες φορές ήταν συμβουλές διόρασης και
άπευθύνονταν διακριτικά σέ καθένα άπό τα πρόσωπα της συντροφιάς.
Ή
θεία αύτή εύωδία διακρίνεται ότι είναι θεία, άπό δύο πράγματα. Το ένα είναι ότι
δέν έχει καμιά σχέση μέ τα άρώματα τού κόσμου τούτου, τα άκριβά ή φθηνά. Δηλαδή
νοιώθει αύτός πού τήν οσφραίνεται τήν ύπερφυσική της προέλευση. Το δεύτερο είναι
ότι δημιουργεί στήν ψυχή κατάνυξη, επειδή άκριβώς είναι της θείας χάριτος
αισθητή παρουσία. Ή ψυχή ένός Αγίου άλλά και τό σώμα του, γίνονται όπως λέει
συχνά ό ύμνογράφος «δοχείον χα¬ρισμάτων του Παρακλήτου», «θείων αρωμάτων
έμπλεως φιάλη» κ.λπ.
Ή θεία εύωδία είναι χάρισμα τού Αγίου Πνεύματος, κάτι τό
συνηθισμένο στή ζωή τών Αγίων, άλλά και στά λείψανά τους μετά τήν κοίμησή τους
ή άκόμα και κατά τήν αόρατη παρουσία τους σέ συγκεκριμένο χώρο , άν και κάνουν
αισθητή τήν παρουσία τους και δι’ άλλων τρόπων. Συνήθως όμως διά τής εύωδίας.
Ή
φήμη του είχε φτάσει σέ όλη τήν Κρήτη. Ξεθάρρεψαν όλοι οί νάνοι της έποχής του
-εκείνα τα χρόνια ήταν περισσότεροι άπό σήμερα, διότι ή ιατρική έπιστήμη μπορεί
και προλαμβάνει τέτοιες καταστάσεις- οι όποιοι ζούσαν μέσα στήν περιφρόνηση. Έξ
αιτίας του Ιωακείμ με τή φημισμένη αγιότητα, ένοιωσαν κι αυτοί ότι είχαν
ανθρώπινη αξία. Κι αν ήθελαν, θά μπορούσαν μέ τόν πνευματικό άγώνα να φτάσουν και
οι ίδιοι στήν αγιότητα. Κάποιοι απ’ αύτούς πού θέλησαν να του μοιάσουν
κατέβηκαν στον Κουδουμά μέ σκοπό να μονάσουν, άλλά, όταν διαπίστωσαν τη
δυσκολία τής καλογερικής ζωής μέσα άπό τις άσκητικές συνθήκες τού Κουδουμά,
ύστερα άπό λίγο έφυγαν.
Τήν
περίοδο τού ημερολογιακού σκανδάλου, ό Ιωακείμ ήταν απορροφημένος στον δικό του
άγιο κόσμο, σταθερός και άμετάκλητος, πιστός στίς παραγγελίες των αγίων
Γεροντάδων του και ας τόν πίεζαν άφόρητα οι φανατικοί άδελφοί τής Μονής γιά να
βάλει τήν υπογραφή του στά περιβόητα εκείνα έγγραφα τα προσχισματικά και τό
τελευταίο έπαίσχυντο σχισματικό. Ακούοντας μάλιστα τις ταλαιπωρίες των άφελών
χριστιανών τούς όποιους πήγαιναν άπό ξωκκλήσι σέ ξωκκλήσι κι άπό βουνοκορφή σέ
βουνοκορφή οί παλαιοημερολογίτες στό φρόνημα Ιερομόναχοι και Ιερείς γιά
Λειτουργίες, μέ πρωταγωνιστή τόν Παρθένιο Μπελαντή, στενοχωριόταν πολύ. Μα πιό
πολύ στενοχωριόταν όταν ακούε να μιλούν γιά τις έμφανίσεις τού Τιμίου Σταυρού
στόν Κόφινα κι αλλού, πού ήξερε ως διορατικός και τίμιος καλόγερος ότι ήταν
κατασκευασμένες και άνίερες. Αύτήκοος μάρτυς μάς είπε γιά τό ειρωνικό σχόλιο
πού έκανε ό Ιωακείμ σέ κάποιους πού ακούσε να συνεννοούνται ότι θά πήγαιναν
στήν κορυφή τού Κόφινα, όπου θά γινόταν Λειτουργία μέ τό παλαιό και ότι δήθεν
οί όσιοι Γεροντάδες τούς είχαν άποκαλύψει ότι θά έμφανιζόταν ό Τίμιος Σταυρός:
- Ετοιμάζεστε να πάτε τό βράδυ στόν
Κόφινα, γιατί σάς είπανε πώς θά εμφανιστεί ό Τίμιος Σταυρός και θά τόν δείτε;
- Ναί, γέροντα.
- ’Ήντα θά πάτε κακορίζικα να κάνετε
νύχτα... Αύτός (δηλαδή ό Σταυρός) έπήε τό μεσημέρι!!!
Ή
αγαθή ψυχή του «Ίωακειμάκι» δεν μεριμνούσε μόνο γιά τούς ανθρώπους μέ προσευχές
και νουθεσίες και αποκαλυπτικές διδαχές, λόγω του διορατικού του χαρίσματος,
αλλά έπεκτεινόταν και στά ζώα. Παρά τήν άδυναμία του σώματος και περισσότερο,
όταν είχε πιά γεράσει, πολλά καΐκια και βάρκες τής έποχής έκείνης πού ψάρευαν,
συνήθιζαν να πηγαίνουν στή Μονή ως ελεημοσύνη ψάρια, διότι γνώριζαν ότι δέν
κρεοφαγοϋσαν οί πατέρες.
Το «Ίωακειμάκι» όμως ένδιαφερόταν πολύ και γιά τις
γάτες του οί όποιες τόν άκολουθουσαν μέ άφοσίωση, όπου πήγαινε. Κατά παράδοξο
γιά τούς ψαράδες τρόπο, γνώριζε πότε θά πήγαινε μιά βάρκα μέ ψάρι στήν παραλία
τής Μονής, γι’ αυτό και κάθε φορά ήξεραν πώς, πηγαίνοντας στήν παραλία, θά
ευρισκαν τό Ίωακειμάκι να περιμένει στήν άμμουδιά και γύρω του οί γάτες.
Ζητούσε άπό τούς ψαράδες ως ελεημοσύνη τα σκάρτα γι’ αύτούς ψάρια, συνήθως τα
μικρά, γιά να συντηρεί στή ζωή τα ζωάκια τού Θεού. Εκείνοι ποτέ δέν τόν άφηναν
παραπονούμενο, διότι γνώριζαν τήν άγιότητά του, άλλά τόν έβλεπαν και μέ
άνθρώπινη στοργή λόγω τής σωματικής του ιδιαιτερότητας. Όταν γνώριζε πώς δέν θά
έρχονταν καΐκια ψαράδικα, έπαιρνε τό καλάμι του και πήγαινε γιά ψάρεμα. Κάποιες
φορές πού τύχαινε στό Μοναστήρι ένα παιδί, τό έπαιρνε συντροφιά στό ψάρεμα. Το
παιδί μέ έκπληξη παρατηρούσε ότι ούδέποτε έριχνε τό καλάμι και να μή βγάλει
ψάρι. Ούδέποτε έχασε δόλωμα. "Οσες φορές πετούσε τό αγκίστρι έβγαζε ψάρι
καί σέ πολύ σύντομο χρόνο γέμιζε τό καλαθάκι του. Έλεγε στό παιδί:
-
Βλέπεις, Κωστάκη, τήν Παναγία μας πόσο είναι κοντά μας;
Υπάρχουν
φιλόζωοι άνθρωποι καί στήν εποχή μας, φιλοζωϊκές οργανώσεις, άξιέπαινες γιά τό
όλο έργο τους. Είναι οί άνθρωποι πού έχουν αύτοΰ τού είδους τήν εύαισθησία
προστασίας όλων των ζώων, άγριων καί μή. Συγκρίνοντας των άνθρώπων αύτών τήν ευαισθησία
πού δέν φείδεται κόπων καί χρημάτων, μέ τήν άναλγησία εκείνων πού περιφρονούν ή
καί μισούν τά ζώα καί πολλές φορές τά σκοτώνουν μέ ειδεχθείς τρόπους, μπορούμε
νά τούς χαρακτηρίσουμε ώς φορείς μιας ειδικής άρετής, πού καί επαίνους άξίζει
καί τού
ελέους
του Θεού. Διότι αγαπούν τά δημιουργήματα του Θεού στό ζωϊκό βασίλειο καί
αγωνίζονται γιά τήν προστασία του, όπως κι άλλοι αξιέπαινοι άνθρωποι οργανωμένα
αγωνίζονται γιά τήν προστασία του περιβάλλοντος από τίς ζημιογόνες άνθρώπινες
έπεμβάσεις. Αύτήν τήν άγωνία έχει καί ή Μητέρα Εκκλησία, τό Οικουμενικό
Πατριαρχείο τό όποιο έχει ορίσει τήν 1η Σεπτεμβρίου, τήν άρχή της Ίνδίκτου
(έκκλησιαστικής πρωτοχρονιάς), ώς ήμέρα προστασίας του περιβάλλοντος, ψάλλει
ειδική Ακολουθία καί διοργανώνει άξιόλογα συνέδρια μέ παγκόσμια άκτινοβολία γιά
τόν σκοπό αύτό.
Καί
ένώ ό φιλόζωος ή γενικά αυτός πού άγαπά καί προστατεύει τό περιβάλλον διαθέτει
αύτήν τήν εύαισθησία ή οποία μπορεί νά χαρακτηριστεί ώς άρετή, μπορεί νά είναι
αμαρτωλός κατά τά άλλα. Προκειμένου όμως γιά τόν άγιο άνθρωπο τά πράγματα είναι
διαφορετικά. Ή καθαρή καί αγία ψυχή του, πλημμυρισμένη άπό τήν άγάπη του
Χριστού, άγαπά έν Χριστώ καί διά Χριστόν τή φύση. Τόν άνθρωπο πρωτίστως καί
μετά τά ζώα, τά φυτά καί τά πάντα. Ενεργεί χαριτωμένα καί σοφά, χωρίς νά
παρασύρεται άπό εξειδικευμένους συναισθηματισμούς. Αγαπά καί φροντίζει ζώα καί
φυτά μέσα στά πλαίσια της ολοκληρωμένης άγιας άγάπης, άγάπης πού άναγνωρίζεται
καί άπό αύτά τά άγρια ζώα όπως θά δούμε παρακάτω. Ενδεικτικά παραδείγματα ως
πρός τά φυτά πρώτα:
Ό
Άγιος Σιλουανός ό Αγιορείτης τόσο αγαπούσε
τά δημιουργήματα τού Θεού, πού στενοχωριόταν όταν έβλεπε κάποιον να κόβει έτσι
γιά τό κέφι του χωρίς λόγο, έστω ένα κλαδάκι άπό δέντρο. Έλεγε: «Να ένα πράσινο
φύλλο πάνω στό δένδρο καί σύ τό έκοψες χωρίς ανάγκη. Άν καί δέν είναι αμαρτία,
πώς να τό πώ, προκαλεί οίκτο. Ή καρδιά πού έμαθε να άγαπά, λυπάται όλη την
κτίση».
Καί
σχολιάζει ό συγγραφέας τού βιβλίου καί ύποτακτικός του Οσιος Γέροντας Σωφρόνιος:
«Αύτή όμως ή συμπόνια γιά τό πράσινο φύλλο του δένδρου ή γιά τό άγριολούλουδο
πού πατούμε, συνδυάζονταν μέσα του μέ την πιό ρεαλιστική άντιμετώπιση όλων των
πραγμάτων του κόσμου. Ως χριστιανός ήξερε πώς όλη ή κτίση δημιουργήθηκε γιά να υπηρετεί
τόν άνθρωπο. Γι ’ αυτό όταν “είναι ανάγκη ”, ό άνθρωπος μπορεί να επωφεληθεί απ’ όλα. Ό ίδιος θέριζε τό σανό, έκοβε ξύλα
στό δάσος, αποθήκευε ξύλα γιά τόν χειμώνα... ».
Επίσης
ή Γερόντισσα Γαβριηλία, μιά σύγχρονη ασκητική μορφή, είχε κάποιο δεντράκι έξω
από τό παράθυρό της τό όποιο αγαπούσε καί του «μιλούσε» μέ λόγια αγάπης
καθημερινά. Αύτό είχε μεγαλώσει μιάμιση φορά άπό τά άλλα πού είχαν παραδίπλα
φυτευτεί τήν ίδια μέρα καί είχαν τήν ίδια φροντίδα ως πρός τήν πρακτική
περιποίηση. Αγαπούσε πολύ τά λουλούδια καί νομίζοντας πολλοί ότι της πρόσφεραν
χαρά, της πήγαιναν άνθοδέσμες. Ομως έκείνη στό βάθος στενοχωριόταν, ώσπου μιά
μέρα άνοιξε τήν καρδιά της καί είπε: «Εσείς μου τά φέρνετε όταν είναι άκόμη
ζωντανά καί ύστερα όταν μαραθούν τ’ άφήνετε έμένα να τά θάψω». Άλλοτε πάλι
έλεγε, άν κουραστούμε στόν δρόμο, μπορούμε να σταθούμε δίπλα σ’ ένα δέντρο καί να
πιάσουμε γιά λίγο τόν κορμό του κι ότι «αύτό πολύ εύχαρίστως θά σάς δώσει λίγη
δύναμη απ' αυτήν πού τού δίνει ό Θεός». Πνευματικό της παιδί μουσικός, θυμάται
ότι είχε φυτέψει μερικά κυπαρισσάκια στό κτήμα του. Έπρεπε να λείψει γιά
δουλειά στήν Κύπρο όλο τό καλοκαίρι, αλλά σκεφτόταν τά νεόφυτα δεντράκια του. Κατέφυγε
στή Γερόντισσα Γαβριηλία καί έκείνη τού άπάντησε: «Να πας στη δουλειά σου (στήν
Κύπρο) κι εκεί να άναλάβεις να ποτίζεις κάθε μέρα ένα άλλο δεντράκι κι ό Θεός
θά ποτίζει τά δικά σου...». Έτσι κι έγινε.
Έπέστρεψε στήν Ελλάδα καί όχι μόνο
δέν τά βρήκε ξεραμένα, αλλά ζωηρά καί μεγαλωμένα. Ό λόγος τής Γερόντισσας ήταν
άληθινός. Ό Θεός τά πότιζε! Διότι δέν παραβλέπει τήν άγάπη τού άνθρώπου πρός τά
κτίσματά του. Εύλογεΐ κι αύτούς καί τίς προσπάθειές τους. Ή θεία Πρόνοιά του
όντως μεριμνά.
Ως
πρός τά ζώα καί την αγάπη των Αγίων πρός αύτά, πού είναι καί τό θέμα μας, ας
αναφέρουμε δύο παραδείγματα, πού καταγράφει στό βιβλίο του «Αγιορείτες καί
άγιορείτικα» ό σύγχρονός μας 'Άγιος Πάίσιος:
α) Ό
Ρώσος Ιερομόναχος παπα-Τύχων, μεγάλος άσκητής του Αγίου Όρους καί γέροντάς του,
άφηνε μέσα στό φτωχικό καλύβι του να κυκλοφορούν καί να «χοροπηδούν» έλεύθερα
τά ποντίκια, πού τάϊζε μιά άλεποΰ, ή όποια έπισκεπτόταν τόν άγιο άσκητή
τακτικά. Επίσης περιποιόταν καί μιά αγριόχοιρο ή όποια γεννούσε κάθε χρόνο στόν
φράκτη τού κήπου του. Τήν προστάτευε άπό τους τά ζώα, τά γέρικα καί σακάτικα
πού γηροκομούσε άμα έφευγε, γι' αύτό δέν δεχόταν. Τελικά, άς είναι καλά οι
Γεροντάδες, τόν πήραν κι αύτόν καί όλα τά γέρικα ζώα, καί έτσι πιά άναπαύτηκε ό
λογισμός του». Αυτός ό Γέροντας Αυγουστίνος καί μέσα στό γηροκομείο τής Μονής
ρωτούσε κάθε μέρα .
- Τί
κάνουν τά μουλαράκια μου καί τά γουμαράκια μου;
Εκεί
αξιώθηκε να δει και Αγγέλους, μα και τήν ίδια τήν Παναγία πολλές φορές. Και τήν
ώρα της κοίμησής του άστραψε τό πρόσωπό του τρεις φορές .
Ό
Οσιος Σωφρόνιος τού ESSEX,
στά γραπτά τού Αγίου Σιλουανού βρίσκει έκπληκτική τή συμπόνια του γιά κάθε
κτίσμα καί γιά τά ζώα. Ελέγχοντας τόν έαυτό του ό άγιος Σιλουανός γιά τό
παρελθόν, έκλαψε γιά τήν «τραχύτητά του πρός τήν κτίση», όταν «χωρίς ανάγκη»
σκότωσε μιά μύγα
Καί
ή Γερόντισσα Γαβριηλία' «έβλεπε μέ την ίδια αγάπη (πρός τά φυτά) άκόμη καί τά
έντομα. Θυμάμαι ένα καλοκαιρινό βραδάκι μπήκαν κουνούπια άπό τό παράθυρο.
"Ενα μέ περιτριγύριζε μέ κακές προθέσεις. Τό έδιωχνα συνέχεια, ώσπου στό
τέλος του έδωσα μιά καί τό σκότωσα.
-Γιατί
παιδάκι μου; (είπε) Να φάει ήθελε. Τί ζητούσε; Μόνο μιά σταγόνα αίμα κι ύστερα
θά σέ άφηνε ησυχη. Είμαι σίγουρη ότι έκείνη άπλωσε τά χέρια της όταν τ’ άκουγε να
“σφυρίζουν” άπό την πείνα τά βράδια...» .
Μέ
τό παράδειγμά του ό Όσιος Ιωακείμ, δίδασκε ότι πρέπει νά άγαπάμε όλη τή φύση.
Φυτά, ζώα, τά πάντα. Άνθρωπος, πού έχει άληθινή άγάπη, δέν μπορεί παρά νά άγαπά
καί τά ζώα. Όχι ζωολατρεία όπως αυτήν πού έχουν κάποιοι ένώ μένουν άνάλγητοι
μπροστά στόν ανθρώπινο πόνο. Ό άνθρωπος του Θεού άγαπά τά ζώα, τά προσέχει άπό
τούς κινδύνους καί τά συντηρεί στή ζωή όσο έξαρτώνται άπό αύτόν, χωρίς νά
έπιτρέπει όμως νά κατέχουν μέρος άπό τήν καρδιά του ή όποια πρέπει νά είναι
ολοκληρωτικά δοσμένη στόν Θεό. Τήν προστασία τών ζώων άπό μέρους του άνθρώπου
καί τήν εύθύνη του άπέναντι στόν Θεό γι’ αύτά, μάς διδάσκει ή Εκκλησία ή οποία
έχει συμπεριλάβει στό Εύχολόγιό της ευχές γιά τά ζώα, τίς λεγάμενες εύχές τοϋ
Αγίου Μοδέστου Πατριάρχου Ιεροσολύμων, ό όποιος καί θεωρείται προστάτης τών
ζώων, όπως καί ό Άγιος Μάμας προστάτης τών ποιμνίων,
Ό
Ιωακείμ ήταν άγράμματος σχεδόν. Καί αύτή ή ύπογραφή του, πού ύπάρχει σε έγγραφα
τής Μονής, όταν ύπέγραφε όλη ή αδελφότητα, μαρτυρεί του λόγου τό άληθές.
Γράμματα πού θυμίζουν περισσότερο σχέδιο γραμμάτων άτάκτως τοποθετημένων. Κάπου
υπέγραψε μέ τό όνομα «Ίωακείμης»! Κι όμως αύτός ό άγράμματος άνθρωπος, έπειδή
είχε τόν φωτισμό τού Θεού, έπραττε κατά τό θείο θέλημα καί στίς λεπτομέρειες.
Στό σχολιαζόμενο έδώ θέμα γιά τή σχέση του μέ τά ζώα, δέν υπήρχε ούτε ή
υπερβολή, ούτε ή άσπλαχνία. Επραττε αύτό πού λέει ό Παροιμιαστής στήν Παλαιά
Διαθήκη: «Δίκαιος οίκτείρει ψυχάς κτηνών αύτου, τά δε σπλάχνα των άσεβών
άνελεήμονα». Δηλαδή ό δίκαιος άνθρωπος, ό άνθρωπος τού Θεού, συμπαθεί, λυπάται
καί μέ καλωσύνη ένδιαφέρεται καί φροντίζει τά ζώα, ένώ οί ασεβείς, αύτοί πού
δέν ύπολογίζουν τόν Θεό έχουν σκληρή καρδιά καί άνελέητη συμπεριφορά καί πρός
τά ζώα.
Ό
Ιωακείμ είχε βρει, άν καί άκτήμων Μοναχός, τρόπο έλεημοσύνης πρός τά ζώα. Έτσι
έδινε τήν εύκαιρία στους ψαράδες νά χάνουν σ’ αυτόν έλεημοσύνη κι αύτός μέ τή
σειρά του έλεούσε τά ζώα τού Θεού, άντλώντας άπό αύτά τή χαρά τής προσφερόμενης,
έστω καί άλογου, άγάπης τους. Διότι ή άγαθή χάριν τού Χριστού καί όπως θέλει ό
Χριστός σχέση, δίνει καί παίρνει άνιδιοτελώς χαρά καί κατ’ έπέκτασιν οίκοδομεΐ,
διδάσκει. Τά ζώα βέβαια δέν άπαλλάσσονται ποτέ άπό τά ένστικτα πού διακρίνει τό
κάθε είδος κι αύτό τό ξέρει ό άνθρωπος. Είναι αύτά πού φέρουν μέσα στά γονίδιά
τους, πού προσδιορίζουν τήν ίδιαιτερότητά τους καί τόν χαρακτήρα τους, διότι
ζώα τού ίδιου είδους μέ τά ίδια ένστικτα διαφέρουν ώς πρός τόν χαρακτήρα. ’Άλλο
δηλαδή είναι ήρεμο, άλλο νευρικό, άλλο επιθετικό κ.λπ. Ωστόσο ό άνθρωπος μέ
διάφορες τεχνικές μπορεί κάποια άπό αυτά νά τά έκπαιδεύσει καί νά τόν
ύπακούουν. Ή έκπαίδευση αυτή μπορεί νά είναι περιορισμένης έκτασης όταν
πρόκειται γιά τά κατοικίδια, μέχρι πολύ προχωρημένη γιά περισσότερα ζώα, καί
μάλιστα άγρια, γιά νά κάνουν διάφορα νούμερα στό τσίρκο.
Ομως
υπάρχει καί κάτι άλλο άγνωστο στούς πολλούς καί αύτό είναι ή σχέση των Άγιων μέ
τά ζώα. Είναι μιά σχέση θαυμαστή, λογικά ανεξήγητη, άλλά πού θυμίζει τήν
προπτωτική κατάσταση τού άνθρώπου. Τότε δηλαδή πού έβαλε στόν Παράδεισο τούς
πρωτοπλάστους ό Θεός καί ήταν συμφιλιωμένοι μέ τά ζώα. Ό Άδάμ μάλιστα τούς
έδωσε τά ονόματα. Συνομιλούσαν οί πρωτόπλαστοι μ’ αύτά, γι’ αύτό καί ό διάβολος
χρησιμοποίησε τόν όφι πού ήταν τό «φρονιμώτερον πάντων των θηρίων» καί παρέσυρε
τήν Ευα στό προπατορικό άμάρτημα. Μετά άπό αύτό τό γεγονός έπήλθε ή διασάλευση
τών σχέσεων άνθρώπου-φύσεως καί έπομένως καί μέ τά ζώα.
Μέ
τήν έν Χριστώ ζωή, φθάνοντας ό άνθρωπος στήν αγιότητα, τή θέωση, γίνεται πάλι
φίλος μέ τά ζώα, άκόμα καί τά άγρια, συνομιλεί μαζί τους κι εκείνα ύπακούουν
κατά τρόπο παράδοξο καί θαυμαστό, όπως βλέπουμε π.χ. τή σχέση τού Όσιου
Γερασίμου τού έν Ιορδάνη μέ τό λιοντάρι, τού Όσιου Σεραφείμ τού Σάρωφ μέ τίς
άγριες αρκούδες ή τού συγχρόνου μας Αγίου Παϊσίου τού Αγιορείτη μέ τά φίδια, τά
πουλιά κ.λπ. Έδώ δέν πρόκειται γιά έκπαίδευση ή οποία μάλιστα απαιτεί τεχνικές
μεθόδους καί πολύ χρόνο, άλλά γιά άποτέλεσμα της θείας χάριτος ή όποια ενοικεί
σέ Αγίους πού έφθασαν στήν προπτωτική κατάσταση.
Ό Ιωακείμ,
δέν είχε βέβαια, σχέση μέ άγρια θηρία αφού δέν έχει τέτοια ό τόπος τού
Κουδουμά. Όμως ένα γεγονός μέ έναν άπό τούς πολλούς γάτους του, μας παρέχει μιά
επιπλέον μαρτυρία γιά τά μέτρα αρετής, πού είχε φθάσει.
Βόρεια
τής Μονής, μέσα στά πεύκα καί σέ απόσταση όχι πολύ μακρυνή από τό Μοναστήρι,
σώζεται ακόμα ένα παλαιό κτίσμα, τό όποιο χρησιμοποιούσαν ώς ξενώνα οί
προσκυνητές καί τόν πε-ρισσότερο χρόνο οί βοσκοί. Κάποια μέρα περνούσε άπό εκεί
τό Ίωακειμάκι καί χαιρέτησε τή συντροφιά των προσκυνητών πού κάθονταν στήν
αύλή. Προχωρούσε άνατολικά πρός μέρος άθέατο γιά σωματική του άνάγκη, διότι
ήταν ή μέρα κατά τήν οποία τό Μοναστήρι είχε κατακλυστεί άπό προσκυνητές. Τόν
άκολουθοΰσε ένας μαύρος γάτος. Ένας άπό τούς πολλούς! Δέν είχε απομακρυνθεί
ούτε δέκα μέτρα από τόν έξοχικό ξενώνα καί βλέπει ένα λαγό. Λέει τότε γρήγορα
στόν γάτο: «Πιάστονε». Καί είδαν έκπληκτοι οί προσκυνητές τόν ήμερο γάτο νά
κυνηγά μέ τήν ορμή καί τή δύναμη ένός σκύλου τόν λαγό καί νά τόν φέρνει στά
πόδια τού Ιωακείμ.
Εκείνος έσκυψε, τόν πήρε καί τόν έδωσε νά τόν φάνε οί προσκυνητές,
αφού μέσα στή Μονή δέν κρεοφαγοϋσαν. Με τό θαύμα αύτό ό Οσιος τού Θεού τόνωσε
τήν πίστη τών άνθρώπων, τούς πρόσφερε τραπέζι έκλεκτό, αν καί άκτήμων, καί
φάνηκε τό μέτρο τής άρετής του σέ σχέση μέ τά όσα προαναφέρθηκαν.
Πέρασαν
τά χρόνια καί ήλθε ή γερμανική κατοχή. Στήν εβδομάδα ή οποία δόθηκε από τούς
Γερμανούς ώς χρόνος άποχώρησης τών Μοναχών άπό τό Μοναστήρι, ειδοποιήθηκαν οί
συγγενείς τού Ιωακείμ στίς Ροΰπες. Ή κατάσταση τής υγείας του χρειαζόταν ιδιαίτερες
περιποιήσεις και φαγητό, ιδιαίτερα μετά τήν κακοποίηση πού ύπέστη άπό τούς
Γερμανούς στόν Πύργο κατά τήν άνάκριση, πράγματα πού δέν μπορούσε νά τού
προσφέρει ή έμπερίστατη άδελφότητα πού θά πήγαινε στό Μετόχι τού Αγίου
Νικολάου. Παρών στήν άναχώρησή του κάποιος
από τά Καπετανιανά μάς περιέγραψε τό γεγονός: «Οί δικοί του έφτασαν μ'
ένα μουλάρι και φόρτωσαν τό Ίωακειμάκι και τό πήραν μαζί τους. Έβαλαν σέ κάθε
μεριά του σωμαριου από ένα τσουβάλι άχυρα και ανάμεσα σ'
αύτά έβαλαν τό Ίωακειμάκι και τό έδεσαν μέ σχοινιά. ’Ήτανε τόσο γερασμένο,
άδυνατισμένο. και κακοποιημένο, τόσο πλέον μικροσκοπικό ώστε δέν προεξείχε
καθόλου πάνω από τό σωμάρι και τά τσουβάλια μέ τ' άχυρα».
Έκει
στό χωριό του άνέρρωσε κάπως, αλλά έντελώς δέν συνήρθε. Ζούσε προσευχόμενο
κοντά στους συγγενείς του. Έκοιμήθη στίς 10 Όκτωβρίου του 1946 .
Έτάφη στό
κοιμητήριο τής ένορίας και άργότερα έκαναν τήν Ανακομιδή και φύλαξαν τά Λείψανά
του σε κασελάκι έκει στό κοιμητήριο, ενώ τά προσωπικά του είδη, δηλαδή ενδύματα,
τό καρεκλάκι του, τό κομβοσχοίνι και τή ζώνη του τά κράτησαν οι συγγενείς γιά
εύλογία.
Στίς 2 Αύγουστου 1983 επί
εφημερίας τού Άρχιμ. Ανθίμου Καλπάκη, τότε έφημερίου τών Ρουπών και Ηγουμένου
τής Μονής Άρκαδίου, έγινε ή μετακομιδή τών Λειψάνων, τά όποια τοποθετήθηκαν σέ
προσκυνητάρι, τό όποιο έγινε πρός τιμήν του στήν πλατεία του χωρίου. Τελευταία
έγιναν προσπάθειες άπό τούς άδελφούς τής Μονής γιά τήν παραλαβή και μεταφορά
τών Λειψάνων στή Μονή Κουδουμά, άλλά δέν καρποφόρησαν.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΟΙ ΟΣΙΟΙ ΠΑΡΘΕΝΙΟΣ ΚΑΙ ΕΥΜΕΝΙΟΣ ΚΑΙ Η ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΚΟΥΔΟΥΜΑ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΠΑΠΑΔΑΚΗ .
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σας ευχαριστούμε.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.