Κυριακή 3 Ιουνίου 2018

ΑΓΙΟΥ ΙΓΝΑΤΙΟΥ ΜΠΡΙΑΝΤΣΑΝΙΝΩΦ.Έκθεση της διδασκαλίας της Ορθόδοξης Εκκλησίας γιά τη Θεομήτορα.






Η ΘΕΟΤΟΚΟΣ, ή αειπάρθενος Μαρία, είναι ή ανώτερη απ’ όλες τις κτιστές λογικές υπάρξεις, είναι ασύγκριτα ανώτερη και από τούς κορυφαίους αγγέλους, τα Χερουβείμ και τα Σεραφείμ, είναι ασύγκριτα ανώτερη και άπ’ όλους τούς άγιους ανθρώπους. Ή Θεοτόκος είναι ή Δέσποινα και ή Βασίλισσα όλης της κτίσεως, της επίγειας και της ουράνιας. Ή Θεοτόκος είναι αειπάρθενος, δηλαδή παρθένος μέχρι τη γέννηση τού Θεανθρώπου Υιού της, παρθένος κατά τη γέννησή Του και παρθένος μετά τη γέννησή Του. Το όνομα Μαρία της δόθηκε με εντολή τού Θεού και σημαίνει κυρία .
Γιά να αντιληφτούμε τήν αξία της Θεοτόκου, γιά να τήν αντιληφτούμε στο μέγεθος πού τήν ομολογεί ή Ορθόδοξη Εκκλησία, πρέπει να χρησιμοποιήσουμε ώς πνευματικό χειραγωγό τήν ακριβή και λεπτομερή γνώση ενός ασύλληπτου γεγονότος της θείας παντοδυναμίας: της ενανθρωπήσεως του Θεού Λόγου.
Ό προαιώνιος Λόγος και Υιός του Θεού με τη δημιουργική Του δύναμη σχημάτισε γιά τον εαυτό Του σάρκα στή μήτρα της Παρθένου: Συνελήφθη Θεάνθρωπος και γεννήθηκε Θεάνθρωπος. Ό Υιός κατά τη θεία φύση έγινε Υιός κατά τήν ανθρώπινη φύση. Από τήν Παρθένο γεννήθηκε ό Ιησούς Χριστός, ένα πρόσωπο με δύο πλήρεις και ακέραιες φύσεις, τη θεία και τήν ανθρώπινη.




'Η θεία φύση, μολονότι άπειρη, δεν εξαφάνισε τήν ανθρώπινη φύση- και ή ανθρώπινη φύση, μολονότι πεπερασμένη, δεν περιόρισε τη θεία φύση. Αυτή ή τόσο θαυμαστή ένωση των δύο φύσεων, ένωση άσύγχυτη και αδιαίρετη, ένωση πού γίνεται δεκτή με τήν πίστη και με τήν πνευματική γνώση πού γεννιέται από τήν πίστη , ένωση ασύλληπτη γιά τη σαρκική και τήν ψυχική γνώση, πραγματοποιήθηκε με τη θεϊκή παντοδυναμία.
Ό ένανθρωπήσας Κύριος είχε όλα τα χαρακτηριστικά τού ανθρώπου: πνεύμα, ψυχή και σώμα. Πνεύμα είναι το λογικό τού ανθρώπου, ό νους του, ή σκέψη του, τα έλλογα αισθήματα της καρδιάς του, αισθήματα όμοια με τα έλλογα, επίσης, των Αγγέλων και ανόμοια με τα άλογα των κτηνών. Ή ψυχή φανερώνεται στή ζωτική δύναμη τού ανθρώπου. Χαρακτηριστικά της ψυχής είναι ή επιθυμία ή θέληση και ή ενέργεια, δηλαδή ό φυσικός θυμός πού δεν μεταβάλλεται σε οργή. Αυτά τα βλέπουμε και στα ζώα. Το ανθρώπινο πνεύμα τού Χριστού καταγινόταν στήν προσευχή και στή διδαχή του θείου λόγου με ανθρώπινο λόγο. Ή ανθρώπινη ψυχή του Χριστού εκδήλωνε χαρά, λύπη, ταραχή, αγανάκτηση. Το ανθρώπινο σώμα τού Χριστού συνελήφθη, γεννήθηκε, τράφηκε, άναπτύχθηκε, μόχθησε, πείνασε, δίψασε, κοιμήθηκε, έπαθε, σταυρώθηκε, τάφηκε, αναστήθηκε. Σε κάθε περίπτωση πού φαινόταν να ενεργεί αποκλειστικά ή ανθρώπινη φύση, μαζί της, λόγω της αδιαίρετης ενώσεως των δύο φύσεων, ενεργούσε αχώριστα αλλά και άσύγχυτα ή θεία φύση, με τήν οποία πάντοτε συμφωνούσε ελεύθερα ή ανθρώπινη.







Άν και συνελήφθη στή μήτρα της Παρθένου άνθρωπος, ήταν ήδη από τη στιγμή της συλλήψεως και Θεός. ’Άν και γεννήθηκε από τήν Παρθένο άνθρωπος, γεννήθηκε συνάμα και Θεός. ’Άν και μεγάλωνε, έτρωγε, έπινε και κουραζόταν από τήν οδοιπορία, άν και δέθηκε από τούς στρατιώτες στον κήπο της Γεθσημανή, ραπίστηκε, χτυπήθηκε με καλάμι στο κεφάλι, στεφανώθηκε με αγκάθια και σταυρώθηκε ώς άνθρωπος, ήταν μαζί και Θεός. Έτσι, οι απόστολοι ήταν αυτόπτες μάρτυρες, μαθητές και απεσταλμένοι τού Θεού , ό Ιούδας ό Ισκαριώτης παρέδωσε τον Θεό , οι Ιουδαίοι αρχιερείς και ό Πιλάτος είναι Θεοκτόνοι , ή αειπάρθενος Μαρία είναι Θεοτόκος και Θεομήτωρ.
Κατά τη σύλληψη του Θεανθρώπου, ή ανθρώπινη φύση Τού δόθηκε από  το Άγιο Πνεύμα και την Παρθένο Μαρία Το ανδρικό σπέρμα, απαραίτητο σε κάθε φυσική σύλληψη ανθρώπου, ήταν περιττό στη σύλληψη τού Θεανθρώπου. Κι αυτό γιά τήν εξής φανερή αιτία: Οι πρώτοι άνθρωποι, αμέσως μετά τήν πλάση τους, έλαβαν τήν ικανότητα να πολλαπλασιάζονται .


 Αυτή ή ικανότητα μιάνθηκε από τήν αμαρτία, όπως και όλες οι άλλες θεόσδοτες ικανότητες, στήν ίδια τη ρίζα της, τούς προπάτορες. Επομένως, κατά τήν αναπαραγωγή των ανθρώπων, με τήν ίδια τήν πράξη της αναπαραγωγής, μεταδίδεται σ’ αυτούς το δηλητήριο της αμαρτίας, πού ενυπάρχει στήν ανθρώπινη φύση, όπως ό προφήτης Δαβίδ με θεία έμπνευση ομολογεί ως εκπρόσωπος όλης της ανθρωπότητας: «Μέσα στις ανομίες με συνέλαβε ή μητέρα μου» . Ό τρόπος συλλήψεως πού μετέδιδε στή ζωή τήν άμαρτωλότητα, δεν ήταν δυνατό να χρησιμοποιηθεί κατά τη σύλληψη τού Θεανθρώπου, τού προορισμένου να προσφερθεί  εξιλαστήρια θυσία γιά τις αμαρτίες της ανθρωπότητας   . Ή θυσία γιά τήν ανθρωπότητα έπρεπε να είναι ξένη πρός τήν αμαρτία, άμωμη και άσπιλη". Έπρεπε, επίσης, το τίμημα γιά τήν εξαγορά της ανθρωπότητας να είναι απροσμέτρητης αξίας. Ένοχη καθώς ήταν ή πεσμένη ανθρωπότητα ένώπιον τού άπειρου Θεού, δεν μπορούσε να εξαγοραστεί με τίμημα περιορισμένο, όσο μεγάλο κι άν ήταν αυτό. Έτσι, ή ανθρώπινη φύση έδωσε στον Θεάνθρωπο τη δυνατότητα να προσφερθεί θυσία, ένώ ή θεία φύση προσέδωσε σ’ αυτή τη θυσία απροσμέτρητη αξία.






Ό Θεός Λόγος, γιά να λάβει τήν ανθρώπινη φύση, αποκατέστησε το  ανδρικό σπέρμα με τη δημιουργική ενέργεια τού Αγίου Πνεύματος. «Ό Υιός τού Θεού», λέει ό όσιος Ιωάννης ό Δαμασκηνός, «ό όμοούσιος με τον Πατέρα, ...έφτιαξε γιά τον εαυτό Του... σάρκα ζωοποιημένη με ψυχή λογική και νοερή, τήν απαρχή τού δικού μας φυράματος, όχι με σπέρμα, αλλά με δημιουργία διά τού Αγίου Πνεύματος» .
Γιά να συλλάβει αξία τον Θεάνθρωπο, είχε προετοιμαστεί κατάλληλα και ή Παρθένος. Τη σύλληψή της τήν ευαγγελίστηκε άγγελος στους ευσεβείς αλλά γερασμένους και άτεκνους γονείς της , πού προσεύχονταν με δάκρυα στον Κύριο, ζητώντας Του ένα παιδί. Εκείνη, λοιπόν, πού ήταν καρπός προσευχών και νηστειών, πού ήταν κόρη δικαίων, πού είχε αφιερωθεί άπ’ αυτούς στον Θεό από τήν ώρα της γεννήσεώς της, αλλά είχε αφιερώσει και ή ίδια τον εαυτό της ολοκληρωτικά στή διακονία τού Κυρίου με τήν προαίρεσή της, ήταν ήδη ένα σκεύος καθαρό. Ή καθαρότητά της ήταν τόσο απαραβίαστη από τις αισθήσεις και τα αισθητά, ώστε ό νους της, προσκολλημένος σταθερά στον Θεό, δεν έκανε καμιά σκέψη γιά γάμο. Αυτό το αποκάλυψε ή Ιδια στον αρχάγγελο πού της έφερε το χαρμόσυνο μήνυμα της συλλήψεως και γεννήσεώς τού Υιού .
Το σκεύος το καθαρισμένο από τον Θεό μέσω των Αγίων ανθρώπων και Αγίων Αγγέλων, το σκεύος το καθαρισμένο αυτοπροαίρετα με τη σταθερή προσκόλλησή του στον Θεό, αυτό το σκεύος καθαρίστηκε ακόμα περισσότερο από το Άγιο Πνεύμα, προκειμένου να συλλάβει το πανάγιο και αυλό Σπέρμα, τον Λόγο. Όταν ή Παρθένος ρώτησε τον αρχάγγελο γιά τον τρόπο της συλλήψεως και της γεννήσεως, καθώς δεν είχε σχέσεις με κανέναν άνδρα, ό ουράνιος απεσταλμένος της απάντησε: «Το Άγιο Πνεύμα θά έρθει επάνω σου και θά σε καλύψει ή δύναμη τού Υψίστου». Δύναμη ονομάστηκε ό Λόγος. Ό Λόγος τού Θεού είναι και ή δύναμη τού Θεού και ή σοφία τού Θεού. «Τα πάντα δι’ Αυτού», τού Λόγου, «δημιουργήθηκαν, και άπ’ όσα έγιναν, τίποτα δεν έγινε χωρίς Αυτόν» .
Ήρθε, λοιπόν, το Άγιο Πνεύμα πάνω στήν καθαρή Παρθένο και τήν καθάρισε τέλεια. Ή καθαρή στο σώμα και στήν ψυχή έγινε ολοκάθαρη από τήν παντοδύναμη ενέργεια τού Αγίου Πνεύματος, πού ζωοποιεί, εξαγνίζει, ανακαινίζει, μεταμορφώνει, αγιάζει τα σκεύη Του. Ή αγνή Παρθένος έγινε πάναγνη, ξένη πρός κάθε ρύπο τού νου και της καρδιάς, έγινε χαρισματικά Παναγία. Σ’ ένα τέτοιο ανακαινισμένο, πνευματοφόρο και θεοκόσμητο σκεύος, σ’ ένα σκεύος πού με τήν επενέργεια τού Αγίου Πνεύματος είχε αποκτήσει τήν ικανότητα και τήν αξία να δεχθεί μέσα του τον Θεό Λόγο, ήρθε Εκείνος κι έγινε στή μήτρα της Παρθένου και Σπέρμα και Καρπός, ένανθρώπησε .



«Το Άγιο Πνεύμα», λέει ό ιερός Δαμασκηνός, «κατέβηκε σ’ αύτήν, τήν καθάρισε και της έδωσε τήν ικανότητα τόσο να δεχθεί μέσα της τη θεότητα τού Λόγου όσο και να Τον γεννήσει. Και τότε έριξε τη σκιά Του πάνω της... ό Υιός τού Θεού... κατά κάποιον τρόπο σαν θείο σπέρμα» . Ή πάναγνη Παρθένος, εκ μέρους όλου τού ανθρωπίνου γένους, πρόσφερε τήν καθαρότατη μήτρα της ως δώρο στο Σπέρμα-Λόγο γιά τη σύλληψη τού Θεανθρώπου.


Ή Παρθένος, συλλαμβάνοντας και γεννώντας Θεό και άνθρωπο σε ένα πρόσωπο, το πρόσωπο τού Λόγου, έγινε πραγματικά Θεοτόκος και Θεομήτωρ. Γιατί Εκείνος πού γεννήθηκε απ’ αύτήν ήταν Θεός, μολονότι ήταν μαζί και άνθρωπος. «Πώς δεν είναι Θεοτόκος», αναφωνεί ό όσιος Ιωάννης ό Δαμασκηνός, «αύτή πού γέννησε Θεό σαρκωμένο;» . Ή Παρθένος, με το να γίνει Μητέρα τού Θεού, έγινε συνακόλουθα και Κυρία, Βασίλισσα, Δέσποινα όλων των λογικών όντων, επίγειων και επουράνιων, παραμένοντας συγχρόνως πλάσμα και δούλη τού Υιού της. Γεννώντας Εκείνον πού θυσιάστηκε γιά όλη τήν ανθρωπότητα, γέννησε Εκείνον πού θυσιάστηκε και γιά τήν ίδια, καθώς κι αύτή ανήκε στήν ανθρωπότητα. Ό Υιός της είναι Θεός, Δημιουργός, Κύριος, Λυτρωτής και Σωτήρας .


Όταν στον παράδεισο εξαγγέλθηκε από τον Θεό ή καταδίκη των πεσμένων πρώτων δύο ανθρώπων, εξαγγέλθηκε και ή υπόσχεση ότι το Σπέρμα της γυναίκας θά συνέτριβε το κεφάλι τού φιδιού. Γιά σπέρμα ανδρικό δεν έγινε Λόγος από τον Θεό. Ή συντριβή της εξουσίας πού είχαν ό διάβολος και ή αμαρτία πάνω στή μεταπτωτική ανθρώπινη φύση, αποδίδεται αποκλειστικά στο Σπέρμα της γυναίκας.


Όσο πλησίαζε ό καιρός της εμφανίσεως τού Λυτρωτή στή γή, οι προφητείες γιά τον τρόπο της ελεύσεως Του γίνονταν καθαρότερες. «Ό ίδιος ό Κύριος θά σάς δώσει σημείο», προφήτεψε ό Ησαΐας γιά τη θεία ενανθρώπηση επτά αιώνες πριν από το γεγονός. «Ή παρθένος θά μείνει έγκυος και θά γεννήσει υιό, πού θά ονομαστεί Εμμανουήλ». Σημείο, πράγματι, σημείο θαυμαστό, σημείο δοσμένο από τον Θεό, σημείο πού δεν θά μπορούσε ποτέ να το σκεφτεί κανένας άνθρωπος! Ήταν ένα σημείο υπερφυσικό, πού το επινόησε και το έδωσε στους ανθρώπους ό ίδιος ό Κύριος και Πλάστης τους, παραμερίζοντας τούς φυσικούς νόμους: Έκανε τήν Παρθένο Μαρία Μητέρα Του και τον εαυτό Του, τον Δημιουργό και Κύριο όλων των ορατών και αόρατων κτισμάτων, Υιό της.
Στον παράδεισο ό Άδάμ, παρασυρμένος από τήν υπερηφάνεια, ονειρεύτηκε να γίνει θεός. Θέλησε ν’ αρπάξει ληστρικά τη θεότητα από τη Θεότητα, να μεταβάλει το πεπερασμένο όν σε άπειρο με τη δολιότητα και τον τρόπο ενός ανίσχυρου πλάσματος. Και επιχειρώντας να θέσει σε εφαρμογή τον θρασύ και ασύνετο λογισμό του, οδηγήθηκε στήν απώλεια. Δεν είχε καταλάβει τήν άπειρη αγαθότητα τού Θεού, πού μπορούσε να χαρίσει στο πλάσμα Του όχι μόνο τήν ανθρώπινη ή τήν αγγελική φύση, αλλά και τήν ίδια τη θεότητά Του, εφόσον αυτό το πλάσμα είχε τις προϋποθέσεις γιά τη λήψη ενός τέτοιου δώρου. Μάταιος και θανατηφόρος ήταν ό λογισμός, μάταιο και θανατηφόρο ήταν και το διάβημα των προπατόρων μας.





Τη θεότητά Του θά τη δώσει στους ανθρώπους πού το επιθυμούν ό ίδιος ό Θεός, παίρνοντας σάρκα από τήν Παρθένο, παίρνοντας μορφή δούλου , μετέχοντας στή φύση των λογικών πλασμάτων Του και κάνοντάς τα έτσι Ικανά να μετάσχουν στή θεία φύση . Δεχθείτε το δώρο, πού σάς προσφέρεται δίχως φθόνο! Δεχθείτε το δώρο, πού σάς προσφέρεται από άφατη αγαθότητα! Δεχθείτε το δώρο, δεν μπορεί να σάς το στερήσει κανείς με πονηριά ή βία! Δεχθείτε τη μεγάλη τιμή μ’ εκείνη τήν υπερηφάνεια πού σάς οδήγησε στήν άπόφαση ν’ αρπάξετε με δολιότητα τήν απρόσιτη και απαραβίαστη θεία φύση. Μην προτιμήσετε τήν αξία των κτηνών και των δαιμόνων από τήν αξία των κατά χάρη θεών, τήν οποία σάς έφερε στή γή, στή χώρα τούτη τού θρήνου και της εξορίας σας, ό Ίδιος ό Θεός με τήν άκρα ταπείνωσή Του, με τη σάρκωση και τη γέννησή Του από τήν Παρθένο.


Ό Θεάνθρωπος είχε τήν ανθρώπινη φύση απολύτως άσπιλη αλλά πεπερασμένη, υποκείμενη σε περιορισμούς, τούς περιορισμούς όχι μόνο τού προπτωτικού ανθρώπου, αλλά και τούς πολύ μεγαλύτερους τού μεταπτωτικού . Ό Θεάνθρωπος ήταν αναμάρτητος, ήταν εντελώς αμέτοχος στήν αμαρτία ακόμα και στις πιο ασήμαντες μορφές της, καθώς οι φυσικές δυνάμεις Του δεν μεταβλήθηκαν, όπως σ’ εμάς, σε πάθη . Οι δυνάμεις αυτές βρίσκονταν στον  εμβαθύνει στον χαρακτήρα του Ιησού Χρίστου, θά Τον ομολογήσει Θεό μόνο γι’ αυτόν τον χαρακτήρα Του, όπως Τον ομολόγησε ό απόστολος Πέτρος γιά τα λόγια Του  και όχι γιά τα εξαίσια θαύματά Του. Τέτοιος χαρακτήρας σε άνθρωπο δεν υπήρξε ποτέ, χαρακτήρας πού να είναι διαρκώς και πλήρως ελεύθερος τόσο από προσωπική εμπάθεια όσο και από ανθρώπινη επιρροή, χαρακτήρας πού να μην παρασύρεται από κανέναν κι από τίποτα, χαρακτήρας πού να μη μεταβάλλεται ούτε από τις μομφές ούτε από τούς επαίνους, ούτε ακόμα μπροστά στους δημίους και στον θάνατο.



Ό Θεάνθρωπος ήταν απολύτως ξένος πρός ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της πεσμένης φύσεώς μας. Ήταν απολύτως ξένος -όχι ώς πρός τη σωματική κατασκευή αλλά ώς πρός τήν αίσθηση και τήν τάση της ψυχής και τού σώματος— πρός τήν ιδιότητα εκείνη, ή οποία, ενώ δεν ήταν καθόλου αισθητή μέχρι τήν πτώση, μετά τήν πτώση έγινε αισθητή, γιά ν’ αναπτυχτεί στή συνέχεια και να γίνει φυσική στον πεσμένο άνθρωπο. Ό Άδάμ, πλασμένος απαθώς από τη γή, και ή Εύα, σχηματισμένη απαθώς από τήν πλευρά τού Άδάμ, ήταν απαθείς, επειδή ακριβώς έλαβαν ύπαρξη με τρόπο απαθή. Ήταν, μάλιστα, σε τέτοιο βαθμό αθώοι και αγνοί, πού, παρά τη συνεχή συναναστροφή και τη στενή συνεργασία τους, δεν χρειάζονταν ενδύματα, μην καταλαβαίνοντας καν τη γυμνότητά τους, τήν οποία διαρκώς έβλεπαν.


Ό Θεάνθρωπος συνελήφθη με τήν ενέργεια τού Αγίου Πνεύματος! Ό Λόγος σχημάτισε γιά τον εαυτό Του σάρκα στή μήτρα της πάναγνης Παρθένου! Ή σάρκα αύτή ήταν από τη σύλληψή της πανάγια, ικανή μόνο γιά  αισθήματα πνευματικά και θεία. Παρά το ότι οι ιδιότητες της σάρκας του Θεανθρώπου ήταν ανθρώπινες, συγχρόνως ήταν όλες και θεώμενες, γιατί ανήκαν σ’ ένα Πρόσωπο πού ήταν Θεός και άνθρωπος. Γιά τον ίδιο λόγο οι ανθρώπινες ιδιότητες του Θεανθρώπου ήταν φυσικές και συγχρόνως υπερφυσικές γιά τήν ανθρώπινη φύση. Ή αγιότητα της σάρκας τού Κυρίου και Θεού ήταν απείρως μεγαλύτερη από τήν αγιότητα της σάρκας του προπτωτικού Άδάμ. Είναι προφανές ότι ή μίανση πού προξενεί σ’ όλους τούς ανθρώπους ό επακόλουθος της πτώσεως τρόπος συλλήψεως «μέσα στις ανομίες» , τρόπος όμοιος μ’ αυτόν των κτηνών και των θηρίων, στήν περίπτωση του Ιησού Χριστού δεν προξενήθηκε, ούτε θά μπορούσε να προξενηθεΐ. Κι αυτό επειδή ακριβώς ή σύλληψή Του δεν έγινε με τον τρόπο πού προξενεί τη μίανση. Απεναντίας, ή σύλληψη ήταν θεία• θεία, λοιπόν, ήταν και τα αποτελέσματα της.



Ό Θεάνθρωπος ώς εξιλαστήριο Θύμα  πήρε πάνω Του όλες τις ανθρώπινες αδυναμίες —τις συνέπειες της πτώσεως— έκτος από τήν αμαρτία, γιά να ελευθερώσει τη φύση μας άπ’ αυτές και να τήν ανακαινίσει. Τις αδυναμίες μας τις πήρε εκούσια- δεν υποτάχθηκε σε αναγκαιότητα της φύσεως. Ήταν, βλέπετε, τέλειος άνθρωπος, αλλά και τέλειος Θεός. Ήταν ό δημιουργός της ανθρώπινης φύσεως και ό απόλυτος κυρίαρχός της. Γι’ αυτό και τήν ανθρώπινη φύση Του τήν παρουσίαζε όπως Του ήταν ευάρεστο σε κάθε περίσταση, είτε με τα μεταπτωτικά είτε με τα προπτωτικά χαρακτηριστικά της. έτσι, άλλοτε παρουσίασε τήν αδυναμία της πεσμένης φύσεως:


Πείνασε, δίψασε, κουράστηκε, κοιμήθηκε- δέχτηκε να συλληφθεί, να δεθεί, να μαστιγωθεί, να χλευαστεί, να σταυρωθεί, να ταφεί. Άλλοτε, πάλι, παρουσίασε την ανθρώπινη φύση με τα δικαιώματα και τις δυνάμεις πού της έδωσε ό Θεός κατά την πλάση της: Περπάτησε πάνω στα νερά και μπήκε στην Ιερουσαλήμ καθισμένος σ’ ένα πουλάρι, στο όποιο κανείς ως τότε δεν είχε καθίσει . Τέτοιαν εξουσία πάνω σε ζώα αδάμαστα είχε ό Άδάμ πριν από τήν πτώση του . Άλλοτε, τέλος, ό Κύριος παρουσίασε τήν ανθρώπινη φύση με το μεγαλείο και τη δόξα πού της χάρισε ό Ίδιος, συνενώνοντάς την σ’ ένα Πρόσωπο με τη θεία φύση, μεγαλείο και δόξα πού δεν είχε αυτή ούτε στήν κατάσταση της προπτωτικής άθωότητας και άθανασίας. Τήν παρουσίασε έτσι με τα θαυμαστά σημεία πού επιτέλεσε, αλλά κυρίως με τη Μεταμόρφωσή Του μπροστά στους εκλεκτούς μαθητές Του. Ακόμα κι εκείνοι, βέβαια, αντίκρισαν τη δόξα τού Κυρίου όχι στήν πληρότητά της, αλλά στο μέτρο πού ήταν ικανοί γι’ αυτό.


Ή θεία φύση τού Θεανθρώπου ήταν, όπως είπαμε, άσύγχυτα αλλά και αδιαίρετα ενωμένη με τήν ανθρώπινη. Ή θεότητά Του ενώθηκε με τήν ανθρώπινη ψυχή και με το ανθρώπινο σώμα Του. Η ψυχή Του χωρίστηκε από το σώμα Του διά του θανάτου. Και τότε, όμως, ή θεότητά Του έμεινε αχώριστη τόσο από τήν ψυχή Του όσο  και από το σώμα Του: « Εν τάφω σωματικώς, έν αδου δέ μετά ψυχής ώς Θεός, έν παραδείσω δέ μετά ληστού, και έν θρόνω υπήρχες, Χριστέ, μετά Πατρός και Πνεύματος, πάντα πληρών ό απερίγραπτος».


Το σώμα του Θεανθρώπου είχε ασυνήθιστη, απαράμιλλη, μοναδική αρμονία και ώραιότητα, όπως έψαλλε προφητικά ό προπάτοράς του Δαβίδ: «Είσαι ό ωραιότερος από τούς ανθρώπους»   . Ή σωματική ομορφιά Του, ωστόσο, δεν δημιουργούσε στο γυναικείο φύλο τις εντυπώσεις και τα αισθήματα πού δημιουργούν συνήθως οι ευπαρουσίαστοι άνδρες —μακριά από τέτοια βρόμικη και βλάσφημη σκέψη, ή οποία, πάντως, έγινε δεκτή και διατυπώθηκε από κάποιους αιρετικούς   . Το σώμα τού Χριστού όχι μόνο δεν ξεσήκωνε τα αισχρά πάθη, αλλά, απεναντίας, θεράπευε όλα τα πάθη, ψυχικά και σωματικά. Μετέδιδε πλούσια τη θεία χάρη, με τήν οποία ήταν διαποτισμένο, σ’ όλους όσοι το ατένιζαν, σ’ όλους όσοι το άγγιζαν, σε άνδρες και γυναίκες. «Μια δύναμη έβγαινε από πάνω του», μαρτυρεί ό ευαγγελιστής, «και θεράπευε ιούς πάντες». «Και όσοι Τον άγγιζαν, θεραπεύονταν» . Κάθε ευσεβής ορθόδοξος χριστιανός ας βάλει με τον νου του το άφατο μεγαλείο της Θεομήτορος, πού έφερε αυτό το σώμα στή μήτρα της πρώτα και στήν αγκαλιά της έπειτα, ένώ στή συνέχεια γιά πολλά χρόνια ήταν σε στενή σχέση μαζί Του. Δεν θά σφάλλαμε, άν, λόγω της θειότητας τού σώματος τού Χριστού, ονομάζαμε θείο και το μεγαλείο της Μητέρας Του.





Το σώμα τού Κυρίου ενταφιάστηκε σ’ ένα τεχνητό σπήλαιο λαξευμένο σε βράχο, δηλαδή σ’ έναν μικρό λόφο από συμπαγή πέτρα. Το σπήλαιο ήταν πολύ στενό, γι’ αυτό και στο Ευαγγέλιο ονομάζεται μνήμα . Ή είσοδός του ήταν τόσο χαμηλή, πού, γιά να μπει κανείς, έπρεπε να σκύψει πολύ βαθιά και να συρθεί. Μετά τήν τοποθέτηση τού σώματος τού Χριστού στο μνήμα, ή είσοδος κλείστηκε με μια μεγάλη πέτρα. Οι αρχιερείς των Ιουδαίων, επειδή, αφενός, φοβούνταν μήπως ό Κύριος αναστηθεί, όπως είχε ό Ίδιος προεξαγγελθεί, και, αφετέρου, νόμιζαν ότι το σώμα Του ήταν υποταγμένο στον νόμο της φθοράς, όπως συμβαίνει με τα κοινά ανθρώπινα σώματα, σφράγισαν τήν ταφόπετρα και τοποθέτησαν στήν είσοδο φρουρά .


Μ’ αυτόν τον τρόπο, σύμφωνα με τούς ανθρώπινους υπολογισμούς, είχαν ληφθεΐ όλα τα μέτρα γιά τήν αποτροπή της αναστάσεως ή, σε περίπτωση πού αυτή θά συνέβαινε, γιά τήν άμεση και βίαιη θανάτωση τού Αναστημένου. Αλλά το σώμα τού Θεανθρώπου αναστήθηκε, αφήνοντας άθικτα τα υλικά εμπόδια και ανυποψίαστους  τούς φρουρούς• αναστήθηκε και πέρασε μέσ’ από το παχύ, το συμπαγές, το σκληρό πέτρωμα τού σπηλαίου. Ή πέτρα παρέμεινε ακουμπισμένη στήν είσοδό του και ή σφραγίδα ανέπαφη. Σε κανένα σημείο τού βράχου δεν είχε ανοιχτεί κάποια ρωγμή, από τήν οποία θά μπορούσε να βγει το αναστημένο σώμα. Οι φρουροί ούτε τήν Ανάσταση είδαν ούτε τον αναστημένο Κύριο. Είδαν μόνο με τρόμο τον άγγελο, πού μετά τήν Ανάσταση κατέβηκε από τον ουρανό, έσπασε τη σφραγίδα και κύλησε τήν πέτρα από τήν είσοδο τού μνήματος, γιά ν’ αναγγείλει στις μυροφόρες γυναίκες και στους αποστόλους το θαυμαστό γεγονός .


Το αναστημένο σώμα τού Χριστού πέρασε μέσ’ από τις κλειστές πόρτες τού οικήματος, όπου βρίσκονταν οι απόστολοι, και στάθηκε ανάμεσα τους . Δεν αναγνωρίστηκε από τούς δύο μαθητές πού βάδιζαν πρός τήν Εμμαούς και όταν αναγνωρίστηκε, τήν ώρα της ευλογήσεως και της κοπής τού ψωμιού, έγινε άφαντο . Το σώμα αυτό μπροστά σ’ όλους τούς αποστόλους σηκώθηκε από τη γή, ανυψώθηκε στον ουρανό, διέσχισε τον αέρα σαν φτερωτό και χάθηκε πίσω από μια νεφέλη σε ανυπολόγιστο ύψος. Στον ουρανό το είδε ό πρωτομάρτυρας Στέφανος, όταν, γεμάτος από το Άγιο Πνεύμα, αξιώθηκε ν’ αντικρίσει τη δόξα τού Θεού, και αναφώνησε: «Να, βλέπω τον ουρανό ανοιχτό και τον Υιό τού Ανθρώπου να στέκεται στα δεξιά τού Θεού».
Στολισμένο με τέτοιες υπερφυσικές ιδιότητες έδειξε και δείχνει διαχρονικά ό Θεάνθρωπος το ανθρώπινο σώμα Του μετά τήν ανάσταση Του. Αυτές οι ιδιότητες συνιστούν το άφθαρτο πνευματικό στεφάνι με το όποιο το σώμα του Κυρίου στεφανώθηκε δίκαια άπ’ Αυτόν, επειδή νίκησε και πάτησε τον θάνατο διά του θανάτου . Δεν πρέπει να νομίζουμε ότι τις ιδιότητες αυτές τις απέκτησε το σώμα του Κυρίου μετά τήν ανάσταση . Όχι!



Τις είχε πάντοτε, ώς σώμα του υπερτέλειου Θεού, αλλά μετά τήν ανάσταση τις έδειξε ολοκάθαρα και πλατιά. Το αποδεικνύουν τα ακόλουθα γεγονότα: Όταν κάποτε ό Ιησούς Χριστός βεβαίωσε τούς Ιουδαίους γιά τήν προαιώνια ύπαρξη της θείας Του φύσεως, εκείνοι πήραν πέτρες να Τον λιθοβολήσουν. Ό Κύριος, όμως, έγινε ξαφνικά αόρατος και βγήκε από τον Ναό, όπου βρίσκονταν, περνώντας άπ’ ανάμεσα τους. Έτσι έφυγε χωρίς να Τον δουν . Μιαν άλλη φορά εξοργισμένοι κάτοικοι της Ναζαρέτ άρπαξαν τον Κύριο, πού δίδασκε στή συναγωγή τους, και Τον έφεραν στήν άκρη τού βουνού, όπου ήταν χτισμένη ή πόλη, γιά να Τον ρίξουν στον γκρεμό. Εκείνος, όμως, έγινε πάλι αόρατος κι έφυγε, περνώντας άπ’ ανάμεσα τους .
Ας έρθουμε τώρα στή γέννηση του Θεανθρώπου. Τί έκανε τότε; Βγήκε από τη μήτρα της Παρθένου χωρίς να βλάψει τήν παρθενία της, χωρίς ν’ ανοίξει τήν πύλη του έμψυχου αυτού ναού Του. Έτσι ακριβώς το είχε προαναγγείλει ό προφήτης Ιεζεκιήλ, ό όποιος σε όραμα του είδε τον Θεό και Τον άκουσε να λέει: «Αυτή ή πύλη θά είναι κλειστή  ποτέ δεν θ’ ανοιχτεί και κανείς δεν θά περάσει άπ’ αυτήν. Γιατί ό Κύριος, ό Θεός του Ισραήλ, θά μπει άπ’ αύτήν, και θά μείνει πάλι κλεισμένη» . Ή αγία Εκκλησία μας ψάλλει στον Κύριο: «Φυλάξας τα σήμαντρα σώα, Χριστέ, έξηγέρθης τού τάφου, ό τας κλεις της Παρθένου μή λυμηνάμενος έν τώ τόκω σου...» . Και στήν Θεοτόκο: «Πάντα υπέρ έννοιαν, πάντα ύπερένδοξα το σά, Θεοτόκε, μυστήρια τη αγνεία έσφραγισμένη και παρθενίς φυλαττομένη, μήτηρ έγνώσθης άψευδής, Θεόν τεκοΰσα αληθινόν;..» , «... ή προ τόκου Παρθένος και εν τόκο Παρθένος και μετά τόκον πάλιν ούσα Παρθένος» . Στο Συνοδικό της Ορθοδοξίας αναφέρεται ότι ή Θεοτόκος Μαρία «γέγονε Κόρη, και διαμένει μετά την Θεογεννησίαν παρθένος...» .






Το θεώμενο σώμα του Θεανθρώπου συνελήφθη με τρόπο θείο και γεννήθηκε με τρόπο θείο. Τήν ώρα τού τοκετού ή Παρθένος ήταν γεμάτη από χαρά πνευματική, χαρά αγία. Ωδίνες δεν συνόδευαν αυτόν τον τοκετό, όπως δεν συνόδευαν πόνοι τη διάπλαση της Εύας από τήν πλευρά τού Άδάμ. Ό επώδυνος τοκετός ήταν γιά τη γυναίκα ειδικό τίμημα της παρακοής, μία από τις συνέπειες τού προπατορικού αμαρτήματος . Αλλά ή Παρθένος Μαρία εξαιρέθηκε από τον κανόνα αυτόν, επειδή ό Θεάνθρωπος Υιός της, πού συνελήφθη χωρίς ανδρικό σπέρμα και χωρίς σαρκική ηδονή, με τη δημιουργική ενέργεια τού Αγίου Πνεύματος, ήταν ελεύθερος τού προπατορικού αμαρτήματος. Από τήν ίδια τη σχετική ευαγγελική διήγηση, διήγηση απλή και σεμνή, φαίνεται καθαρά ότι ή γέννηση τού Ιησού Χριστού ήταν ανώδυνη γιά τη Μητέρα Του: «Και γέννησε τον Υιό της τον πρωτότοκο, Τον σπαργάνωσε και Τον ξάπλωσε σ’ ένα παχνί» . Γέννησε ή Παρθένος και αμέσως καταπιάστηκε με τη φροντίδα τού νεογέννητου Βρέφους της —Το σπαργάνωσε, λέει, και Το ξάπλωσε σ’ ένα παχνί. Δεν χρειάστηκε βοήθεια, ακριβώς επειδή δεν αισθάνθηκε πόνο ή εξασθένηση, όπως οι άλλες γυναίκες, πού συλλαμβάνουν μέσα στις ανομίες και γεννούν μέσα στις αμαρτίες , πού φέρνουν στον κόσμο παιδιά ήδη νεκρά, παιδιά παραδομένα στον αιώνιο θάνατο. Ή Παναγία γέννησε τη Ζωή και τον Ζωοδότη .


Συλλαμβάνοντας και γεννώντας τον Θεάνθρωπο, ή Θεοτόκος έγινε ανώτερη άπ’ όλους τούς άγιους, ακόμα και από τούς αγγέλους. Κι αυτό γιατί, όπως επισημαίνει ό όσιος Γρηγόριος ό Σιναΐτης, μόνο σ’ αυτήν, τήν πανυπέραγνη άγια Παρθένο και Θεοτόκο, ευδόκησε να ενοικήσει τό ένα από τά τρία Πρόσωπα τής Αγίας Τριάδος . Οι υπόλοιποι άγιοι, μολονότι μέ τήν ενέργεια τού Αγίου Πνεύματος γίνονται μέτοχοι τής θείας (ρύσεως  και κατοικητήρια τού τρισυπόστατου Θεού , δεν δέχονται μέσα τους τον Κύριο ούσιωδώς, όπως Τον δέχτηκε έκείνη στά σπλάχνα της κατά τήν ένανθρώπησή Του. Όπως ό Χριστός αντικατέστησε τον Αδάμ στή νέα γενιά των σωζομένων εκλεκτών Του κι έγινε ό γενάρχης τους, έτσι και ή Θεοτόκος αντικατέστησε τήν Εύα σ’ αύτή τη γενιά κι έγινε ή Μητέρα τους. Όπως ό Χριστός είναι ό ουράνιος Βασιλιάς τών άνθρώπων και τών άγγέλων, έτσι και ή Θεοτόκος είναι ή ουράνια Βασίλισσά τους.


Ή Θεοτόκος γεννήθηκε, όπως είπαμε, από γονείς αγίους, τον Ιωακείμ και τήν Άννα. Ηταν ό μοναδικός καρπός της συζυγίας τους, καρπός πού είχε ζητηθεί από τον Θεό με πολλές προσευχές και πολλά δάκρυα Γεννήθηκε έπειτα από πολύχρονη ατεκνία των γονιών της, όταν αυτοί ήταν ήδη σε πολύ προχωρημένη ηλικία. Τά περιστατικά τής γεννήσεως τής Θεοτόκου, γεννήσεως πού προαναγγέλθηκε στον Ιωακείμ και τήν Άννα από άγγελο, μοιάζουν πολύ μέ τά περιστατικά τής γεννήσεως τού Τίμιου Προδρόμου, όπως αυτά περιγράφονται στό πρώτο κεφάλαιο τού κατά Λουκάν Ευαγγελίου. Ή Εκκλησία ψάλλει τη γέννηση τού Ιωάννη έτσι: «Εύφημήσωμεν νΰν τον του Κυρίου Πρόδρομον, ον περ τώ ίερεϊ ή Ελισάβετ ετεκεν εκ μήτρας άκάρπου άλλ’ ουχί άσπορου• Χριστός γαρ μόνος χώραν διώδευσεν αδιόδευτον, άσπορον τον Ίωάννην στείρα έγέννησεν, άνευ δέ άνδρός τούτον ούκ ετεκε τον δε Ιησού, επισκιάσει Πατρός και Πνεύματος θείου, Παρθένος ετεκεν αγνά αλλά του εκ Παρθένου άνεδείχθη ό εκ στείρας προφήτης, κήρυξ ομού και Πρόδρομος» .



Παρόμοια φρονεί και ομολογεί ή αγία Εκκλησία μας γιά τη Θεομήτορα: Ή γερασμένη και άκαρπη Άννα γέννησε γιά τον Ιωακείμ θυγατέρα και γιά τον Θεό Μητέρα, αλλά όχι δίχως ανδρικό σπέρμα. Είχε δεχθεί σπέρμα από τον γέροντα και δίκαιο σύζυγό της. Ή Παρθένος, γεννημένη από άγιο ζεύγος, έγινε τό διαλεγμένο από τον Θεό και άγιασμένο γιά τον Θεό σκεύος. Σ’ αυτό τό σκεύος ένοίκησε ό Θεός Λόγος, ένανθρώπησε Εκείνος πού δημιούργησε ολα τά ορατά και άόρατα κτίσματα μέ τήν ευδοκία τού Πατρός και τη συνεργία τού Αγίου Πνεύματος, δημιουργώντας ό Ίδιος το σπέρμα μέ τη θεία δύναμη και ενέργεια Του.


Ό Θεάνθρωπος έκανε τήν Παρθένο Μητέρα Του και φύλαξε τη Μητέρα Του Παρθένο. Όντας ό Θεός και δημιουργός τής Παρθένου, έγινε Υιός της, παραμένοντας ό Θεός και δημιουργός της. Με το να γίνει Υιός της, έγινε και ό Λυτρωτής και ό Σωτήρας της. Ό παλαιός Άδάμ έδωσε τήν ύπαρξη στήν Εύα χωρίς τη συμμετοχή γυναίκας. Ή Αειπάρθενος συνέλαβε και γέννησε τον νέο Άδάμ χωρίς τη συμμετοχή άνδρα.
Παρ’ όλο της το μεγαλείο, ή Θεοτόκος συνελήφθη και γεννήθηκε όπως όλοι οι άλλοι άνθρωποι —συνελήφθη μέσα στις ανομίες και γεννήθηκε μέσα στις αμαρτίες . Το ομολόγησε έμμεσα ή ίδια ή ταπεινή και γεμάτη χάρη Μαρία, όταν μέ πνευματική χαρά ένιωσε στά σπλάχνα της τήν παρουσία τού ποθητού Σωτήρα: «Η ψυχή μου δοξάζει τον Κύριο και το πνεύμα μου άγάλλεται γιά τον Θεό, τον Σωτήρα μου, γιατί έδειξε τήν εύμένειά Του στήν ταπεινή Του δούλη. Από τώρα θά μέ μακαρίζουν όλες οι γενιές». Ή Θεοτόκος μέ τά θαυμαστά και άξιοπρόσεκτα αυτά λόγια διακηρύσσει στήν οικουμένη —μέσ’ από το Ευαγγέλιο, πού διαβάζεται άπ’ όλους τούς άνθρώπους— ότι ό Θεός, τον όποιο γέννησε, είναι και ό Σωτήρας της. Άν, όμως, ό Θεός είναι και ό Σωτήρας της, τότε έκείνη πράγματι συνελήφθη και γεννήθηκε μέσα στήν άμαρτία, σύμφωνα μέ τον κοινό νόμο τής πεσμένης άνθρωπότητας. Ό Θεός είναι ό δημιουργός και τών άγγέλων και τών άνθρώπων, αλλά είναι ό Σωτήρας μόνο τών άνθρώπων. Τών άγγέλων, πού δεν έπεσαν, είναι Κύριος, όχι Σωτήρας.



 Όταν ένα Λογικό πλάσμα άναγνωρίζει τον Θεό ώς Σωτήρα, άναγνωρίζει συγχρόνως τη δική του πτώση και απώλεια. Ή Παρθένος Μαρία, Λοιπόν, συνελήφθηκε και γεννήθηκε στήν κατάσταση της πτώσεως και της απώλειας, στήν κατάσταση του αίχμαλωτισμού από τήν αμαρτία και τον αιώνιο θάνατο, κατάσταση όλων, γενικά, των ανθρώπων. Γεννώντας όμως τον Θεό, τον Σωτήρα της και Σωτήρα του κόσμου, έγινε πιο ένδοξη από τούς αναμάρτητους αγγέλους, πού δεν είχαν γνωρίσει τον ψυχικό θάνατο και δεν χρειάζονταν τον Σωτήρα.


Οι δίκαιοι γονείς της Θεοτόκου, όντας σε προχωρημένη ηλικία και έχοντας κατευνάσει τη σάρκα τους με μεγάλη και πολύχρονη άσκηση, κατά τη συζυγική ένωσή τους δεν ένιωσαν τα έντονα εμπαθή αισθήματα πού συνοδεύουν μια τέτοιαν ένωση, αισθήματα αναπόφευκτα σε ανθρώπους νεαρής ηλικίας, σωματικής ευρωστίας και, προπάντων, ψυχικής διαθέσεως εντελώς διαφορετικής από τη διάθεση των άγιων Θεοπατόρων. Ωστόσο, ή ένωσή τους πραγματοποιήθηκε μέ τον πανανθρώπινο τρόπο, τον τρόπο πού εμφανίστηκε μετά τήν πτώση και ώς συνέπεια της πτώσεως.





Επειδή, Λοιπόν, ή Θεοτόκος συνελήφθη και γεννήθηκε όπως όλοι οι άνθρωποι, έφερε τόσο το προπατορικό αμάρτημα όσο και τήν άμαρτητική ροπή, πού μεταδίδονται κληρονομικά στους απογόνους του Άδάμ. Γεννημένη, πάντως, από άγιους γονείς και έχοντας άγια προαίρεση, ζούσε πολύ ενάρετα. Ή αγνότητα και ή ταπείνωση ήταν οι κυριότερες αρετές της. Καταγινόταν διαρκώς στήν ενθύμηση του Θεού, στήν προσευχή και στή μελέτη της Αγίας Γραφής. Ήταν ξένη όχι μόνο πρός όλες τις θανάσιμες αμαρτίες, αλλά και πρός κάθε Λόγο ή έργο φανερά ενάντιο στον νόμο του Θεού, τον  νόμο με τον όποιο είχε αναθραφεί και στον όποιο αδιάλειπτα εντρυφούσε. Αλλά ή παρουσία της αμαρτίας και του αιώνιου θανάτου ήταν φανερή ακόμα και στή Θεομήτορα, παρ’ όλη τήν αρετή της, παρ’ όλη τήν καθαρότητα της ζωής της. Σχετικές αποδείξεις βρίσκουμε στο Ευαγγέλιο. Έτσι, όπως ό νους των άγίων αποστόλων, έτσι και ό δικός της νους, μέχρι τον φωτισμό του από το Άγιο Πνεύμα παρέμενε στο σκοτάδι, γι’ αυτό και δεν είχε καταλάβει τα λόγια πού είχε πει ό δωδεκάχρονος Υιός της στον Ναό . Ό άγιος Ιωάννης ό Χρυσόστομος, ερμηνεύοντας τούς στίχους 46-50 του 12ου κεφαλαίου του κατά Ματθαίον Ευαγγελίου και τούς στίχους 4-11 του 2ου κεφαλαίου τού κατά Ίωάννην Ευαγγελίου , δείχνει με απόλυτη σαφήνεια το πώς ό «παλαιός άνθρωπος»  εκδηλωνόταν και ενεργούσε στή Θεομήτορα . Ή αμαρτία και ό αιώνιος θάνατος έχουν διαποτίσει τη μεταπτωτική ανθρώπινη φύση. Δεν θά μπορούσαν, Λοιπόν, να μην υπάρχουν και στην Ύπεραγία Θεοτόκο.



Δύο φορές επισκέφτηκε το Άγιο Πνεύμα την αειπάρθενο Μητέρα τού Θεανθρώπου. Τήν πρώτη φορά, την ημέρα τού Ευαγγελισμού της από τον αρχάγγελο Γαβριήλ, τήν καθάρισε από το προπατορικό αμάρτημα και από τα μικρά της πταίσματα. Έτσι, εκείνην πού ήταν ανθρωπίνως αγνή, τήν έκανε χαρισματικά πάναγνη, άξια να δεχθεί στα σπλάχνα της τον Θεό Λόγο και να γίνει Μητέρα Του. Ή παρθενία της Θεοτόκου σφραγίστηκε από το Πνεύμα. Έχοντας φυλάξει ώς τότε τον εαυτό της καθαρό από κάθε αισχρό λογισμό και κάθε εμπαθές αίσθημα, έγινε πια εντελώς απόρθητη άπ’ αυτούς τούς λογισμούς και άπ’ αυτά τα αισθήματα. Τέτοια έπρεπε να είναι ή Παρθένος, ή προορισμένη γιά θεία διακονία ασύγκριτα υψηλότερη άπ’ αυτήν των Χερουβείμ και των Σεραφείμ.


Έμελλε όχι μόνο να συλλάβει και να γεννήσει τον Θεάνθρωπο, αλλά και να ζήσει μαζί Του όσο Εκείνος θά βρισκόταν στή γή. Θά Τον θήλαζε και θά Τον κρατούσε στήν αγκαλιά της κατά τη βρεφική Του ηλικία. Θά Τού παρείχε κάθε φροντίδα στα νηπιακά και τα παιδικά Του χρόνια, αλλά και αργότερα, ώσπου να γίνει τριαντάχρονος άνδρας και να φανερώσει τον εαυτό Του ώς τον αναμενόμενο Λυτρωτή τού κόσμου. Κοντά Του, βέβαια, θά ήταν πολύ συχνά και στα τριάμισι χρόνια κατά τα οποία ευαγγελιζόταν τη σωτηρία στους ανθρώπους, όπως μάς πληροφορεί ή Γραφή. 
Ή Παρθένος έλαβε γιά δεύτερη φορά το Άγιο Πνεύμα τήν ήμερα της Πεντηκοστής, όπως και οι μαθητές τού Κυρίου , μαζί με τούς οποίους έμενε αφότου Εκείνος αναλήφθηκε στους ουρανούς . Τότε ή θεία χάρη εξαφάνισε από μέσα της κάθε στοιχείο αμαρτίας και τήν απάλλαξε εντελώς από τήν κυριαρχία τού αιώνιου θανάτου, κάνοντάς την νέο άνθρωπο, άνθρωπο πνευματικά τέλειο, σύμφωνα με τήν εικόνα τού Κυρίου Ιησού Χριστού. Ό Κύριος πάτησε διά τού θανάτου Του τον θάνατο και ανέστησε τον εαυτό Του, ανασταίνοντας μαζί Του όλο το ανθρώπινο γένος, χαρίζοντας πρώτα-πρώτα τήν ανάσταση της ψυχής  στήν πάναγνη Μητέρα Του και στους αγίους αποστόλους Του τήν ημέρα της Πεντηκοστής. Αυτή τήν ανάσταση της ψυχής ό άγιος Ιωάννης ό Θεολόγος τήν ονομάζει πρώτη ανάσταση —ανάσταση, δηλαδή, από τον πρώτο θάνατο, τον θάνατο μέσω της αμαρτίας. Σ’ εκείνους πού παίρνουν μέρος στήν πρώτη ανάσταση, ό δεύτερος θάνατος, δηλαδή ή αιώνια απώλεια, δεν έχει καμιά εξουσία .




Ίσως κάποιοι ν’ αναρωτιούνται γιατί το Άγιο Πνεύμα κατά τήν πρώτη επίσκεψή Του στήν Παρθένο δεν τήν απάλλαξε από τήν κυριαρχία τού αιώνιου θανάτου. Απαντούμε: Ή απαλλαγή από τον αιώνιο θάνατο είναι καρπός της απολυτρώσεως. Πριν συντελεστεί ή απολύτρωση, δεν ήταν δυνατό να συντελεστεί ή απαλλαγή από τον αιώνιο θάνατο. Έτσι, οι άγιοι απόστολοι, πριν ακόμη ανακαινιστούν από το Άγιο Πνεύμα, είχαν λάβει  πολλά και μεγάλα θεία χαρίσματα, όπως της θεραπείας των ασθενειών, της εκδιώξεως των δαιμόνιων και της αναστάσεως των νεκρών. Ή απαλλαγή τους, όμως, από τον αιώνιο θάνατο, το πέρασμά τους από τον παλαιό άνθρωπο στον νέο, ή μεταστροφή τους από τήν ψυχική κατάσταση στήν πνευματική, συντελέστηκε τήν ημέρα της Πεντηκοστής και ήταν αποτέλεσμα της απολυτρώσεως.


Άπ' όσα άναφέρθηκαν ως έδώ, γίνεται φανερή ή πλάνη των δύο άντιτιθέμενων διδασκαλιών της Δύσεως γιά τη Θεομήτορα: πρώτον, της διδασκαλίας των παπικών, οι όποιοι υποστηρίζουν ότι ή Παρθένος γεννήθηκε χωρίς να φέρει το προπατορικό αμάρτημα, όπως και ό Σωτήρας' και δεύτερον, της διδασκαλίας των προτεσταντών, οι όποιοι δεν δέχονται τήν άειπαρθενία της. Ή αλήθεια είναι ξένη πρός κάθε υπερβολή και κάθε υποτίμηση. Ή αλήθεια δίνει στο καθετί τις σωστές διαστάσεις και βάζει το καθετί στήν κατάλληλη θέση.
Το δόγμα της «άσπιλου συλλήψεως» της Θεοτόκου, σύμφωνα με το όποιο αυτή από τη σύλληψή της στή μήτρα της μητέρας της δεν έφερε το προπατορικό αμάρτημα, δεν αποτελεί σύγχρονη καινοτομία των Λατίνων. Στήν εποχή μας απλώς διακηρύχθηκε επίσημα από τον πάπα.
Ό Ν.-Σ. Μπερζιέ, συγγραφέας τού 18ου αι. , λέει: «Σύμφωνα με τήν κοινή πίστη των Καθολικών , ή Μαρία δεν μετείχε σε καμιάν αμαρτία. Στο λήμμα IMMACULATA CONCEPTIO εξηγήσαμε ότι, μολονότι ή Εκκλησία δεν έχει διακηρύξει τυπικά πώς ή Μαρία ήταν απαλλαγμένη από το προπατορικό αμάρτημα, εντούτοις αυτό αποτελεί πίστευμα θεμελιωμένο στήν Αγία Γραφή και τήν αδιάκοπη (εκκλησιαστή) παράδοση» . Στο λήμμα IMMACULATA CONCEPTIO  ό Μπερζιέ, διατυπώνει αυτή τη διδασκαλία ακόμα πιο κατηγορηματικά: «Κατά τήν κοινή άποψη των καθολικών θεολόγων, ή αγία Παρθένος Μαρία, ή Μητέρα τού Θεού, ήταν απαλλαγμένη από το προπατορικό αμάρτημα, όταν συνελήφθη στή μήτρα της μητέρας της. Ή πεποίθηση αυτή είναι θεμελιωμένη σε σχετική γνώμη των πιο σεβαστών άγιων πατέρων».






Ποιούς πατέρες, όμως, επικαλείται ό παπικός συγγραφέας; Μόνο Λατίνους της Δύσεως, ή οποία έχει ξεπέσει και αποκοπεί πια από τήν Ανατολή. Επικαλείται τη Σύνοδο τού Τριδέντου (1545-1563), ή οποία στήν πέμπτη συνεδρία της όρισε ότι όλοι οι άπόγονοι τού Αδάμ γεννιούνται μολυσμένοι με το προπατορικό αμάρτημα έκτος από τήν αγία Παρθένο. Επικαλείται τις Συνόδους της Βασιλείας (1431-1449) και της Αβινιόν (1457), οι όποιες έπικύρωσαν τήν απόφαση της Συνόδου τού Τριδέντου, αναγνωρίζοντας την ως αλάθητη διδασκαλία της Εκκλησίας . Το 1497 ή Θεολογική Σχολή τού Πανεπιστημίου τού Παρισιού αποφάσισε να μην ανακηρύσσει κανέναν διδάκτορα της θεολογίας, άν αυτός δεν ομολογούσε προηγουμένως το παραπάνω δόγμα γιά τη Θεομήτορα. Όλα αυτά, βέβαια, δεν έχουν καμιάν αξία  γιά τα μέλη της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Δείχνουν απλώς ότι ή αιρετική άποψη γιά άσπιλη σύλληψη της Θεοτόκου έπικρατειστην παπική Δύση εδώ και τέσσερις τουλάχιστον αιώνες.



Ό Μπερζιέ επικαλείται και δύο συγγραφείς πού έζησαν πριν από το Σχίσμα, τον Ωριγένη και τον ιερό Αυγουστίνο, οι όποιοι, όμως, δεν έχουν πεί τίποτα γιά το παπικό αυτό δόγμα Ό Ωριγένης, στήν έκτη ομιλία του στον ευαγγελιστή Λουκά, λέει πώς ό χαρακτηρισμός «κεχαριτωμένη» χρησιμοποιείται στή Γραφή μόνο μία φορά και αναφέρεται στή Μαρία . Αυτό, βέβαια, γίνεται δεκτό από τήν Εκκλησία, αλλά δεν έχει καμιά σχέση με το νέο δόγμα των παπικών! Ή θεία χάρη, τήν οποία έλαβε ή Αειπάρθενος, όπως αναφέραμε πιο πάνω, ξεπερνά ασύγκριτα τη χάρη όχι μόνο των άλλων αγίων, αλλά ακόμα και των Αγγέλων. Ό ιερός Αυγουστίνος, πάλι, στο έργο του DE NATURA ET GRATIA  γράφει: «Γνωρίζουμε ότι αυτή (: ή Θεοτόκος) έλαβε άφθονη χάρη γιά να κατανικήσει τήν αμαρτία σε όλες τις μορφές της» . Αλλά και αυτά τα λόγια δεν δικαιώνουν το παπικό δόγμα. Γιατί, ποιος χρειάζεται άφθονη χάρη γιά να κατανικήσει τήν αμαρτία, παρά μόνο εκείνος πού τήν έχει μέσα του ζωντανή και ενεργή;



Ή αγία Ορθόδοξη Εκκλησία, όπως σημειώθηκε πιο πάνω, πάντοτε ομολογούσε και ομολογεί άτι το Άγιο Πνεύμα ήρθε στήν Παρθένο, τήν «ανύμφευτη Νύμφη» , και από αγνή τήν έκανε πάναγνη, από αγνή κατά φύση  τήν έκανε αγνή υπέρ φύση, τήν έκανε «κεχαριτωμένη». Από τότε τροφή και τρυφή της ήταν ή χάρη τού Αγίου Πνεύματος. Απολαμβάνοντας πλούσια αυτή τη χάρη, αποξενώθηκε απ’ όλες τις σαρκικές απολαύσεως, τις όποιες αποστράφηκε αποφασιστικά και ολοκληρωτικά. Έτσι έπρεπε να είναι ό λογικός ναός τού Θεού, ό θρόνος τού Κυρίου, ό πνευματικός ουρανός, ή αγία των Αγίων.

Μιαν εσφαλμένη σκέψη συνήθως τήν άκολουθοϋν πολλές άλλες. Οι παπικοί, λοιπόν, αφού δογμάτισαν ότι ή Θεοτόκος από τη σύλληψή της ήταν απαλλαγμένη από το προπατορικό αμάρτημα, στή συνέχεια υιοθέτησαν ακόμα πιο ακραίες απόψεις γι’ αυτήν, διακηρύσσοντας πώς ήταν ξένη πρός οποιαδήποτε αμαρτία, εντελώς αναμάρτητη , και επομένως δεν χρειαζόταν ούτε τη λύτρωση ούτε τον Λυτρωτή. 'Η ίδια, ωστόσο, ή αειπάρθενος Θεοτόκος διαψεύδει τούς τυφλωμένους αιρετικούς, ομολογώντας Σωτήρα της τον Θεό πού γέννησε . Οι παπικοί, αποδίδοντας αναμαρτησία στή Θεομήτορα, δεν δείχνουν παρά τη δυσπιστία τους στήν παντοδυναμία τού Θεού. Ή Ορθόδοξη Εκκλησία, απεναντίας, υμνεί τήν παντοδυναμία και το μεγαλείο τού Θεού, ό οποίος εκείνην πού συνελήφθη και γεννήθηκε μέσα στήν αμαρτία, τήν έκανε «τιμιωτέραν των Χερουβείμ και ένδοξοτέραν ασυγκρίτως των Σεραφείμ», ανώτερη από τούς αγγέλους, πού ποτέ δεν γνώρισαν τήν αμαρτία, παραμένοντας σταθερά στήν κατάσταση της αγιότητας.



«Ή ψυχή μου δοξάζει τον Κύριο και το πνεύμα μου άγάλλεται γιά τον Θεό, τον Σωτήρα μου», αναφώνησε ή «κεχαριτωμένπ» Παρθένος, όταν ή Ελισάβετ, γεμάτη  από 'Άγιο Πνεύμα, διακήρυξε με δυνατή φωνή πώς ή εξαδέλφη της Μαρία είναι Μητέρα τού Θεού. Μ’ αυτά τα Λόγια της ή ύπεραγία Θεοτόκος φράζει τα στόματα όχι μόνο των παπικών, πού διδάσκουν ότι ό Θεός δεν ήταν γι’ αυτήν Σωτήρας, αλλά και των προτεσταντών, πού της άποδίδουν όχι πνευματική αγαλλίαση, όπως είπε ή ίδια, αλλά σαρκική ηδονή. Σε αντίθεση με τούς παπικούς, οι προτεστάντες, ορκισμένοι εχθροί της άειπαρθενίας της Θεοτόκου, ισχυρίζονται ότι αυτή, ό πανάγιος έμψυχος ναός τού Θεού, μετά τη γέννηση τού Θεανθρώπου, έχασε τήν παρθενία της, ήρθε σε ανώδυνη σαρκική σχέση με τον Ιωσήφ και απέκτησε παιδιά. Σκέψη φοβερή! Σκέψη βλάσφημη! Σκέψη κτηνώδης και δαιμονική μαζί! Τέτοια σκέψη μπορεί να γεννηθεί μόνο από νου βυθισμένο στήν ακολασία. Τέτοια σκέψη μπορεί να διατυπωθεί μόνο από έναν ελεεινό και αδιόρθωτο μοιχό.
Τέτοια σκέψη μπορεί να γίνει δεκτή μόνο από ανθρώπους πού έχουν τόσο ξεπέσει από το «κατ’ εικόνα» και το «καθ’ όμοίωσιν» τού Θεού, από ανθρώπους πού έχουν τόσο εξομοιωθεί με τα κτήνη, ώστε είναι ανίκανοι να αντιληφτούν ότι γιά τήν ανθρώπινη φύση υπάρχει και μια άλλη κατάσταση, πέρα από τη μεταπτωτική, πέρα από τήν κτηνώδη και εξευτελιστική, τήν οποία γνωρίζουν. Αυτή τήν τερατώδη σκέψη, μάλιστα, τολμούν, οι αστοιχείωτοι και βλάσφημοι, να τη θεωρούν σύμφωνη με το Ευαγγέλιο.



Ό Λούθηρος, μοναχός πού είχε αποβάλει το μοναχικό σχήμα και είχε λάβει ώς παλλακίδα τήν Αικατερίνη φόν Μπόρα, μοναχή πού επίσης είχε αποβάλει το μοναχικό σχήμα, επιτίθεται λάβρος κατά της χριστιανικής παρθενίας. Το ίδιο κάνουν όλοι οι προτεστάντες, υποστηρίζοντας πώς ή παρθενία είναι κατάσταση αφύσικη, αντίθετη στο θέλημα και τήν εντολή του Θεού, ό όποιος, αμέσως μετά τήν πλάση των δύο πρώτων ανθρώπων, τούς είπε: «Να αυξάνεστε και να πληθύνεστε και να γεμίσετε τη γή».


Στους προτεστάντες μπορούμε ν’ απαντήσουμε με τα λόγια τού Σωτήρα πρός τούς Σαδδουκαίους: «Βρίσκεστε σε πλάνη, γιατί δεν γνωρίζετε ούτε τις Γραφές ούτε τη δύναμη τού Θεού». Κι αυτό γιατί περιορίζονται στο παραπάνω χωρίο της Γενέσεως, παραβλέποντας όσα αναφέρονται στή συνέχεια: Δηλαδή, πρώτον, ότι οι δύο πρώτοι άνθρωποι ζούσαν παρθενικά και παρέμειναν στήν κατάσταση της παρθενίας μέχρι τήν πτώση χωρίς να καταλαβαίνουν ούτε τη γυμνότητά τους. Δεύτερον, ότι τη γυμνότητα αύτή τήν κατάλαβαν μετά τήν πτώση, νιώθοντας ντροπή -σημάδι της εμφανίσεως της επιθυμίας. Και, τρίτον, ότι οι σαρκικές σχέσεις της γυναίκας με τον άνδρα, όπως τις γνωρίζουμε εμείς, και οι πόνοι της κατά τον τοκετό εξαγγέλθηκαν ώς τιμωρία γιά τήν παράβαση της θείας εντολής .



Ή Ορθόδοξη Εκκλησία αναγνωρίζει τήν παρθενία ώς φυσική κατάσταση τού ανθρώπου και μάλιστα ώς τη μοναδική φυσική κατάστασή του, καθώς σ’ αυτήν πλάστηκε και σ’ αυτήν βρισκόταν πριν από τήν πτώση του. Ή σαρκικότητα είναι επακόλουθο της πτώσεως, είναι εκδήλωση της πανανθρώπινης ασθένειας, είναι κατάσταση αφύσικη. Ωστόσο, επειδή ακριβώς όλη ή ανθρωπότητα πάσχει από τήν ασθένεια της πτώσεως, γι’ αυτό ή αφύσικη κατάσταση θεωρείται και ονομάζεται καταχρηστικά φυσική, όπως τα συμπτώματα ενός νοσήματος είναι και ονομάζονται φυσικά γιά το νόσημα αυτό, αφύσικα, όμως, γιά τήν κατάσταση της υγείας. Πράγματι, Λοιπόν, ή παρθενία είναι πια αφύσικη γιά τήν ανθρωπότητα— γιά τήν πεσμένη ανθρωπότητα. Γι’ αυτό και Λίγοι, πολύ Λίγοι από τούς δικαίους της Παλαιάς Διαθήκης είναι παρθένοι. Τόσο οι πατριάρχες όσο και οι περισσότεροι προφήτες μπήκαν στον ζυγό του γάμου.




Ό Κύριός μας Ιησούς Χριστός, πού παλινόρθωσε τήν πεσμένη ανθρώπινη φύση, παλινόρθωσε και τήν παρθενία. Ό Ίδιος ως άνθρωπος ήταν πανάγιος παρθένος. Ή Μητέρα Του ήταν Παναγία Παρθένος. Ή παρθενία —ή φυσική στήν προπτωτικής κατάσταση της θεόπλαστης ανθρωπινής φύσεως και αφύσικη στή μεταπτωτική της κατάσταση— ξαναδόθηκε ώς δώρο στήν ανακαινισμένη από τον Σωτήρα ανθρώπινη φύση. «Δώρα πού δίνει ό Θεός με τη χάρη τού Ιησού Χριστού, τού Κυρίου μας», είναι όλα εκείνα πού συνιστούν τη σωτηρία μας, τήν αξία μας, τήν τελειότητά μας, όλα εκείνα πού συγκροτούν τήν «αιώνια ζωή» .
Δώρο Θεού, Λοιπόν, είναι και ή παρθενία της Καινής Διαθήκης, πού δίνεται σε ορισμένους μόνο πιστούς. Γιατί, όπως είπε ό Κύριος, «αυτό δεν το μπορούν όλοι, αλλά μόνο εκείνοι πού τούς το έδωσε ό Θεός». Πρόκειται γιά χάρισμα πού εξομοιώνει τον άνθρωπο στον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό με τον Κύριο Ιησού Χριστό και πού δίνεται σε όσους το επιθυμούν και το ζητούν άπ’ Αυτόν μ’ όλη τους τήν καρδιά. Επειδή ή παρθενία είναι, όπως είπαμε, αφύσικη γιά τήν πεσμένη ανθρώπινη φύση, δεν μπορούμε να τήν άποκτήσουμε με τις δικές μας δυνάμεις και με τον δικό μας αγώνα. Με τον αγώνα μας απλώς δαμάζουμε τη σάρκα. 





Ή παρθενία είναι δωρεά του Θεού, ή οποία παρέχεται έπειτα από θερμή και συχνά πολύχρονη προσευχή . Ή άληθινή παρθενία δεν συνίσταται μόνο στή σωματική αγνότητα, αλλά και στήν αποξένωση της ψυχής από αισχρούς λογισμούς και αισθησιακές φαντασιώσεις. Ό νους είναι ανίκανος ν’ αρνηθεί τήν αμαρτία, άν δεν λάβει τη θεία δύναμη . Ό αγώνας του νου εναντίον της αμαρτίας είναι σκληρός και επίπονος. Ό αγωνιστής πολλές φορές κλαίει πικρά και αναστενάζει βαθιά, ικετεύοντας τον Θεό γιά βοήθεια. Όταν ή καρδιά του γευθεΐ τήν πνευματική γλυκύτητα, τότε μόνο μπορεί ν’ απαρνηθεί τη σαρκική ηδονή. «Ό (σαρκικός) έρωτας αποκρούεται με τον (θείο) έρωτα και ή φωτιά σβήνεται με τήν άυλη φωτιά», λέει ό όσιος Ιωάννης ό Σιναΐτης .




Πολυάνθρωπη είναι ή χορεία των παρθένων της καινοδιαθηκικής Εκκλησίας. Όλοι τους πέρασαν στήν κα-τάσταση της παρθενίας με τη χάρη και το έλεος τού Κυρίου, αφού απέδειξαν τον ειλικρινή και καλοπροαίρετο πόθο τους γιά τήν οικείωση αυτής της άγγελικής καταστάσεως με έντονο και παρατεταμένο αγώνα εναντίον των σαρκικών επιθυμιών. Αυτό μπορούμε να το διαπιστώσουμε, διαβάζοντας τούς βίους των οσίων Αντωνίου τού Μεγάλου , Παχωμίου τού Μεγάλου , Συμεών τού   διά Χριστόν σαλού και πολλών άλλων μοναχών πού ευαρέστησαν τον Θεό. Ή Θεοτόκος, ωστόσο, δεν γνώρισε τον αγώνα κατά της σαρκικής επιθυμίας. Γιατί, πριν άρχίσει να ενεργεί μέσα της αυτή ή επιθυμία, ήρθε πάνω της το Άγιο Πνεύμα και σφράγισε τήν καθαρότητά της, τήν προίκισε με τη χαρισματική αγνότητα, της χάρισε τήν πνευματική ηδονή, στήν οποία προσκολλήθηκε ή καρδιά της και από τήν οποία ποτέ πια δεν αποσπάστηκε. Γι’ αυτό ή Εκκλησία μας αποκαλεί τήν Θεομήτορα «Χριστού βίβλον έμψυχον έσφραγισμένην τω Πνεύματι»   .
Οι προτεστάντες ισχυρίζονται πώς ή διδασκαλία τους θεμελιώνεται στο Ευαγγέλιο. Ό ευαγγελιστής Ματθαίος, λένε, αναφέρει ότι ό Ιωσήφ δεν είχε συζυγικές σχέσεις με τήν Παρθένο μέχρι πού εκείνη γέννησε τον Θεάνθρωπο. Ή αναφορά αύτή, σύμφωνα με τήν προτεσταντική άποψη, αποτελεί σαφή ένδειξη ότι μεταγενέστερα είχαν συζυγικές σχέσεις. Ό ευαγγελιστής γράφει κατά λέξη τα έξης: «Και (ό Ιωσήφ) δεν είχε συζυγικές σχέσεις μαζί της, ώσπου εκείνη γέννησε τον Υιό της τον πρωτότοκο» . 0ι βλάσφημοι αιρετικοί στηρίζουν τη θέση τους στή λέξη «ώσπου», ή οποία κατά τη γνώμη τους δείχνει προσωρινή αποχή από συνουσία μέχρι τη γέννηση τού Υιού, άρα τερματισμό της αποχής μετά τη γέννησή Του, καθώς και στή λέξη «πρωτότοκος», ή οποία υπονοεί τάχα ότι ακολούθησαν και άλλα παιδιά.




Άν μελετήσουμε προσεκτικά τήν ευαγγελική διήγηση γιά τη γέννηση τού Κυρίου μας Ιησού Χριστού, θά διαπιστώσουμε χωρίς δυσκολία ότι ό Θεάνθρωπος γεννήθηκε από Παρθένο χωρίς σπέρμα ανδρικό.
Ό ευαγγελιστής Ματθαίος θέλει να είναι απόλυτα σαφής. Γι’ αυτό σημειώνει ότι ή Παρθένος, αρραβωνιασμένη με τον Ιωσήφ αλλά χωρίς να έχει συνευρεθεί μ’ αυτόν, «έμεινε έγκυος με τη δύναμη τού Αγίου Πνεύματος». Γι’ αυτό επικαλείται τη μαρτυρία τού αγγέλου, πού εμφανίστηκε στον Ιωσήφ, ένώ αυτός κοιμόταν, και τον διαβεβαίωσε ότι το Παιδί πού περίμενε ή μνηστή του προερχόταν από το Άγιο Πνεύμα Γι' αυτό παραθέτει τήν προφητεία τού Ησαΐα ότι ή Παρθένος θά συλλάβει και θά γεννήσει Υιό, Σωτήρα τού κόσμου. Γι’ αυτό δεν παραλείπει να επισημάνει πώς ή Μαρία γέννησε τον Θεάνθρωπο όντας Παρθένος, όπως και Τον είχε συλλάβει όντας Παρθένος. Τα στοιχεία πού αφορούν το πρόσωπο της Θεοτόκου αλλά δεν έχουν άμεση σχέση με τον τρόπο της συλλήψεως και της γεννήσεως τού Υιού της, δεν αναφέρονται από τον ευαγγελιστή Ματθαίο.



Αλλά και ή αφήγηση της γεννήσεως τού Κυρίου από τον ευαγγελιστή Λουκά έχει τον ίδιο χαρακτήρα. Ό ιερός συγγραφέας αποσιωπά τήν αμηχανία τού Ιωσήφ και τήν εμφάνιση τού αγγέλου σ’ αυτόν, αλλά διηγείται τήν έλευση τού αρχαγγέλου Γαβριήλ στή Θεομήτορα με τη χαρμόσυνη είδηση της συλλήψεως και της γεννήσεως τού Υιού τού Θεού. Διηγείται, επίσης, τήν επίσκεψη της Μαρίας στήν Ελισάβετ, ή οποία με τον φωτισμό τού Αγίου Πνεύματος αναγνώρισε στο πρόσωπο της εξαδέλφης της τη Μητέρα τού Θεού. Όπως ό Ματθαίος, έτσι και ό Λουκάς σημειώνει πώς ή Μαρία ήταν Παρθένος αρραβωνιασμένη με κάποιον Ιωσήφ και πώς ό Υιός της ήταν πρωτότοκος. Παραλείπει, επίσης, και αυτός τα στοιχεία πού αφορούν το πρόσωπο της Θεοτόκου αλλά δεν έχουν σχέση με το μυστήριο της θείας ενανθρωπήσεως. Από τήν αφήγηση του έμμεσα αλλά με σαφήνεια προκύπτει, όπως έχουμε ήδη πει, ότι ό τοκετός της Παναγίας ήταν ανώδυνος. Μάταια, λοιπόν, ζητούν οι προτεστάντες στηρίγματα στο Ευαγγέλιο γιά τη βλασφημία τους!
Οι άγιοι πατέρες της Εκκλησίας μας, σε αντίθεση με τούς προτεστάντες, από τα λόγια τού ευαγγελιστή Ματθαίου, τα οποία παραθέσαμε πιο πάνω, συμπεραίνουν ότι ή Θεοτόκος συνέλαβε τον Θεάνθρωπο ώς Παρθένος, έμεινε μετά τη σύλληψη Παρθένος, γέννησε ώς Παρθένος, έμεινε μετά τον τοκετό και γιά πάντα Παρθένος.




Ό όσιος Ιωάννης ό Δαμασκηνός γράφει: «Ή Αειπάρθενος μένει και μετά τη γέννηση παρθένος, χωρίς να έρθει σε επαφή με άνδρα ώς τον θάνατό της. Μολονότι έχει γραφεί, “Και (ό Ιωσήφ) δεν είχε συζυγικές σχέσεις μαζί της, ώσπου εκείνη γέννησε τον Υιό της τον πρωτότοκο”, πρέπει να ξέρουμε ότι πρωτότοκος είναι αυτός πού γεννήθηκε πρώτος, ακόμα κι αν είναι μονογενής- γιατί (ή λέξη πρωτότοκος) δηλώνει αυτόν πού γεννήθηκε πρώτος, χωρίς συνάμα να δείχνει οπωσδήποτε τη γέννηση και άλλων. Το “ώσπου”, πάλι, σημαίνει τήν προθεσμία ορισμένου χρόνου, χωρίς να αποκλείει και τον μετέπειτα χρόνο. Γιατί και τα λόγια τού Κυρίου, “Κι εγώ θά είμαι μαζί σας συνεχώς ώς τη συντέλεια τού κόσμου”, δεν σημαίνουν, βέβαια, ότι Εκείνος θά χωριστεί από μάς μετά τη συντέλεια τού κόσμου. Γι’ αυτό λέει ό θείος απόστολος, “Κι έτσι θά είμαστε γιά πάντα  μαζί με τον Κύριο” , δηλαδή μετά τήν κοινή ανάσταση» .





Το «ώσπου», άν και κυριολεκτικά δηλώνει προθεσμία, εδώ δεν έχει αυτή τη σημασία, όπως δεν τήν έχει και σε πολλά άλλα χωρία της Αγίας Γραφής. Έτσι, γιά παράδειγμα, ό Κύριος είπε: «Δεν θά βγεις από ’κει», δηλαδή από τη φυλακή τού άδη, «ώσπου να ξεπληρώσεις και το τελευταίο δίλεπτο» . Είναι γνωστό άτι τα βάσανα τού άδη είναι αιώνια. Ή λέξη «ώσπου», λοιπόν, έδώ δεν μπορεί να δηλώνει προθεσμία. Ποτό είναι τότε το νόημα τού χωρίου; Ότι ό κλεισμένος στή φυλακή τού άδη δεν θά βγει ποτέ άπ’ αυτήν, γιατί δεν έχει τη δυνατότητα να ξεπληρώσει το χρέος των άμαρτιών του, χρέος πού ξεπληρώνεται μόνο στο χρονικό διάστημα της επίγειας ζωής με τη μετάνοια και με τα καλά έργα.




Γιά τον κόρακα πού άφησε ό Νώε να φύγει από τήν κιβωτό, είναι γραμμένο: «Βγήκε (από τήν κιβωτό) και δεν γύρισε, ώσπου στέγνωσαν τα νερά πάνω στή γή» . Αλλά ό κόρακας δεν γύρισε ποτέ, ούτε όταν στέγνωσαν τα νερά. Ό ψαλμωδός, πάλι, λέει: «Είπε ό Κύριος στον Κύριό μου: “Κάθησε στα δεξιά μου, ώσπου να βάλω τούς έχθρούς Σου κάτω από τα πόδια Σου”» . Και έδώ ή λέξη «ώσπου», ή οποία κανονικά δηλώνει προθεσμία, χρησιμοποιείται γιά να δηλώσει χρόνο απεριόριστο. Γιατί είναι προφανές άτι ό ένανθρωπήσας Υιός θά παραμείνει με τήν ανθρώπινη φύση Του καθισμένος στα δεξιά τού Πατέρα Του —σε κατάσταση, δηλαδή, υψίστης δόξας— στους ατέλειωτους αιώνες και όχι μόνο στο περιορισμένο χρονικό διάστημα κατά το όποιο θά συντρίβουν οι εχθροί Του, οι πεσμένοι άγγελοι και οι ασεβείς άνθρωποι.
Αναφορικά με τήν Παρθένο και τήν παρθενία της, ή λέξη «ώσπου» δηλώνει ότι και στην περίπτωση τού δοσμένου από τον Θεό νόμου: «Δεν θά πάψει να ισχύει», είπε ό Κύριος, «ούτε ένα γιώτα η μια οξεία από τον νόμο, ώσπου να εκπληρωθούν όλα (όσα αυτός προβλέπει)» . Ό νόμος τού Θεού θά σφραγιστεί με τήν εκπλήρωση του και, όντας εκπληρωμένος πια, θά μείνει αιώνια σφραγισμένος. 'Η Παρθένος σφράγισε τήν παρθενία της με τη γέννηση τού Θεού Λόγου και έμεινε γιά πάντα παρθένος, όντας σφραγισμένη από τη γέννηση Εκείνου. «Και (ό Ιωσήφ) δεν είχε συζυγικές σχέσεις μαζί της, ώσπου εκείνη γέννησε τον Υιό της τον πρωτότοκο». 





Αυτό σημαίνει, λέει ό μακάριος Θεοφύλακτος, ότι ποτέ δεν ήρθε σε επαφή μαζί της, ούτε πριν από τη γέννηση ούτε μετά τη γέννηση .
Οι δύο ευαγγελιστές, Ματθαίος και Λουκάς, σκόπιμα τονίζουν ότι ό Θεάνθρωπος ήταν «πρωτότοκος». Οι Ιουδαίοι, περιμένοντας τήν εκπλήρωση της υποσχέσεως τού Θεού γιά τήν αποστολή τού Μεσσία, ό όποιος θά ανήκε στή φυλή τους, έδιναν μεγάλη σημασία στήν τεκνογονία. Γι’ αυτό θεωρούσαν ατιμωτική τήν ατεκνία και καταφρονούσαν τις στείρες γυναίκες. Γιά τον ίδιο λόγο τιμούσαν ιδιαίτερα τούς πρωτότοκους γιούς, νομίζοντας ότι ό Μεσαίας δεν μπορούσε παρά να είναι πρωτότοκος. Να, λοιπόν, λένε οι ευαγγελιστές, ό αναμενόμενος και  υπερένδοξος Πρωτότοκος, ό όποιος ικανοποίησε τούς πόθους και τις προσδοκίες τού λαού! Μετά τη γέννησή Του, δεν υπάρχει λόγος να θεωρείται ατιμωτική ή ατεκνία, ούτε να τιμώνται ιδιαίτερα οι πρωτότοκοι γιοί. Από τώρα ή παρθενία παίρνει τη δόξα της συζυγίας, επειδή ό Πρωτότοκος-Μεσσίας είναι παρθένος και γεννήθηκε από τήν Παρθένο, τήν οποία φύλαξε παρθένο κατά τη γέννηση και μετά τη γέννησή Του.


Το Ευαγγέλιο δεν αναφέρει τίποτα γιά τούς γονείς της Θεοτόκου, παρουσιάζοντας ώς προστάτη της και ώς κηδεμόνα τού νηπίου Ιησού τον δίκαιο Ιωσήφ. Φαίνεται πώς οι άγιοι Θεοπάτορες έφυγαν άπ’ αυτόν τον κόσμο λίγον καιρό μετά τη γέννηση της θυγατέρας τους, καθώς ήταν ήδη ηλικιωμένοι. Έτσι, λέει ό ίερός Δαμασκηνός, «ή νέα δόθηκε από τούς ιερείς ώς μνηστή στον Ιωσήφ, όπως δίνεται το καινούργιο βιβλίο σ’ αυτόν πού ξέρει γράμματα- και ή μνηστεία έγινε γιά τη φύλαξη της Παρθένου»   .



Όγδόντα χρονών ήταν ό δίκαιος Ιωσήφ, όταν τού δόθηκε ώς μνηστή ή δεκατετράχρονη Παρθένος. Σύμφωνα με τον ιουδαϊκό νόμο , έπρεπε να τη μνηστευθεί άνδρας πού να ανήκει, όπως και εκείνη, στή γενιά τού Ιούδα και στή φυλή τού Δαβίδ. Αφού, λοιπόν, έμεινε στο σπίτι τού Ιωσήφ τέσσερις μήνες, δέχτηκε τήν επίσκεψη τού αρχαγγέλου Γαβριήλ, πού τήν πληροφόρησε ότι θά γεννήσει τον Υιό τού Θεού. Τότε, με τη δημιουργική ενέργεια τού Αγίου Πνεύματος, συνέλαβε τον Θεάνθρωπο. Ταπεινή καθώς ήταν, όμως, δεν τόλμησε να αποκαλύψει στον μνηστήρα της ότι της είχε εμφανιστεί ό αρχάγγελος και ότι, σύμφωνα με όσα της είχε πει, ή ίδια θά γινόταν ναός τού Θεού.




Ό Ιωσήφ έμαθε από τον άγγελο, πού τού παρουσιάστηκε στον ύπνο του, τον θείο προορισμό της Παρθένου μνηστής του. Τότε κατάλαβε πώς είχε επιτακτικό καθήκον να τη διακονήσει μ’ όλες του τις δυνάμεις, και επιτέλεσε τήν ιερή διακονία του με ευλάβεια και δέος, όπως λέει ό μακάριος Θεοφύλακτος . Ενα αίσθημα απεριόριστου σεβασμού πρός το πρόσωπό της κυρίεψε τήν καρδιά τού δίκαιου γέροντα, αίσθημα όμοιο μ’ εκείνο πού ένιωσε ή αγία Ελισάβετ, όταν τήν επισκέφτηκε ή Θεοτόκος. «Πώς μου έγινε αύτή ή τιμή», αναφώνησε, «να με επισκεφτεί ή Μητέρα τού Κυρίου μου;» . Βαθιά ευλάβεια πρός τη Θεομήτορα δεν ένιωθαν μόνο οι δίκαιοι άνθρωποι. Με τήν ίδια ευλάβεια στάθηκε μπροστά της ακόμα και ό αρχάγγελος Γαβριήλ κατά τον ευαγγελισμό της. Ό αρχάγγελος αυτός συμπεριφέρθηκε διαφορετικά στον άγιο Ζαχαρία, προαναγγέλλοντάς του τη γέννηση τού άγιου Ιωάννου τού Προδρόμου, τού πιο μεγάλου προφήτη τού Θεού .



Κοινή, λοιπόν, στους άγιους αγγέλους και στους άγιους ανθρώπους είναι ή απέραντη ευλάβεια πρός τήν Αειπάρθενο. Μόνο τα πονηρά πνεύματα και οι ασεβείς άνθρωποι, οι όποιοι γίνονται όργανα αυτών των πνευμάτων, διατυπώνουν άτοπες και βλάσφημες κρίσεις γιά το σεπτό πρόσωπό της. Όπως πολύ σωστά παρατηρεί ό όσιος Ιωάννης ό Δαμασκηνός, μόνο ένας ασύνετος  νους μπορεί να σκεφτεί πώς ή Θεοτόκος, αφού γέννησε τον Θεάνθρωπο και είδε τα θαύματα πού συνόδευαν τη γέννησή Του, καταδέχτηκε να έρθει σε σαρκική σχέση με τον Ιωσήφ και να χάσει τήν παρθενία της .






Αλλά και ό δίκαιος προστάτης της, πού είδε, επίσης, εκείνα τα θαύματα και πού πρωτύτερα είχε λάβει προσωπικά από άγγελο το χαρμόσυνο μήνυμα της γεννήσεως τού Σωτήρα από τήν Παρθένο, πώς θά μπορούσε να επιχειρήσει τήν ανόσια πράξη πού τού αποδίδουν οι προτεστάντες; Πώς θά μπορούσε ένας ογδοντάχρονος και δίκαιος γέροντας να παρασυρθεί από μια νεανική σαρκική επιθυμία και μπροστά στα μάτια τού Θεανθρώπου να διαφθείρει τήν Παναγία Μητέρα Του; Όχι! Όχι! Δεν ήταν δυνατό να διαπράξει ό άγιος γέροντας τέτοιο ανοσιούργημα! Ό δίκαιος Ιωσήφ αξιώθηκε να δεχθεί θείες αποκαλύψεις, τις όποιες δέχονται μόνο άνθρωποι αγνοί στήν καρδιά και στο σώμα. «Ιωσήφ, απόγονε τού Δαβίδ, μη διστάσεις να κρατήσεις στο σπίτι σου τη Μαριάμ, τη γυναίκα σου» , τού είπε ό άγγελος στον ύπνο του, όταν, διαπιστώνοντας τήν εγκυμοσύνη της Θεοτόκου και πέφτοντας σε αμηχανία, αποφάσισε τελικά να τη διώξει από κοντά του κρυφά. Ό άγγελος απάντησε άμεσα στους λογισμούς του. Βεβαιώνοντάς τον γιά τήν αγνότητα της Μαρίας, τον πρόσταξε να τήν κρατήσει στο σπίτι του χωρίς δισταγμό, γιατί το Παιδί, πού περίμενε, προερχόταν από το Άγιο Πνεύμα. Όταν, πάλι, έπρεπε ό Υιός τού Θεού ν’ αποφύγει τη φονική μανία τού Ηρώδη, άγγελος εμφανίστηκε γιά δεύτερη φορά στον ύπνο τού δίκαιου γέροντα και τού είπε να πάρει το  Παιδί και τη Μητέρα Του —δεν αποκάλεσε χώρα τήν Παρθένο γυναίκα του Ιωσήφ— και να φύγει στην Αίγυπτο. Και όταν πέθανε ό Ηρώδης, άγγελος με τον ίδιο τρόπο του έδωσε εντολή να επιστρέψει στη χώρα του Ισραήλ, αποκαλώντας ξανά τη Μαρία μόνο Μητέρα του Παιδιού .




Στο Ευαγγέλιο αναφέρονται «αδελφοί» του Κυρίου . Στις αναφορές αυτές στηρίζονται όσοι βλάσφημοι αρνούνται τήν άειπαρθενία της Θεοτόκου. Ωστόσο, ή αξιόπιστη παράδοση της Ορθόδοξης Εκκλησίας εξηγεί ότι το Ευαγγέλιο αποκαλεί «αδελφούς» τού Κυρίου τα παιδιά του δίκαιου Ιωσήφ, του μνηστήρα και προστάτη της Παρθένου, από γάμο του με άλλη γυναίκα, ή οποία είχε αποβιώσει.
Ό Ιωσήφ λεγόταν «πατέρας» του Κυρίου, και μάλιστα από τήν ίδια τη Θεοτόκο. Όταν ό Κύριος, στα δώδεκα Του χρόνια, χάθηκε και έπειτα από τρείς μέρες βρέθηκε στον Ναό των Ιεροσολύμων, ή Μητέρα Του Του είπε: «Παιδί μου, γιατί μάς το έκανες αυτό; Ό πατέρας Σου κι εγώ σε αναζητούσαμε με πολλή αγωνία» . Όπως, λοιπόν, ό Ιωσήφ λεγόταν «πατέρας» Του, έτσι και τα παιδιά του Ιωσήφ λέγονταν «αδέλφια» Του. Οι Ιουδαίοι, πού δεν γνώριζαν ότι ό Ιησούς είχε συλληφθεΐ στή μήτρα της Παρθένου από το Άγιο Πνεύμα, Τον θεωρούσαν γιό του Ιωσήφ . Ή Μητέρα Του και οι μαθητές Του έκρυβαν το μεγάλο μυστικό από τούς μανιασμένους Ιουδαίους. Γιατί, αν αυτοί δεν έπαυαν να βλασφημούν τα  φανερά θαύματα και σημεία του Θεανθρώπου,  θά έλεγαν και τί θά έκαναν, άν μάθαιναν ότι Εκείνος είχε συλληφθεί από το Άγιο Πνεύμα και είχε γεννηθεί από Παρθένο; Δεν τούς αποκαλύφθηκε, λοιπόν, το υπέρτατο θαύμα, και γι’ αυτό θεωρούσαν τον Ιωσήφ πατέρα του Ιησού. Επομένως, και τα παιδιά τού Ιωσήφ, πού ήταν πολύ μεγαλύτερα από τον Κύριο, τα θεωρούσαν ετεροθαλή αδέλφια Του.





Έτσι, είναι άτοπη ή επίρριψη μομφής στον δίκαιο Ιωσήφ γιά παρθενοφθορία της Παρθένου. Ακόμα πιο άτοπη, όμως, είναι ή επίρριψη τέτοιας μομφής στήν ίδια τη Θεομήτορα. Χιλιάδες παρθένες πού συζεύχθηκαν πνευματικά τον Χριστό, φύλαξαν τη σφραγίδα της παρθενίας τους απαραβίαστη. Είναι δυνατό να μην τη φύλαξε ή κορυφαία Παρθένος, ή Νύμφη και συνάμα Μητέρα τού Χριστού; Χιλιάδες παρθένες με τη συνέργεια τού Αγίου Πνεύματος φύλαξαν τήν παρθενία τους, πλημμυρισμένες από τήν άρρητη ευφροσύνη της θείας χάριτος.

Είναι δυνατό να μην τη φύλαξε ή κορυφαία Παρθένος, πού στή μήτρα της ενοίκησε ό παντοδύναμος Θεός όχι με τήν ενέργεια της χάριτός Του αλλά με τήν ίδια τήν ύπαρξή Του; Είναι δυνατό να μην τη φύλαξε εκείνη πού ήταν συνεχώς δίπλα στον Θεό; "Αν τα Χερουβείμ και τα Σεραφείμ, όντας πάντοτε κοντά στον Κύριο, έχουν όλη τήν προσοχή τους σταθερά στραμμένη σ’ Αυτόν, είναι δυνατό να μην είχε προσκολλήσει στον Κύριο τον νου και τήν καρδιά της εκείνη πού Τον συνέλαβε και Τον βάσταξε στα σπλάχνα της γιά εννέα μήνες, εκείνη πού Τον γέννησε, εκείνη πού Τον θήλασε, εκείνη πού Τον κράτησε στήν αγκαλιά της, εκείνη πού Τον ανέθρεψε, εκείνη πού ήταν κοντά Του σ’ όλη τήν επίγεια ζωή Του; Είναι δυνατό να ξέπεσε σε σαρκική ηδυπάθεια  ή πάναγνη Θεοτόκος και Παρθένος; Όχι! Μια τέτοια σκέψη μπορούν να κάνουν και να δεχθούν μόνο όσοι σέρνονται στη λάσπη της φιληδονίας. Ας διώξουμε μακριά μας αυτή τη βλάσφημη σκέψη, άς τη ρίξουμε στον σκοτεινό αδη και στην αιώνια φωτιά, την έτοιμασμένη γιά τον διάβολο και τούς αγγέλους του. Εμείς ομολογούμε τη Δέσποινά μας, τη Μητέρα τού Θεού μας, Παρθένο πριν από τον τοκετό, Παρθένο κατά τον τοκετό και Παρθένο μετά τον τοκετό της, τήν ομολογούμε άειπάρθενο! Γνωρίζοντας και διακηρύσσοντας το μεγαλείο της, προσηλώνοντας σ’ αυτήν τις καρδιές μας με άκλόνητη πίστη και βαθιά ευλάβεια, τήν επικαλούμαστε έτσι όπως παραλάβαμε από τούς άγιους άποστόλους: «Παναγία Θεοτόκε, βοήθει ήμϊν» .




Σε μερικές διηγήσεις τού Ευαγγελίου, τις όποιες θά έξετάσουμε στή συνέχεια, ό Κύριος παρουσιάζεται να αντιμετωπίζει τη Μητέρα Του —με τα ανθρώπινα κριτήρια— ψυχρά ή και αυστηρά. Και αυτό αποτελεί «λίθο προσκόμματος»  γιά όσους σκέφτονται σαρκικά. Το «πρόσκομμα», ωστόσο, άποδεικνύεται αδικαιολόγητο, άν έξεταστούν πνευματικά τα λόγια και οι ενέργειες τού Κυρίου μας. Γιατί, βέβαια, τα πνευματικά πρέπει να εξετάζονται με πνευματικό τρόπο, όπως λέει ό άγιος απόστολος . Τα έργα και τα λόγια τού Κυρίου «είναι πνεύμα και είναι ζωή». Σε αντίθεση πρός τον παλαιό Αδάμ,  ό όποιος παρασύρθηκε από τη στοργή της παλαιός Εύας και αθέτησε τήν εντολή τού Θεού, ό νέος Άδάμ, ό Κύριος, παρουσιάζεται να έχει μπροστά στα μάτια Του μόνο τήν εκπλήρωση τού θείου θελήματος, και γι’ αυτό δεν παρασύρεται από τη στοργική φροντίδα της νέας Εύας. Έτσι, με τήν απάθεια Του εξαγοράζει το παραστράτημα τού προπάτορα, με τήν απόρριψη μιας στοργής φυσικής και αναμάρτητης εξαγοράζει τήν αποδοχή της στοργής πού οδήγησε στήν αμαρτία, διδάσκοντάς μας να μην παρασυρόμαστε από τα αισθήματα μας ακόμα και με τις πιο ευλογημένες αφορμές. Φως και οδηγός μας πρέπει να είναι πάντοτε ό θείος νόμος .
Οι γονείς τού Ιησού —έτσι αποκαλεί συμβατικά το Ευαγγέλιο τη Θεομήτορα και τον Ιωσήφ, άκολουθώντας τήν άντίληψη των συγχρόνων τους— είχαν τήν ευλαβική συνήθεια να πηγαίνουν κάθε χρόνο στήν Ιερουσαλήμ γιά τη γιορτή τού Πάσχα Έτσι έκαναν και όταν ό Κύριος ήταν δώδεκα χρόνων. Μετά τη γιορτή πήραν τον δρόμο της επιστροφής στή Ναζαρέτ. Δεν είχαν αντιληφτεί, όμως, ότι ό μικρός Ιησούς είχε μείνει στήν Αγία Πόλη. Νόμιζαν ότι τούς άκολουθούσε μέσα στο πλήθος των προσκυνητών πού έφευγαν. Είχαν περπατήσει μιας μέρας δρόμο, όταν μάταια Τον άναζήτησαν άνάμεσα στους συγγενείς και τούς γνωστούς. Γεμάτοι αγωνία, γύρισαν στήν Ιερουσαλήμ και άρχισαν να ρωτούν γι' Αυτόν. Τον βρήκαν ύστερ’ από τρεις μέρες στον Ναό, καθισμένον άνάμεσα στους νομοδιδασκάλους, οι οποίοι με έκπληξη και δέος άκουγαν τα θεία λόγια τού μικρού Θεανθρώπου.






Ή Παναγία, μόλις Τον είδε, με παράπονο και στοργή μαζί πρόφερε τα λόγια πού παραθέσαμε πιο  πάνω: «Παιδί μου, γιατί μάς το έκανες αυτό; Ό πατέρας Σου κι εγώ σε αναζητούσαμε με πολλή αγωνία». Και ό Κύριος απάντησε: «Γιατί με αναζητούσατε; Δεν ξέρατε ότι πρέπει να βρίσκομαι στο σπίτι τού Πατέρα μου;». Από τήν απάντησή Του γίνεται φανερό ότι και ή σκέψη και ή θέληση και ή άγάπη Του ήταν δοσμένες στον Θεό. Στα καθήκοντά Του πρός τούς ανθρώπους ήταν συνεπής στο μέτρο πού έπρεπε, όπως φαίνεται από τα γεγονότα πού άκολούθησαν: «Ό Ιησούς κατέβηκε μαζί τους και ήρθε στή Ναζαρέτ. Και ζούσε κοντά τους με ύπακοή». Όταν ό άνθρωπος δεν ιεραρχεί σωστά τις ύποχρεώσεις του και δεν εκπληρώνει τήν καθεμιάν άπ’ αυτές στο μέτρο πού πρέπει, σύμφωνα με το θέλημα τού Θεού, τότε ό καρπός τους δεν είναι ή αρετή, αλλά αμαρτήματα και λάθη με εύλογα προσχήματα. Και όσο πιο εύλογα είναι τα προ- σχήματά τους, τόσο μεγαλύτερους κινδύνους δημιουργούν.



Ό Κύριος είχε αρχίσει πια να κηρύσσει το Ευαγγέλιο, όταν στήν Κανά, μια μικρή πόλη της Γαλιλαίος, έγινε ένας γάμος. Ανάμεσα στους καλεσμένους ήταν ό Ιησούς, ή Μητέρα Του και οι μαθητές Του. Με τήν παρουσία Του ό Θεάνθρωπος άγίασε και τον γάμο και το τραπέζι πού άκολούθησε. Κάποια στιγμή τέλειωσε το κρασί. Τότε ή Θεοτόκος είπε στον Κύριο: «Κρασί δεν έχουν». Κι Εκείνος άποκρίθηκε: «Τί νοιάζεσαι εσύ, γυναίκα, γιά το τί θά κάνω εγώ; Δεν ήρθε ακόμα ή ώρα μου». Θαυμαστή άπάντηση με άφορμή το κρασί, πού τόσο ισχυρή επίδραση έχει στους ανθρώπους! Τέτοιαν άπάντηση έπρεπε να δώσει ό Άδάμ στήν Εύα, όταν εκείνη τον παρακίνησε να φάει από τον άπαγορευμένο καρπό, τον καρπό πού τού προξένησε τον αιώνιο θάνατο. “Τί νοιάζεσαι εσύ, γυναίκα, γιά το τί θά κάνω εγώ;”, θά μπορούσε να της πει ό Άδάμ. “Πλάστηκες από τήν πλευρά μου γιά να γίνεις βοηθός μου- μη γίνεσαι έχθρός μου. Ενώθηκα μαζί σου με τη συζυγία σε μία σάρκα. Άν έσύ καταπάτησες τήν εντολή τού Θεού, εγώ χωρίζομαι από σένα. Μαζί σου ένώθηκα γιά να διακονώ τον Θεό και όχι γιά να εναντιώνομαι σ’ Αυτόν”.
Το δεύτερο μέρος της απαντήσεως τού Κυρίου έχει ένα βαθύ, μυστικό νόημα. Ή Θεοτόκος λυπήθηκε τούς καλεσμένους στο γαμήλιο τραπέζι, πού δεν είχαν πια κρασί, και ζήτησε από τον Υιό της να συμπληρώσει τήν έλλειψη με τη θεία δύναμή Του. Και ό πολυεύσπλαχνος Θεός Λόγος, 




Εκείνος πού ήρθε με τη μορφή ανθρώπου στήν πεσμένη ανθρωπότητα γιά να τη σώσει από τον θάνατο, παρέχοντάς της ζωοποιητική πνευματική βρώση και πόση, το Σώμα Του και το Αίμα Του, τον ίδιο Του τον εαυτό, Εκείνος πού από Αγάπη πρός τούς ανθρώπους ήταν έτοιμος να τούς χαρίσει αμέσως αυτή τη βρώση και τήν πόση, αναφέρεται υπαινικτικά στο τραπέζι πού ετοιμάζεται από τον Θεό και πού είναι πια πολύ κοντά: «Δεν ήρθε ακόμα ή ώρα μου». Δεν ήρθε ή ώρα των σωτήριων παθημάτων μου, ή ώρα της προσφοράς τού ζωοφόρου Αίματός μου γιά τη λύτρωση της ανθρωπινής φύσεως από τον αιώνιο θάνατο. Αυτή τήν ώρα προσδοκούσε ό Κύριος, τήν ώρα τη σωτήρια γιά τούς ανθρώπους, τήν ώρα της εκδηλώσεως της απέραντης αγάπης Του, τήν ώρα γιά τήν οποία είχε έρθει στον κόσμο . Το αίτημα της Θεοτόκου αυτό καθεαυτό δεν ήταν μεμπτό και εκπληρώθηκε. Απ’ αυτό γίνεται φανερό πώς   ή αρχική απόρριψη της φιλάνθρωπης μεσιτείας της νέας Εύας άπέβλεπε μόνο στην έπανόρθωση της άποδοχής της έφάμαρτης και ολέθριας προτάσεως της παλαιός Εύας από τον Άδάμ. Το νόημα των λόγων του Κυρίου είναι τούτο: “Εσύ φροντίζεις γιά τη φθαρτή τροφή των ανθρώπων, αλλά εγώ τούς αγαπώ με τήν απέραντη και ασύλληπτη θεία αγάπη. Παρακινημένος άπ’ αυτή τήν αγάπη είμαι έτοιμος να τούς προσφέρω ώς βρώση το ίδιο μου το Σώμα και ώς πόση το ίδιο μου το Αίμα. Κι αυτό θά γίνει στον καιρό του, στην ώρα τήν καθορισμένη από τήν ανεξερεύνητη θεία θέληση”.




Ό άγιος ευαγγελιστής Ματθαίος διηγείται ένα περιστατικό, στο όποιο αναφερθήκαμε και πιο πάνω: Ό Κύριος δίδασκε κάποτε τον λαό μέσα σ’ ένα σπίτι. Ή Μητέρα Του και τα παιδιά του Ιωσήφ, πού θεωρούνταν, όπως είπαμε, αδέλφια του Θεανθρώπου, ήρθαν και στάθηκαν έξω από το σπίτι, θέλοντας να Του μιλήσουν. Κάποιος Του το είπε, αλλά Εκείνος αποκρίθηκε: «Ποιά είναι ή μητέρα μου και ποιά είναι τ’ αδέλφια μου;». Έπειτα, δείχνοντας τούς μαθητές Του, πρόσθεσε: «Να ή μητέρα μου και τ’ αδέλφια μου! Γιατί οποίος κάνει το θέλημα του ουράνιου Πατέρα μου, αυτός είναι αδελφός και αδελφή και μητέρα μου».
Μιαν άλλη φορά, πάλι, όταν κάποια γυναίκα, ακούγοντας τη θεσπέσια διδαχή του Κυρίου, αναφώνησε, «Μακάρια είναι ή κοιλιά πού Σε βάσταξε, μακάριοι και οι μαστοί πού θήλασες», Εκείνος αποκρίθηκε: «Ναί, πράγματι, μακάριοι είναι όσοι ακούνε τον λόγο του Θεού και τον εφαρμόζουν». Σε κάθε περίσταση ό Κύριος είναι το ίδιο πιστός στήν πανάγια διακονία Του. «Κατέβηκα από τον ουρανό», λέει, «γιά να κάνω όχι το δικό μου θέλημα, αλλά το θέλημα Εκείνου πού με έστειλε».
Αυτή ή θεία στάση και αυτά τα θεία λόγια Του αναφορικά με τη Θεομήτορα κάθε άλλο παρά υποτιμούν τήν αξία εκείνης• απεναντίας, τήν ανεβάζουν. Ή Αειπάρθενος είναι πάνω άπ’ όλους τούς άγιους, τόσο επειδή έγινε ή Μητέρα τού Θεανθρώπου, όσο και επειδή άκουγε προσεκτικά και τηρούσε με επιμέλεια τη διδασκαλία Του περισσότερο άπ’ όλους. Το πρώτο άπ’ αυτά τα προσόντα, ή θεία μητρότητά της, επισφραγίστηκε από το δεύτερο, τήν ακρόαση και τήν τήρηση των εντολών του Υιού της, γι’ αυτό και ή αξία της ξεπέρασε τήν αξία κάθε άλλου λογικού πλάσματος.




Το ιερό Ευαγγέλιο μάς πληροφορεί: «Ή Μαριάμ διατηρούσε όλα αυτά τα λόγια στήν καρδιά της, και τα σκεφτόταν συνεχώς». Ό ευαγγελιστής άναφέρεται στά λόγια των βοσκών, στούς οποίους τή νύχτα τής γεννήσεως τοϋ Χριστού παρουσιάστηκε άγγελος Κυρίου, φέρνοντάς τους τήν είδηση της ενανθρωπήσεως του Σωτήρα του κόσμου. Το χωρίο αυτό δείχνει πώς ή Θεοτόκος από τήν ημέρα της γεννήσεως του Θεανθρώπου παρακολουθούσε προσεκτικά όλα τα γεγονότα πού σχετίζονταν μ’ Αυτόν, τα διατηρούσε στή μνήμη της και τα κατέγραφε στο βιβλίο της καρδιάς της.




Λίγο πιό κάτω ό Ιερός Λουκάς ξαναλέει: «Ή Μητέρα Του διατηρούσε μέσα στήν καρδιά της όλα αύτά τα λόγια». Αύτή τη φορά αναφέρεται στα λόγια του Ίδιου του Κυρίου. Έδινε, λοιπόν, ή Θεοτόκος μεγάλη προσοχή τόσο στα γεγονότα πού αφορούσαν τόν Κύριο, όσο και στα Λόγια Του, φυλάγοντάς τα στην καρδιά της όπως θά φύλαγε ανεκτίμητους θησαυρούς σε θησαυροφυλάκιο. Πρέπει να έπισημάνουμε πώς ή δεύτερη σχετική σημείωση τού ευαγγελιστή έγινε με άφορμή κάποια λόγια τού Κυρίου πού τότε άκόμα ήταν άκατανόητα στή Θεομήτορα, αλλά έγιναν κατανοητά αργότερα, μετά τήν ανακαίνιση της από το Άγιο Πνεύμα.




Ποιος ακούει τόν θείο λόγο καλύτερα από εκείνον πού τον δέχεται με εμπιστοσύνη και τον κλείνει στην καρδιά του; Ό άγιος προφήτης Δαβίδ έλεγε: «Θέλησα να έκπληρώσω το θέλημά Σου, Θεέ μου, και τόν νόμο Σου μέσα στήν κοιλιά μου» δηλαδή μέσα στήν καρδιά μου, σύμφωνα μέ τήν εξήγηση τών πατέρων . Αυτό πού επιθυμούσαν να έκπληρώσουν οί μεγαλύτεροι όσιοι τού Θεού, το έκπλήρωσε ή Θεοτόκος μέ τή θεία χάρη πού της δόθηκε. Και πώς το έκπλήρωσε; Πρώτα ή θεία χάρη γέμισε τήν καρδιά της και τήν κοιλιά της. Επειτα ή κοιλιά της έγινε ναός τού Κυρίου, ό όποιος ένοίκησε σ’ αυτήν ύποστατικά. Ή πνευματική άγαλλίαση από τήν παρουσία τού Κυρίου στα σπλάχνα της πλημμύρισε όλη της τήν ύπαρξη, όπως το βεβαίωσε ή ίδια . Αν τέτοια άγαλλίαση, άν τέτοια αγία χαρά κυριεύει όλους τούς άνθρώπους πού άξιώνονται να αισθανθούν μέσα τους τήν ένέργεια τού Αγίου Πνεύματος, πόσο πιό πολύ κυρίεψε τή Θεομήτορα, πού άξιώθηκε να δεχθεί μέσα της τόν ίδιο τόν Θεάνθρωπο;!
Μετά τή γέννησή Του, πάλι, οί σχέσεις της μαζί Του  ήταν πολύ στενές, ήταν σχέσεις Μητέρας και Παιδιού. Στα χέρια της και στήν άγκαλιά της πέρασε ό Κύριος τή νηπιακή Του ηλικία. Κοντά της έζησε στα χρόνια και της έφηβικής και της νεανικής και της άνδρικης ηλικίας Του, μέχρι τήν έναρξη του κοσμοσωτήριου έργου Του, πού κράτησε τριάμισι περίπου χρόνια. Κανείς άλλος δέν ήταν τόσο άμεσος άκροατής τού λόγου τού Θεανθρώπου και γιά τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα όσο ή Παρθένος Μαρία. Κανείς άλλος δεν παρακολουθούσε το κήρυγμα και τα θαυμαστά έργα τού Υιού του Θεού μέ τόσο μεγάλη και τόσο σταθερή προσοχή, κανείς άλλος δεν τα φύλαγε στή μνήμη και στήν καρδιά του μέ τόση άγάπη.




Είδαμε πιό πάνω πώς μίλησε ό Κύριος στή Μητέρα Του κατά τόν γάμο πού έγινε στήν Κανά της Γαλιλαίος. Άς δούμε τώρα τή δική της αντίδραση. Στήν κοφτή και αυστηρή άπόκριση τού Υιού της δεν διέκρινε, όπως ίσως όλοι μας, αρνητική διάθεση. Γνωρίζοντάς Τον καλύτερα από κάθε άλλον, κατάλαβε ότι θά έκπλήρωνε το αίτημά της. Γί αύτό είπε στούς υπηρέτες: «Κάντε ότι σάς πει». Και, πράγματι, άκολούθησε το θαύμα της μεταβολής τού νερού σέ κρασί από τόν Θεάνθρωπο.
Τα τριάμισι τελευταία χρόνια της παρουσίας τού Κυρίου στή γή ή Θεοτόκος δεν μπορούσε να είναι συνεχώς δίπλα Του. Στό διάστημα αύτό ό Χριστός περιόδευε στήν Ίουδαία, κηρύσσοντας στούς άνθρώπους το Ευαγγέλιό Του. Αλλά και τότε ή Μητέρα Του Τόν έβλεπε συχνά, άκολουθώντας Τον μαζί μέ τούς μαθητές και τίς μαθήτριές Του, καθώς ή δίψα της γιά τή διδασκαλία Του ήταν άσβεστη. Στόν καιρό των παθημάτων Του, πάντως, δεν έλειψε ούτε στιγμή από κοντά Του, συμπάσχοντας ολόψυχα μαζί Του. Όπως ή παλαιό Ευα έκανε τον παλαιό Άδάμ συμμέτοχο στην παράβασή της, έτσι ό νέος Αδάμ έκανε τή νέα Εύα συμμέτοχο στα παθήματά Του, μέ τα οποία εξαγοράστηκε ή παράβαση των προπατόρων. Ό πόνος γιά το Παιδί της διαπέρασε τότε τήν καρδιά της σάν δίκοπο μαχαίρι .




Όταν ό Κύριος κρεμόταν στόν Σταυρό γιά τή λύτρωση τού άνθρωπίνου γένους, κοντά Του στεκόταν ή Μητέρα Του και ό άγαπημένος μαθητής Του, ό Ιωάννης. Ό Θεάνθρωπος είχε έπιτελέσει πιά το κοσμοσωτήριο έργο Του. Είχε άναγεννήσει τήν άνθρώπινη φύση σέ μιά νέα ζωή μέ τα προθανάτια παθήματά Του. Και τώρα, πάνω στόν Σταυρό, έτοιμαζόταν να ολοκληρώσει αυτή τήν αναγέννηση μέ τόν θάνατό Του. Έτσι, θά γινόταν μιά γιά πάντα ό γενάρχης της ανακαινισμένης ανθρωπότητας, άντικαθιστώντας μέ τόν έαυτό Του τόν προπάτορα Αδάμ, ό όποιος λόγω της πτώσεώς του δεν ήταν Ικανός να γεννά παιδιά πού θά στάζονταν, αλλά μόνο παιδιά πού θά χάνονταν. Λίγο πρίν παραδώσει, λοιπόν, το πνεύμα στόν Πατέρα Του, ό σταυρωμένος Κύριος στράφηκε στή Μητέρα Του, τήν κοινωνό των παθημάτων Του, γιά να της αποδώσει και επίσημα τα δικαιώματά της μέσα στή νέα ανθρωπότητα, δικαιώματα πού αντλούσε από τήν όλη σχέση της με τόν Θεάνθρωπο: Τήν όρισε Μητέρα τού αγαπημένου μαθητή Του και στο πρόσωπο εκείνου Μητέρα όλης της ανθρωπότητας. Όπως, δηλαδή, αντικατέστησε τον Αδάμ με τον εαυτό Του, έτσι αντικατέστησε και τήν Εύα με τή Θεομήτορα.
Ή Εύα, άν και είχε πλαστεί παρθένος, παραβαίνοντας τήν εντολή τού Θεού, δεν μπόρεσε να παραμείνει στην ευλογημένη κατάσταση της παρθενίας. Ανάμεσα στις τιμωρίες της ήταν και ή σαρκική υποταγή στον άνδρα της. Ή Θεοτόκος, μολονότι είχε συλληφθεί και γεννηθεί μέσα στήν αμαρτία των προπατόρων, με αγνή και θεάρεστη ζωή προετοιμαζόταν έτσι ώστε να γίνει θείο σκεύος.

 Και όταν έγινε θείο σκεύος, παρέμεινε ξένη πρός κάθε σκέψη και επιθυμία σαρκικής ενώσεως με άνδρα, σκέψη και επιθυμία στις οποίες υποκύπτουν οί γυναίκες έξαιτίας της πτώσεως. 'Η άδιάλειπτη κοινωνία με τον Θεό, ό όποιος ηταν συνάμα και Υιός της, τήν έτρεφε άκατάπαυστα με ουράνια, με πνευματικά, με αγία νοήματα και αισθήματα «Όποιος ένώνεται με τον Κύριο, γίνεται ένα πνεύμα μαζί Του», λέει ό άπόστολος. Αυτά τα λόγια έκπληρώθηκαν σέ υπέρτατο βαθμό στή Θεομήτορα, ή οποία έτσι πήρε τήν πρώτη θέση ανάμεσα σέ όλους τούς αγίους παρθένους και όλες τίς αγίες παρθένες της ανθρωπότητας. Ή Θεοτόκος μέχρι τή γέννηση τού Θεανθρώπου ήταν Παρθένος, κατά τή γέννησή Του διαφυλάχθηκε Παρθένος και μετά τή γέννησή Του παρέμεινε Παρθένος. Από άνδρα δεν ελκύστηκε, γιατί είχε ελκυστεί ολοκληρωτικά από τον Θεό, είχε ενωθεί με τον Θεό.



Μετά τήν Ανάληψη τού Κυρίου, ή Παναγία, όπως μαθαίνουμε από το βιβλίο των Πράξεων των Αποστόλων, έμεινε μαζί με τους μαθητές τού Κυρίου, με τούς οποίους καταγινόταν «στήν προσευχή και τή δέηση». Ό άγιος ευαγγελιστής Λουκάς με τίς δύο αυτές λέξεις θέλει να δείξει πώς όλος ό χρόνος της Θεοτόκου και των άποστόλων ήταν άφιερωμένος στήν προσευχή, σέ κάθε μορφή προσευχής. Με τέτοιαν ένασχόληση, με τέτοιον τρόπο δέχτηκαν τή δωρεά του Αγίου Πνεύματος τήν ήμερα της Πεντηκοστής. Γιατί το Άγιο Πνεύμα, προκειμένου να έρθει σ’ έναν μαθητή τού Χριστού και να κατοικήσει μέσα του, απαιτεί άπ’ αυτόν όχι μόνο αγία ζωή αλλά και αδιάλειπτη προσευχή. Κατά τήν Πεντηκοστή, Λοιπόν, ή Θεοτόκος πλημμύρισε από Πνεύμα Άγιο όχι μόνο ψυχικά αλλά και σωματικά. Πηγές θείου φωτός έγιναν τότε τόσο ή ψυχή της όσο και το σώμα της. Το μαρτυρεί το Πνεύμα τού Θεού. Το πιστοποιεί ή άγία Εκκλησία. Το έπιβεβαιώνει ό πνευματικός νούς.
Παραθέτουμε στή συνέχεια τή μαρτυρία γιά τή Θεομήτορα ένός συγχρόνου της, τού άγίου Διονυσίου τού Αρεοπαγίτη, μορφωμένου και όνομαστού Αθηναίου, πού μεταστράφηκε στή χριστιανική πίστη από τον άπόστολο Παύλο. Ό άγιος Διονύσιος, τρία χρόνια μετά τή μεταστροφή του, έπισκέφθηκε τήν Ύπεραγία Θεοτόκο στα Ιεροσόλυμα, στο σπίτι του εύαγγελιστού Ιωάννου, όπου εκείνη έμενε μετά τήν Ανάληψη τού Κυρίου. Να τί γράφει σχετικά με τήν επίσκεψη αυτή σέ μιάν επιστολή του πρός τον άπόστολο Παύλο:




«Δεν πίστευα —το ομολογώ ένώπιον τού Κυρίου, ώ θαυμάσιε οδηγέ και ποιμένα μας— ότι έκτος από τον ύψιστο Θεό ήταν δυνατό να ύπάρχει όποιοδήποτε πρόσωπο πού να είναι γεμάτο από θεία δύναμη και θεία χάρη. Όμως, κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να φανταστεί αυτό πού είδα και κατάλαβα όχι μόνο με τα ψυχικά μου μάτια αλλά και με τα σωματικά Είδα, λοιπόν, με τα μάτια μου τή θεόμορφη και άγιότερη άπ’ όλα τα ουράνια πνεύματα Μητέρα τού Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Όταν ένα δώρο της χάριτος τού Θεού, της συγκαταβατικότητας τού κορυφαίου Αποστόλου (Ιωάννου), καθώς και της απύρηνης καλοσύνης, ευσπλαχνίας και ευμένειας της  Ιδιας της Παρθένου. Όμολογώ ξανά και ξανά μπροστά στον Παντοδύναμο Θεό, μπροστά στον πανάγαθο Σωτήρα Και' μπροστά στην ένδοξη και πάντιμη Μητέρα Του, πώς, όταν με οδήγησε σ’ εκείνην, τή θεόμορφη και παναγία Παρθένο, ό Ιωάννης, ή κεφαλή των ευαγγελιστών και προφητών, πού, ένώ ζει με σάρκα, λάμπει όπως ό ήλιος στον ουρανό, με τύλιξε μια θεία λάμψη, λάμψη ζωηρή και αμείωτη, φωτίζοντάς με όχι μόνο εξωτερικά αλλά και εξωτερικά, καθώς και μια υπερκόσμια, μια υπέροχη ευωδία με συνεχείς εναλλαγές. Ούτε το πνεύμα μου ούτε το σώμα μου μπορούσαν να βαστάξουν τόσα και τέτοια σημεία, πού συνιστούσαν πρόγευση της αιώνιας μακαριότητας και δόξας. Παρέλυσε ή καρδιά μου και σχεδόν έσβησε το πνεύμα μου από τή θεία δόξα και χάρη της. Βεβαιώνω μπροστά στον Θεό πώς, αν δεν είχα Φράξει στήν καρδιά μου και στον νεοφώτιστο νου μου τις θεόπνευστες διδαχές και υποθήκες Του, θά είχα θεωρήσει  την Παρθένο θεό και θά τήν είχα προσκυνήσει έτσι πως προσκυνούμε τον μόνο αληθινό Θεό. Γιατί κανένας νους δεν μπορεί να φανταστεί γιά άνθρωπο δοξασμένο  τον Θεό δόξα ανώτερη από τη δόξα εκείνη πού αξιώθηκα εγώ, ό ανάξιος, να δώ, ούτε μακαριότητα μεγαλύτερη από τη μακαριότητα πού αξιώθηκα να γευθώ. Ευχαριστώ  τον ύψιστο και πανάγαθο Θεό μου, τήν Παναγία Παρθένο, τον κορυφαίο Απόστολο Ιωάννη, καθώς κι εσένα τήν ανώτατη και επισημότατη κεφαλή της Εκκλησίας, Πού σπλαχνικά μού φανέρωσε μια τέτοια ευεργεσία» .





Τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος, πού τα είχαν πλούσια οι απόστολοι, τα είχε πιο πλούσια ή Θεοτόκος. Είχε και το προφητικό και το διορατικό και το θαυματουργικό και άλλα αναρίθμητα χαρίσματα, γνωστά στην ίδια και σ’ Εκείνον πού της τα έδωσε. Όλοι οι άρρωστοι, άπ’ ότι κι άν έπασχαν, θεραπεύονταν μόλις άγγιζαν το παρθενικό και αγιασμένο σώμα της, πού είχε γίνει σκεύος της θείας χάριτος και πηγή θαυμάτων. Όπως θαυματουργούσε ή εικόνα πού σχηματιζόταν στή γή από τη σκιά τού αποστόλου Πέτρου , έτσι θαυματουργούν μέχρι σήμερα οι εικόνες της Θεοτόκου σ’ όλη τη γή, κηρύσσοντας, επιβεβαιώνοντας και επισφραγίζοντας με σημεία τήν αλήθεια της διδασκαλίας τού Χριστού. Ζωγράφοι των θαυματουργών εικόνων τού αποστόλου Πέτρου ήταν οι ακτίνες τού ήλιου. Ζωγράφοι των θαυματουργών εικόνων της Θεοτόκου ήταν οι λογικές ακτίνες τού Ηλιου της δικαιοσύνης, τού Υιού τού Θεού και Υιού της Άειπαρθένου, δηλαδή οι απόστολοί Του και άλλοι άγιοι πού Τον εύαρέστησαν.


Ή Θεοτόκος τήν τρίτη μέρα μετά τη μακάρια κοίμησή της άναστήθηκε. Ετσι, τώρα κατοικεί στούς ουρανούς, κοντά στον άναστημένο Υίό της, με τήν ψυχή και το σώμα της. Κατοικεί και βασιλεύει στούς ουρανούς. Ώς Μητέρα τού ουράνιου Βασιλιά, έχει άνακηρυχθεϊ Βασίλισσα των ουρανών, Βασίλισσα των αγίων άγγέλων και των άγίων άνθρώπων, και έχει λάβει ιδιαίτερη έξουσία να μεσιτεύει με έξαιρετική παρρησία στον Θεό γιά τον κόσμο. Ή άγία Εκκλησία μας, όταν απευθύνεται ικετευτικά πρός τούς αγίους και πρός τούς άγγέλους τού Θεού, λέει, «πρεσβεύσατε υπέρ ήμών», ενώ, όταν άπευθύνεται στή Θεομήτορα, λέει, «σώσον ημάς». Ή Παναγία είναι ή μεγαλύτερη προστάτιδα και βοηθός όλων όσοι αγωνίζονται γιά τήν ευαρέστηση τού Θεού, όλων όσοι έχουν αφιερώσει τη ζωή τους στή διακονία τού Θεού. Όταν κάποτε εμφανίστηκε σ’ έναν άγιο μοναχό, θεραπεύοντάς τον από μια βαριά αρρώστια, είπε στον άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο, πού τη συνόδευε: «Αυτός είναι από τη δική μας γενιά» .


Ή Παναγία είναι ή γρήγορη παρηγοριά των λυπημένων, ή σταθερή προστάτιδα των μετανοημένων, το ασφαλές καταφύγιο των αμαρτωλών πού θέλουν να επιστρέψουν στον Θεό και ή θερμή μεσίτριά τους σ’ Αυτόν. Οι ορθόδοξοι χριστιανοί προσφέρουν στήν Αειπάρθενο χαρμόσυνη δοξολογία με βαθιά ευλάβεια, με ιερό δέος, με ανέκφραστο θαυμασμό, με πίστη και Αγάπη εκστατική.
Μην απορρίπτεις, Δέσποινα, τις νηπιακές φωνές μας, μην παραβλέπεις το βρεφικό ψέλλισμά μας, πού, όσο κι άν το δυναμώνει ή θέρμη της καρδιάς μας, δεν μπορεί να σε υμνήσει επάξια. Αδύναμη είναι ή σκέψη μας, αδύναμος είναι κι ό λόγος μας, ενώ το μεγαλείο σου είναι απέραντο!



«Χώρε, σκηνή τού Θεού και Λόγου!
»Χαίρε, Αγία Αγίων μείζων!
»Χαίρε, ότι υπάρχεις Βασιλέως καθέδρα!
»Χαίρε, Θεού αχώρητου χώρα!
»Χαίρε, όχημα πανάγιον τού επί των Χερουβείμ!
»Χαίρε, οίκημα πανάριστον του έπι των Σεραφείμ!
»Χαίρε, ύψος δυσανάβατον άνθρωπίνοις λογισμοϊς! »Χαίρε, βάθος δυσθεώρητον και Αγγέλων όφθαλμοΐς!
»Χαίρε, των απίστων αμφίβολον άκουσμα!
»Χαίρε, των πιστών αναμφίβολον καύχημα!
»Χαίρε, φιλοσόφους άσοφους δεικνύουσα!
»Χαίρε, τεχνολόγους άλογους έλέγχουσα!
»Χαίρε, δη έμωράνθησαν οι δεινοί συζητηταί! »Χαίρε, των άλιέων» της πίστεως «τάς σαγήνας πληρούσα» με γνώσεις πνευματικές !
« Ύπεραγία Θεοτόκε, δόξα σοι!»
« Ύπεραγία Θεοτόκε, σώσον ημάς!»

Αμήν.

ΑΓΙΟΥ ΙΓΝΑΤΙΟΥ ΜΠΡΙΑΝΤΣΑΝΙΝΩΦ. ΑΣΚΗΤΙΚΕΣ ΟΜΙΛΙΕΣ Β . ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σας ευχαριστούμε.

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.