ΠΩΣ
ΝΑ ΓΙΝΟΥΜΕ ΠΡΟΣΩΠΑΚΑΙ ΝΑ ΖΗΣΟΥΜΕ ΩΣ
ΥΠΟΣΤΑΤΙΚΑ ΠΝΕΥΜΑΤΑ
Μου
φαίνεται ότι ήδη άφομοιώσατε με αρκετή σαφήνεια ότι ή οδός και ή πίστη μας
θεμελιώνονται στην άνωθεν αποκάλυψη καί δεν αποτελούν με κανέναν τρόπο αίτημα της
διανοίας μας. Ό Θεός αποκαλύφθηκε στις υποστάσεις Του ώς «Εγώ είμι ό Ών». Μετά από
αυτό άκολουθεί ή άλλη στιγμή της αποκαλύψεως: Όντας προσωπικός, Θεός Τριάς,
θέτει μπροστά Του τον σκοπό της δημιουργίας τού άνθρωπίνου είναι «κατ’ εικόνα
καί καθ’ όμοίωσίν» Του. Ή δημιουργία «κατ’ εικόνα Θεού καί καθ’ όμοίωσίν» σημαίνει
ότι ό άνθρωπος είναι κατά τή φύση του ον πολύ κοντά στον Θεό.
'Η φύση μας δημιουργήθηκε
με λογικά ανεξήγητο τρόπο: Ήρθαμε στο είναι ώς δυνατότητα, έν δυνάμει, καί όχι
ώς τέλεια όντα. ’Άν λοιπόν ό Ίδιος ό Χριστός είπε ότι «Πνεύμα ό Θεός» , τότε
καί τό άνθρώπινο πρόσωπο οφείλει νά γίνει κατανοητό ώς πνεύμα. Γιά τή
δημιουργία ένός τέτοιου «θεού» είναι άπαραίτητο νά άρχίσει ή ύπαρξή μας από
ύλικό σώμα. Καί όπως ήδη είπαμε, καλύτερα νά μή διερωτώμαστε «γιατί» καί «πώς»,
άλλά νά διαπιστώνουμε μόνο τό γεγονός. Όντας λοιπόν δημιουργημένοι ώς δυνατότητα,
μπορούμε νά γίνουμε πρόσωπα όμοια με τον ’Ίδιο τον Θεό. Καί πώς μπορούμε νά
οικοδομήσουμε τή σωτηρία μας έκπληρώνοντας τήν προαιώνια επιθυμία τού Θεού γιά
μάς: «Ποιήσωμεν άνθρωπον καθ’ όμοίωσίν ήμετέραν»;
Πώς
μπορούμε νά γίνουμε πρόσωπα από τήν κατάσταση στήν όποια βρισκόμαστε; Ή οδός
μας είναι ή ζωή σύμφωνα με τις εντολές τού Χριστού. Ό θεϊκός χαρακτήρας των
έντολών μάς άποκαλύπτεται κατά τό μέτρο τού άσκητικού μας πόθου νά γίνουμε
πραγματικά «θεοφόροι». Τήν τελευταία φορά σταματήσαμε με τήν προσευχή μας στο
προαιώνιο γεγονός τού Είναι τού Θεού. Τό άναρχο όμως αυτό Απόλυτο εύδόκησε νά
μάς δημιουργήσει με τον σκοπό νά είσέλθουμε στήν αίωνιότητά Του ώς παιδιά Του
καί ώς φίλοι Του. Όταν συναντιόμαστε με τή θεολογία σε άκαδημαϊκό έπίπεδο,
έγείρεται τό πρόβλημα: Πώς νά δημιουργήσουμε κάποιο άναντίρρητο σύστημα με
λογική δομή, γιά νά έκφράσουμε τήν άποκάλυψη τού Θεού;
Μπορούμε
νά προσεγγίσουμε τό πρόβλημα της θεολογίας από διάφορες οπτικές γωνίες. Ή
άρχική θεολογία είναι παιδική: «Υπάρχει Θεός, ό Θεούλης». Τό νήπιο αισθάνεται
καί προσλαμβάνει τον Θεό με κάποιον τρόπο πού
εμείς δεν θυμόμαστε πλέον, αφού έχουμε περάσει τό στάδιο αυτό προ πολλού.
Καί έφόσον ό Θεός δημιούργησε τή φύση μας σύμφωνη με τή φύση Του, ύπάρχει
άντίστοιχα σε μάς μιά ιδιαίτερη αίσθηση -διαίσθηση- με την όποια αίσθανόμασατε
την επαφή τού θείου Πνεύματος.
'Η
σχολή τού μοναχισμού διακρίνεται από τις θεολογικές σχολές πού οργανώνονται
μέσα στις ιστορικές συνθήκες της ζωής τού κόσμου. Ό μοναχισμός είναι ιδιαίτερη
σχολή, όπου ή κάθε ήμέρα, ή κάθε στιγμή καί ό κάθε λόγος συνδέεται με τό είναι
τού Θεού καί τή ζωή σύμφωνα με τις έντολές Του. Άν όμως οι θεολογικές σχολές
οδηγούν στή δυνατότητα νά έκφράσουμε «έπιστημονικά» τό περιεχόμενο της θείας αποκαλύψεως,
στή μοναχική ζωή ή θεολογική μόρφωση δέν μπορεί καθόλου νά οργανωθεί όπως στις
σχολές.
Εντείνουμε
τήν προσευχή μας νά άγγίξουμε τό κράσπεδο τών ίματίων τού Θεού μας, μιλώντας
παραβολικά, καί ό Θεός ανταποκρίνεται στις κινήσεις μας ποικιλοτρόπως. Στον
προστάτη μας πατέρα Σιλουανό αποκαλύφθηκε μέ τελειότερη μορφή από οτι σέ
πολλούς άκαδημαϊκούς θεολόγους! Κατά κάποιον τρόπο παρατηρείται μια εντελώς
άντίθετη τάξη. Βλέπετε, ό Θεός αποκαλύφθηκε σέ άνθρωπο από τήν πρώτη στιγμή
έτσι, ώστε σέ όλη τήν ύπόλοιπη ζωή του νά άγωνίζεται νά διατηρήσει στο πνεύμα
του τήν άποκάλυψη πού τού δόθηκε χωρίς λόγια. Έτσι, άν γιά τον Θεό είναι
δυνατόν νά μεταδώσει τον έαυτό Του σέ έναν άνθρωπο, σημαίνει ότι είναι δυνατόν
νά τό κάνει καί μέ τον καθένα μας.
Έχοντας
δημιουργήσει τον άνθρωπο κατά τή θεία εικόνα, δηλαδή ώς όν στο όποιο
προσιδιάζει έλευθερία μέ τήν ύψηλότερη σημασία της λέξεως, ό Θεός δεν
παραβιάζει τον άνθρωπο καί δεν κάνει τίποτε μαζί του χωρίς τή βούλησή του, άλλά
προνοητικά είναι παρών στήν όδό του. Καί αυτό πού μπορεί ό άνθρωπος νά δεχθεί, αυτό
άκριβώς τού δίνει. Παρ’ 'ολα αυτά, μέ τή μοναστηριακή ζωή προσεγγίζουμε
πληρέστερα στήν άντίληψη τού Θεού παρά μέ τή λογική δόμηση τών θεολογικών
σπουδών στις σχολές. 'Η δική μας σχολή βαδίζει μόνο στή γραμμή της τηρήσεως τών
θείων έντολών. Έδώ έγκειται ή διάκριση τού συστήματος της μοναχικής ζωής από αυτό
τών σχολών. Στις σχολές έπιτρέπεται νά ζεις όπως θέλεις, αρκεί νά άφομοιώσεις
διανοητικά τις θέσεις της διδασκαλίας. Έδώ όμως τίθεται πρωτίστως τό έρώτημα
πώς νά περάσουμε τήν ή μέρα άναμάρτητα.
Συνεπώς,
ή θεολογία μπορεί νά έχει διάφορες μορφές. Ή πρώτη θεολογία, άρχίζοντας από τά
παιδικά χρόνια, είναι έκείνη πού συνιστά τό περιεχόμενο τών προσευχών μας. 'Η
διαδικασία της άναπτύξεως τού περιεχομένου αυτού μπορεί καί πρέπει νά
τελειοποιηθεί κατά τή διάρκεια όλης της ζωής.
Άλλο
είδος είναι ή θεολογία ώς κατάσταση τού ανθρώπου.
Περάσαμε
τό χθεσινό βράδυ μέ κάποιον καθηγητή της θεολογίας από τήν Ελλάδα. Αύτός τόνιζε
ότι ή πίστη καί ή ζωή μας θεμελιώνονται στήν άποκάλυψη καί όχι σέ ανθρώπινες
εικασίες. Παραπέμποντάς μας σέ ένα μικρό άπόσπασμα από τό κατά Ίωάννην
Εύαγγέλιο είπε μέ θαυμάσιο τρόπο: «Ό Ιωάννης άπλώς διηγείται καί ή διήγησή του
είναι γιά μάς έξ ολοκλήρου άποκάλυψη».
Ένα από
τά πιο ύπέροχα παραδείγματα της θεολογίας ώς προσευχής αποτελεί ή Θεία
Λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου. Ή αναφορά της είναι καθαρή θεολογία καί συνεχής
ένταση προσευχής. Τό κατά Ίωάννην όμως Ευαγγέλιο είναι άκόμη ύψηλότερη
θεολογία, κατά τήν όποια ή κατάσταση του ανθρώπου συμπίπτει πλέον με τή θεία
φανέρωση. Πρότυπο λοιπόν σε αυτό είναι ό Ιωάννης ό Θεολόγος. Τέτοιο έπίπεδο
θεολογίας βρίσκουμε στά κείμενα τών άγιων Πατέρων. Αύτοί διηγούνται γιά εκείνο
πού τούς δόθηκε από τον Θεό. Ή θεολογία τους δέν έχει χαρακτήρα λογικά
δομημένων όρων. Όχι! Αύτοί «διηγούνται». Νά με συγχωρείτε λοιπόν, και έγώ είχα
τήν ίδια προσέγγιση, γιατί δέν ύπάρχει άλλη οδός. Στά βιβλία μου περιγράφω μόνο
εκείνα πού έζησα κατά τό θέλημα τού Θεού, όταν παραδόθηκα σε αυτό τό θέλημα.
Βλέπετε, έθεσα όρο: «Όταν παραδόθηκα σε αυτό τό θέλημα».
Γι’αύτό
σάς ικέτευα πολλές φορές νά προσεύχεσθε ό ένας γιά τον άλλο, νά ένώνεστε μέ τήν
προσπάθεια αύτή, γιά νά έχει ό καθένας σας τή δυνατότητα νά άφιερώσει όσο τό
δυνατόν περισσότερο χρόνο στήν προσευχή και στή θεολογία. Ή ζωή πού άρχίζει από
τήν ύπακοή -άν ή ύπακοή αύτή έκληφθεΐ μέ τον πρέποντα τρόπο- είναι άπλή στή
μορφή, άλλά πλατύνει τήν καρδιά του ανθρώπου ώς τό άπειρο. Όταν ό άνθρωπος ζει
κατά τις έντολές τού Θεού, μέσα του διανοίγονται οι δυνατότητες της φύσεώς μας οι
δυνατότητες αύτές δέν έχουν όρια... Είμαστε τόσο κοντά στον Θεό, τόσο οικείοι
μέ Αύτόν, ώστε ή ζωή μας θά όφειλε νά είναι από τήν ίδια τήν άρχή της
ολοκληρωτική παραμονή στή σφαίρα της άκτιστου θεότητος. Κάθε φορά πού δέν
είμαστε ενωμένοι μέ τον Θεό, εκπίπτουμε από τον πνευματικό κόσμο και γινόμαστε
«σάρξ», στην όποια δέν ευδοκεί νά ζει ό Θεός . Είτε κτίζουμε ναό, όπου μπορούμε
νά τελούμε τή Θεία Λειτουργία, είτε έτοιμάζουμε χώρο γιά τή φιλοξενία και τήν άνάπαυση
των άνθρώπων, είτε φροντίζουμε γιά τό φαγητό τους κλπ., όλες αυτές οι ένασχολήσεις
μας μέ τά γήινα, στήν πραγματικότητα, δέν πρέπει καθόλου νά παρεμποδίζουν τήν
παραμονή μας στήν ύψιστη κατάσταση της Θεοκοινωνίας.
Όταν
άρχίσουμε πραγματικά νά άγωνιζόμαστε γιά νά παραμείνει ό νους μας στον Θεό ή
μέρα και νύχτα, τότε άλλάζει όλη ή φύση μας και ή ζωή μας γίνεται εντελώς διαφορετική.
Τώρα πού ό άριθμός τών άδελφών αύξήθηκε, οφείλουμε νά μεταβούμε από τις
προηγούμενες μορφές όργανώσεως της ζωής μας σέ εκείνο πού θά κάνει τη μοναχική
ζωή σέ κάθε της ήμέρα νά γεννά μέσα μας προσευχή προς τον Θεό, πού νά μάς
ένώνει σέ ένα μέ τον Θεό.
Προτείνω
στούς ήλικιωμένους άδελφούς και άδελφές τό εγχείρημα νά βρουν θεολογική έκφραση
στήν εμπειρία εκείνη πού δόθηκε στον πνευματικό μας πατέρα, τον μεγάλο
Σιλουανό. Άς υποστούμε τή θυσία αύτή. Στις γραφές τού Γέροντα διακρίνεται
κάποια άοριστία, και οι εκφράσεις του είναι πολύ άπλές και όχι τόσο
έκλεπτυσμένες. Οι σημειώσεις του είναι άπλός διάλογος, άλλά στά άπλά του λόγια
περικλείεται άπίστευτα ύψηλή ζωή. Μπορούμε και πρέπει νά τά διατυπώσουμε πλέον
ώς δογματική θεολογία.
Ό
άνθρωπος δεν σώζεται με τή θεωρητική θεολογία άλλα με την άμεμπτη ζωή, τήν
καθαρή από κάθε άμαρτία: «Καταξίωσον, Κύριε,... άναμαρτήτους φυλαχθήναι ήμάς».
Τό πλήρωμα όμως της γνώσεως είναι έφικτό στήν Εκκλησία, και εκεί ή σωτηρία
λαμβάνει τήν τελειότερη μορφή.
Κατά
τό μέτρο της έντάσεώς μας, κάθε ή μέρα και κάθε νύχτα θά πραγματοποιούνται μέσα
μας ορισμένες διαδικασίες πού δεν ύπόκεινται σε έλεγχο, γίνονται όμως συνειδητές.
Θά έρθει όμως στιγμή, κατά τήν όποια θά αισθανθούμε τον έαυτό μας πραγματικά
δεμένο με τον Θεό στήν ίδια τή φύση μας. Αλλά έφόσον, βγαίνοντας από τή σάρκα
αύτή, θά νιώθουμε ώς προσωπικά πνεύματα -και αυτό αποτελεί συνείδηση τού
προσωπικού πνεύματος-, νά τί πρέπει νά κάνουμε γιά τή σωτηρία μας: Όσο
περισσότερο προσπαθούμε νά ζούμε σύμφωνα με τις έντολές, τόσο βαθύτερα θά ενεργοποιηθεί
μέσα μας ή συναίσθηση της πα-ρουσίας τού Θεού.
Νά
με συγχωρείτε, άλλά και πάλι «περιστρέφομαι» διαρκώς άναζητώντας με τήν
προσευχή λόγο από τον Θεό. Είμαστε λίγοι, άλλά όμως όλοι δέχεστε διαφορετικά
τον λόγο μου, και είναι άδύνατον νά βρώ άναντίρρητη σύνθεση άκόμη και γιά τον
μικρό μας κύκλο. Όταν άπουσιάζει ή δυνατότητα αύτή, τότε οφείλουμε πραγματικά
νά προσευχόμαστε: «Τί συμβαίνει; Γιατί νά ζει μέσα μας ό θάνατος της άμοιβαίας
άκατανοησίας;». Άλλά κατά τήν τετελεσμένη σωτηρία οι άνθρωποι, μυριάδες υποστάσεις,
θά έχουν ένα θέλημα. Έδώ όμως, όπως έλεγε ό άγιος Μακάριος ό Αιγύπτιος και
μερικοί άλλοι Πατέρες, ό κάθε άνθρωπος έχει τό δικό του θέλημα. Ό Μέγας
Αρσένιος έλεγε ότι στον ουρανό όλοι έχουν ένα μόνο θέλημα, ένώ έδώ στη γή ό καθένας
περιστρέφεται γύρω από τον έαυτό του. Θά μαθαίνουμε λοιπόν νά ζούμε
χριστιανικά, και τότε ή γνώση τού Θεού θά έρθει, όχι με διανοητικό τρόπο, αλλά
με οντολογικό, μέσα από τήν ίδια τή ζωή.
Θά
ήθελα άκόμη νά σάς ζητήσω τό έξης: Παρακαλώ, όταν κάποιος από σάς άπουσιάζει,
νά προσεύχεστε έντονα γιά τον κάθε άπόντα, γιά τον κάθε άσθενή. Νά ζείτε ώς
ένας άνθρωπος.
Λοιπόν,
τί πρέπει νά κάνουμε;
Νά
έπιδείξουμε άγάπη.
Και
τί νά μήν κάνουμε;
Νά
μήν άμαρτάνουμε. Αυτό είναι όλο τό πρόγραμμα.
Ερώτηση:
Πώς οι όσιοι Σεραφείμ και Σιλουανός έζησαν τήν κατάσταση «Κράτα τον νου σου στον
άδη, και μήν άπελπίζεσαι»;
Απάντηση:
Θίξατε ένα από τά ύψηλότερα θέματα στήν ορθόδοξη άσκητική μας παράδοση. Πριν από
τή φανέρωση τού Κυρίου στον Σιλουανό, αύτός παρέμεινε έπί μία ώρα χωρισμένος από
τον Θεό. Ό Θεός τον έγκατέλειψε. Χρησιμοποιεί φοβερά λόγια γιά τήν περιγραφή της
καταστάσεως αύτής: «Μου ήταν λοιπόν ξεκάθαρο, ότι χάνομαι αιώνια». Ό
άποχωρισμός αύτός από τον Θεό ήταν κατάσταση άκρας έντάσεως. Ήταν, όπως λέμε
στά έλληνικά, «κένωση». Και όταν μετά τήν κατάσταση αύτή τού έμφανίστηκε ό
Κύριος, δεν τού είπε κανέναν λόγο. Αργότερα όμως, όταν ό Κύριος τού είπε «Κράτα
τον νου σου στον άδη», ό λόγος Του είχε σχέση με τή φοβερή έκείνη ώρα πού
προηγήθηκε της όράσεως τού Χριστού. Ό Σιλουανός λοιπόν πήρε άπάντηση στην
εμπειρία του σε σχέση με τον αιώνιο άδη, ώς αποκάλυψη από τον Θεό της αιώνιας
σωτηρίας. Κάθε φορά πού πέφτουμε σε απόγνωση, διαπράττουμε στήν πραγματικότητα
άμαρτία έναντίον της Πατρικής άγάπης. "Οταν ώστόσο θά ζούμε τόσο βαθιά
κάθε άμαρτία πού μάς χωρίζει από τον Πατέρα, τότε θά θρηνούμε γιά όλη τήν
άνθρωπότητα. Και αυτό θά μάς πλησιάσει προς τον Χριστό πού πεθαίνει στον
Γολγοθά. Μετά από τέτοιον θάνατο άκολουθεί ανάσταση.
Διαβάζοντας
λοιπόν τον Σιλουανό οφείλουμε νά έννοήσουμε γιατί ό Κύριος τού λέει «Κράτα τον νου
σου στον άδη και μήν άπελπίζεσαι».
Γιατί
ό Κύριος ενεργεί έτσι; Και γιατί αυτό αποτελεί τον υψηλότερο βαθμό και τήν υψηλότερη
μορφή όλης της ασκητικής παραδόσεως; Διότι ή πτώση στήν αμαρτία, πού μάς χώρισε
από τον Θεό, μάς βύθισε στά πάθη, και οι άνθρωποι άρχισαν νά ζουν με τά πάθη. Όταν
όμως ό άνθρωπος παραμένει με τον νου του στον άδη, τότε κανένα πάθος δεν ενεργεί
μέσα του- ούτε ή υπερηφάνεια ούτε ή κενοδοξία ούτε ή φιλαρχία ούτε ή υλική απληστία
ούτε ή σαρκική ζωή, τίποτε. Ενώπιον τού ανθρώπου υπάρχει ένα εντελώς απόλυτο
σκοτάδι πού μεταδίδει φοβερή απόγνωση. Και ό Κύριος τού λέει: «Κράτα τον νου
σου στον άδη πού γνώρισες και μην απελπίζεσαι». Διότι κατά το διάστημα αυτό ό
άνθρωπος ζει χωρίς αμαρτία και χωρίς πάθη. Και εφόσον ζει έτσι, δίνει στον Θεό
χώρο νά έρθει και νά παραμείνει μέσα του. Ό Κύριος έδωσε τήν πείρα αύτή στον μακάριο
Σιλουανό, όταν βίωσε τον αιώνιο χωρισμό από τον Θεό, τον αιώνιο όλεθρο.
Ό
Θεός είναι πυρ. Και για νά προσεγγίσουμε το πυρ αυτό, χρειαζόμαστε τη
μεγαλύτερη ταπείνωση. Γι’ αύτό νά είστε προσεκτικοί με αυτό το πυρ. Γιά μάς ή
κατάσταση πού δόθηκε νά ζήσει ό Σιλουανός βρίσκεται άκόμη μακριά άπό τήν
πραγματικότητά μας. Άπό τά παθήματα πού πέρασε ό Σιλουανός άπέκτησε μιά
κατάσταση, κατά τήν όποια ζοϋσε όλο τον Άδάμ ώς δική του ζωή. Αύτό όμως δεν
ήταν φιλοσοφική άλλά πνευματική κατάσταση τού άνθρώπου. Πώς μπορούμε νά
κρατήσουμε τον νου μας στον άδη έτσι, όπως τον κράτησε ό Σιλουανός; Μπορούμε νά
το γνωρίσουμε αύτό στά όρια τής δικής μας πείρας, όταν μάς βαραίνει ή άκηδία.
Στήν άκηδία οί Πατέρες θέσπισαν ώς γενικό κανόνα τήν αύτομεμψία: νά
κατακρίνουμε σε όλα τον έαυτό μας. Ή κατάσταση αύτή είναι κατώτερη άπό έκείνη
πού διαβάζουμε στον βίο τού Σιλουανού. Άλλά αύτή είναι ή βασιλική οδός πού μάς
άφησαν οί Πατέρες μας. Έτσι, όταν συμβεί κάτι δυσάρεστο, ό άνθρωπος λέει: «Έγώ
φταίω άν δεν είχα κακούς λογισμούς καί αν ήμουν γεμάτος με τήν άγάπη τού
Χριστού, δεν θά γινόταν αυτό». Καί ό άνθρωπος άπογοητεύεται, θλίβεται γιά τον
έαυτό του, καί έτσι αύξάνει βαθμηδόν ή άγάπη του προς τον Θεό. Ή άνώτερη μορφή
άγάπης, γιά τήν όποια κάνει λόγο ό Σιλουανός, είναι σπάνιο φαινόμενο στήν
ιστορία τής Εκκλησίας.
Βλέπετε,
μιλούμε γιά τήν ύπακοή άπλό, μικρό έργο. Ό Σιλουανός όμως βιώνει τήν ύπακοή με
έντελώς διαφορετικό τρόπο. Καί φανταστείτε ότι, όταν αύτός συναντάται στή ζωή
με τήν αμαρτία τών άνθρώπων, τότε άπό τήν προσευχή γι’ αύτούς μεταβαίνει
κατόπιν σε όλο τον Άδάμ καί προσεύχεται με δάκρυα γιά τη θεραπεία καί τη
σωτηρία όλου τοΰ
Αδάμ. Γιά τη μετάβαση αυτή λίγα μόνο μπορούμε να πούμε φιλοσοφικά. Αυτή βιώνεται
με τήν πείρα ώς πνευματική κατάσταση, γιά τήν όποια γράφει ό ίδιος ό Σιλουανός,
όταν θρηνούσε περισσότερο γιά όσους δεν γνώρισαν τον Θεό παρά γιά τον ίδιο τον
έαυτό του. Εύκολα μπορούμε νά μαντέψουμε γιά ποιό πράγμα γίνεται λόγος.
Αλλά νά
παραμείνουμε στήν κατάσταση αυτή σχεδόν μισό αιώνα, είναι άπίστευτο φαινόμενο.
Ή κατάσταση όμως αύτή τού ανθρώπου τον οδηγεί προς τον Χριστό, πού άνήλθε στον
Γολγοθά όχι γιά κάποιο ιδιαίτερο έθνος, ας πούμε γιά τούς Εβραίους ή τούς
Έλληνες, άλλά γιά όλο τον Αδάμ. Καί αύτή άκριβώς ή κατάσταση προσιδιάζει στον
Χριστό ώς Θεό. Σε τέτοια κατάσταση ό άνθρωπος άρχίζει νά εννοεί τί σημαίνει νά
είναι κάποιος πρόσωπο. Αν ό Θεός αποκαλύφθηκε ώς Πρόσωπο, τότε με τήν εμπειρία
αύτή μπορούμε νά έχουμε σωστή αντίληψη γιά το πρόσωπο. Βέβαια, εννοούμε το
πρόσωπο ώς τήν ιδεώδη εικόνα και ομοίωση τού Θεού. Είναι άνεπαρκές νά μιλούμε
γιά το πρόσωπο με άνθρώπινους όρους. Όταν ό άνθρωπος γίνεται πρόσωπο κατ’
εικόνα τού σαρκωθέντος Λόγου τού Πατρός, έχει φθάσει ήδη στή θέωση.
Έτσι
λοιπόν, βλέπετε πόσο συχνά μιλούμε γιά το πρόσωπο. Αρχή τής έμπειρίας τού
προσώπου είναι ή προσευχή γιά όλο τον κόσμο με βαθύ πένθος• προσευχή πού μπορούμε
νά τήν ονομάσουμε Γεθσημάνια. Τότε ό άνθρωπος κατανοεί τί σημαίνει πρόσωπο.
Έτσι λοιπόν βλέπετε ότι μέσα στή σωματική, σαρκική μορφή, πού προήλθε από τη
γη, βλέπουμε το πνεύμα τού ανθρώπου, πού αγκαλιάζει με Αγάπη όλη τήν κτίση, νά
φέρει μέσα του τον Θεό. Αύτή είναι ή κατάσταση τού μέλλοντος αιώνος.
Στον
Σιλουανό, πού πολλοί άγάπησαν, υπάρχει ή έξης έκφραση: «Προσεύχομαι γιά όλο τον
κόσμο, γιά όλη τήν άνθρωπότητα, άλλά θά είμαι ευτυχής, αν έστω και ένας άνθρωπος
με άκούσει και άναλάβει μετάνοια». Κάποιος φοιτητής τής θεολογικής Σχολής
Αθηνών είπε: «Γιατί ό Σιλουανός λέει “έστω και ένας άνθρωπος;” ’Ίσως νά μή βρέθηκε
άκόμη ένας τέτοιος άνθρωπος;». Βλέπετε, ό φοιτητής αυτός διαισθανόταν πόσο
άκραία και ύψηλή είναι ή ένταση τής ασκητικής αύτής παραδόσεως. Αύτή διακρίνει
στον άνθρωπο μιά άνταύγεια τού Θείου Προσώπου και πραγματοποιεί μέσα μας τήν εικόνα
και τήν ομοίωση τού Θεού στήν υψηλότερη μορφή της.
Νά
φέρουμε με εύλάβεια μέσα μας τά λόγια του Γέροντος Σιλουανού και νά γνωρίζουμε
σέ τί άναφέρονται. Και τότε μπορούμε με σύνεση νά απολογηθούμε στον εαυτό μας
γιά το πόσο άκόμη άπέχουμε από αυτό. Ποιοι πρέπει νά είμαστε...
Ερώτηση:
Υπήρξαν άραγε άγιοι πού δεν συνιστούσαν νά κρατούμε τον νου στον άδη, και
σώθηκαν με άλλον τρόπο;
Απάντηση:
Μου είναι δύσκολο νά απαντήσω στο ερώτημα σας. Νά γιατί: Ό Κύριος είπε «Έγώ
είμι ή οδός», ένώ εσείς κάνετε λόγο γιά «άλλη οδό»... Δεν υπάρχει όμως άλλη
οδός προς τον Πατέρα, παρά μόνο ό Χριστός. Εκείνος λέει: «Ουδείς έρχεται προς
τον Πατέρα, εί μή δι εμού». Μπορούμε όμως νά πούμε ότι πολλοί σώθηκαν, χωρίς νά
καταβάλουν τέτοια άσκηση όπως ό Σιλουανός, και άλλοι με ζωή σύμφωνη με τις
έντολές, ήσυχη και ειρηνική, με άποχή από το κακό. Όταν για πρώτη φορά έξέδωσα το
βιβλίο για τον Γέροντα, όσο ακόμη ήμουν στή Γαλλία, ό μητροπολίτης Σεραφείμ
είπε: «Τί περίεργος είναι αύτός ό π. Σωφρόνιος, και τί λέει: “Κράτα τον νου σου
στον άδη”! Στον Θεό πρέπει νά κρατάμε τον νου μας και όχι στον άδη».
Ό
Σιλουανός περιγράφει κάποιον νέο άνθρωπο, πού ήρθε από τά Καρπάθια στον Άθω.
Αύτός ό άνθρωπος είπε: «Καθ’ όλη τη ζωή μου κανέναν δεν έθλιψα και κανέναν δεν
λύπησα». Και ό Σιλουανός, όταν άκουσε τά λόγια αύτά, σκέφτηκε: «Νά γιά ποιούς
άνθρώπους ό Θεός διατηρεί τον κόσμο». Έτσι λοιπόν, έξωτερικά μπορούν νά υπάρχουν
διάφοροι δρόμοι. Όχι άπαραίτητα ό μοναχισμός. Αλλά στήν πραγματικότητα άλλη
οδός δεν υπάρχει: «Εϊ τις θέλει τήν ψυχήν αυτού σώσαι, άπολεσάτω αύτήν και
άράτω τον σταυρόν» . Είναι δύσκολο νά μιλήσουμε διαφορετικά. Ό Κύριος είπε ότι
όποιος πιστεύει σε Εκείνον θά σηκώσει σταυρό και πρόσθεσε: «’Εν τω κόσμω θλιψιν
έξετε• άλλά θαρσεΐτε, έγώ νενίκηκα τον κόσμον» .
Γιατί όλοι εμείς θά έχουμε
θλίψη στον κόσμο αυτό; Διότι, ένώ έμφανίζεται σε μάς ή δίψα γιά νά βασιλεύσει ή
Αγάπη τού Χριστού στον κόσμο, βλέπουμε το άντίθετο. Όλος ό κόσμος πάσχει- και ή
Αγάπη τού Χριστού στον κόσμο αυτό πάσχει επίσης αναπόφευκτα. Αντί νά
έκδηλώνεται Αγάπη, έμφανίζονται μίση, άρνήσεις, έξουδενώσεις τού ανθρώπου. Γι’ αυτό
υπάρχει ή έξής παράδοξη έκφραση: «Αν θέλεις νά δεις άγιους κατέβα στον άδη».
Έτσι
λοιπόν, έξωτερικά μπορούμε νά μιλούμε γιά πλήθος οδών. Δι’ ολων των οδών μπορεί
κάνεις νά σωθεί. Αλλά στην πραγματικότητα ή οδός είναι μία είναι ό Ιδιος ό
Χριστός.
Ερώτηση:
Σε πολλούς Έλληνες Πατέρες, γιά παράδειγμα στον Μάξιμο τον Ομολογητή, υπάρχουν
πολύ έκλεπτυσμένες έκφράσεις καί έξελιγμένη τεχνική τού λόγου... Τό έκαναν αύτό
γιά νά ύπερασπίσουν τή χριστιανική διδασκαλία άπό ξένες «έξωθεν» ιδέες ή είναι αναγκαίο
έσωτερικά γιά τή σωτηρία;
Απάντηση:
Αυτό είναι αναγκαίο καί γιά κάθε χριστιανό.
Παρέμβαση:
Αλλά ό Γέροντας Σιλουανός παρακάμπτει αύτές τις έννοιες!
π.
Σωφρόνιος: Ώ, όχι! Μιλάει γιά τά ίδια έπίσης, άλλά μέ άλλους ορούς. Ή οδός τού Σιλουανού
είναι ή ίδια, όπως και τού Μαξίμου τού Όμολογητού. Έτσι ό Μάξιμος ό Όμολογητής,
όταν τον χτύπησαν και: τού έκοψαν τή γλώσσα, είπε: «Ίσως ό Κύριος συγχωρήσει
τις αμαρτίες μου». Βλέπετε πώς δεχόταν τά παθήματα; Εκφραζόμαστε ποικιλοτρόπως,
αλλά ωστόσο ή ζωή είναι ενιαία. Και αυτό γιά τό όποιο μιλάει ό Σιλουανός δεν
είναι καθόλου κατώτερο άπό εκείνο πού λέει ό Μάξιμος ό Όμολογητής. Είναι ή ίδια
ύψιστη σφαίρα...
Ιστορικά
υπάρχει ή αναγκαιότητα γιά θεολογικές σχολές. Αλλά γιά τή ζωή στον αιώνιο Θεό αυτό
δεν είναι ύποχρεωτικό. Ό Σιλουανός δεν έλαβε καμία παιδεία. Ωστόσο, ό Θεός
βρήκε τρόπο νά τού μεταδώσει τή ζωή Του, γιατί ή κατάσταση πού δόθηκε νά ζήσει
ό Σιλουανός ήταν κατάστάση του Ίδιου τού Χριστου. Αυτό φαίνεται άπό τα λόγια
του: «Άλλη ή άσκητική ταπείνωση, “είμαι χειρότερος άπό όλους”, και άλλη ή
ταπείνωση του Χριστού, πού είναι άπερίγραπτη». Άνθρωποι πνευματικά
καλλιεργημένοι θά τό έξέφραζαν αυτό ώς σχετική άσκητική ταπείνωση και άπόλυτη
ταπείνωση τού Θεού. Τήν τελευταία, τήν «άπερίγραπτη», δεν μπορούμε νά τήν
έκφράσουμε με τίποτε. Αλλά αύτή ήταν ή πραγματική κατάσταση στήν όποια ζούσε ό
Σιλουανός. Αύτός είναι αληθινά δώρο τού Θεού γιά τον αιώνα μας.
Ό
Μάξιμος είχε σπάνια οξυδέρκεια και εκπληκτική διαίσθηση. Υπεράσπισε τήν
ομολογία τών δύο θελήσεων του Χριστού εναντίον του μονοθελητισμού. Πρέπει νά πούμε
ότι όλη ή θεολογία τών Πατέρων και ή Χριστολογία βάδισαν στή γραμμή της
προσπάθειας νά διατυπωθεί με ποιόν τρόπο μπορούσαν νά ενωθούν εν Χριστώ ή
Θεότητα με τήν ανθρωπότητα. Οί πρώτες τέσσερις Οικουμενικές Σύνοδοι ασχολήθηκαν
κυρίως με τη Χριστολογία. Έτσι, ή θεολογία των πρώτων αιώνων ήταν κατεξοχήν «Χριστολογία».
Αλλά μπορούμε νά εκφράσουμε τη θεολογία αύτή με λόγια και νά μήν τήν ζούμε ώς
κατάσταση. Όπως επίσης μπορούμε νά τήν εκφράσουμε και νά τήν ζούμε.
Οί
άνθρωποι σώζονται με τήν καθαρή ζωή και όχι με τη γνωστικιστική. Όταν όμως ό
άνθρωπος εκείνος λέει: «Κανέναν δεν έθλιψα σε όλη τη ζωή μου», ή ηθική αύτή δέν
είναι γνώση. Είναι όμως πιο στερεή, όταν συνοδεύεται και άπό δογματική
κατανόηση.
Συναντούμε
στα κείμενα του Σιλουανού τον λόγο: «Για όποιον δεν άγαπά τούς έχθρούς, ή
σωτηρία δεν είναι βέβαιη!». Και ό Μάσκαλ, άγγλικανός θεολόγος, λέει: «Για τήν
άγάπη προς τούς έχθρούς κανένας άλλος δεν έγραψε όπως ό Σιλουανός. Αύτός δεν
έχει τον όμοιο του!».
Ό
Ίδιος ό Κύριος είπε: «Αγαπάτε τούς έχθρούς και έσεσθε τέλειοι και όμοιοι προς
τον Πατέρα». Ή άγάπη προς τούς έχθρούς είναι ήδη ή τελειότητα τού Πατρός. Και
οί Άγιοι παραμένουν στήν κατάσταση αύτή. Ό Σιλουανός έζησε κατά τό διάστημα της
άθεης κομμουνιστικής έπαναστάσεως. Ώς άντίδραση προς τον διωγμό, στον όποιο υποβλήθηκε
ή χριστιανική Εκκλησία, ό Σιλουανός είχε τον μεγάλο θρήνο γι’αύτούς πού δεν
γνώρισαν τον Θεό. Όταν λέει: «Δώσε νά Σε γνωρίσει όλος ό κόσμος», εκεί έντάσσονται
και αυτοί, οί διώκτες. Άν βέβαια μεταφέρουμε τη συνείδησή μας στο επίπεδο αυτό,
τότε πραγματικά εκείνος έζησε τήν τέλεια ζωή. Δεν μπορεί κάποιος άνθρωπος νά
γράφει έτσι, όπως ό Σιλουανος, άν ό ίδιος δεν το έχει ζήσει αυτό: «Γιά όποιον
όμως δεν άγαπά τούς εχθρούς, ή σωτηρία δεν είναι βέβαιη».
Νά
σάς φυλάγει ό Κύριος.
Εκφωνήθηκε
στα ρωσικά, στις 9 Σεπτεμβρίου 1991.
Οικοδομώντας τον Ναό του Θεού Μέσα μας και στους Αδελφούς μας Τόμ.Β |
ΣΩΦΡΟΝΙΟΣ (ΣΑΧΑΡΩΦ) ΑΡΧΙΜ. |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σας ευχαριστούμε.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.